«Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.»
Αντρέας Εμπειρίκος, Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
{0}
Το Άνδρη είναι συνηθισμένο όνομα στην Κύπρο. Δεν το ήξερα. Όμως είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζω, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα ξέρω.
Το μυαλό των καλλιτεχνών, ίσως περισσότερο των συγγραφέων, έχει εκπαιδευτεί να λειτουργεί με ελλειπτικά στοιχεία.
Με κάποιο παράξενο τρόπο μπορούν να κατανοούν τις κρυφές σχέσεις, να βλέπουν κάτω απ’ το φαινόμενο. Συχνά κάνουν λάθος. Μάλλον τις περισσότερες φορές κάνουν λάθος. Αλλά υπάρχει κι εκείνη η μοναδική στις 99 περιπτώσεις, μπορεί και στις 999, όπου πετυχαίνουν διάνα.
Η αποκάλυψη αυτής της παράξενης ιστορίας ξεκίνησε όταν η Άνδρη Θήττα μου έστειλε ένα μήνυμα στο inbox. Μου έγραφε για μια παλιότερη ιστορία μου από τη Θάλαττα, την Ιστορία του Παιδιού που μιλούσε με τους Νεκρούς. (βλ. https://sanejoker.info/2015/05/talking-to-the-dead.html )
“Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;” μου έγραφε.
“Σε κάποια αληθινά, αλλά έχω χτίσει πάνω τους”, της απάντησα.
“Οπότε γνωρίζετε για τους δώδεκα Γερμανούς;” μου έγραψε.
Δεν γνώριζα και της το είπα. Λίγο μετά μου έστειλε ένα άρθρο του wiki για τον Άγιο Γεώργιο, το χωριό που βρίσκεται πάνω απ’ τη Θάλαττα. Εκεί έγραφε:
“ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια μάχη με τους Γερμανούς κατά την περίοδο της κατοχής πιάστηκαν 12 Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι άντρες τους χωριού αφού τους έκλεισαν σε μια αποθήκη, τους έντυσαν με κουρέλια και τους περιέφεραν απο χωριό σε χωριό και ύστερα τους άφησαν ελεύθερους. Οι Γερμανοί όμως για να τους εκδικηθούν έπιασαν 8 Αγιωργίτες και τους σκότωσαν, στην βελούτσα, τοποθεσία λίγο πιο έξω από το χωριό.” wikipedia
Θα μπορούσα να γελάσω μ’ αυτή τη σύμπτωση. Αλλά αν με έβλεπε κάποιος εκείνη τη στιγμή θα νόμιζε ότι είχα δει φάντασμα. Έκατσα για να μην πέσω. Οι 12 Γερμανοί δεν ήταν μια τυχαία ιστορία από την Κατοχή. Το ήξερα. Είχε περισσότερο βάρος από κάθε άλλη ιστορία της περιοχής. Και το κατάλαβα γιατί ο εγκέφαλος μου είναι εκπαιδευμένος να σκέφτεται άναρχα.
~~
Οι συγγραφείς παρατηρούν τον κόσμο τριγύρω τους. Κάθε άνθρωπος, κάθε ζώο, κάθε συζήτηση, κάθε γεγονός, τα πάντα, είναι υλικό για τις ιστορίες μας.
Οι μουσικοί ακούν, οι ζωγράφοι κι οι φωτογράφοι βλέπουν, οι συγγραφείς αρπάζουν. Ακόμα κι ένα τριζόνι μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο σε μια ιστορία. Το στιγμιαίο μισόκλεισμα των ματιών ενός άντρα που ορκίζεται ότι είναι πιστός. Η μυρωδιά από γιασεμί το καλοκαίρι. Τα πάντα. Αρκεί να παρατηρείς τον κόσμο και ν’ αρπάζεις.
Έτσι κι εγώ θυμήθηκα μια λεπτομέρεια που δεν θα έπαιζε καμιά σημασία αν δεν είχα μάθει όσα μου είπε η Άνδρη. Κάτι μικρό ήταν, θα μπορούσε να ‘ταν και τυχαίο, αλλά οι συγγραφείς δεν πιστεύουμε στις συμπτώσεις.
Είχα μπει σε τρία σπίτι στον Άι Γιώργη. Το ένα ήταν της νουνάς μου και του άντρα της. Γιώργος εκείνος, Γεωργία εκείνη, είχαν βρεθεί στο κατάλληλο χωριό.
Το δεύτερο σπίτι ήταν του παπά του χωριού, που τύχαινε να είναι και πατέρας ενός αγοριού που είχε βαφτίσει η νουνά μου. Εκεί είχα πάει για να πάρω έναν τενεκέ λάδι. Μέχρι να τον φέρουν με κέρασαν καφέ και γλυκό νεραντζάκι. Και με προξενέψανε με την ανιψιά του παπά. Όλα αυτά σε είκοσι λεπτά.
Στο τρίτο σπίτι μπήκα για άσχημο λόγο. Ήταν το σπίτι του Πατακέλα, ενός γέροντα που έμενε μόνος. Το σπίτι είχε βρομίσει και μου ζήτησαν να πάω να δω αν ο Πατακέλας είχε ψοφήσει, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Δεν ήθελα, αλλά πήγα. Βρήκα τον γέρο να κοιτάει το ταβάνι ασκαρδαμυκτί. Τελικά δεν είχε πεθάνει, μόνο που βαριόταν να μαζέψει τον Νώντα, την νεκρή του γάτα. Την είχε αφήσει να σαπίζει στο κατώγι.
Αυτά ήταν τα τρία σπίτια. Εντελώς διαφορετικά, καμία σύνδεση και λοιπά. Κι αλήθεια δεν θα έβρισκα τη σύνδεση, αν δεν έπαιρνα το μήνυμα της Άνδρης: 12 Γερμανοί.
Σας είπα, ο εγκέφαλος του συγγραφέα λειτουργεί καταστροφικά. Δεν καταλαβαίνει τίποτα και μετά του έρχεται όλη η εικόνα.
12 Γερμανοί, 12 ζώδια, 12 θεοί του Ολύμπου, 12 μήνες, 12 φυλές του Ισραήλ, 12 φιγούρες στην τράπουλα, 12 Απόστολοι. 12 Απόστολοι.
Τι σχέση έχουν αυτά με τον Άι Γιώργη; Είδα την εικόνα. Σε κάθε σπίτι που είχα μπει υπήρχε σε περίοπτο σημείο, δεν ήταν στο υπόγειο κλεισμένο, ένας πίνακας, η αναπαραγωγή ενός πίνακα.
Και στα τρία σπίτια υπήρχε ο Μυστικός Δείπνος, του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Θα μπορούσε να είναι τυχαίο, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Καλοκαίρι ήταν, ούτως ή άλλως θα πήγαινα στη Θάλαττα. Αποφάσισα να περάσω μια βόλτα κι απ’ τον Άι Γιώργη.
Καλύτερα να μην το είχα κάνει.
~{1}~
Πήγαμε στο χωριό μεσοκαλόκαιρο, αλλά δεν είχαν πιάσει ακόμα οι ζέστες. Το βράδυ εκεί κοιμάσαι με κουβέρτα, στην αυλή αναβοσβήνουν πυγολαμπίδες, τα τριζόνια τρίζουν κι άλλα τέτοια γραφικά. Αλλά έχει και φίδια. Σε όλα τα ειδυλλιακά μέρη έχει φίδια.
Μόλις ανοίξαμε την πόρτα του αυτοκινήτου η Λούλου, η σκυλίτσα μας, έφυγε πρώτη τρέχοντας, για να κυνηγήσει τις κότες. Ο πατέρας μου ήταν στην αυλή, η μητέρα στο κρεβάτι.
Αφού κουβάλησα τις βαλίτσες είπα ότι θα πήγαινα να δω τον νουνό μου, τον Ροδίτη.
“Τόσο γρήγορα; Ακόμα δεν ήρθαμε”, μου είπε η Νέλλη.
“Θέλω να τον ρωτήσω κάτι για τις ελιές.”
Φυσικά και δεν με πίστεψε. Γιατί να με νοιάζουν οι ελιές;
“Γράφω μια ιστορία για έναν ελαιώνα”, της είπα.
“Της Γεσθημανής;”
“Μπορεί.”
“Καλά, καλά, κάνε ό,τι θες.”
Ρώτησα τον Τηλέμαχο αν ήθελε να έρθει μαζί μου. Δεν μου έδωσε καμία σημασία, ούτε που με άκουσε. Μετά από οκτώ ώρες ταξιδιού είχε πάλι wi-fi. Ήταν σαν τον καπνιστή που βγαίνει από το αεροπλάνο κι ανάβει δέκα τσιγάρα.
Στα δεκατρία ο εθισμός του ήταν το διαδίκτυο. Κολλούσε μ’ ένα θέμα και παρακολουθούσε ατελείωτα. Τον χειμώνα είχε ανακαλύψει τον κομμουνισμό κι όλη την ώρα μας έλεγε τσιτάτα του Λένιν. Την άνοιξη είχε βρει τις μεσαιωνικές μάχες. Είχε μάθει πώς κατασκευάζουν σπαθιά και πανοπλίες, καθώς κι όλες τις τεχνικές για μάχη με σπαθί. Χρήσιμο αν ήθελε να ξεκινήσει επανάσταση.
Τους είπα ότι θα γυρνούσα σε μια ώρα. Η Λούλου με συνόδεψε μέχρι την αυλόπορτα. Κι από εκεί έμεινε να με κοιτάει σαν να ήμουν ο Οδυσσέας κι έφευγα για την Τροία.
~~
Πριν ξεκινήσω σταμάτησε δίπλα στο παράθυρο ένα μηχανάκι. Ήταν ο Λάμπης, ο γιος της γειτόνισσας. Weirdo κι αυτός, δικός μας. Ερασιτέχνης αστρολόγος. Κάθε βράδυ ανέβαινε στον Άι Γιώργη και παρατηρούσε τον ουρανό.
“Σήμερα θα ευθυγραμμιστεί ο Δίας με τον Άρη και τον Κρόνο”, μου είπε χωρίς να χαιρετίσει.
“Και τι σημαίνει αυτό για τους Σκορπιούς;”
Δεν το ‘πιασε το αστείο. Ήταν λίγο Ασπεργκιανός.
“Συμβαίνει μια φορά κάθε δυο χιλιάδες χρόνια”, είπε ο Λάμπης.
“Να μην το χάσουμε τότε. Άντε γεια.”
Ανέβασα το παράθυρο, άνοιξα κλιματιστικό κι έφυγα.
Ο Λάμπης με κοιτούσε σαν την Λούλου.
~~~
Ο δρόμος απ’ τη Θάλαττα προς τον Άι Γιώργη είναι κατάλληλος μόνο για ράλλυ. Δεν είναι λογοπαίγνιο, κάποια εποχή ήταν μέρος της διαδρομής για το Ολυμπιακό Ράλλυ.
Αναγκαστικά πηγαίνεις αργά και θαυμάζεις το τοπίο. Ορεινοί ελαιώνες -όχι της Γεσθημανής, οπωρώνες και δάσος. Μια πιο ήπια εκδοχή της Αρκαδίας. Σταμάτησα στην Πηγή της Παναγιάς κι ήπια ξινό νερό.
Μπήκα στο χωριό κι έστριψα στο χωματόδρομο για το σπίτι του νονού μου. Πέρασα μπρος απ’ το σπίτι του Παπά. Με είδε απ’ το μπαλκόνι και με χαιρέτησε εγκάρδια.
“Έλα για κρασί μετά”, μου φώναξε.
Του έκανα νόημα ότι θα πήγαινα.
Ο νουνός δεν βγήκε να με προϋπαντήσει. Είχε ξεπεράσει πια τα ενενήντα κι έκανε όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του είχε χάσει και το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ετοιμαζόταν να πάει να τη συναντήσει.
~~~~
Χτύπησα την πόρτα, άνοιξα και μπήκα. Δεν κλειδώνουν στο χωριό. Ο Ροδίτης κοιμόταν στην καρέκλα του. Στο τραπέζι είχε την κούπα με τον αγαπημένο του ρόφημα -καφέ με ταχίνι. Και σ’ ένα μπολ το μόνο γλυκό που έτρωγε: Σοκολατάκια μαργαρίτες. Αυτές τις λάτρευε. Τις είχε σαν φάρμακο. Ανά οκτάωρο.
Τηλεόραση δεν υπήρχε, ούτε ίντερνετ. Τα νέα δεν τον ενδιέφεραν. Του είχε μείνει λίγος καιρός και τον αξιοποιούσε ξαναδιαβάζοντας τα ιερά κείμενα. Αλλά συνήθως τον έπαιρνε ο ύπνος.
Πάνω στο τραπέζι είχε το ΒΙΒΛΙΟ. Ήταν μια ειδική έκδοση της Βίβλου. Όλα τα κείμενα κι άλλες τόσες επεξηγήσεις και παραπομπές. Πάνω από τρεις χιλιάδες σελίδες, μέγεθος Α4. Το εξώφυλλο ήταν από ένα χαρτί χοντρό σαν ξύλο. Όταν ήμασταν παιδιά το παίρναμε και κάναμε βάρη. Ο Ροδίτης δεν μπορούσε να το σηκώσει πια. Το είχε αφημένο σε μια γωνιά του τραπεζιού κι εκεί το ανοιγόκλεινε.
“Κατάλαβα ότι ήσουν εσύ, παιδί μου. Καλωσόρισες”, είπε όταν με άκουσε να βήχω.
Η φωνή του ήταν παπαδίστικη, σαν να ήταν Φαναριώτης. Κάθε σύμφωνο και φωνήεν στη θέση του κι ο χρωματισμός της φωνής μουσικός. Είχε πάνω από εξήντα χρόνια ψάλτης.
“Καλώς σε βρήκα, νουνέ. Πώς με κατάλαβες;”
“Σταματάς με χειρόφρενο.”
Ο γέρος είχε δίκιο, άκουγε καλά κι είχε μυαλό ξυράφι -ακόμα και μέσα στον ύπνο. Είχα μάθει οδήγηση με τον αδελφό μου, σ’ ένα μισοδιαλυμένο Μιτσουμπίσι, που σταματούσε μόνο με χειρόφρενο. Ό,τι το μαθαίνεις λάθος δύσκολα το αλλάζεις.
Έφτιαξα καφέ, του είπα λίγα για την οικογένεια, τον ρώτησα πώς ήταν, εισαγωγή μέχρι να βρω τρόπο να ρωτήσω αυτό που ήθελα.
~~~~~
Έβλεπα τον Μυστικό Δείπνο. Ήταν στη συνηθισμένη του θέση. Οι δώδεκα μαθητές και στη μέση ο δάσκαλος. Ο Ιούδας με τ’ αργύρια στο χέρι, ο Ιωάννης θηλυπρεπής -ήταν η Μαγδαληνή έγραφε ο Νταν Μπράουν.
“Γιατί ήρθες τόσο βιαστικά;” με ρώτησε ο Ροδίτης μετά από κάποια στιγμή σιωπής, που έδειχνε ότι δεν είχα τίποτα άλλο να πω.
“Τι εννοείς βιαστικά;”
“Ο πατέρας σου είπε ότι θα φτάνατε σήμερα.”
“Ναι, αλήθεια.”
“Τι ώρα φτάσατε στη Θάλαττα;”
“Στις πέντε.”
Έδειξε με τα μάτια το ρολόι του σπιτιού και χαμογέλασε, σαν τον πνευματικό που περιμένει να εξομολογηθείς την αλήθεια. Ήταν πεντέμισι.
“Ξέρεις την ιστορία με τους δώδεκα Γερμανούς;” τον ρώτησα.
“Όλοι την ξέρουν”, είπε εκείνος σηκώνοντας τους ώμους. “Αν πας στην κοινότητα θα σου δείξουν τ’ αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες της εποχής.”
Όλα καλά, όλα ανθηρά, δεν υπάρχει μυστικό, όλοι την ξέρουν. Έκανα ότι συμφωνούσα και μετά του είπα:
“Και τι σχέση έχουν με τον Μυστικό Δείπνο;”
Έχω διαβάσει πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Από αυτά είχα μάθει ότι πρέπει να ξαφνιάσεις τον μάρτυρα στην ανάκριση και να παρατηρήσεις τις αντιδράσεις του. Με τη γλώσσα του σώματος συνήθως λένε πιο πολλά.
Τον Ροδίτη δεν χρειαζόταν να είσαι προφάιλερ του FBI για να τον καταλάβεις. Κινιόταν πάντα αργά, αλλά σαν άκουσε τι τον ρώτησα πάγωσε για ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Πέντε δευτερόλεπτα! Μετρήστε ‘τα. Ένας άνθρωπος που κοκαλώνει για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα κάτι κρύβει, κάτι φοβάται.
“Ποιος σου το ‘πε αυτό;” είπε μετά τα πέντε δευτερόλεπτα.
Χάρηκα που δεν προσπάθησε να με βγάλει τρελό. Αποφάσισα να του φερθώ έντιμα κι εγώ, άλλωστε ήταν συγγενής μου. Του είπα πώς μου ήρθε ενορατικά η σύνδεση.
“Και γιατί σκέφτηκες ότι αυτό που φαντάστηκες μπορεί να είναι αληθινό;”
“Είμαι επαγγελματίας φαντασιόπληκτος. Η γραμμή ανάμεσα στο φανταστικό και στο αληθινό είναι για μένα…”
“ΣΤΑΜΑΤΑ!”
Ο νουνός μου είχε φωνάξει. Ο νουνός μου είχε θυμώσει, με είχε διακόψει, είχε φωνάξει. Και το έκανε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. Αυτή είναι ανατροπή χαρακτήρα που σπάνια βρίσκεις σε μυθιστόρημα. Αλλά είχε γίνει.
“Ανακατεύεσαι σ’ επικίνδυνα θέματα”, μου είπε μετά, κάπως πιο ήρεμα, αλλά όχι ο Ροδίτης που ήξερα. “Το ξέρεις ότι σ’ αγαπάω σαν τον γιο που ποτέ δεν κάναμε με τη Γεωργία, γι’ αυτό άκουσε με.”
Δεν τον άκουσα, γιατί ήξερα τι θα μου πει, ήταν πολύ κλισέ: Φύγε, μην το ψάχνεις, μην κάνεις ερωτήσεις και λοιπά. Εκείνος μιλούσε κι εγώ κοιτούσα τον πίνακα του Ντα Βίντσι. Έπειτα σηκώθηκα να φύγω. Τον ευχαρίστησα και πήγα προς την πόρτα.
Το χέρι του με γράπωσε απ’ τον ώμο. Έτσι λιπόσαρκο και καφέ απ’ τις κηλίδες έμοιαζε με χέρι μούμιας. Και πώς με είχε προλάβει;
“Δεν είναι δώδεκα”, είπε πίσω μου.
“Δεκατρείς;”
“Όχι. Ένας και τρεις τέσσερις φορές.”
“Και οι οκτώ που πέθαναν;”
“Μη ρωτάς άλλα, μόνο φύγε.”
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην αυλή. Απέναντι ήταν το σπίτι του Παπά. Με είχε καλέσει για κρασί, πώς ν’ αρνηθώ;
~~{2}~~
Ίσως κάποιος ν’ αναρωτηθεί το βασικό; Γιατί συνέχιζα;
Είναι όπως στις ταινίες, όπου ο πρωταγωνιστής κατεβαίνει στο υπόγειο ενώ έχει κοπεί το ρεύμα κι ακούγονται περίεργοι θόρυβοι. Ή όπως στις ταινίες με ζόμπι, οι ήρωες πάντα μπαίνουν σ’ ένα τούνελ.
Δεν είναι λάθος. Η τέχνη μιμείται τη ζωή. Το κακό μας ελκύει. Ακούς να γίνεται καβγάς και βγαίνεις να δεις. Περνάς με το αυτοκίνητο δίπλα από δυστύχημα και κοιτάς -έστω με την άκρη του ματιού σου. Ποιες ειδήσεις πουλάνε; Εκείνες που αναφέρονται σε καλά νέα; Good news is no news. Οι άνθρωποι λατρεύουν ν’ ακούνε για φόνους κι εγκλήματα, για αρρώστιες και καταστροφές. Υπάρχουν βίντεο που περιέχουν μόνο τις συγκρούσεις απ’ τους αγώνες δρόμου. Το κακό μας ελκύει.
Δεν ήταν πλέον ότι ήθελα να γράψω την ιστορία. Η αλήθεια ούτως ή άλλως δεν μ’ ενδιέφερε, δεν είμαι ιστορικός. Όχι, υπήρχε κάτι πιο βαθύ. Υπήρχε Κακό, με κάππα κεφαλαίο, και δεν ήθελα να χάσω την πρώτη είδηση του δελτίου των οκτώ.
~~
Ήξερα ότι ο Ροδίτης με άκουγε και περίμενε να φύγω. Έβαλα μπρος και βγήκα με όπισθεν, δεν χωρούσε να κάνω αντιστροφή. Απ’ τον κεντρικό δρόμο κατέβηκα προς τα κάτω αρκετά μέτρα. Το άφησα λίγο πιο πέρα απ’ το καφενείο.
Χαιρέτησα τους γέροντες που έπιναν καφέ και λεμονάδα στο μοναδικό καφενείο του χωριού. Με φώναξαν, να κάτσω να με κεράσουν. Τους είπα ότι θα πήγαινα όταν γυρνούσα απ’ τον παπά. Ήταν οι χαμογελαστοί και φαφούτηδες παππούδες που βλέπουμε στις καρτ ποστάλ. Έριξα μια ματιά απ’ την ανοικτή πόρτα. Φαινόταν ο Μυστικός Δείπνος στον τοίχο. Όχι και τόσο ενθαρρυντικό.
~~~
Ανέβηκα στο σπίτι του Παπά, στον δεύτερο όροφο. Από κάτω έβλεπες γκρεμό. Το σπίτι ήταν νοικοκυρεμένο και χωριάτικο, μύριζε παστράδα και λουκάνικο. Κάτσαμε στην τραπεζαρία, οι δυο μας. Ο Μυστικός Δείπνος ήταν πίσω μου. Η παπαδιά έφερε κρασί και μεζέδες. Αφού μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων έκανα ότι θαύμαζα τη διακόσμηση.
“Ωραίος πίνακας αυτός. Ποιανού είναι;”
Του έδειξα το πορτρέτο ενός γέρο ναυτικού, βορειοευρωπαίου πιθανότατα. το ίδιο που υπάρχει σε τόσα σπίτια και κανείς δεν ξέρει ποιανού είναι.
“Η παπαδιά το έβαλε”, είπε ο Παπάς.
Έδειξα πίσω μου.
“Αυτός ξέρω. Του Ντα Βίντσι.”
“Ε, καλά, αυτόν τον ξέρουν όλοι”, μου είπε. “Δοκίμασε το λουκάνικο, είναι δικό μας.”
“Δεν είναι δεκατρείς”, είπα στον Παπά.
Τον παρατήρησα. Σταμάτησε να μασουλάει. Ήπιε λίγο κρασί για να καταπιεί. Έκανε ότι δεν άκουγε. Του έδωσα το τελειωτικό χτύπημα. Του είπα:
“Είναι ένας και τρεις τέσσερις φορές.”
Πήγα να χαμογελάσω, αλλά δεν πρόλαβα. Ο παπάς αντέδρασε λίγο πιο βίαια απ’ τον νουνό. Μ’ άρπαξε απ’ τη μπλούζα και με σήκωσε σχεδόν στον αέρα. Ήταν χειροδύναμος άντρας, ταυρόπαπας.
Με πήγε σέρνοντας προς το μπαλκόνι. Η παπαδιά είχε κλείσει το στόμα της με την παλάμη, σαν να προσπαθούσε να εμποδίσει μια φωνή.
Σκέφτηκα γρήγορα, καθώς έβλεπα το παράθυρο να πλησιάζει.
“Ο νουνός μου ‘πε να στο πω”, του φώναξα. “Γι’ αστείο.”
Ο Παπάς σταμάτησε χωρίς να μ’ αφήσει.
“Ο Ροδίτης;”
“Ναι, μου ‘πε ότι θα γελάσεις.”
“Τι σου ‘πε;”
Μ’ άφησε.
“Μου ‘πε να σου πω ότι δεν είναι δεκατρείς, αλλά είναι τρεις και τέσσερις και κάτι τέτοια παλαβά.”
“Μόνο αυτό;”
“Κι ότι δεν πέθαναν οκτώ.”
“Γαμώτο”, είπε ο παπάς, “έχει αρχίσει να ξεμωραίνεται. Τι θα τον κάνουμε;”
Φαντάστηκα ότι θα τον πετούσε απ’ το παράθυρο.
Ο Παπάς με άφησε, αλλά δεν ήθελε να ξανακάτσουμε στο τραπέζι. Είπε ότι είχε δουλειές. Προσπάθησα να τον ψαρέψω για να μου πει περισσότερα για τους δώδεκα που ήταν δεκατρείς, αλλά ήταν έξυπνο γαϊδουράκι -όπως λέμε στο χωριό μου. Με ξαπόστειλε χωρίς να φάω λουκάνικο. Δεν μου είπε κλισέ όπως ο Ροδίτης, να φύγω πριν τη δύση, αυτό το χωριό δεν μας χωράει και τους δύο. Αλλά πριν από λίγο ήταν έτοιμος να με πετάξει απ’ το παράθυρο. Προτιμούσα τα κλισέ λόγια.
Βγήκα έξω. Τα μάτια του τα ένιωθα στην πλάτη μου. Προχώρησα προς το αμάξι, αλλά δεν μπορούσα να φύγω πριν πάω στο καφενείο.
~~~~
Λίγο έμεινα κι εκεί. Στην αρχή όλοι χάρηκαν που πήγα, κέρασαν καφέ και λουκούμι.
Σαν ανέφερα τον πίνακα μου γύρισαν -κυριολεκτικά- την πλάτη. Έκανα δυο τρεις προσπάθειες να επανέλθω στην κανονικότητα. Τους είπα για την κυβέρνηση, για τον κορονοϊό, για τις φωτιές, για τις συντάξεις, τίποτα.
Λίγο μετά είδα τον παπά να πλησιάζει. Στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε. Κατάλαβα. Είχε μιλήσει στο Ροδίτη. Δεν πανικοβλήθηκα. Σε δημόσιο χώρο ήμουν. Αποφάσισα να το παίξω άνετος. Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου και να βλέπω ένα τηλεπαιχνίδι στην τηλεόραση.
“Ποιος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας;” ρώτησε ο τηλεπαρουσιαστής.
Κοίταξα έξω. Ο Παπάς γύρισε κι έφυγε.
Λίγο μετά, σηκώθηκα και ρώτησα τι χρωστάω.
“Στα τσακίδια”, είπε μέσα στα δόντια ο καφετζής. Και δεν ήταν ο μόνος. Απλώς οι άλλοι δεν είχαν μιλήσει.
~~~~~
Έβαλα μουσική κι άφησα το αυτοκίνητο να κατεβαίνει με τρίτη. Το γύρισα στην τετάρτη για να πάρει φόρα. Ήξερα ακριβώς πότε άρχιζαν οι στροφές, τόσες φορές τον είχα κάνει τον δρόμο. Σκεφτόμουν ότι είχα ανακαλύψει κάτι μεγάλο και παράξενο.
Έφτασα στην πρώτη κλειστή στροφή με ογδόντα χιλιόμετρα. Πάτησα φρένο και το πετάλι έφτασε στο πάτωμα χωρίς αντίσταση και χωρίς καθόλου να επιβραδύνει. Κατευθύνθηκα σφαίρα για τον ελαιώνα -και τα λιόδεντρα έχουν πολύ σκληρό ξύλο.
Έστριψα το τιμόνι ανάποδα και τράβηξα χειρόφρενο. Το αμάξι έκανε δυο περιστροφές και χτύπησε με το πλάι στην ελιά.
Ταρακουνήθηκα, αλλά βγήκα αλώβητος. Ας είναι καλά το χειρόφρενο του Μιτσουμπίσι.
Πήρα την οδική. Μου είπαν ότι θα έκαναν γύρω στις ώρες. Έστειλα μήνυμα στη Νέλλη: Θ’ αργήσω λιγάκι.
Δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Θα της τα ‘λεγα από κοντά.
Τι θα της έλεγα; Ότι οι χωριάτες μου είχαν χαλάσει τα φρένα; Το αμάξι ήταν παλιό, αλλά να χαλάσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή παραήταν σύμπτωση.
Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο που ήξερε από αμάξια. Του είπα τι είχε συμβεί, χωρίς να μιλήσω για τους δώδεκα-που-ήταν-δεκατρείς. Μηχανολογικά θέματα. Ενώ μιλούσαμε το κινητό με ειδοποίησε ότι τέλειωνε η μπαταρία. Ο Νίκος συμφώνησε ότι σπάνια χαλάνε έτσι απότομα τα φρένα. Το κλείσαμε λίγο πριν μείνω από μπαταρία.
Κι ήμουν σίγουρος: Ήταν δολοφονική απόπειρα.
~~~~~~
Η οδική έφτασε όταν νύχτωνε. Φόρτωσαν το αυτοκίνητο να το πάνε στο συνεργείο της πόλης, με πήραν κι εμένα να με κατεβάσουν στη Θάλαττα.
Πλησιάζοντας προς το σπίτι κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι γειτόνισσες ήταν στα μπαλκόνια τους. Απ’ την αυλή μας ακουγόταν θρήνος. Άνοιξα το βήμα, ξεκίνησα να τρέχω. Μόλις μπήκα κατάλαβα ότι κάτι μου έλειπε. Αυτό είπα: “Κάτι λείπει. Μπήκα. Κάτι λείπει.”
Με είδε πρώτα ο Τηλέμαχος. Έκλαιγε. Τα πράγματα ήταν άσχημα. Ή μπορεί να είχε σπάσει το κινητό του. Μετά είδα την Νέλλη. Κι εκείνη ήταν κλαμένη. Αλλά και εξοργισμένη.
Μου φώναξε από μακριά:
“Πού ήσουν;”
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω.
“Πού ήσουν; Σε παίρνω μια ώρα.”
“Έσβησε. Τράκαρα σε μια ελιά.”
Δεν μου έδωσε καμία σημασία. Είχα τρακάρει και δεν με ρώτησε τι και πώς.
“Σ’ έπαιρνα μια ώρα”, είπε ξανά. Ήταν σε κατάσταση σοκ.
“Ο πατέρας μου;” τη ρώτησα.
Είχε πάθει έμφραγμα πριν μερικά χρόνια και συνέχιζε να καπνίζει. Δεν θα μου φαινόταν περίεργο να τα τινάξει μες στις διακοπές μας. Αλλά δεν ήταν αυτός. Τον είδα όρθιο στο συρματόπλεγμα, να κοιτάζει στην πίσω αυλή.
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω για τη μάνα μου. Ο πατέρας σήκωσε το χέρι και μου έδειξε αυτό που κοιτούσε. Πήγα σιγά σιγά ως την άκρη του σπιτιού. Δεν ήθελα να δω. Το ήξερα ότι δεν ήθελα. Αλλά έπρεπε.
Αυτό που μου έδειχνε έμοιαζε με γιγάντιο λουλούδι καρφωμένο στον ξύλινο τοίχο της αποθήκης. Μόνο το άνθος. Ήταν σαν μια τεράστια άσπρη ορχιδέα με κόκκινο εσωτερικό. Τότε το εσωτερικό κουνήθηκε.
Ήταν ένα γδαρμένο αρνί; Έτσι τα κρεμούσε ο σφάχτης. Αλλά γιατί δεν το είχαν σκοτώσει; Και δεν ήταν Πάσχα.
Τότε το λουλούδι, το αρνί, έκανε έναν ήχο και κατάλαβα τι μου είχε λείψει όταν μπήκα. Ήταν η Λούλου, το σκυλί μας. Το είχαν γδάρει ζωντανό και το είχαν καρφώσει στον τοίχο απ’ το δέρμα του. Το σκυλί μάλλον με μύρισε, δεν μπορούσε να με δει, κι έκλαψε.
Λειτούργησα σαν υπνωτισμένος. Εγώ δεν θυμάμαι να το έκανα, αλλά το επιβεβαίωσαν οι άλλοι.
Έβγαλα έναν σιδερένιο πάσαλο του μπαξέ και πλησίασα τη Λούλου. Εκείνη κλαψούρισε περισσότερο. Χωρίς καθόλου να διστάσω, έτσι μου είπαν, σήκωσα το πάσαλο και με τα δύο χέρια τον έχωσα στο μικρό κρανίο της Λούλου.
Μετά έκατσα κάτω και ξεκίνησα να κλαίω. Το πρόσωπο μου είχε αίματα. Έτσι μου είπαν.
~~~{3}~~~
Συνήλθα το επόμενο πρωί. Είχα κοιμηθεί χωρίς όνειρα, μου είχε κάνει μια ένεση ο νοσοκόμος. Άνοιξα τα μάτια και είδα το ταβάνι. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: “Τι είναι το οκτώ;”
Ήταν ψυχολογική άμυνα, τώρα το ξέρω, αλλά εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε εντελώς φυσικό. Κάτι μέσα στο κεφάλι μου είπε ότι το οκτώ δεν αναφερόταν σε ανθρώπους. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα ήξερα για το συμβολισμό του οκτώ.
Πρώτα μου ήρθε η Οκτάνα του Εμπειρίκου. Άσχετο. Τι άλλο; Η μαύρη μπίλια του μπιλιάρδου. Τι άλλο;
θα μπορούσα να ψάξω στο ίντερνετ, αλλά το θέμα ήταν ν’ ανακαλύψω τις ιδέες που είχα στην Αποθήκη Αλλοπρόσαλλων Υλικών. Κάθε συγγραφέας έχει μια τέτοια στο κεφάλι του, όπου στοιβάζει ό,τι του γυαλίζει, με τη μέθοδο της καρακάξας. Και τα βγάζει για να γράψει.
Τι άλλο είχα στην αποθήκη μου; Οκτώ, κύβος του δύο. Στα λατινικά VIII. Αριθμός Φιμπονάτσι. Αν τον ρίξεις στο πλάι μοιάζει με το άπειρο. 8 πόδια το χταπόδι και οι αράχνες. Οκτάγωνο σύμβολο του Ισλάμ. 88 σημαίνει Heil Hitler. Και στον Βουδισμό είναι σημαντικό το Οκτώ, κάτι σχετικό με τα μονοπάτια. Ένα byte αποτελείται από 8 bit. Τι άλλο;
~~
Δεν είχα καν αναλογισθεί πού κοιμόμουν και πού είχα ξυπνήσει όταν μπήκε η Νέλλη. Ήταν θλιμμένη, με μαύρους κύκλους. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Εγώ είχα πέσει αναίσθητος για δώδεκα ώρες.
Θυμήθηκα πού ήμουν. Θυμήθηκα την επίσκεψη στον Άι Γιώργη. Τις απειλές του Παπά. Την αποτροπή του Ροδίτη. Το ατύχημα στην ελιά. Θυμήθηκα τη Λούλου.
Η Νέλλη μου είπε τι είχε συμβεί. Δεν την άκουσαν να γαβγίζει. Εκείνη είχε βάλει ακουστικά. Άκουγε θέατρο και ζωγράφιζε. Ο Τηλέμαχος ζούσε με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά του. Ο πατέρας μου έλειπε στο καφενείο. Η μάνα μου κοιμόταν.
Λίγη ώρα πριν επιστρέψω ο πατέρας γύρισε και πήγε να κατουρήσει στην άκρη της αυλής, στο ρέμα που είχε από κάτω. Εκείνος άκουσε το κλαψούρισμα πρώτος και είδε το σκυλί-ορχιδέα. Σχεδόν δεν κουνήθηκε από εκείνο το μέρος μέχρι να πάω.
Αλλά κατάφερε να φωνάξει. Βγήκε ο μικρός, είδε κι εκείνος. Ούρλιαξε για τη μάνα του. Δεκατριών χρονών ήταν, παιδί ακόμα. Βγήκε κι η Νέλλη. Ούρλιαξε κι εκείνη. Ήρθαν γείτονες να δουν τι έγινε, πήραν την αστυνομία.
Μετά έφτασα εγώ κι έκανα όσα μου είπαν, όσα δεν θυμόμουν.
“Ο πατέρας σου είπε ότι ήταν προειδοποίηση”, είπε η Νέλλη.
Δεν μίλησα. Με κατάλαβε. Τόσα χρόνια μαζί, με ξέρει.
“Τι έγινε;” μου είπε.
Της εξήγησα
~~~
Μια ώρα μετά είχε ετοιμάσει τα πράγματα για να φύγουμε. Δεν την ενδιέφερε το αυτοκίνητο. Θα πηγαίναμε με ταξί ως την πόλη κι από κει θα παίρναμε το πρώτο τρένο ή λεωφορείο.
“Δεν μπορώ ν’ αφήσω τ’ αμάξι εδώ”, της είπα.
Ήρθε δυο βήματα πιο κοντά.
“Θες να μάθεις τι γίνεται με τον Ντα Βίντσι.”
“Δεν είναι αυτό.”
“ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΗ ΛΟΥΛΟΥ!”
Περίμενα να ηρεμήσει λιγάκι.
“Δεν ξέρουμε ποιος το έκανε.”
Έσφιξε τις γροθιές της.
“Κι είσαι και συγγραφέας; Οι αγροίκοι το ‘καναν, γιατί τους χάλασες την ησυχία.”
“Δεν το ξέρουμε αυτό.”
“Στο διάολο!”
Σήκωσε τη βαλίτσα, φώναξε τον Τηλέμαχο. Θα πήγαιναν στην πλατεία για ταξί. Στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε. Υπήρχε στα μάτια της 60% μίσος 30% αγάπη και 10% οίκτος. Ο οίκτος ήταν το χειρότερο.
“Δεν ξέρω αν θα στο συγχωρέσω αυτό”, μου είπε.
“Για τη Λούλου;”
“Αυτό σίγουρα δεν θα στο συγχωρέσω. Λέω που μας αφήνεις να φύγουμε μόνοι μας.”
“Μείνετε.”
“Δεν γίνεται, αγόρι μου. Πώς το έλεγες στον ύπνο σου; Οκτάβα, οκτώ νότες, από ντο σε ντο. Τέλος μελωδίας.”
Φυσικά και χτύπησε την πόρτα πίσω της. Φυσικά και δεν έτρεξα να την προλάβω. Σκεφτόμουν τις νότες. Οκτάβα, πάλι οκτώ.
~~~~
Σηκώθηκα κι έκατσα να πιω καφέ στην αυλή για να σκεφτώ. Το σκυλί-ορχιδέα το ‘χε θάψει ο πατέρας μου. Δεν υπήρχε FBI στο νομό Ηλείας να ψάξει για στοιχεία.
Ο πατέρας μου τάιζε τα κοτόπουλα. Είχε ένα αρχαίο τηγάνι που το γέμιζε με καλαμπόκι και τους φώναζε: “Ώρα για ποπ κορν.” Η ζωή συνεχίζεται.
Όταν τέλειωσε ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
“Ήταν καλό σκυλί”, έκανε κι άναψε τσιγάρο.
“Γιατί είπες ότι ήταν προειδοποίηση;”
“Ήταν απ’ τις δυνατές.”
Όπως μου εξήγησε στην Ηλεία υπήρχε μια καθιερωμένη κλίμακα προειδοποιήσεων. Κανονικό σύστημα. Η πιο ήπια ήταν το κοίταγμα. Μετά το κοίταγμα με χειρονομία. Τρίτο τα άλλα δύο με ήχο. Κι είχε κι άλλα. Αναρωτιόμουν αν τα έβγαζε απ’ το μυαλό του. Ήταν μεγάλος παραμυθάς.
“Το χειρότερο ποιο είναι;”
“Όταν μπλέκουν ζωντανούς, ζώα ή ανθρώπους.”
“Είστε τρελοί εσείς οι Ηλειώτες.”
Πήγα στην άκρη της αυλής για να κατουρήσω στο ρέμα. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να το κάνεις, κοιτώντας τα βουνά, τον ουρανό. Κατούρα ψηλά κι αγνάντευε.
“Οι Αϊγιωργίτες είναι μοβόροι”, είπε ο πατέρας μου.
Είχε έρθει αθόρυβα και στεκόταν ακριβώς πίσω μου.
“Αυτοί το ‘καναν;”
“Ποιοι άλλοι; Τι του ‘πες του Ροδίτη;”
Κούμπωσα το παντελόνι και του έκανα το τεστ.
“Τι ξέρεις για τον Μυστικό Δείπνο;”
Ήμουν έτοιμος να τραβηχτώ, αν πήγαινε να με σπρώξει και να με ρίξει κάτω. Ποτέ δεν ξέρεις αν ο πατέρας σου είναι ο Τζακ Τόρενς. Αλλά δεν αντέδρασε περίεργα. Είπε ότι το Μυστικό Δείπνο τον είχε δει σε κάμποσα σπίτι στον Άι Γιώργη.
“Σε κάμποσα; Σε πόσα;”
“Τώρα που το λες… Σε όλα. Σε όσα έχω μπει.”
Κι έφυγε να πάει στον καφέ του. Τον κυνήγησα.
“Το γαμήδι, ρε πατέρα. Αστυνομικός ήσουν, δεν σου δημιουργεί απορίες η κατάσταση;”
“Σε γραφείο ήμουν. Και σταμάτησα να έχω τέτοιες απορίες πριν πολύ καιρό. Τη γυναίκα σου γιατί την άφησες να φύγει;”
Δεν μπορούσε να συζητήσω μαζί του, ποτέ δεν μπόρεσα. Μπήκα μέσα να πάρω τηλέφωνο τη Νέλλη, να δω που είναι.
Είδα τη μητέρα να στέκεται όρθια και να κοιτάει την αποθήκη, το σημείο όπου είχαν κρεμάσει τη Λούλου.
~~~~~
Εκείνη ήταν πολύ παράξενο άτομο. Ο πατέρας μου πάντα αντιπροσώπευε τη γη για μένα. Πιο προσγειωμένος δεν γίνεται να είσαι. Και ηδονιστής μαζί. Του άρεσε το φαγί, το κρασί και το τσιγάρο. Είχε κοιλίτσα.
Η μάνα μου ήταν σαν φάντασμα. Δεν άνηκε στον κόσμο μας. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που το δείχνουν αυτό. Παλιά τους έλεγαν αλαφροΐσκιωτους. Δεν ήταν σαν τον τρελό του χωριού. Οι αλαφροΐσκιωτοι έπαιρναν μέρος στη ζωή, αλλά κάθε τόσο μιλούσαν για πράγματα που οι κανονικοί άνθρωποι, οι σοβαροί, δεν αποδέχονται. Πνεύματα, αγγέλους, ξωτικά, δαίμονες.
Νομίζω ότι αν έγινα συγγραφέας το οφείλω απ’ τη μία στα αλαφροΐσκιωτα γονίδια της μητέρας μου κι απ’ την άλλη στον ψεύτη πατέρα μου.
“Τι κάνεις, μαμά;”
Δεν την είχα δει απ’ τη στιγμή που φτάσαμε. Περνούσε τις περισσότερες ώρες, αν όχι όλες, στο κρεβάτι.
Της άρεσε να ονειρεύεται, έτσι έλεγε.
Δεν της άρεσε ο κόσμος, έτσι έλεγε.
Παρατήρησα πόσο είχε αδυνατίσει. Έμοιαζε με φιγούρα του Τιμ Μπάρτον, έτοιμη να περάσει στην επόμενη κατάσταση. Χωρίς καθόλου λίπος πάνω της, μαύρους κύκλους ως το στόμα, άχρωμα μαλλιά.
Θυμήθηκα μια φωτογραφία της. Αρχές δεκαετίας ογδόντα, σχεδόν ΠΑΣΟΚ. Φορούσε καμπάνα παντελόνι και πουκάμισο με λαχούρια. Μαλλί ως τη μέση. Πρόσωπο φουσκωτό και χαμόγελο.
“Μ’ ακούς;” της είπα πιο δυνατά, σαν να μιλούσα σε γριά.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι μόνο.
“Η Νέλλη κι ο μικρός έφυγαν”, της είπα.
Καμία αντίδραση.
“Κέρδισα το τζόκερ.”
Καμία αντίδραση.
“Τι σημαίνει το οκτώ;” είπα χαμογελώντας.
“Ο βασιλιάς”, είπε εκείνη
Είχε μιλήσει, κάτι που έκανε σπάνια.
“Ποιος είναι ο βασιλιάς;” τη ρώτησα.
“Γι’ αυτό σκότωσαν το σκυλί. Το άκουσα να γαβγίζει.”
“Ποιοι το ‘καναν;”
“Αυτοί που πιστεύουν στον όγδοο βασιλιά.”
“Ποιος είναι ο…”
Δεν τέλειωσα την ερώτηση γιατί μου γύρισε την πλάτη και πήγε πίσω στο δωμάτιο της. Ξάπλωσε κι είπε:
“Θα τον βρεις στην εκκλησία τους. Αλλά πρόσεχε.”
Αυτό το τελευταίο το είπε όπως κάθε μάνα που λέει στο παιδί της να φορέσει ζακέτα όταν βγαίνει. Κάπου είχε χαθεί, μπορεί έτσι να γεννήθηκε, χαμένη, αλλοπαρμένη, αλλά κάπου μέσα της υπήρχε μια μητρική σπίθα.
Χώθηκε μέσα στα σεντόνια, έγινε ένα με το κρεβάτι. Φορούσε άσπρο νυχτικό, ήταν χλωμή. Με κοίταξε για λίγο και μετά αποκοιμήθηκε.
~~~~~~
Γύρισα να βγω έξω, πιο μπερδεμένος ακόμα. Ο όγδοος βασιλιάς; Ο όγδοος βασιλιάς ποιας χώρας; Της Ελλάδας ποιος ήταν; Ο Κωνσταντίνος; Ο τελευταίος; Και γιατί σκότωσαν το σκυλί μου οι φιλοβασιλικοί;
Θα μπορούσε να μην είναι στ’ αλήθεια βασιλιάς. Κάτι άλλο που βασιλεύει. Ο ήλιος. Σε οκτώ μέρες. Ή κάτι άλλο με οκτώ και βασιλιά.
Άνοιξα το ψυγείο για να πιω νερό. Δίπλα είχε ένα ψηλό ξύλινο έπιπλο κι επάνω του το μεταλλικό κουτί μπισκότων που όλες οι γιαγιάδες έχουν στο σπίτι τους, αλλά ποτέ δεν έχει μέσα μπισκότα.
Ήταν η συνηθισμένη παγίδα. Νομίζεις ότι έχει μπισκότα κι έχει είδη ραπτικής. Ή κουμπιά.
“Δεν θα τ’ ανοίξω”, είπα και προχώρησα ένα βήμα.
Αλλά δεν άντεξα. Δεν είμαι ο τύπος που καπνίζει ένα τσιγάρο, πίνει ένα ποτήρι κρασί, αρνείται το επιδόρπιο κι ελέγχει τις παρορμήσεις του.
Ήταν γεμάτο κουκούτσια. Ξερά κουκούτσια από βερίκοκα και ροδάκινα. Αλλά κι εκείνα τα στρογγυλά από τα βύσσινα. Όταν ζούσε η γιαγιά μας έφτιαχνε γλυκό βύσσινο. Τα κουκούτσια τα τρυπούσαμε μ’ ένα καρφί και τα κάναμε κομποσχοίνια.
Έβαλα τα χέρια μες στο κουτί για να τα νιώσω. Πάντα με ηρεμούσε η αίσθηση της αφής, σαν να έχωνα τα δάκτυλα στην άμμο.
Άκουσα τη μάνα μου να βήχει. Μου είχε πει ότι θα βρω τον όγδοο βασιλιά στην εκκλησία. Ποια εκκλησία; Σίγουρα του Άι Γιώργη. Δεν μπορεί να ήταν η εκκλησία του Μοντεβίδεο. Γέλασα μόνος μου. Μετά μου κόπηκε το γέλιο.
Μες στο κουτί είχε κι ένα πανί. Το έβγαλα και το κοίταξα. Ήταν άσπρο απ’ τη μια, πιο ροζ απ’ την άλλη. Δεν θα το αναγνώριζα ποτέ με τα μάτια, αλλά το άγγιξα. Και το είχα χαϊδέψει χιλιάδες φορές. Ήταν το αυτί της Λούλου.
Μου κόπηκε η ανάσα. Πήγα προς τα έξω να βρω τον πατέρα μου. Ήταν στην εξώπορτα και με περίμενε. Κρατούσε το τηγάνι των πουλιών. Με κοπάνησε στο μέτωπο κι ο χρόνος πήγαινε αργά, άκουγα τους Beatles να τραγουδάνε Dont let me down, έπεφτα πίσω σε αργή κίνηση, το τηγάνι γυάλιζε στον ήλιο, το ταβάνι είχε αράχνες, dont let me down, βρέθηκα στο πάτωμα, σκοτάδι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια εδώ Η αποκάλυψη https://sanejoker.info/2020/09/eight-kings-2.html
(Η φωτογραφία είναι από το Βιριδιάνα του Λουίς Μπουνιουέλ)