Μια εύκολη απόφαση

0
458

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 9.jpg

Η Φλώρα άνοιξε διστακτικά τα μάτια και κοίταξε το ξυπνητήρι. Θα χτυπούσε σε είκοσι λεπτά. Το απενεργοποίησε και μισοσηκώθηκε στο κρεβάτι. Το καλλίγραμμο στήθος της γλίστρησε έξω απ’ το σεντόνι. Σκούντησε τον Αντρέα που κοιμόταν δίπλα της. Αυτός κάτι μούγκρισε στον ύπνο του. Τον άφησε, σηκώθηκε και έριξε νερό στο πρόσωπό της.

Βγήκε στο μπαλκόνι γυμνή. Ακούμπησε τα χεριά στο κάγκελο, αγνάντευσε μια στιγμή τη θάλασσα και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Ο πρωινός ήλιος της χτυπούσε το κορμί. Τέντωσε τα χέρια έκλεισε τα μάτια, το χαμόγελο έγινε πιο βαθύ. Πήγε μέσα και ντύθηκε.

Βγήκε από το σπίτι με το ποδήλατό της στερεωμένο στον ένα ώμο. Φορούσε το κράνος  της και αθλητικά γυαλιά ηλίου. Το καβάλησε και ξεκίνησε να κατεβαίνει το λόφο προς το λιμάνι.

***

Η μαμά λέει πως η δουλειά μας είναι πολύ σημαντική. Βλέπετε, σ’ εκείνο το κτίριο έρχονται μάγισσες και τρώνε παιδιά. Εμείς στεκόμαστε απ’ έξω και προσπαθούμε να τις σταματήσουμε. Τρώνε παιδιά!

Βοηθός μας είναι ο Χριστούλης. Μετά τη λειτουργία του Σαββάτου, ετοιμάζουμε τον αγιασμό στο κατηχητικό. Ο παππούλης, ο κύριος Χαράλαμπος, λέει πως αν όλα τα παιδιά φτύσουν μέσα στο δοχείο η αγνή δύναμη μεγαλώνει. Αυτή είναι η πιο αστεία στιγμή του κατηχητικού.

Το κάθε παιδί με τη μαμά του αναλαμβάνει κάθε τόσο να πολεμήσει τις μάγισσες. Είναι οπλισμένοι φυσικά με κάμποσο αγιασμό, το μόνο μας όπλο εναντίον τους, μαζί με τη προσευχή. Η προσευχή στο πόλεμο είναι διαφορετική. Για να πονέσεις τη μάγισσα τη φωνάζεις δυνατά, όσο πιο δυνατά τόσο πιο δυνατή!

Σήμερα ήταν για πρώτη φορά η σειρά μας. Είδαμε τη μάγισσα να έρχεται με το ποδήλατό της. Παραξενεύτηκα που δεν είχε σκούπα. Κλείδωσε το ποδήλατο της και κατευθύνθηκε προς εμάς γελώντας. Γελαστή μάγισσα! Υπάρχουν οι γελαστές και οι χαμηλοβλεπούσες.

Αρχίσαμε να φωνάζουμε τη προσευχή μας και να της πετάμε αγιασμό. Προχώρησε αρκετά χωρίς να σταματάει. Τότε την έφτασε μια γερή δόση και έγινε μούσκεμα. Γύρισε να μας κοιτάξει με το τρομακτικό της πρόσωπο. Τότε χαμογέλασε πάλι. Άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας. Μας έφτασε, γονάτισε διπλά μου και μου έκανε το ξόρκι.

Δε θυμάμαι τι μαγικές λέξεις είπε. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω σπίτι. Η μαμά μου είπε πως κατάφερε και τη νίκησε και πήρε το ποδήλατό της, που τώρα είναι δικό μου. Εύχομαι να έρθει σύντομα ξανά η σειρά μας για να πολεμήσω κι άλλες μάγισσες!

***

Μήπως το παράκανα μ’ αυτά που του ‘πα του παιδιού; Θα ‘ταν δε θα ‘ταν δέκα χρονών. Μα με ‘κάνε μούσκεμα το μπασμένο! Και τι είναι αυτό; Σίγουρα δεν είναι νερό, μυρίζει τόσο περίεργα.

«Μας συγχωρείτε. Μαζεύονται έξω κάποιες φορές. Ελπίζω να μην ήταν πολύ άσχημα.» μου είπε η νοσοκόμα στην υποδοχή.

Της έδειξα τα ρούχα μου. «Γίνεται και χειρότερα;»

Της είπα το όνομά μου και επιβεβαίωσε το ραντεβού.

«Ήρθατε με ποδήλατο;»
«Ναι», είπα κι έβγαλα το κράνος.
«Δεν θα μπορείτε να οδηγήσετε μετά.»
«Θα καλέσω να έρθουν να με πάρουν.»

Έκατσα δίπλα στο παράθυρο. Τουλάχιστον είχε ζέστη, δε θα έπαιρνε πολύ ώρα να στεγνώσουν τα ρούχα. Άντε να τελειώνουμε μ’ αυτό, σκέφτηκα.

«Αν μπορείτε να συμπληρώσετε αυτή τη φόρμα;» ήρθε να μου πει η νοσοκόμα.

Οκ. Όνομα, ηλικία, διεύθυνση. Πόσο προχωρημένη είναι; Πού να ξέρω ακριβώς μάτια μου; Στο περίπου; Οκ. Αν το έχω σκεφτεί καλά; Είμαι σίγουρα σε κλινική; Το έχω σκεφτεί πολύ καλά. Δεν είμαι έτοιμη.

Η νοσοκόμα με πλησίασε να πάρει τη φόρμα. Δε φάνηκε και πολύ χαρούμενη με τις απαντήσεις. Έκατσε στο γραφείο της, σημείωσε δυο πράγματα ενώ εγώ άλλαζα γωνίες μπας και στέγνωναν τα ρούχα. Κάνα δυο λεπτά μετά ήρθε πάλι.

«Δεσποινίς Φλώρα, είναι η σειρά σας.»

Βγήκαμε από το χώρο αναμονής και περάσαμε σε ένα μακρόστενο διάδρομο.

«Αν μου επιτρέπετε, βλέπω εδώ ότι δε το ξέρετε πολλές μέρες» μου είπε.
«Τη Πέμπτη το έμαθα. Άρα… δυο μέρες. Όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο, σωστά;»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι, αν και σίγουρα όσο περισσότερο περιμένετε αυξάνονται οι πιθανότητες για κάποια επιπλοκή. Αλλά θα μπορούσατε να το καθυστερήσετε μερικές μέρες, να πάρετε το χρόνο να το σκεφτείτε.»
«Δεν έχω κάτι να σκεφτώ.»
«Καταλαβαίνω την αναστάτωση σας, αλλά είναι μια μεγάλη απόφαση που καλό είναι να μη ληφθεί γρήγορα.»
«Μα σας παρακαλώ! Δε θα μου πείτε ποσό θα πρέπει να το σκεφτώ και τι πρέπει να κάνω. Ιατρικό κέντρο δεν είναι εδώ; Η έκτρωση είναι μια ιατρική διαδικασία σαν όλες τις άλλες. Τι τους έχει πιάσει όλους σήμερα και έχουν γνώμη πάνω στο πότε και πως μπορώ να την κάνω;»
«Έχετε δίκιο. Με συγχωρείτε, δεν είναι θέση μου. Αν μπορείτε να περιμένετε σε αυτό το δωμάτιο, η γιατρός θα είναι μαζί σας αμέσως. Συγγνώμη και πάλι.»

Έφυγε και με άφησε στο δωμάτιο. Έκατσα στην κλίνη. Ήταν άνετη, κάτι καλό επιτέλους. Τα χρώματα γύρω ήταν απαλά ροζ. Βγάζαν μια κάποια ζεστασιά, αλλά ήταν κιτς. Σύντομα ήρθε η δόκτορ Ιωάννου.

«Γεια σου, λέγε με Μάρθα. Πως πάει η μέρα σου;»
«Μη τα ρωτάς.»
«Τότε θα χαρείς να μάθεις πως τα χειρότερα πέρασαν. Η διαδικασία θα είναι πολύ εύκολη, θα έχεις τελειώσει πριν το καταλάβεις.»
«Μελωδία στα αυτιά μου γιατρέ.»
«Αν μπορείς να μου σηκώσεις την μπλούζα να ρίξω μια ματιά πριν ξεκινήσουμε.»

Την βλαμμένη και την είχα συμπαθήσει. Τι μου το μόστραρε το υπερηχογράφημα; Και δε φαινόταν τίποτα φυσικά, αλλά εκείνη τη στιγμή όλο το Χόλιγουντ που έχω δει με έκανε να δω μωρό έτοιμο, μη σου πω και νεογέννητο. Κι ένιωσα μια γροθιά στο στομάχι. Οι χιλιετίες βιολογικής επιλογής γυναικών μανάδων μου όρμησαν να με φάνε. Δικό μου δεν είναι τούτο το παιδί; Το αγαπώ. Πού πάτε να μου το πάρετε, δώστε μου το να το πάρω αγκαλιά!

Δεν είπα τίποτα. Η διαδικασία ήταν όντως εύκολη. Βοήθησε μου είπαν που ήταν τόσο νωρίς. Θα έκραζα κι άλλο τη νοσοκόμα, μα δεν είχα κουράγιο. Δε ήξερα αν θα την έκραζα που επέμεινε ή που δεν επέμεινε αρκετά. Μήπως έκανα λάθος; Στην τελική είμαστε ποτέ έτοιμες;

Μου είπαν πως πιθανών να είχα πόνους για την υπόλοιπη μέρα, και τις επόμενες μέρες θα έπρεπε να τις περάσω ξεκούραστα. Καλέσανε ταξί για να με πάει σπίτι.

Βγήκα έξω. Το κοριτσάκι που με είχε λούσει δεν ήταν εκεί, αλλά η μάνα του είχε μείνει. Άρχισε να με βρίζει. Δεν άκουγα τι έλεγε. Έβγαλα μηχανικά τα κλειδιά του ποδήλατου από την τσέπη. Τα κοίταξα μια στιγμή, κοίταξα το ποδήλατο μου που τόσο αγαπούσα, και τα πέταξα προς τη μάνα. Αυτή ξαφνιάστηκε και σταμάτησε να μιλάει.

«Για την κόρη σου. Τη μαθαίνεις να μισεί. Μάθε τη να αγαπάει.»

Τουλάχιστον έκανα κάτι καλό για ένα παιδί σήμερα. 

***

Η Φλώρα έκανε έντονες σπασμωδικές κινήσεις κάτω απ’ το σεντόνι της. Οι χνουδωτές της πιτζάμες ήταν μες τον ιδρώτα. Ο Αντρέας δεν ήταν εκεί, να την ξυπνήσει. Είχε βγει, άγνωστο για που.

Η μικρή που της επιτέθηκε και το έμβρυο γίνονταν ένα. Ξαναζούσε τις στιγμές. Έβλεπε τον εαυτό της να γονατίζει μπρος στο κοριτσάκι «ξέρεις, δε θα περάσει πολύς καιρός που οι γονείς σου δε θα ναι πια εδώ». Μετά έβλεπε να κρατάει ένα μωρό στην αγκαλιά και πάλι τον εαυτό της να έρχεται και να της το παίρνει.

Την ξύπνησε το κουδούνι. Χτύπησε πολλές φορές πριν το καταλάβει και σηκωθεί να ανοίξει. Ήταν η Βίκυ. Της άνοιξε την κάτω πόρτα απ’ το θυροτηλέφωνο και άφησε την πάνω ανοιχτή, ενώ πήγε να ρίξει νερό στο πρόσωπό της.

«Καλέ Φλώρα μας δουλεύεις; Μου κάνεις το τρεις έξι τελευταία στιγμή και μετά δεν εμφανίζεσαι ποτέ; Εφτά έχει πάει.» είπε η Βίκυ, συνηθισμένη να βρίσκει την πάνω πόρτα ανοιχτή.

Η Φλώρα βγήκε από το μπάνιο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα.

«Βίκυ δεν είμαι καλά.»

Η Βίκυ άλλαξε ύφος ακαριαία.

«Άραξε στο μπαλκόνι. Θα ετοιμάσω δυο σοκολάτες» είπε με ένα χαμόγελο που έκανε την Φλώρα να γελάσει κι αυτή.

Κάτσανε στο μπαλκόνι.

«Δυο λευκές σοκολάτες με μια δόση κανέλα. Και τα καλύτερα μπισκότα του μαγαζιού!» είπε η Βίκυ.

Φέρανε τις σοκολάτες στα χείλη. Η ευωδία της κανέλας τις ζέστανε το πρόσωπο.

«Έλα κοπέλα μου τι σε έπιασε; Το ήθελες και σε πίεσε το καθίκι ο Αντρέας;»
«Δεν το ήθελα, όχι. Και ούτε με πίεσε ο Αντρέας. Τι σου ‘φταιξε τώρα αυτός;»
«Γιατί δεν ήρθε μαζί σου σήμερα, ε; Είχε χειρουργείο ή μήπως έχτιζε κάνα σπίτι;»
«Θα βρει δουλειά.»
«Καλά. Λοιπόν δεν ξέρω αν στο ‘πα ποτέ, μα και μένα η μάνα μου σκεφτόταν να με ρίξει. Είχε φτάσει στην κλινική αλλά το μετανιω…»

Τα μάτια της Φλώρας λύθηκαν. Η Βίκυ ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Χίλιες φορές ζήτησε συγγνώμη.

«Πιστεύω θα ήταν ένας όμορφος άνθρωπος. Θα ήθελα τόσο πολύ να τον γνωρίσω», είπε η Φλώρα μέσα σε αναφιλητά.

«Θα έρθει η ώρα, μην ανησυχείς. Θα έρθει η ώρα που θα είναι οι συνθήκες κατάλληλες. Και τότε τα παιδιά σου θα είναι όμορφοι άνθρωποι και εσύ σε μια στιγμή της ζωής σου που θα μπορείς να τα φροντίσεις.»
«Θα το φρόντιζα και τώρα!»

Η Βίκυ σώπασε μια στιγμή. Δε μας μαθαίνει κανείς τι να πούμε τέτοιες ώρες σκέφτηκε. Τελικά είπε:
«Το ξέρεις ότι δεν ήταν άνθρωπος ακόμα ε; Σε αυτή τη φάση δεν είχε διαφορά απ’ το να βάλεις προφυλακτικό.»
«Το ξέρω, το ξέρω. Μα δε το νιώθω. Το προφυλακτικό δεν είναι μια βίαιη σουβλιά στα σωθικά σου που πάει να ξεριζώσει κάτι.»
«Σκέψου ότι έβγαλες σκωληκοειδή.»
«Τότε είχα πονέσει και παραπάνω. Το σώμα τουλάχιστον.»
«Πιες μια γουλιά σοκολάτα.» είπε η Βίκυ. «Θα γίνεις η καλύτερη μαμά μια μέρα τ’ ακούς; Τα παιδιά σου θα είναι τόσο τυχερά που θα σ’ έχουν. Ο πόνος σου τώρα αυτό δείχνει, ότι νοιάζεσαι. Είναι ό,τι πιο φυσικό. Είναι αγάπη.»

Η Φλώρα κοιτούσε την άδεια πλέον κούπα της. Ένιωθε κάπως καλύτερα. Ίσως πάλι είχε επέλθει κορεσμός. Ίσως τα συναισθήματα ξεκουράζουν τα στρατεύματα μέχρι την επόμενη επίθεση.

«Λοιπόν τι λες να σε πάω τσάρκα παραλία;» είπε η Βίκυ.
«Δεν ξέρω.»
«Έλα άστα αυτά, τρεις μέρες στο κρεβάτι τις πέρασες. Ανάσταση. Έχω κάτω την κούρσα, φύγαμε!»
«Μ’ αρέσει εδώ.»

Η Βίκυ δεν επέμεινε. Έκατσαν αρκετή ώρα στο μπαλκόνι. Άλλαξαν θέμα στην κουβέντα. Τα λόγια τους τώρα ήταν μόνο συνοδεία, στη γαλήνη που έφερνε η παρέα τους.

***

Ξύπνησες μέσα στη νύχτα. Ο Αντρέας ήταν εκεί, μα δε τον σκούντησες. Κοίταξες το ρολόι. 3:21 πμ. Κοίταξες το ταβάνι. Σηκώθηκες.

Βγήκες ξανά μια στιγμή στο μπαλκόνι. Σ’ αρέσει να κοιτάς την πόλη από ψηλά και ιδιαίτερα τώρα, που κοιμάται. Μια απαλή ψύχρα πλανάται στον αέρα, ανάσα στη ζέστη του καλοκαιριού.

Μπήκες μέσα. Έβγαλες τις πιτζάμες. Τι όμορφη που είσαι! Ντύθηκες και βγήκες απ’ το σπίτι.

Και τώρα περπατάς μόνη. Σκέφτεσαι αν πήρες τη σωστή απόφαση. Αν είχατε δίκιο εσύ κι η Βίκυ ότι δεν ήταν ώρα. Όχι, ξέρεις ότι είχατε δίκιο, αλλά δε ξέρεις αν η απόφαση ήταν σωστή.

Σκέφτεσαι τι είναι η ζωή. Μπορείς πράγματι να πεις ότι κάπου αρχίζει και πριν δεν είναι; Και μια στιγμή πριν αρχίσει τι είναι;

Είναι πλέον γνωστό πως μέχρι τον τάδε μήνα, το έμβρυο δεν νιώθει και δε σκέφτεται. Να σταματήσεις την εγκυμοσύνη μέχρι τότε δε μοιάζει χειρότερο από το να σκοτώσεις ένα κουνούπι που στάθηκε στο χέρι σου.

Μα το κουνούπι δε θα μεγάλωνε να γίνει άνθρωπος. Και αν είναι ζωή από την αρχή; Αυτό τι λέει για σένα; Είσαι τώρα μια δολοφόνος;

Σηκώνεις το κεφάλι. Βρίσκεις φωνή «Ε όχι!». Τόσες και τόσες γυναίκες το έχουν κάνει. Και άσε όλες τις άλλες. Εσύ, για σένα. Εσύ είσαι κυρίαρχος στο σώμα σου, εσύ κάνεις κουμάντο. Και εκείνο το έμβρυο ήταν κομμάτι από το σώμα σου. Και όπως αν σου κάνει κέφι κόβεις τα μαλλιά σου, κόβεις τα νύχια, κόβεις ακόμα και το χέρι σου και αδίκημα δεν είναι, μπορείς να κόψεις και αυτό.

Και ρίχνεις πάλι το κεφάλι. Τότε γιατί νιώθεις έτσι; Είναι η φύση σου. Είσαι μάνα από τότε που γεννήθηκες.

Χαμογελάς. Είμαι μάνα σκέφτεσαι.

Ξεσπάει βροχή. Δεν πρόσεξες πως συννέφιασε ξαφνικά. Κάτι σ’ αυτή την καλοκαιρινή βροχή φέρνει λύτρωση. Σ’ αρέσει, ναι. Σηκώνεις τα χέρια, χαμογελάς.

Περπάτησες πολύ ώρα χωρίς να το καταλάβεις. Έφτασες στη θάλασσα. Και εκεί, εκεί που η μάνα θάλασσα και η κόρη βροχή συναντιούνται πάλι, εκεί που η μάνα αγκαλιάζει την κόρη που έφυγε για μακρύ ταξίδι μα επιστρέφει, εκεί που το δάκρυ σου ένα με τη βροχή γίνεται και σε βάζει και σένα στη μεγάλη αυτή αγκαλιά, εκεί για πρώτη φορά όλη μέρα, νιώθεις ένα βάρος να κυλάει μακριά με το νερό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής