Το γεράκι και το ξίφος

0
649

(If what you say is true, the Shaolin and the Wu-Tang could be dangerous}

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο ήλιος μόλις ξεκινούσε το καθοδικό του ταξίδι, πίσω από τα δέντρα, κάτω από τον ορίζοντα της θάλασσας. Το προαύλιο του μοναστηριού ήταν ήσυχο κι έλαμπε με χρυσό φως. Ήταν χτισμένο σε μια από τις ψηλότερες κορυφές του όρους Γούτανγκ, στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας.

Στο παρελθόν το μοναστήρι έσφυζε από ζωή. Οι μαθητές ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον στις τεχνικές που μάθαιναν, ενώ οι δάσκαλοι δίδασκαν με σοφία. Πλέον είχε ερημώσει.

Ο Ρίζα κοίταζε τον δάσκαλο του, που με το χέρι υψωμένο χάιδευε ένα γεράκι. Έπειτα από λίγο φάνηκε σαν να του ψιθυρίζει κάτι και αυτό χαμήλωσε το κεφάλι του, σαν σε υπόκλιση και μ’ ένα απαλό τίναγμα απογειώθηκε προς τα σύννεφα.

Ο δάσκαλος γύρισε αργά και ίσιωσε το ράσο του.

“Ρίζα, τώρα είμαστε οι δυο μας. Είσαι έτοιμος;”
“Μάλιστα, δάσκαλε.”

Κάθισαν αντίκρυ κατάχαμα, πάνω σε δύο λεπτά ψάθινα στασίδια. Ήταν η ώρα πριν τον διαλογισμό, όπου ο δάσκαλος μετέφερε τις γνώσεις του και τη σοφία του στο νεαρό μαθητή του.

“Η κοινωνία επιβάλλει τη δική της ηθική, αλλά εμείς ζούμε έξω από αυτήν. Καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω δάσκαλε.”

“Το μυαλό και η καρδιά είναι ένα. Αυτό είναι το δυνατότερο όπλο μας. Καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω δάσκαλε.”

“Το πνεύμα, η ουσία και η ενέργεια, ρέουν μέσα μας. Μας συνδέουν με όλα τα πράγματα, τη φύση και τα ζώα. Καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω δάσκαλε.”

“Η κίνηση είναι αβίαστη, ελάχιστη, με δύναμη. Σαν του νερού. Καταλαβαίνεις;”
“Καταλαβαίνω δάσκαλε.”

“Είμαστε μια αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αβύσσους. Καταλαβαίνεις;”
“Δεν καταλαβαίνω δάσκαλε”, απάντησε ο Ρίζα μπερδεμένος.

“Ρίζα, είσαι ο μοναδικός και ο καλύτερος μαθητής μου. Θα έρθει η μέρα που θα κληθείς να πάρεις τη θέση μου. Αυτή είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις;”

Ο Ρίζα για μια στιγμή δίστασε. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του δασκάλου του. Πείστηκε ότι κατάλαβε.

~~

Το επόμενο πρωί, οι δυο τους ξεκίνησαν τη μέρα τους στο προαύλιο του ναού. Καθώς ο Ρίζα έτρωγε ένα ελαφρύ πρωινό παρακολουθούσε προσεκτικά τον δάσκαλο του, όσο αυτός περιδιάβαινε τον χώρο.

Ήταν γέρος πια. Αλλά ο Ρίζα τον θυμόταν πάντα γέρο. Κάθε λίγο έκανε στάσεις για να χαϊδέψει ένα φυτό ή κάποιο δέντρο. Φάνηκε στον Ρίζα ότι κι αυτά με τη σειρά τους λύγιζαν τα κλαδιά τους προσεκτικά, ακουμπώντας το χέρι του. Κάποια ζώα έκαναν την εμφάνισή τους, σταματώντας το φαγητό τους ή ότι άλλο έκαναν. Μερικά μάλιστα, φάνηκε στον Ρίζα, σαν να πλησίασαν υπερβολικά κοντά, λες και ήθελαν να τον αγγίξουν.

Σε λίγο ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί, μια-μια τις ανώτερες τεχνικές της Εσώτερης Γροθιάς. Δάσκαλος και μαθητής σε πλήρη αρμονία, κούναγαν μεθοδικά χέρια, πόδια και κορμό, σχηματίζοντας σύμβολα, λέξεις και έννοιες που μόνο οι δύο τους ήξεραν τη σημασία τους.

Σκούπισε τον ιδρώτα από πάνω του και κατέβασε μια γενναία γουλιά νερό από το παγούρι του, προτού ξαναβρεί την ανάσα του.

Στο μεταξύ, το γεράκι ήρθε πάλι. Αυτή τη φορά, η συνομιλία τους κράτησε λιγάκι παραπάνω και στο τέλος ο Ρίζα πρόσεξε τον δάσκαλο σκεπτικό.

“Τι συμβαίνει, δάσκαλε; Τι σου είπε το γεράκι;”
“Τίποτα που να μην περίμενα ήδη. Έλα τώρα και μην ανησυχείς, ετοιμάσου να τελειοποιήσουμε την τέχνη σου στα όπλα.”

Πήρε στον Ρίζα μερικά λεπτά να ξεκινήσει την επίδειξη των τεχνικών. Πρώτα έπιασε το σπαθί. Τα χέρια του έσκιζαν με ακρίβεια τον αέρα, καθώς αυτός έσκυβε, πήδαγε και κλώτσαγε, δείχνοντας τις διαφορετικές στάσεις.

Έπειτα πήρε στα χέρια του τη μακριά ξύλινη λόγχη, με τη λεπίδα στη μια της άκρη. Αργά αλλά σταθερά ξεκίνησε να στροβιλίζεται, κουνώντας επιδέξια τη λόγχη, πότε χτυπώντας, πότε αποκρούοντας, δημιουργώντας έτσι έναν θανάσιμο χορό.

Ο δάσκαλος τον θαύμασε. Το καλογυμνασμένο του σώμα ορμούσε μπροστά σαν τίγρης, χτυπώντας με ακρίβεια. Αλλά και στα άλλα μαθήματα ο Ρίζα δεν πήγαινε πίσω. Το σημαντικότερο όμως, ήταν η καλοσύνη του χαρακτήρα του. Αυτό το βρέφος που άφησαν στο κατώφλι του ναού, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν δυνατό πολεμιστή. Πραγματικά ήταν ο καλύτερος μαθητής που θα είχε ποτέ.

~~

Σαν ήρθε το βράδυ, μετά το δείπνο, οι δυο τους χωρίστηκαν. Ο Ρίζα τράβηξε στα ιδιαίτερα του, κουρασμένος όπως ήταν. Όταν όμως ξύπνησε την επόμενη μέρα το πρωί, αισθάνθηκε ένα κενό. Κάτι είχε αλλάξει. Γύρεψε τον δάσκαλό του, αλλά αυτός δεν ήταν πουθενά. Έβαλε να φάει και να πιει αλλά δεν τα κατάφερε. Τελικά, βγήκε στον κήπο όπου και πέρασε τις επόμενες ώρες του, φροντίζοντας τα φυτά και περιμένοντας.

Κατά το μεσημέρι, καθισμένος καθώς ήταν στην σκιά ενός δέντρου, άκουσε από μακριά ένα κρώξιμο και σηκώθηκε να δει. Με μεγάλη ταχύτητα, πετούσε προς το μέρος του ένα γεράκι, με τα νύχια του μπηγμένα σ’ ένα θήραμα. Καθώς πέταγε από πάνω του, ξαφνικά το γεράκι άνοιξε την αρπάγη του αφήνοντας αυτό που κρατούσε να πέσει στο χώμα.

Ο Ρίζα πλησίασε και αντίκρισε ένα ξίφος καρφωμένο στο έδαφος. Η λεπίδα του ήταν κοφτερή. Η λευκή του λαβή, φιλοτεχνημένη με διάφορα σύμβολα. Το έπιασε διστακτικά και το τράβηξε από το έδαφος, νιώθοντας το να πάλλεται. Ήταν φοβερά ελαφρύ και ανταποκρινόταν σε κάθε υποψία κίνησης που έκανε.

~~

Έπειτα από δύο ακόμα μέρες μοναξιάς, ο Ρίζα είχε επισκέψεις. Μια γριά από ένα γειτονικό χωριό, περνώντας από τον δρόμο μπήκε στο μοναστήρι να ξαποστάσει. Ο Ρίζα την έβαλε να κάτσει και της πρόσφερε τσάι.

Με τα πολλά, η γριά του διηγήθηκε μια ιστορία:
«Ήταν προχθές το βράδυ, γιε μου. Μπήκαν στο χωριό κρατώντας αναμμένους δαυλούς. Μας τρομοκράτησαν, μας έδειραν και ξεκίνησαν να κλέβουν τις αποθήκες με το φαγητό για το χειμώνα. Και μετά…
Εγώ δεν το είδα, αλλά λένε πως μια μοναχική φιγούρα ξεκίνησε να τους πολεμά σκοτώνοντας τον αρχηγό τους και τρέποντας τους υπόλοιπους σε φυγή. Και μετά… Ο άνδρας εξαφανίστηκε σαν σκιά.»

Ο Ρίζα ευχαρίστησε τη γριά κι όταν έμεινε πάλι μόνος του, βγήκε στο προαύλιο του ναού. Κοίταξε τριγύρω του απογοητευμένος. Ο ουρανός, τα δέντρα, το χώμα, ο ναός, το σπαθί ακουμπισμένο παραδίπλα. Έφερε στο μυαλό του τις διδαχές του δασκάλου του.

“Το πνεύμα, η ουσία και η ενέργεια, ρέουν μέσα μας. Μας συνδέουν με όλα τα πράγματα, τη φύση και τα ζώα. Καταλαβαίνεις;”

Ο Ρίζα για μια στιγμή δίστασε. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε βαθιά στον ορίζοντα. Τότε, κατάλαβε.

Ο δάσκαλος ήταν το ξίφος.

~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Νίκος Κ. στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Προηγούμενο άρθροΤο ραδιοφωνάκι
Επόμενο άρθροΤο σύνδρομο Lockdown
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).