(Κατεξοχήν και καταρχήν η σκλαβιά γεννιέται και φασκιώνεται στο τσερβέλο τ’ ανθρώπου)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τί να σε κάνω ελεύθερε, εσένα τάδε, που μιας ζωής χαμπάρι δεν πήρες τρακόσες κι άλλες εξήντα μοίρες ουρανού καθάριου ή τσακισμένου επάνω σου; τί να σε κάνω, ελεύθερε ευυπόληπτε κύριε τάδε, άμα της θάλασσας τ’ ανεμισμένο μετάξι η ματιά σου προσπέρασε;
Είμαι σ’ ένα κελί τώρα που στα γράφω· έναν φεγγίτη ουρανό, μία σταλιά μ’ αφήκανε να μπαίνει ίσα-ίσα ο αέρας· άμα μπορούσαν, θα μου το κρύβανε κι ετούτο το γαλάζο μπαϊράκι στην κορφή του κατουρημένου τοίχου· κάτι τύποι σαν κι εσένα, κύριε τάδε, κύριε ευυπόληπτε ευπώλητε σκλάβε. Και μέσ’ απ’ αυτό το γαλάζιο πανάκι, τον 33×33 φεγγίτη μου, παρελαύνουν κάθε μέρα λευκοί και σταχτοί και μαύροι οι πόθοι μου κι οι μνήμες μου στα σύννεφα· περνοδιαβαίνουν τον ουρανό. Κι εγώ, μες στις ατέλειωτες κακογραμμένες ώρες του δικαστή, βλέπω στα επουράνια βαμβάκια τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον έρωτά μου το στερνό· βλέπω κουτσούβελα, βιβλία, ψαροκάικα, · βλέπω ό,τι θέλω ο τρελός, κύριε ελεύθερε τάδε σκλάβε.
(Που και που κουρνιάζει και ξαποσταίνει κάνα σπουργίτι. Και μου τιτιβίζει τις φωνές των νεκρών και των αγίων μου ή τις ευχές των ζώντων μου. Το πουλάκι αυτό, ο Φίλος μου, είν’ η Μαρία, ο Μανώλης, ο Παντελής, η Μαρίνα)
Ακούω τον αέρα να καταριέται και να λυσσομανά· θα ‘χει δε θα ‘χει εφτά τα μποφόρια του. Ίσα που περνά το φεγγίτη σφυρίζοντας τετράγονα· δε μ’ ακουμπά. Κι εγώ, βάνω στο νου μου πως με παρασύρει – με πετά,, σαν παιδί που το ταχταρίζουνε με κλωθογυρίζει, μαγικό χαλί με κάνει και με σεργιανά μια στρούφα στην υδρόγειο. Εσύ, αυτή τη στιγμή, κύριε τάδε, λυσσομανάς και καταριέσαι τα μποφόρια, τον άνεμο που σου σφαλνά τις πόρτες και σου μαγκώνει τα παράθυρα, που διαμελίζει τα πολύτιμα χαρτιά σου· που σε μαστουρώνει και σε ζαλά, που θορυβεί την ελεύθερη ησυχία σου,, που ξεριζώνει την ομπρέλα στη χρυσή αμμουδιά που μουλιάζεις τα πολύτιμα ακροδάχτυλά σου. Μα ‘ναι για τον έναν τον κρατούμενο αριθμό 76767, αυτός ο άνεμος οδηγός στο κάθε του πόθου ταξίδι.
Ο τοίχος του κελιού κατουρημένος, γραμμένος και χαραμένος από κρατούμενους πο’ ‘χουν πεθάνει ίσως κι εφτά γένες πίσω. Και στα χαρακώματα βιβλία διαβάζω τις ζωές τους· μία βιβλιοθήκη απέραντη το 3×3 κλουβί μου:
“ΓΑΜΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗΑ” “ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ”
“ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ” ” ΜΑΡΙΑ ΣΑΓΑΠΟ”
Και ξαναφτιάχνω τις ζωές τους και τις ξαναγεννώ απ’ τον ομφάλιο λώρο σάμε την προσαγωγή και τη μεταγωγή του καθενός. Γύρω σου, σε κάθε δρόμο, κύριε σκλάβε, συνθήματα σε σπιτια και τοιχιά· κάποια με το σπρέι, κάποια με μπογιά και όλα με το αίμα. Χαμπάρι δεν παίρνεις τη λογοτεχνία τους, πολυδιαβασμένε μου κύριε τάδε: η κόρη σου ζωγράφισε με μαρκαδόρους κάτι· σου τό ‘δωσε χαρούμενη και μ’ έξαψη· σου χαμογέλασε αμήχανα·· έκανες πως περιεργάστηκες το χαρτί, της χάδεψες το κορφοκέφαλο, έφτυσες “Μπράβο αγάπη μου…” και τράβηξες αλφάδι στο γραφείο.
Ο τοίχος σαπισμένος, κατουρημένος, μυγιασμένος, μυξασμένος, ξασμένος, ματωμένος, φτυμένος, υγρός,, με τούφες μούχλα· ένας τοίχος λεπρός. Μα ‘γω στα μάτια μου δε έχω αλλά μια ταπετσαρία πολύχρωμη,, με πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε πατουλιές,, και αναπλάθοντας το σχήμα τους έχω την κάθε μέρα και μια ολοκαίνουργια. Κι η υγρασία της δροσιά εδώ στο σπιρτόκουτο που με σφάλισε κάποιος ελεύθερος ευυπόληπτος κύριος τάδε, κύριος σκλάβε,, σαν κι εσένα, κύριε.
Το κρεβάτι μου προεξοχή τσιμεντένια του τοίχου· ίσα ξαπλώνω.
Το στρώμα κατουρημένο, χεσμένο, ματωμένο, γραμμένο τρεις γένες πίσω· αφρολέξ για να ταΐζουμε το σκόρο.
Μα κάθε που ξαπλώνω πώς μαλακώνει,, πώς γίνεται πούπουλο που κουβαλά τούτο το μάτσο κόκαλα που κάποτε είχε κι όνομα· χίλια και δυο μπιζέλια στο κρεβάτι μου· μα ‘γω κοιμούμ’ αλαφρά, κύριε τάδε. Και ονειρεύομαι, κύριε τάδε. Ονειρεύομαι. Θυμάσαι άραγε τί χρώμα έχει το όνειρο; θυμάσαι το χνώτο του εφιάλτη;
Στις έξι ώρα το πρωί βαράει το εγερτήριο. “ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ – ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ”,, λυσσομανά κι αυτό· μα
‘γώ δεν ακούω παρά μια Καλημέρα σαν κι εκείνη της δασκάλας του σχολειού, την προσευχή.
Εσύ πώς νοιώθεις κύριε ελεύθερε, σαν βαρά το ξυπνητήρι να πας στο γραφείο σου;
Καλημέρα.
Δε θες να ξέρεις τι τρώγω εδώ· μα τα χείλη μου, η μύτη μου, η γλώσσα, τα λαρύγγια και τα μάτια έχουν τον τρόπο τους, το μαγικό ραβδάκι να τρων την κάθε μέρα κι από ‘να καινούργιο φαΐ σπιτικό· της γιαγιάς. Μοσκοβαλά το γαμημένο· και η γεύση του ποίημα· και η θωριά γκουρμέ. Κάποτε γκρίνιαζα, κύριε τάδε ελεύθερε, σαν έβρισκα στο σπίτι μου φαΐ να μη μ’ αρέσει: το πέταγα, φώναζα κι έβριζα· μετά παράγγελνα ή έτρωγα απ’ έξω κατά της αρεσκείας μου κύριος, κύριε τάδε.
Στο προαύλιο οι ώρες κυλούν σαν στάξη μέλι σε ξαπλωμένο κουταλάκι· έχεις χρόνο για πολλά: διάβασμα, περίπατο, μπάλα, κουβεντούλα, προσευχή, στοχασμό. Έχει και μπόλικο ξύλο στο προαύλιο, κύριε ελεύθερε· τρώγω κι εγώ κάποιες φορές από κάτι δέσμιους σκλάβους που κάποτε ήσαν ελεύθεροι σκλάβοι· τρώγω ξύλο γιατί δεν θέλω να μπω στο μαγαζάκι τους, διότι είμαι, λέει, “φλώρος”, “φαντασιόπληκτος”, “καλαμαράς” και “παράξενος”. Που και που με γλιτώνει ο Δημήτρης ή ο Χρήστος, φυλακισμένοι ελεύθεροι δέκα σταλιών φιλότιμου και μ’ άλλο τόσο θάρρος στο κάθε πλεμόνι· μα όχι πάντα,, δεν είναι πάντα εκεί.. Και τότε τρώγω ξύλο πολύ, ο “φαντασιόπληκτος”, ο “φλώρος”.. Κάποιες φορές γίνονται και βιασμοί: σάπιοι σκλάβοι κρατούμενοι ξεδίνουν την παράνοια πάνω σε σώματα νιόφερτων και “φλώρων”. Είμαι κι εγώ στο μενού κάποιες φορές. Και τότε, φιμώνοντας και κρατώντας με πέντ-έξι με μαγαρίζουνε και με σφάζουν (έχει και δεσμοφύλακες σαν και δαύτους, τους νόμιμους). Και τότε η ψυχή μου αφήνει το σώμα, ελεύθερε κι ωραίε τάδε· ταξιδεύει στο πίσω της παιδικής μου ζωής και στο εμπρός της αποφυλάκισης, που θ’ αργήσει.. Και μένει πίσω ένα άδειο και ενστικτώδες κουφάρι που ματώνει, βογκά και βασανίζεται ως να ξεδώσουν οι σάπιοι σκλάβοι. Κάποια στιγμή γυρνά και η ψυχή, βασιλεμένη μα παρθένα· και ξεχνά· τον πόνο αποδίδει στον κάματο του αμπελιού, τη ματαίωση στο λιοπύρι τ’ Αυγούστου.
Έτσι περνώ τις μέρες και τις ώρες και στιγμές μου, κύριε ελεύθερε· βαρκούλα κάμω την καρδιά και ό,τι βρω μπροστά μου το κάμω θάλασσα και πλέω. Και ό,τι μ’ αρέσει το πολλαπλασιάζω· και ό,τι δεν μ’ αρέσει το μεταπλάθω· κι ύστερα το πολλαπλασιάζω κι αυτό, ο φαντασιόπληκτος.
Βλέπεις, η διαφορά μας κύριε ελεύθερε τάδε, κύριε ελεύθερε σκλάβε, είναι που εγώ φαντάζομαι τη στιγμή που εσύ υπολογίζεις· και που εγώ ‘χω μικρότερο κελί για ν’ αποδράσω, μικρότερη φυλακή για να ξεφύγω. Εσύ έχεις δυο κελιά: σπίτι-γραφείο· εσύ έχεις μιαν ολάκερη χώρα και μιαν ολάκερη γη για να μαντρώσεις την ψυχή σου· Πώς ν’ αποδράσεις από ‘να κελί, από μια φυλακή που έχτισες με την ίδια σου την ψυχή, κύριε τάδε;
Πώς ν’ αποδράσεις απ’ τη γη όταν ποτέ μισή ματιά δεν έριξες στα άστρα;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Άρης Μανουράς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Αυτή είναι η σελίδα του, όπου θα βρείτε πεζά, ποίηση, άρθρα, ακόμα και μουσική από τον πολυσχιδή Άρη.
https://arismanouras.wordpress.com/