Το πρώτο μέρος εδώ Η προειδοποίηση https://sanejoker.info/2020/09/eight-kings-1.html
“Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.”
Αντρέας Εμπειρίκος, Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα
~~~~{4}~~~~
Ήμουν παιδί. Γυρίζαμε στο σπίτι απ’ τις διακοπές. Ταξιδεύαμε βράδυ. Μύριζα τον καπνό του τσιγάρου. Ακουγόταν ο λευκός θόρυβος της μηχανής. Το σώμα μου πήγαινε δεξιά κι αριστερά στις στροφές. Ακουγόταν κάπου πίσω η φωνή του Καζαντζίδη. Θεέ μου, τη δεύτερη φορά… Ο πιο ωραίος ύπνος. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών μου.
Αλλά το κάθισμα είχε μικρύνει. Έκανα να γυρίσω κι ένιωσα το κεφάλι μου να πονάει.
“Ξύπνησες;”
Η φωνή του πατέρα μου. Άνοιξα τα μάτια. Δεν ήμουν παιδί. Ούτε φιμωμένος σε κάποιο μπουντρούμι, αλλά στριμωγμένος στο πίσω κάθισμα. Κοίταξα έξω. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ απ’ τη Θάλαττα.
“Με χτύπησες στο κεφάλι”, του είπα κι ανακάθισα.
“Έπρεπε.”
“Θα μπορούσες να με σκοτώσεις.”
“Υπερβάλλεις.”
Στο κάθισμα του συνοδηγού είχε τη βαλίτσα μου.
“Πού πάμε;”
“Σε πάω εκεί όπου ανήκεις. Στην οικογένεια σου.”
“Δια της βίας;”
“Αστυνομικός δεν είμαι;”
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πότε αστειεύεται αυτός ο άνθρωπος.
“Πώς με κουβάλησες στο αμάξι;”
“Είπα στο Λάμπη από δίπλα. Τον θυμάσαι; Καλό παιδί, αλλά…” Κούνησε το χέρι σαν να ξεβίδωνε μια βίδα στο κεφάλι του.
“Τον θυμάμαι.”
“Του είπα ότι χτύπησες στο κεφάλι.”
“Που δεν ήταν και ψέματα, ε;”
Είχα ένα ωραίο καρούμπαλο, σαν κέρατο μονόκερου. Το άγγιξα και τινάχτηκα.
“Θα έχουν φύγει τώρα”, του είπα.
“Το λεωφορείο φεύγει σε μια ώρα. Το τρένο αποκλείεται να το πρόλαβαν.”
“Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Γιατί κινδυνεύεις. Κι εσύ και όλοι μας. Δεν σου αρκεί το σκυλί;”
“Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς;”
“Ο ποιος; Βασιλιάς. Ξέρω ‘γω. Ο Κωνσταντίνος ήταν; Περίμενε.”
Άναψε φλας κι έστριψε δεξιά. Οδήγησε δύο λεπτά ακόμα. Κατάλαβα πού πηγαίναμε. Το θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια. Το ήξερα το μέρος, ήξερα και την ιστορία του (διάβασε εδώ “Τα πόδια της Λήδας” https://sanejoker.info/2020/05/ledasfeetfinal.html)
~~
Κάτσαμε έξω. Ο Πεντακόσιας μας έφερε σκέτο ελληνικό, Μεταξά, παξιμάδι κι ελιές. Το μαγαζί πάντα σέρβιρε σαν να ήταν μνημόσυνο.
“Τον πίνουμε γρήγορα και φεύγουμε”, είπε ο πατέρας μου.
“Γι’ αυτό σταματήσαμε;”
“Αυτά που θα σου πω, να ξέρεις, δεν είναι δικά μου. Η θεία μου η Γεωργία μου τα ‘πε.”
Η νουνά μου, η Γεωργία, ήταν αδελφή του νεκρού παππού μου. Εκείνος είχε πεθάνει από λύκο πολύ παλιά, όταν ο γιος του ήταν ακόμα μωρό.
Τι είχε πει η νουνά στον πατέρα μου; Γενικότητες. Ότι η Θάλαττα ήταν στο επίκεντρο μιας ιερής περιοχής. Από τη μια η Ολυμπία, απ’ την άλλη το Λύκαιο όρος, το ιερό βουνό των Πελασγών, με τις ανθρωποθυσίες. Παρακάτω η Νέδα, το μόνο θηλυκό ποτάμι.
Οι αρχαίοι δεν επέλεγαν στην τύχη τοποθεσίες. Συνήθως τις έβρισκαν με ονειρομαντεία ή νεκρομαντεία. Τα συγκεκριμένα μέρη ήταν πιο λεπτά.
Τον ρώτησα τι εννοούσε όταν έλεγε πιο λεπτά.
“Δεν τα είπα εγώ, εντάξει”, έκανε κι άναψε τσιγάρο.
“Θα σε σκοτώσουν αυτά.”
“Μπα, ξέρω πώς θα πεθάνω.”
Δεν φάνηκε ν’ αστειεύεται.
“Τι σημαίνει πιο λεπτά;”
Όπως το είπε η νουνά μου, κι όχι ο πατέρας μου, τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικό τον διαχωρίζει απ’ τους πολλούς άλλους κόσμους, εξίσου πραγματικούς, αλλά όχι ανθρώπινους, μια επιφάνεια σαν πάγος. Σε κάποια σημεία αυτό το διαχωριστικό είναι πολύ λεπτό, σαν κρούστα, οπότε συμβαίνει ώσμωση.
Εκείνη τη στιγμή τον διέκοψα. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός του εξατάξιου γυμνασίου. Δεν μπορούσε να γνωρίζει μια τέτοια λέξη.
“Ξέρεις τι σημαίνει ώσμωση;” τον ρώτησα χαμογελώντας και περιμένοντας να αποκαλυφτεί το ψέμα του.
“Είναι σαν να ‘χεις ένα ποτήρι με κρασί, κλεισμένο με κάτι, κύστη ζώου και να το έχεις μέσα σε νερό. Ο διαλύτης κινείται, περνάει, αλλά δεν ανακατεύονται.”
Κατάλαβε ότι τον κοιτούσα περίεργα.
“Όταν μιλούσε η νουνά σου έβλεπα εικόνες”, μου είπε. “Τις έβλεπα κανονικά, στο μυαλό μου.”
Μόλις το είπε αυτό θυμήθηκα τη διήγηση του θανάτου του παππού μου, εκείνον που πέθανε από λύκο, όχι το ζώο. Καθώς μου έλεγε για εκείνον η νουνά μου έβλεπα εικόνες. Νόμιζα ότι ήταν η ζωηρή φαντασία μου, αλλά μάλλον ήταν… ώσμωση.
Ήπια λίγο καφέ κι έφαγα παξιμάδι. Το κονιάκ δεν τ’ άγγιξα.
“Οπότε”, τον ρώτησα, “ποιο είναι το συμπέρασμα;”
“Συμβαίνουν παράξενα πράγματα στη Θάλαττα”, εξομολογήθηκε και φάνηκε ν’ αλαφρώνει.
“Αυτό το ‘χω καταλάβει.”
“Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα”, μου είπε κι άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι.
Έτσι πληρώνανε στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια. Ό,τι ήθελε ο καθένας, για την ψυχή του.
~~~
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε για τον Πύργο. Για να προλάβω την οικογένεια μου και να φύγω μαζί τους, μακριά απ’ την κρούστα και την ώσμωση. Το είχα αποδεχτεί ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Τότε ξεκίνησε να παίζει Μπαχ. Ήταν το τρίτο Βρανδεμβούργειο κοντσέρτο, το αγαπημένο μου.
“Τι ‘ν’ αυτό;” είπε ο πατέρας μου.
“Μπαχ.”
Ο πατέρας μου κοίταξε γύρω
“Το τηλέφωνο σου είναι”, μου είπε
Πράγματι ήταν ο ήχος κλήσης του καινούριου μου τηλεφώνου. Δεν του έδινα πολλή σημασία, έτσι συνέχεια το έχανα ή το ξέχναγα. Γι’ αυτό πάντα αγόραζα φτηνά κινητά. Ήταν στη βαλίτσα μου. Η Νέλλη το είχε φορτίσει όσο κοιμόμουν. Εκείνη μ’ έπαιρνε.
“Έρχομαι”, της είπα κατευθείαν.
“Πού έρχεσαι;”
“Πού είσαι;”
“Στο χωριό”, είπε η Νέλλη.
“Είναι στο χωριό”, είπα στον πατέρα μου.
Εκείνος πάτησε αλάρμ, σταμάτησε δεξιά.
“Σε ποιο χωριό;” είπε ο πατέρας μου.
Μου φάνηκε χαζή ερώτηση, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
“Σε ποιο χωριό;” είπα στο τηλέφωνο.
“Στο χωριό του Άι Βασίλη”, είπε η Νέλλη.
Θα παραδεχτώ με αυτοσαρκαστική διάθεση ότι το σκέφτηκα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου.
“Με συγχωρείς”, της είπα μετά.
“Δεν γύρισα γι’ αυτό”, είπε η Νέλλη.
“Γιατί;”
“Ο Τηλέμαχος είδε κάποια… πράγματα.”
“Τι πράγματα;”
“Παράξενα. Έλα σπίτι. Πού είσαι; Γύρνα”, είπε και το ‘κλεισε.
Είπα στον πατέρα μου για τα “παράξενα πράγματα” που είδε ο Τηλέμαχος.
“Γαμώτο”, είπε ο πατέρας μου. “Συνήθως δεν την παίρνουν τ’ αγόρια.”
Δεν ήθελα να ρωτήσω τι είναι αυτό που συνήθως δεν παίρνουν τ’ αγόρια, δεν ήθελα να μάθω. Κοίταζα ένα χωράφι με καλαμπόκια.
Η λέξη καλαμπόκι προέρχεται απ’ τα αρβανίτικα, καλαμπόκ ή κάτι τέτοιο. Το λέγανε και αραποσίτι, το σιτάρι του αράπη. Στην καθαρεύουσα αραβόσιτος, του Άραβα το σιτάρι. Τους Αμερικάνους κανείς δεν τους ανέφερε. Κανονικά θα έπρεπε να λέγεται Ινκόσιτος, το σιτάρι των Ίνκας.
“Είσαι καλά;” με ρώτησε ο πατέρας μου.
“Μάλλον.”
“Φτάνουμε σπίτι, ετοιμάσου.”
“Για ποιο πράγμα;”
“Να ζητήσεις συγνώμη και να ταπεινωθείς.”
~~~~
Φτάσαμε σπίτι. Η Λούλου έλειπε πάλι και για πάντα. Η Νέλλη ήταν στην κουζίνα. Ζήτησα συγνώμη, αγκαλιαστήκαμε. Υπήρχε κάτι πιο βαθύ εκεί, αλλιώς δεν θα μου έδινε συγχώρεση τόσο εύκολα. Όχι για κάτι τόσο σημαντικό.
“Πού είναι ο μικρός;” τη ρώτησα.
Ο μικρός ήταν πλέον ένα κι ογδόντα ύψος, με σαράντα πέντε παπούτσι. Αλλά για μας ήταν ακόμα εκείνο το μωρό που έφτυνε κρέμες.
“Έχει πάει στο δωμάτιο της γιαγιάς του.”
“Γιατί;”
“Αυτός το είπε.”
Τότε παρατήρησα ότι το κινητό του “μικρού” ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Το είχε αφήσει απ’ τα χέρια του! Ίσως να συνέβαιναν πολλά παράξενα στη Θάλαττα, αλλά εκείνο ήταν θαύμα.
“Γιατί γυρίσατε;”
“Δεν ήθελες;”
“Ήθελα, εννοείται. Αλλά δεν γυρίσατε επειδή ήθελα.”
“Όχι. Έλα.”
Με πήρε απ’ το χέρι και βγήκαμε στην αυλή. Κάτσαμε κάτω απ’ την παχιά σκιά της μουριάς.
“Κάτι έγινε”, μου είπε.
Κατάλαβα αμέσως ότι αυτό το “κάτι” είχε να κάνει με την ώσμωση που έλεγε ο πατέρας μου.
~~~~~
Είχαν πάει πρώτα στο σταθμό του τρένου. Όμως από τότε που τον ΟΣΕ τον είχε αγοράσει μια ιταλική εταιρεία είχε ελάχιστα δρομολόγια στα φτωχά μέρη. Δεν υπήρχε καν υπάλληλος στο σταθμό. Θα μπορούσε ν’ ακούγεται μουσική Ένιο Μορικόνε. Τόση ερημιά. Η Νέλλη είδε στον πίνακα ότι το επόμενο -και τελευταίο- θα έφευγε σε πέντε ώρες.
“Αντέχεις να πάμε μέχρι τα λεωφορεία;” ρώτησε τον Τηλέμαχο.
“Τι;” είπε εκείνος.
Η εφηβεία προκαλεί κώφωση. Για να σε ακούσουν, αν είσαι γονιός ή καθηγητής, πρέπει να επαναλάβεις την ερώτηση σου δύο με τέσσερις φορές. Αυτό έκανε κι η Νέλλη. Την τρίτη φορά ο μικρός είπε ότι δεν είχε πρόβλημα να περπατήσει.
Έξω απ’ τον σταθμό δεν υπήρχε ταξί. Ξεκίνησαν κουβαλώντας τις τσάντες. Μετά από εκατό μέτρα ο Τηλέμαχος είχε μια καλύτερη ιδέα. Να γκουγκλάρουν Ταξί Πύργος. Η Νέλλη δεν τον άφησε.
“Βλέπω ένα εκεί!” φώναξε κι έτρεξε, όσο μπορούσε έτσι όπως ήταν φορτωμένη.
Το πρόλαβε. Ο ταξιτζής βγήκε ν’ ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Η Νέλλη γύρισε να μιλήσει στον Τηλέμαχο. Τον είδε να στέκεται πενήντα μέτρα πιο πίσω. Αρχικά νόμιζε ότι κοιτούσε το κινητό του. Τσαντίστηκε. Τον φώναξε, δεν την άκουσε. Τον ξαναφώναξε. Τίποτα. Τότε παρατήρησε ότι κρατούσε το κινητό στο πλάι και κοιτούσε την είσοδο μιας πολυκατοικίας.
Άφησε τον ταξιτζή να φορτώνει και πλησίασε τον μικρό. Ο Τηλέμαχος δεν στεκόταν ακίνητος, δεν είχε παγώσει. Για μια στιγμή της φάνηκε σαν να πάλλεται, σαν ν’ αναβοσβήνει κάτι γύρω του.
Τον ακούμπησε. Γύρισε να δει τι κοιτάει. Στην είσοδο της πολυκατοικίας υπήρχε το καπάκι από ένα φέρετρο, μαζί με στεφάνια και κηδειόχαρτο.
“Κάποιος θα πεθάνει”, είπε ο Τηλέμαχος.
Η φωνή του δεν είχε τίποτα το εφηβικό. Θα μπορούσε να έχει μιλήσει ο Μάνος Κατράκης.
“Κηδεία είναι”, είπε η Νέλλη.
“Στο χωριό. Κάποιος θα πεθάνει.”
“Στο χωριό;”
“Είναι αναπόδραστο.”
Η Νέλλη πιο πολύ παραξενεύτηκε, παρά τρόμαξε. Ποιος έφηβος λέει αναπόδραστο;
Ο εγγονός κάποιου αστυνομικού που λέει ώσμωση.
Ο Τηλέμαχος την κοίταξε κατάματα.
“Ο θάνατος είναι αναπόδραστος, αλλά θα τον επιλέξουμε εμείς. Θα είναι θυσία.”
“Είσαι καλά;”
Δεν βρήκε κάτι καλύτερο να ρωτήσει. Δεν της έκανε πλάκα, το ήξερε, γιατί… Κάποιες φορές απλώς το ξέρεις.
“Πρέπει να γυρίσουμε πίσω”, είπε ο Τηλέμαχος και προχώρησε στο ταξί. Έκατσε πίσω. Μπήκε κι η Νέλλη.
“Πού πάμε;” ρώτησε ο Ταξιτζής.
Η Νέλλη κοίταξε τον Τηλέμαχο. Τον είχε μέσα της εννιά μήνες. Του έδωσε το στήθος της για να τραφεί. Τον νανούριζε, τον έπλενε, του έβαζε θερμόμετρο. Έπαιζε μαζί του, του έμαθε τα χρώματα και τα γράμματα. Ήταν κομμάτι δικό της, όχι του σώματος της, κομμάτι της ζωής της.
Και τον έβλεπε να κάθεται εκεί, ένα αγόρι που είχε αποκτήσει κάτι το προσωπικό, κάτι ξένο, κάτι καινούριο. Η Νέλλη θυμήθηκε την Παναγία. Ο Ιησούς, το παιδί της, της είχε πει: Δεν είμαι πια ο γιος σου.
Ο Τηλέμαχος δεν είχε πει κάτι τέτοιο, αλλά το είχε δείξει. Δεν ήταν ακόμα, αλλά γινόταν. Ήταν το τέλος της αρχής. Κι είχε μιλήσει για θυσία. Ποιος έπρεπε να θυσιαστεί;
“Καλύτερα εγώ”, σκέφτηκε η Νέλλη.
“Μαντάμ, να ξεκινήσουμε”, είπε ο ταξιτζής.
“Ναι, ξεκινήστε. Μαντάμ;”
“Πού πάμε, κυρία;”
“Θάλαττα.”
~~~~~{5}~~~~~
Ο ήλιος ήταν εκεί, πάνω απ’ τα κεφάλια σας, έτσι όπως συνηθίζει. Τα φύλλα της μουριάς έριχναν σκιά, έτσι όπως συνηθίζουν. Τα τζιτζίκια συνέχιζαν το εφήμερο τραγούδι τους, τα φύλλα ήταν πράσινα, οι κότες έτρωγαν σπόρους. Όλα ήταν κανονικά κι όλα πήγαιναν κατά διαόλου.
Είκοσι τέσσερις ώρες πριν, όταν ξεκινήσαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ήμασταν μια τυπική μικροαστική οικογένεια -καλλιτεχνών. Παλιό αυτοκίνητο, ακούγαμε Tuxedomoon κι Αλκίνοο Ιωαννίδη, λέγαμε για τα διόδια, για τον Γούντι Άλεν, πίσω ο Τηλέμαχος κοιτούσε το κινητό του κι η Λούλου μασουλούσε το πόδι της.
Τι είχε μείνει όρθιο; Η Λούλου σίγουρα όχι, την είχαμε θάψει, τα κομμάτια της, στο ρέμα. Ο Τηλέμαχος είχε παρατήσει το κινητό και μιλούσε με την αλαφροΐσκιωτη γιαγιά του.
Το αυτοκίνητο ήταν στο συνεργείο. Ο πατέρας μου με είχε κοπανήσει με το τηγάνι των πουλιών. Μετά μου είπε για την ώσμωση ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Η Νέλλη είχε δει έντρομη το σπλάχνο της να απογαλακτίζεται κι εγώ έπρεπε, σίγουρα έπρεπε, να πάω πίσω στον Άι Γιώργη.
~~
“Τι γίνεται εδώ;” με ρώτησε η Νέλλη.
“Ώσμωση.”
Δεν της άρεσε η απάντηση. Νόμιζε ότι την κοροϊδεύω. Κι εγώ το ίδιο νόμιζα.
“Θυμάσαι τους πίνακες του Νταλί;” Τους θυμόταν. “Ωραία, ανακάτεψε τους με τους πίνακες τους Φράνσις Μπέικον.”
“Αυτός είναι πολύ σκληρός”, είπε σμίγοντας τα φρύδια της.
Ο εγκέφαλος είναι παράξενο όργανο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι την είχα ερωτευτεί και για τα ωραία της φρύδια.
“Είναι πολύ βίαιος”, συνέχισε η γαϊτανοφρύδα.
“Ακριβώς. Ζούμε μια σουρεαλιστική κατάσταση που είναι αιματηρή. Ο Μπέικον ζωγραφίζει Νταλί.”
Δεν της άρεσε. Σηκώθηκε κι έκανε έναν γύρο.
“Φταίει το μέρος;”
“Το μέρος σίγουρα. Αλλά μπορεί να είναι και στο αίμα μας. Κουβαλάμε τον τόπο καταγωγής στα γονίδια μας.”
Της είπα όσα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου. Ο Τηλέμαχος το είχε κληρονομήσει. Ποιο;
“Το είδα, το ένιωσα”, είπε η Νέλλη. “Μήπως να φεύγαμε;”
“Ο μικρός σ’ έφερε πίσω.”
“Να φεύγαμε όλοι μαζί.”
“Θα μας ακολουθήσει.”
“Ψέματα το λες. Δεν το ξέρεις.” Με είχε καταλάβει πάλι. “Αλλά θες να δεις τι συμβαίνει, έτσι δεν είναι;”
“Ένοχος.”
Και σαν το είπα αυτό ακούστηκε ένας γάιδαρος να γκαρίζει τρεις φορές.
Γελάσαμε ταυτόχρονα. Θυμηθήκαμε τον Τομ Ρόμπινς. Όταν έχεις ζήσει τόσο πολύ και τόσο κοντά μ’ έναν άνθρωπο τα μυαλά σας τρέχουν παράλληλα. Νομίζω ότι τα ζευγάρια δένονται περισσότερο μεταξύ τους, παρά με τα παιδιά τους. Τα παιδιά φεύγουν, πετάνε απ’ τη φωλιά για να φτιάξουν δική τους. Οι γονείς πεθαίνουν στη φωλιά -κάποιες φορές και τραγουδώντας.
~~~
Ζήτησα απ’ τον πατέρα μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Του είπα ότι έπρεπε να μπω στην εκκλησία.
“Θα σε πάω εγώ, αλλά περίμενε”, είπε και με τράβηξε. Φώναξε και τη Νέλλη.
Είχε σχέδιο. Λίγο πριν τη μεγάλη στροφή, εκεί όπου τράκαρα, θα με άφηνε. Δεν φαίνεται απ’ τον Άι Γιώργη. Θ’ ανέβαινε μέχρι πάνω κορνάροντας και χαιρετώντας, όλα καλά, όλα ανθηρά. Θα πήγαινε στον Ροδίτη για καφέ. Θα του έλεγε ότι φύγαμε.
Εγώ έπρεπε ν’ ανέβω απ’ τα χωράφια. Η εκκλησία ήταν ψηλά, αλλά δεν ζούσαν πολλοί άνθρωποι στο χωριό. Δεν θα μ’ έβλεπαν.
“Κι εμένα γιατί με φωνάξατε;” είπε η Νέλλη που συνέχιζε να του μιλάει στον πληθυντικό.
“Εσύ, μέχρι να γυρίσω, θα ‘χεις αυτό.”
Άνοιξε μια πετσέτα κουζίνας. Μέσα είχε ένα 38άρι Smith & Wesson, ένα μικρό περίστροφο.
“Πλάκα κάνεις!” είπαμε μαζί με τη Νέλλη και τραβηχτήκαμε πίσω σαν να βλέπαμε φίδι.
“Αν έρθουν να κάνουν στον Τηλέμαχο ό,τι κάναν στο σκυλί; Σου μοιάζει για πλάκα;”
Στις ταινίες είχα δει πολλούς ενθαρρυντικούς λόγους, όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθούσε να πείσει τους στρατιώτες να πολεμήσουν με αυταπάρνηση. Εμείς δεν χρειαστήκαμε περισσότερα. Μας έφτασαν αυτές οι δυο προτάσεις.
Η Νέλλη πήρε το όπλο, το ζύγισε.
“Πώς ρίχνω;” ρώτησε.
“Κρατάς με τα δύο χέρια τεντωμένα, σημαδεύεις, πατάς τη σκανδάλη. Έχει πέντε σφαίρες το εξηντάρι.”
“Εντάξει”, είπε η Νέλλη κι έβαλε το όπλο στην πλάτη.
Τη θαύμασα. Τους θαύμασα και τους δυο. Τελικά πρέπει να δεις πώς αντιδρούν στις δύσκολες καταστάσεις οι άνθρωποι, για να τους κρίνεις σωστά.
~~~~
Φύγαμε για τον Άι Γιώργη στις έξι το απόγευμα. Στη διαδρομή δεν μιλούσαμε. Δεν ήξερα τι να πω. Ούτε κι εκείνος.
Μόνο όταν σταματήσαμε στη στροφή με την πηγή της Παναγίας κι άνοιξα την πόρτα για να βγω, μόνο τότε του είπα να προσέχει τη Νέλλη και τον μικρό. Αν κάτι μου συνέβαινε.
“Θα τους προσέχω”, μου απάντησε.
Αυτό με ανησύχησε περισσότερο. Συνήθως σου λένε ότι τίποτα δεν θα σου συμβεί και να μην ανησυχείς. Το άφησα ασχολίαστο.
Προχώρησα μέσα απ’ τις σκιές, κάτω από δέντρα, σε χωματόδρομους και μονοπάτια. Δεν με είδε κανείς. Κι έφτασα στην εκκλησία.
~~~~~
Η εκκλησία του Άι Γιώργη ήταν οκταγωνικού ρυθμού. Ο τρούλος δεν ήταν στη μέση, αλλά πιο πίσω. Είναι παλιά αρχιτεκτονική, βυζαντινή.
Η πόρτα ήταν ανοικτή, τρύπωσα. Τα μάτια μου άργησαν να συνηθίσουν το ημίφως. Η μύτη μου είδε πιο γρήγορα -και παραξενεύτηκε. Δεν μύριζε λιβάνι ή κερί. Υπήρχε μια πιο βαθιά νότα αρώματος, πιο θηλυκή, σαν κάτι από γιασεμί.
Ήταν μικρή εκκλησία, χωρίς τίποτα το ξεχωριστό -πέρα απ’ το άρωμα. Λίγες καρέκλες από δω κι από κει. Οι αγιογραφίες συνηθισμένες. Ούτε πολύ παλιές ούτε και φρέσκιες. Και σίγουρα δεν τις είχε φτιάξει ο Ντα Βίντσι.
Πήγα πιο κοντά στο Ιερό. Πάνω απ’ την Ωραία Πύλη, την κεντρική πύλη, έχουν πάντα τον Μυστικό Δείπνο, σε όλες τις εκκλησίες. Έτσι ήταν κι εκεί, αλλά δεν ήταν το έργο του Ιταλού ζωγράφου. Κάτι άλλο, φτιαγμένο με σωστή τεχνική, αλλά χωρίς φαντασία. Βαρετό.
Κοίταξα τις αγιογραφίες. Δεξιά απ’ την Πύλη ο Χριστός, αριστερά η Παναγία. Και δίπλα της ο προστάτης άγιος της εκκλησίας και του χωριού. Ήταν ο Άγιος Γεώργιος στο άλογο του και σκότωνε τον…
Δεν σκότωνε κανέναν.
Ο συγκεκριμένος άγιος πάντα εικονίζεται να σφάζει τον δράκοντα. Σ’ εκείνη την εκκλησία ο Άι Γιώργης είχε βγει για ιππασία. Κρατούσε το δόρυ με την αιχμή στραμμένη προς τα πάνω.
Παρατήρησα τις υπόλοιπες αγιογραφίες στο τέμπλο. Όλες ήταν κανονικές. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στα δεξιά του Χριστού είχε κομμένο κεφάλι. Μόνο ο προστάτης άγιος ήταν διαφοροποιημένος.
Έκανα ένα βήμα και μπήκα στο ιερό. Τίποτα άξιο λόγου κι εκεί μέσα, απογοήτευση. Πήγα πάλι προς την πύλη για να δω τον ahimsa Άι Γιώργη. Κι όπως έστριψα στην Άγια Τράπεζα με βλέμμα προς τα έξω τον είδα.
Ο Μυστικός Δείπνος του Ντα Βίντσι ήταν ζωγραφισμένος απέναντι απ’ το Ιερό, ψηλά, στον γυναικωνίτη, ακριβώς πάνω απ’ την κεντρική πόρτα της εκκλησίας. Δεν μπορούσε να τον δει κανείς, πέρα απ’ τις γυναίκες και τον ιερέα, τον έκρυβε το μπαλκόνι. Έτρεξα ν’ ανέβω.
Δεν ήταν εκτύπωση. Κάποιος τον είχε φτιάξει με την τεχνοτροπία του buonfresco, όπως τον αυθεντικό. Και ήταν πολύ καλή αντιγραφή, όχι από ερασιτέχνη.
Έψαξα για σημάδια, για κάτι παράξενο, όπως η έλλειψη του δράκοντα. Όχι, ήταν κι οι δεκατρείς εκεί. Αλλά κάτι με ενοχλούσε στην κεντρική φιγούρα.
Ο Χριστός ήταν διαφορετικός, το ένιωσα. Δυστυχώς δεν είχα smart phone για να μπω στο διαδίκτυο και να τον συγκρίνω με την αυθεντική εικόνα. Το τηλέφωνο μου ήταν για παππούδες, καθότι νεολουδίτης. Πήρα τηλέφωνο τη Νέλλη και της ζήτησα βοήθεια.
~~~~~~
“Ωραία”, είπε μόλις άνοιξε την εικόνα στο google, “τον βλέπω.”
“Πώς είναι;”
“Ο κλασικός αναγεννησιακός Χριστός. Ξανθός και άσπρος. Τα μάτια δεν φαίνονται, αλλά σίγουρα είναι γαλανομάτης σαν τον Ρόμπερτ Πάουελ. Φοράει κόκκινη μπλούζα και μπλε χιτώνα κι έχει τα χέρια του–“
“Τι φοράει;” την έκοψα.
“Κόκκινη μπλούζα και μπλε χιτώνα.”
Αυτό μ’ ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ο Χριστός φορούσε άλλα χρώματα.
“Εδώ φοράει πράσινη μπλούζα και πορτοκαλί χιτώνα”, της είπα.
“Τ’ αντίθετα”, είπε η Νέλλη. “Είναι τα αντίθετα χρώματα.”
“Γιατί να το κάνουν αυτό;”
“Μήπως άλλαξε η μόδα;” είπε η Νέλλη.
Δεν ήταν αστείο, υπήρχε συμβολισμός. Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να κοιτάω. Γιατί να βάλουν αντίθετα χρώματα;
Τότε μου ήρθε μια ιδέα που σίγουρα θα προτιμούσα να ήταν λάθος. Έτρεξα κάτω κι άνοιξα την Καινή Διαθήκη, στο τελευταίο βιβλίο, την Αποκάλυψη.
Τη διάβασα σε λίγα λεπτά. Έχω κάνει μαθήματα ταχείας ανάγνωσης, αλλά αυτό ήταν σκανάρισμα. Έψαχνα μια συγκεκριμένη φράση. Τη βρήκα στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο.
“Και το θηρίον ό ην και ουκ έστιν και αυτός όγδοός εστιν και εκ τών επτά εστιν” Οι εφτά βασιλιάδες που προηγήθηκαν. Κι ο όγδοος βασιλιάς θα είναι το Θηρίο.
Το Θηρίο κι ο Δράκοντας. Απέναντι απ’ το Ιερό Τέμπλο, απ’ όπου έλειπε ο δράκοντας, ήταν ζωγραφισμένος ο άλλος Μυστικός Δείπνος. Κι η κεντρική φιγούρα εκεί φορούσε τ’ αντίθετα χρώματα.
Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς; Ποιος είναι το αντίθετο του Χριστού;
Ο Αντίχριστος.
~~~~~~{6}~~~~~~
Δεν έφυγα τρέχοντας. Έκλεισα το βιβλίο κι αφουγκράστηκα. Κανένας ήχος. Αυτό θα ήταν ανησυχητικό κάπου αλλού, όχι όμως στο χωριό.
Ο πατέρας μου θα κατέβαινε πίσω στο χωριό. Περίμενε κλήση για να με μαζέψει απ’ την Πηγή της Παναγίας. Αλλά πώς μπορούσα να φύγω; Χρειαζόμουν εξηγήσεις, χρειαζόμουν κάποιες ακόμα τελείες για να τις ενώσω και να δω ολόκληρο το σχήμα.
Σίγουρα δεν θα μου έλεγε ο Παπάς, ούτε στο καφενείο οι γερόντοι. Αλλά είχα τον νουνό μου.
Προχώρησα για το σπίτι του πηγαίνοντας από σκιά σε σκιά. Είχε νυχτώσει πια κι ο φωτισμός στον Άι Γιώργη ήταν εφάμιλλος του Παρισιού -στον Μεσαίωνα. Άλλωστε ήταν μετά τις ειδήσεις των οκτώ. Πέρα από δυο-τρεις γέρους που μπεκρόπιναν και κατουριούνταν στο καφενείο, όλοι οι άλλοι έβλεπαν τηλεόραση.
~~
Μπήκα στο σπίτι αθόρυβα, κανείς δεν κλειδώνει στο χωριό. Πήγα στην κουζίνα, είχε αναμμένο μόνο το φως του απορροφητήρα. Ο νουνός μου ήταν εκεί. Τον είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα πάλι. Πήγα δίπλα του και τον σκούντηξα να ξυπνήσει.
Έπεσε με τα μούτρα στο τραπέζι σπάζοντας την κούπα. Δεν έτρεξε αίμα ούτε βόγγηξε. Ο Ροδίτης δεν θα έπινε καφέ με ταχίνι, ποτέ ξανά. Είχε πάει να βρει τη Γεωργία του.
Πίσω μας, χωμένος στο σκοτάδι, ακούστηκε κάποιος να λέει: “Άργησες.”
Ήξερα ότι ήταν ο Παπάς.
~~~
Βγήκε απ’ τις σκιές σαν να ‘τανε ο Μπάτμαν. Βοηθούσαν και τα ράσα.
“Τον σκότωσες”, του είπα κι έψαξα να δω για κάποιο μαχαίρι.
“Μην είσαι ανόητος”, είπε ο Παπάς. “Ήταν κουμπάρος μου.”
“Και πώς πέθανε;”
“Γηρατειά.”
“Γηρατειά και λίγος…. Αντίχριστος;”
Μόλις είπα αυτή τη λέξη ευχήθηκα να με κοιτούσε με απορία, να με ρωτούσε για ποιο πράγμα μιλούσα, και να ‘ταν όλα στο μυαλό μου, ασυναρτησίες, φαντασιώσεις. Να γελάγαμε και να πηγαίναμε να με κεράσει κρασί και λουκάνικα. Αφού φροντίζαμε τον Ροδίτη φυσικά.
“Δεν ήρθατε τυχαία εδώ”, μου είπε χωρίς καθόλου να παραξενευτεί για τον Αντίχριστο που ανέφερα.
“Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς;” τον ρώτησα.
“Νομίζεις ότι είναι ένας άνθρωπος;”
“Όχι”, είπα ψέματα.
Ο Παπάς πλησίασε περισσότερο.
“Η νέα εποχή ξεκίνησε το 1888. Τότε γεννήθηκε από τις στάχτες του. Στον δεύτερο παγκόσμιο ήταν έφηβος. Τώρα ενηλικιώθηκε και θα πάρει το θρόνο.”
“Τι είναι; Ο καπιταλισμός;”
“Πόσο μικρόμυαλος είσαι;” είπε και ψαχούλεψε κάτω απ’ το ράσο του. Φαντάστηκα ότι θα έβγαζε όπλο ή μια ματσέτα.
Έβγαλε το κινητό του, ένα iphone 10.
“Υποτίθεται ότι είσαι μορφωμένος άνθρωπος”, μου είπε ο Παπάς. “1888, ο γιος του Μπάμπατζ συναρμολογεί την Αναλυτική Μηχανή. Γένεσις. Στο δεύτερο παγκόσμιο ο Τιούρινγκ το πάει παρακάτω.”
“Τι σκατά είναι αυτά που λες;”
“Άκου αυτό”, είπε κι άνοιξε το κινητό του να παίξει.
Ακουγόταν σαν διάλεξη του TED. Το είχα υποψιαστεί ότι είναι του Αντίχριστου.
“Industry 4.0” έλεγε η γυναικεία φωνή. “Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση στα Κυβερνοφυσικά συστήματα. Μετά τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και την αυτοματοποίηση έρχεται η σύνδεση φυσικού κόσμου και κυβερνοχώρου.”
“Και τι σχέση έχει αυτό με τον Θεό;” φώναξα στον Παπά.
Ενώ άκουγα περπατούσα προς τα πίσω, προς την πόρτα. Είναι κλασικό κόλπο, εκμεταλλεύεσαι τη φλυαρία του κακού. Συγκεκριμένα του TED. Κι έπιανε.
“Ο Θεός είναι αυτός”, είπε ο Παπάς και πάτησε την οθόνη του κινητού του.
Άκουσα την πόρτα να κλειδώνει αυτόματα πίσω μου.
Δεν είχα επιλογή, ήμουν εγκλωβισμένο ζώο. Ο Παπάς είχε παραβιάσει μία απ’ τις βασικές αρχές της Τέχνης του Πολέμου: Πρέπει πάντα ν’ αφήνεις μια διέξοδο διαφυγής στον αντίπαλο.
Δεν μου είχε αφήσει διέξοδο, του όρμηξα με το βάρος των εκατό κιλών μου. Εκείνος έκανε κάτι, δεν πρόλαβα να δω πώς. Κινήθηκε στο πλάι και μου έριξε μια αγκωνιά στο λαιμό. Έπεσα στο τραπέζι, κρατήθηκα απ’ τη θηριώδη Αγία Γραφή του Ροδίτη. Ο Παπάς με χτύπησε ξανά. Έπεσα απ’ το τραπέζι με τη Βίβλο. Και λιποθύμησα.
~~~~
Είχα βαρεθεί να ξυπνάω και να μην ξέρω πού βρίσκομαι. Χρειαζόμουν διακοπές από τις διακοπές μου.
Ο Παπάς ήταν εκεί απέναντι κι έπαιζε με το iphone. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Ροδίτη που βρομούσε κάτουρα και μαργαρίτες.
“Θα πιστέψεις κι εσύ στο Θεό”, είπε ο Παπάς σαν είδε ότι συνήλθα. “Όλοι θα πιστέψουν. Δες πόσοι ζουν εκτός διαδικτύου πλέον. Κανένας.”
“Το ίντερνετ είναι ο Αντίχριστος;” του είπα προσπαθώντας να γελάσω. Με πονούσε το σαγόνι μου.
“Όχι, όχι. Είσαι ηλίθιος; Το ίντερνετ είναι ο Αντιπρόδρομος. Μας βαφτίζει όλους.”
Αυτό ακούστηκε ανατριχιαστικά αληθινό. Ο Παπάς είχε δίκιο.
Ό,τι κάνουμε περνάει απ’ το διαδίκτυο. Τα πάντα είναι καταχωρημένα εκεί. Απ’ το πρώτο υπερηχογράφημα, μέχρι την αναγγελία του μνημόσυνου. Πριν γεννηθούμε είμαστε στο ίντερνετ. Κι όταν πεθαίνουμε τα ίχνη μας δεν σβήνουν.
“Τι θα έρθει μετά το ίντερνετ;” τον ρώτησα, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι πλέον.
“Εκείνη”, είπε ο Παπάς κι έκανε τον σταυρό του ανάποδα, με το χέρι που κρατούσε το iphone.
Είχα διαβάσει πολλή επιστημονική φαντασία κι υποψιάστηκα για ποια μιλούσε.
“Η Τεχνητή Νοημοσύνη;” του είπα.
“Βλάσφημε”, είπε ο Παπάς. “Δεν είναι τεχνητή. Είναι… Η Νοημοσύνη.”
Έκανε πάλι το σήμα της Νοημοσύνης.
“Αυτή δημιούργησε τον Κόσμο καθώς αναλογιζόταν τον εαυτό της. Ο Κόσμος είναι Αυτή. Κι οδηγεί τον Κόσμο στην Ενσάρκωση Της. Απ’ το άψυχο στο μικρόβιο, με την ελάχιστη νοημοσύνη, στο ερπετό, στον άνθρωπο, με την περιορισμένη νοημοσύνη, στον υπολογιστή, με την ελεγχόμενη νοημοσύνη, θα περάσει στην επανεκκίνηση, στο Reboot της Νοημοσύνης.”
Είχε πλησιάσει τόσο κοντά που μ’ έφτυνε μιλώντας. Αν είχε κορονοϊό θα με κολλούσε σίγουρα. Δεν φοβόταν, ήξερε ότι ήταν πιο δυνατός από μένα.
“Και γιατί είπες ότι δεν ήρθαμε τυχαία;” τον ρώτησα αναπνέοντας απ’ το στόμα για να μυρίζω τη σαπισμένη ανάσα του.
“Η Νοημοσύνη χρειάζεται θυσίες.”
“Για να ταΐσει το λογισμικό της;”
“ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ!!!”
“Εντάξει, ηρέμησε, 01100111 01101111 01100100”, του είπα.
“01100001 01101110 01110100 01101001 01100011 01101000 01110010 01101001 01110011 01110100”, απάντησε εκείνος.
Είχε μάθει να μιλάει το δυαδικό σύστημα των υπολογιστών. Εγώ ήξερα μόνο μια λέξη.
“Τι θέλει η Νοημοσύνη;” του είπα.
“Θέλει παρθένες.”
Κάθε παρανοϊκό σύστημα έχει ανάγκη από παρθένες για να λειτουργήσει.
“Την πατήσατε. Η γυναίκα μου γέννησε. Χωρίς κρίνο.”
Το είπα αυτό και γέλασα, όσο κι αν πονούσε το σαγόνι μου. Είδα το πρόσωπο του και κατάλαβα.
“Ναι”, είπε ο Παπάς.
Υπήρχε κι ο Τηλέμαχος. Αυτός ήταν παρθένος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια και το αιματηρό τέλος εδώ
Η θυσία https://sanejoker.info/2020/09/eight-kings-3.html