Ο άλιωτος

0
659

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 3-1.jpgΣτην ελένη δεν άρεσαν τα κοριτσίστικα παιχνίδια. Ίσως γιατί πρώτος ήρθε ο αδερφός της, και ήδη υπήρχαν πολλά playmobil στο σπίτι. Βέβαια και πολλές bibibo υπήρχαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πως παίζονται οι κούκλες. Δηλαδή μόνο υπάρχουν εκεί, ντυμένες και χαμογελαστές, άσε που ποτέ δεν είναι αρκετές ώστε να παίξεις πόλεμο.

Η ελένη προτιμούσε το ποδόσφαιρο, μιας και ο κώστας έπαιζε, ενώ ήταν και πολύ καλή στο μπάσκετ. Σε όλα είχε μαθητεύσει δίπλα του, κι αυτός είχε φροντίσει να τη μάθει να μην παίζει σαν κορίτσι, και τον κάνει ρεζίλι. Την έπαιρνε πάντα στην ομάδα του.

Ο κώστας πάλι ήταν ο κλασσικός πρωτότοκος μιας μέσης ελληνικής οικογένειας, μίας μέσης επαρχιακής κωμόπολης. Καλοαναθρεμένος, καλό παιδί, καλός μαθητής, ευαίσθητος και ντροπαλός. Αυτά για τον κόσμο. Στο σπίτι ο κώστας ήταν μέγα πειραχτήρι, ίσως και δυνάστης της μικρής αδερφής του, και πάντα κατάφερνε να το ξέρει αυτό μόνο η ελένη. Η μάνα τους όταν έπρεπε να τους βάλει τις φωνές, πάντα ξεκινούσε με το «Eλενηηηη», κι ας μην έφταιγε η καημένη η μικρή, πρώτη τ’ άκουγε. Όμως δεν την ένοιαζε και πολύ. Εξάλλου η μάνα δεν τους μάλωσε ποτέ στα σοβαρά.

~~{}~~

Στις 5:01 ακριβώς χτύπησε συνθηματικά το κουδούνι και έτρεξε να ανοίξει στους άλλους τρεις. Είχαν κανονίσει μπάσκετ με την ομάδα της δίπλα πολυκατοικίας στις 5:30 ακριβώς.

“Βασικά καλησπέρα σας”, είπε ο βαγγέλης, και χαζογελάσανε όλοι μαζί

“Κούλα πολύ κωλόπαιδο ο κυριάκος”, συμπλήρωσε ο δήμος και συνέχισαν τα γέλια.

“Δήμο σου έχω πει πως δεν θα βρίζεις μπροστά στην αδερφή μου”.

ο κώστας εμφανίστηκε στην άκρη του διαδρόμου που οδηγούσε στην πόρτα, και τους έκοψε το γέλιο. Φορούσε τη στολή του μπάσκετ, στα χρώματα της ελλάδας, με τον αριθμό 6 στην πλάτη. Τον αριθμό του παναγιώτη γιαννάκη που την προηγούμενη χρονιά τους είχε κάνει να ουρλιάζουν στα μπαλκόνια τους. Ο αδερφός του δήμου είχε ανάψει και μια φωτοβολίδα.

Ο δήμος έμενε στον τρίτο, είχε έναν πολύ μεγαλύτερο αδερφό στο λύκειο, που δεν ασχολιόταν καν μαζί τους. Ο βαγγέλης έμενε στον δεύτερο. Ο αδερφός του βαγγελη και αυτός πολύ μεγαλύτερος, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα από την αρχή της εφηβείας του. Η μάνα του βαγγέλη θεωρούσε ότι τους είχαν κάνει μάγια. Ο πατέρας του βαγγέλη είχε απελπιστεί και παραιτηθεί.

Η οικογένεια του δήμου είχε σχεδόν υιοθετήσει τον βαγγέλη. Όλοι στην πολυκατοικία είχαν υιοθετήσει τον βαγγέλη, αλλά η οικογένεια του δήμου είχε αναλάβει σχεδόν την ανατροφή του. Ο βαγγέλης ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής της τάξης, και φυσικά ως μέγας θαυμαστής του στάθη ψάλτη, ο πιο αστείος της παρέας. Ο δήμος είχε αγοράσει τις βιντεοκασέτες και τις έβλεπαν σχεδόν κάθε μέρα. Ο δήμος πάλι δεν ήταν καλός μαθητής, όταν δεν ήταν μπροστά οι μεγάλοι έβριζε, χαλούσε πολλά λεφτά σε παιχτάκια, και δεν άκουγε ποτέ τη μάνα του. ο βαγγέλης ήταν η καλή επιρροή για τον δήμο. Ίσως γι ‘αυτό η κυρία βούλα μάζευε τον βαγγέλη σπίτι κάθε μέρα. Μπας και ‘το γαϊδούρι πάρει παράδειγμα, από τον καημένο τον βαγγελάκη’’.

Ο γιώργος – ή μπόμπος για την παρέα – έμενε και αυτός στον δεύτερο με την μικρότερη αδερφή του την μαρία, που όμως της άρεσαν οι κούκλες, και το λάστιχο, γιαυτό δεν την έπαιζαν. Μπόμπο τον αποκαλούσαν, γιατί ήταν αρκετά παχύς για την ηλικία του, ο πιο παχύς της παρέας, αλλά και γιατί πάντα του έδινε η μάνα του έναν μπόμπο με παγωμένο νερό να κουβαλάει, για να πίνουν όλοι από εκεί σαν διψάσουν στο παιχνίδι. Ο μπόμπος λοιπόν ήταν και κρυφά ερωτευμένος με την ελένη. Βέβαια δεν τολμούσε να το πει πουθενά, αν το μάθαινε ο κώστας, σίγουρα θα τον έδερνε μπροστά σε όλους. Ασε που η ελένη φερόταν σαν αγόρι. Τι θα μπορούσε να της πει; Αν της το έλεγε, ίσως τον έδερνε και αυτή..

Όλα τα παιδιά είχαν την ίδια ηλικία, εκτός από τον κώστα που είχε γεννηθεί έναν χρόνο νωρίτερα. Ήταν ο πιο ψηλός και ο πιο γεροδεμένος, και ήταν αποδεκτό απ’ όλους ότι ήταν ο αρχηγός της ομάδας.

“Λοιπόν πάμε! Θα μας περιμένουν!”

Ξεκλείδωσαν τα τέσσερα μπι εμ εξ και έφυγαν σφαίρα για τους αντίπαλους. Τον βαγγέλη τον κουβάλησε όρθιο στους μασπιέδες ο δήμος και οι δυο τους τραγουδούσαν στον δρόμο με γυναικείες φωνές ‘’τα κορίτσια ξενυχτάνε’’ γελώντας. Η ελένη σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε να κάνει σούζα, ο γιώργος προσπαθούσε να της δείξει πως, μπας και γυρίσει να του ρίξει κανα χαμόγελο, και ο κώστας, έχοντας την μπάλα κάτω από τη μασχάλη, οδηγούσε με το ένα χέρι μπροστά, πάντα σοβαρός, προσέχοντας το δρόμο τις διασταυρώσεις και τα αυτοκίνητα, και δίνοντας οδηγίες στα μικρότερα πότε στρίβουν, σταματάνε και ξεκινάνε .

Η αντίπαλη ομάδα, στην δίπλα πολυκατοικία, που δεν ήταν ακριβώς δίπλα, μιας και η πόλη τους είχε ακριβώς έξι πολυκατοικίες, ήταν λίγο μεγαλύτεροί τους και μαζεύονταν συχνά για να παίξουν. Μπάσκετ παίζανε πάντα σ’ αυτούς, μιας και ο πατέρας ενός που ήταν φανοποιός, τους είχε βιδώσει, σε λάθος ύψος, στον ακάλυπτο, μια μεταλλική χειροποίητη μπασκέτα, βαμμένη με λάθος κόκκινο, περίσσευμα από κάποιο περλέ χρώμα αυτοκινήτου, χωρίς διχτάκι, με λάθος διάμετρο στεφάνης, αλλά μια χαρά έπαιζαν και μια χαρά έμπαιναν τα τρίποντα.

Όταν τελείωσε το παιχνίδι, μετά από ώρες, κόντευε σχεδόν να δύσει ο ήλιος. Ήπιαν όλο το νερό από τον μπόμπο και έκατσαν λίγο, μέχρι να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής

“Τα μάθατε με τον γέρο του κάρκα;” είπε ένας από τους άλλους

“Ναι, μου το είπε η μάνα μου το μεσημέρι” είπε ο δήμος

“Τι έγινε;” ρώτησε ο κώστας

“Καλά δεν το έμαθες; Φοβερή ιστορία! Ο γέρος ρε ο κάρκας, που έμενε στον δρόμο που πάει προς το στάδιο; Του κάρκα ρε, που ο γιος του έχει το καφενείο απέντι από τον άιγιάννη; Τον θυμάσαι; Πάντα καθόταν κάτω από εκείνη τη συκιά τα καλοκαίρια με το μπαστούνι; Με το μουστάκι το μεγάλο; που φόραγε μια καφέ τραγιάσκα ακόμα και το καλοκαίρ”

“Ναι ρε δήμο καταλάβαμε πες της ιστορία!”

“Λοιπόν ο μπάρμπας είδες έχει πεθάνει χρόνια, και πήγαν σήμερα να τον ξεθάψουν για να μαζέψουν τα κόκκαλα, και δεν έχει λιώσει καθόλου. Όταν λέμε καθόλου, είναι φρέσκος σαν την μέρα που τον έθαψαν είπε η μάνα μου.”

“Ναι ναι και η θεία η βούλα μας έλεγε πως τρόμαξε ακόμα και ο παπάς που ήταν παρόν και άρχισε τις προσευχές, και τις αγιαστούρες.”

“Και τι έκαναν μετά το πτώμα;”

“Τι να κάνουν, τον ξανάχωσαν τον μπάρμπα και θα περιμένουν.”

“Και γιατί δεν έλιωσε;”

‘Η μάνα μου είπε πως ο μπάρμπας δεν ήταν και πολύ καλός άνθρωπος. Ήταν λέει αντάρτης στον πόλεμο. Και είχε λέει σκοτώσει κόσμο! Ουουουου!”

“Ναι και μας είπε η θεία η βούλα ότι μπορεί να έχει φάει καμία κατάρα από κανέναν που τον αδίκησε. Επίσης είπε, αυτά παθαίνεις όταν δεν είσαι καλός χριστιανός και είσαι άθεος.”

“Καλά η μάνα μου όλο τέτοιες μαλακίες λέει.”

“Δήμο!! Μη βρίζεις!”

Η αλήθεια για τον γέρο τον κάρκα ήταν πως στα νιάτα του πολέμησε σαν σκυλί τον εχθρό στα βουνά. Ήταν κομμουνιστής και άθεος, και η τύχη τον ήθελε ζωντανό μετά τον πόλεμο, σε μια πόλη που θεωρούσε τους κομμουνιστές μιάσματα. Έκανε ένα παιδί, τον Άρη, και του παρέδωσε το καφενείο που τους συντηρούσε τις μέρες της ειρήνης. Ο γεροκάρκας, ποτέ δεν αδίκησε κανέναν. Στα 75 του έμαθε πως έχει μικροκυταρρικό καρκίνο του πνεύμονα. Λίγο το σπάνιο της περίπτωσής του, λίγο και η μεγάλη του ηλικία, λίγο και η κράση του που ήταν ανθεκτική, έζησε πολύ παραπάνω από το αναμενόμενο, και του δώσανε τόσα χημικά, που ένας κακοπροαίρετος θα έλεγε πως τον έκαναν και λίγο πειραματόζωο.

Πέθανε καθιστός ένα απόγευμα, κοιτώντας από το παράθυρο το βουνό. ‘‘σου’ρχομαι Άρη’’ ήταν η τελευταία του σκέψη. Οι χημείες που του είχαν βάλει στο σώμα τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την υγρασία της περιοχής, έκαναν ένα είδος μουμιοποίησης στο γέρικο δοχείο.

“Λοιπόν εγώ λέω να πάμε.”

“Πού;”

“Να δούμε τον γέρο.”

“Δεν θα πάμε πουθενά”, είπε ο κώστας, “αυτά είναι βλακείες.”

“Έλα ρε κώστα.”

“Άλιωτοι και κατάρες και μπούρδες.”

“Η μάνα μου μας είπε πως ακόμα δεν έχουν ρίξει το χώμα από πάνω, γιατί θέλουν οι παπάδες να του διαβάσουν κάτι ειδικά λόγια.”

“Θα γυρίσουμε σπίτια μας είπα.”

“Μα ρε κώστα, αφού μια μικρή παράκαμψη κάνουμε, γιατί δεν πάμε να ρίξουμε μια ματιά.”

“Ναι ρε κωστάκη, μια ματιά από μακριά!” είπε η ελένη. “Έλα πάμε να δούμε αν όντως έχει γίνει έτσι. Δεν θα κάνουμε τίποτα μόνο θα δούμε.”

Η αλήθεια ήταν πως είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι γίνεται, και γιατί δεν λιώνει ένα σώμα. Η μάνα του, σίγουρα θα είχε μια πιο λογική εξήγηση να δώσει. Τον θυμόταν τον γέρο, αμυδρά μια μορφή κάτω από τον παχύ ίσκιο της συκιάς. Θυμάται να περνάει με τη μάνα του, πιασμένος από το χέρι της, και να σταματάνε για να πουν μια καλημέρα και τι κάνετε; Και κάτι για το κόμμα να λένε. Και τον γέρο να απλώνει και του δίνει στη χούφτα καραμέλες. Ο κώστας κοίταξε τη μαμά. Του έγνεψε καταφατικά και τις πήρε λέγοντας ευχαριστώ.

“Καλά καλά. Αλλά μόλις πω φύγαμε, δεν θέλω κόνξες.”

“Ναι!” είπαν όλοι κατενθουσιασμένοι, εκτός από τον μπόμπο. Που φοβόταν τους νεκρούς, τα φαντάσματα, τους δαίμονες, και την κούκλα του τσάκι. Αλλά τι να πει; Δεν άντεχε να τον κοιτάξει πάλι υποτιμητικά η ελένη, όπως σήμερα που έχασε τις βολές, και τις δύο.

~~{}~~

Όταν έφτασαν έξω από το νεκροταφείο είχε αρχίσει να πέφτει το λυκόφως. Έδεσαν τα ποδήλατα σε ένα δέντρο και μπήκαν τρέχοντας μέσα. Ακολούθησαν τον δήμο, που τους είπε πως ήξερε που είναι ο τάφος, ‘’δυο στενά πιο κάτω, από του παππού μου του τράγου’’.

Στάθηκαν γύρω από το μαρμάρινο μνημείο. Φυσικά δεν υπήρχε χώμα. Η βαριά πλάκα είχε τοποθετηθεί στην θέση της. Μέσα θα αναπαυόταν το ταλαιπωρημένο κορμί του γέρου.

‘’Αθανάσιος Κάρκας, 1903 – 1982, ήρωας πολέμου,
Και γω που δυο φορές όλο – όλο τον αντάμωσα,
έτσι σαν τα παιδιά και ‘γω,
έτσι τον βλέπω και τον τραγουδάω
τον ΑΡΗ,’’ διάβασε με δυνατή φωνή ο βαγγέλης

“Ποιος είναι ο άρης;” ρωτησε η ελένη τον αδερφό της που ήξερε τα πάντα

“Δεν ξέρω, πάμε να φύγουμε και ρωτάμε τη μαμά.”

“Αρης ολέ, άρης ολέεεε, άρης ολέ ολέ ολεεεε”, σιγοτραγούδησε ο δήμος

“Ησυχία! Πάμε να φύγουμε τώρα.”

“Ήταν ήρωας πολέμου, πολέμησε για την πατρίδα το 40;”

“Οι αντάρτες πολεμούσαν και τους έλληνες”, τόλμησε να πει ο μπόμπος

Ο κώστας τον κοίταξε ενοχλημένος.

“Οι αντάρτες ήταν ήρωες.”

Ξαφνικά άκουσαν έναν θόρυβο πίσω τους στο μισοσκόταδο, κάτι σερνόταν και ερχόταν προς το μέρος τους όλο και πιο γρήγορα. Έμειναν όλοι ακίνητοι να αφουγκράζονται, η ελένη είχε ζαλιστεί από τον φόβο. Το σύρσιμο ακουγόταν όλο και πιο κοντά, όλο και πιο γρήγορα.

Μέσα στην ησυχία του απογεύματος, ο κρότος που ακούστηκε, τους φάνηκε σαν βόμβα των εχθρών. Πετάχτηκαν όλοι κοιτάζοντας γύρω, οι μισοί έβαλαν και τις φωνές. Τα γέλια της παρέας της δίπλα πολυκατοικίας τους ξύπνησαν από τον τρόμο. Η γουρούνα που τους πέταξαν είχε ακουστεί σε όλο το νεκροταφείο

“Ρε κωλόπαιδα! Τι κάνετε εδώ τέτοια ώρα;”

Κοίταξαν πίσω τους. Ήταν ο φύλακας του νεκροταφείου.

“Τσακιστείτε από δω χάμω, και θα τα πω όλα στις μανάδες σας”, φώναξε και τους πλησίαζε, κουνώντας απειλητικά ένα στειλιάρι

Άρχισαν να ουρλιάζουν όλοι μαζί και να σπρώχνονται για να απεγκλωβιστούν από τα μνήματα που ήταν περικυκλωμένοι. Κατάφεραν να βγούν στον κεντρικό διάδρομο, πηδώντας σχεδόν πάνω από μάρμαρα, και άρχισαν να τρέχουν με όλοι τους τη δύναμη προς την έξοδο. Εκτός από την ελένη, που τελευταία στιγμή θυμήθηκε την μπάλα του αδερφού της που ήταν αφημένη εκεί δίπλα και γύρισε να την μαζέψει.

Η μπλούζα της πιάστηκε από ένα βιδωμένο βάζο πάνω στο μάρμαρο και πρόλαβε να την αρπάξει από τον καρπό ο φύλακας. Την κουνούσε δυνατά πέρα δώθε και της φώναζε ‘’πες μου ποιανού εισαι μαλακισμένο που κάνεις παρέα με τ’αγορια, σα δε ντρεπεσαι ολοκληρη κοπέλα τι δουλειά εχεις… ‘’

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο μπόμπος, που είχε το μυαλό του όλο στην ελένη ήταν ο μόνος που είδε τι έγινε. Αν τους έπιανε ο φύλακας και τους πήγαινε στη μάνα του, θα ήταν τιμωρία χωρίς τηλεόραση πάνω από μια βδομάδα. Συν τις φωνές, συν την απογοήτευση του πατέρα του.

Είδε το πρόσωπό της κόκκινο από το κλάμα, να την έχει πιάσει ο άλλος από τον καρπό, και να την κουνάει σαν κούκλα πέρα δώθε. Έσφιξε τις γροθιές του, και χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε προς το μέρος τους βγάζοντας πολεμικό αλαλαγμό. Εχωσε μια καλαμιά στον φύλακα, ο οποίος διπλώθηκε από τον πόνο, άρπαξε την ελένη από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι στους άλλους.

Η ελένη, του έσφιγγε το χέρι σε όλη τη διαδρομή, και αυτός ένιωθε ανάλαφρος σαν πούπουλο, και γρήγορος σαν θάντερκατς. Ναι!!! αν αξίζουν τα γλυκά όλου του κόσμου κάτι, αν αξίζουν όλες οι τιμωρίες της μάνας του, αν υπάρχει ευτυχία, τότε ναι! αυτό είναι η αγαπημένη του!

Λίγο πριν φτάσουν στα ποδήλατα, συνάντησαν τον κώστα, που είχε αντιληφθεί ότι έλειπαν και γύριζε για να τους βρει.

“Τι έγινε;”

“Με έπιασε ο φύλακας.”

“Πώς σ’ επιασε ρε ‘λένη; Αμάν ρε ‘λένη; Χάζευες;”

“Ρε κώστα, πήρα την μπάλα και πιάστηκε η μπλουζα μου και με πρόλαβε… του έδειξε την ξεχειλωμένη άκρη της μπλούζας έτοιμη να βάλει τα κλάματα ξανά.”

“Είσαι καλά; σε πείραξε;”

“Όχι, καλα.”

“Και γιατί πιάνεστε;”

Κοίταξαν τα χέρια τους σχεδόν έκπληκτοι. Χωρίς να κοιταχτούν αποτραβήχτηκαν απότομα

“Ο γιώργος ήρθε και με έσωσε.”

“Ναι ναι! Έδωσα μια καραβολίδα στο καλάμι του γέρου, ακόμα θα κλαίει.”

“Ναι ναι κατάλαβα, Πάρτε τα ποδήλατά σας, και πάμε σπίτια μας.”

Καβάλησαν τα ποδήλατα και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Ο δήμος με τον βαγγέλη τους έβαλαν να τους πουν αναλυτικά ακριβώς τι έγινε

“Καλά μας είδατε πώς περάσαμε πάνω από τα μνήματα;”

“Σαν νίντζα πεταχτήκαμε από την τρομάρα μας! χαχαχα! Ρε τον πουστόγερο, που κακο ψόφο να χει!”

“Δήμο!”

“Μας έκοψε τη χολή! Καλά ε θα τους γαμήσω τους άλλους.”

“Δήμο!”

“Βαγγέλη, πάμε ρε μαλάκα το βράδυ να χέσουμε στην είσοδο της πολυκατοικίας τους!”

~~{}~~{}~~{}~~}{~~~~{}~~{}~~{}~

“Κι έτσι παιδιά μου, η μάνα σας με ερωτεύτηκε! Από εκείνη τη μέρα με κοίταζε σαν ξερολούκουμο.”
“Σαν λουκουμά εννοείς;”
“Είδες; Με πιο μεγάλη λαχτάρα δηλαδή!” Είπε ο μπόμπος κλείνοντάς της το μάτι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ελένη Νικητέα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής