Sooner or later each of us feels the need to escape.
The country folk go to the city, The city folk go to the country, here on this mountaintop.
We are a mere 10 miles from the city of 80 thousand people each of whom has fashioned a small cage of reality out of the chaos of unreality each of whom lives his life by the steady reassuring ticking of the clock
forgetting that the clock is merely man’s invention and that tomorrow is a creation of the human mind here comes a man from that city below
who is about to escape his cage of reality.
«Δεν καταλαβαίνω τι λένε μωρέ παιδί μου», μουρμούρισε ο κυρ Γιώργης και έκλεισε με τρεμάμενο χέρι το ραδιοφωνάκι.
~~
Προσπαθούσε να κινείται σταθερά και να μην αγχωθεί. Τριγύρω όλοι κι όλα κινούνταν πολύ γρήγορα, φωτεινές πινακίδες, ηλεκτρικές σκάλες, πόρτες ανοιγόκλειναν μόνες τους, άνθρωποι με βαλίτσες έτρεχαν από δω κι από κει. Δεν έβλεπε καλά τα σήματα, δεν άκουγε καλά τις ανακοινώσεις. Όχι ότι θα τα καταλάβαινε.
Ο Μάνος του είχε πει ν’ ακολουθήσει το πλήθος και μόλις βγει από μια μεγάλη πόρτα, θα τον περιμένει απ’ έξω. Ο κυρ Γιώργης βέβαια δεν κατάφερε ν’ ακολουθήσει το πλήθος, γιατί μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο άρχισαν όλοι να τρέχουν σαν παλαβοί.
«Ποιος να τους περιμένει άραγε;» σκέφτηκε ο κυρ Γιώργης.
Προχωρούσε αργά, σέρνοντας μια μικρή βαλίτσα που ‘χε μαζί του στο αεροπλάνο. Του την είχε φτιάξει η ανιψιά του, η Λένα, που πήγαινε κάθε μέρα να του πάει φαΐ και μια φορά την εβδομάδα να συγυρίσει.
Είδε μια πόρτα, αρκετά μεγάλη του φάνηκε.
«Να εδώ θα ’ναι ο Μάνος μου», σκέφτηκε και προχώρησε προς τα εκεί.
Την άνοιξε κι είδε μια ψηλή ξανθιά κοπέλα να βάφει τα χείλη της με κοκκινάδι. Είχε πλησιάσει τόσο πολύ τον καθρέφτη, που το πρώτο πράγμα που είδε ο κυρ Γιώργης ήταν ο κώλος της. Χαμογέλασε παιδικά.
«Ωραία πρέπει να’ ναι αυτή η χώρα», σκέφτηκε.
«Ici c’est pour les dames monsieur», γύρισε και του είπε αυτή με επιπληκτικό ύφος.
Ο κυρ Γιώργης την κοίταξε κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να καταλάβει.
«Here is for the ladies», του ξαναείπε.
Ο κυρ Γιώργης άρχισε να αγχώνεται περισσότερο από πριν.
«Τι να ‘κανα πάλι;»
Ακούστηκε καζανάκι. Μια γυναίκα βγήκε βιαστικά απ’ την τουαλέτα και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.
Ο κυρ Γιώργης αναθάρρησε.
«Να ποιος τους περίμενε όλους στο αεροπλάνο!»
Παράτησε τη βαλίτσα κι έτρεξε, με κοφτά βήματα, στην τουαλέτα.
Δεν κατάφερε να καταλάβει πώς τραβιέται το καζανάκι. Έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά στο τέλος απογοητεύτηκε κι αποφάσισε να φύγει έτσι.
«Συγγνώμη κυρίες μου, ελπίζω να σας αρέσουν τα κρητικά προϊόντα», σκέφτηκε και χαμογέλασε κοιτώντας τι είχε αφήσει πίσω.
Όταν βγήκε δεν είδε πουθενά τη βαλίτσα. Δυο κυρίες περίμεναν να μπουν στην τουαλέτα.
«Καλύτερα να μην πάτε, με συγχωρείτε» τους είπε ευγενικά. Αυτές τον κοίταζαν με αυστηρό ύφος.
Βγήκε έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να αποφύγει την κατακραυγή, πουθενά η βαλίτσα.
«Για δες, τι κάνουμε τώρα» σκέφτηκε. «Λες να μου την άρπαξαν; Τυχερός είσαι ωρέ και μόλις μου μάνταρε η Λένα τη σκελέα.»
Γέλασε δυνατά.
Άρχισε να περπατάει, αλλά δεν καταλάβαινε αν πήγαινε μπροστά ή πίσω από κεί που ‘χε έρθει. Είχε ιδρώσει στην ιδέα ότι ο Μάνος τον περιμένει και θα ανησυχούσε κι είχε απογοητευτεί που δε θα μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του. Να κάνει αυτό το ταξίδι και ν’ αποδείξει σε όλους ότι μπορεί κι ότι δεν είναι εντελώς ανήμπορος.
Ένιωσε δύο χέρια να τον πιάνουν αλά μπρατσέτα.
«Venez avec nous monsieur», του είπε ο ένας από τους δυο αστυνομικούς. Ήταν ψηλός και ωραίος, φρεσκοξυρισμένος, με πολύ σοβαρό ύφος σαν αυτό που μόνο οι νέοι μπορούν να πάρουν.
Τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο. Μόλις άνοιξαν την πόρτα, ο κυρ Γιώργης αναπήδησε από τη χαρά του.
«Μάνο μου!» φώναξε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
«Ρε μπαμπά, ρε μπαμπά αφού σου είπα, άσε και τη Λένα να’ ρθει μαζί σου, με κοψοχόλιασες!», είπε ο Μάνος με αγανακτισμένο ύφος.
«Συγγνώμη παιδάκι μου, χάθηκα» του απάντησε ο κυρ Γιώργης με ένοχο ύφος.
Οι αστυνομικοί κοιτούσαν σοβαροί. Ανοίξανε ένα πορτάκι και βγάλανε τη βαλίτσα του κυρ Γιώργη.
«C’est votre valise?» ρώτησαν.
«Το βαλιτσάκι μου!» φώναξε ο κυρ Γιώργης και τους το άρπαξε από τα χέρια για να δει ότι το ραδιοφωνάκι του είναι σώο και αβλαβές.
~~
Μέσα στο αμάξι, ο Μάνος ήταν σιωπηλός. Ο κυρ Γιώργης ένιωθε άβολα με αυτό αλλά δε μπορούσε να σταματήσει να κοιτάει τους ουρανοξύστες και τις γέφυρες. Ήταν τόσο μεγάλα που μέχρι κι εκείνος μπορούσε να τα δει καθαρά.
«Πωπω αδερφάκι μου» έλεγε και ξανάλεγε.
83 χρόνια ζούσε στο Ρέθυμνο και 5 φορές είχε πάει στην Αθήνα όλες κι όλες. Είχε πάει και μια φορά στην Πελοπόννησο, στο γάμο της αδερφής της Αρετής του.
«Αρετούλα μου, καμάρι μου, που να το ‘ξερες, βιόλα μου, ότι θα ζούσα να δω την Μοντρεάλη!» σκέφτηκε συγκινημένος.
~~
Το σπίτι του Μάνου ήταν μοντέρνο και λειτουργικό, είχε ένα έπιπλο ακριβώς εκεί που χρειαζόταν κι ένα σωρό γκατζετάκια που έκαναν τη ζωή πιο εύκολη. Στα μάτια του κυρ Γιώργη ο γιός του ήταν βασιλιάς.
«Θα κοιμηθούμε μαζί Μάνο μου;»
«Όλη η κάμαρη για σένα είναι μπαμπά μου.»
«Για μένα; Όλο αυτό; Τι θα κάνω μ’ αυτό το κρεβάτι θα παίξω ποδόσφαιρο; Μεγαλεία γιέ μου, μεγαλεία! Γιατί όμως είχατε τόσο μεγάλο κρεβάτι για το παιδί;»
«Ποιο παιδί;»
«Που θα κάνατε.»
«Δε θα κάναμε παιδί μπαμπά.»
«Και ποιος κοιμόταν εδώ;»
«Η Σάντρα.»
«Πώς έτσι, δεν κοιμόσασταν μαζί;»
«Όχι μπαμπά μου.»
«Μα πότε το πήρατε το σπίτι, όταν χωρίζατε;»
«Όχι μπαμπά μου, ποτέ δεν κοιμόμασταν μαζί, κοιμόμασταν σε ξεχωριστά κρεβάτια.»
Έμεινε να τον κοιτάζει. Ο κυρ Γιώργης κοιμόταν με την Αρετούλα του 62 χρόνια. Δυο φορές μονάχα δεν μπορέσανε, όταν έκανε εκείνη την εγχείρηση αυτή και άλλη μια όταν έκανε εκείνη την εγχείρηση αυτός.
«Άστο μπαμπά μου, δεν καταλαβαίνεις εσύ. Πήγαινε να κοιμηθείς, σου έβαλα και νερό αν θέλεις να πιεις και ό,τι θέλεις να με φωνάξεις, ε; Θα σου πάρει λίγο να συνέλθεις απ’ το τζετ λαγκ.»
«Ίντα λες μωρέ Μανούσο;»
«Τίποτα μπαμπά μου, καληνύχτα, θα τα πούμε αύριο.»
Ο κυρ Γιώργης κάθισε στο κρεβάτι και τα πόδια του κρέμονταν γιατί το στρώμα ήταν πολύ ψηλό. Άνοιξε το ραδιοφωνάκι του κι άρχισε να ψάχνει σταθμούς. Από τότε που έφυγε η Αρετούλα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς το ραδιοφωνάκι. Ήθελε πάντα κάποιος να μιλάει, για αυτό έψαχνε για εκπομπές με ήρεμες, μεστές φωνές που διηγούνταν ιστορίες. Σπάνια τις άκουγε γιατί είχε απόσπαση προσοχής. Όμως μόνο έτσι τον έπαιρνε ο ύπνος κι αν έκανες πως του κλείνεις το ραδιοφωνάκι, αμέσως ξυπνούσε.
~~
Είχε περάσει ήδη ένας μήνας. Ο Μάνος είχε προσλάβει μια Αλβανίδα που μιλούσε Ελληνικά για να τον προσέχει όλη τη μέρα, γιατί όλη τη μέρα δούλευε στο γραφείο και την περισσότερη νύχτα δούλευε από το λάπτοπ του.
Όταν ξέκλεβε λίγο χρόνο, τον πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο στα πάρκα, στις αγορές στο κέντρο, στις τοξωτές γέφυρες και στους ουρανοξύστες, που πάντα κοιτούσε ο πατέρας του με δέος, έναν ενθουσιασμό σχεδόν μεταδοτικό, που δεν τον κούραζε ποτέ.
Μπορεί να μην είχε τι να πει με τον πατέρα του, αλλά απολάμβανε το παιδικό του βλέμμα και το νοιάξιμο που είχαν τα λόγια και οι χειρονομίες του. Το απολάμβανε τόσο πολύ, που το ανέφερε στον ψυχολόγο που έβλεπε δυο φορές το μήνα κι έτσι κατάλαβε ότι του είχε λείψει η τρυφερότητα.
Ο κυρ Γιώργης από την άλλη ήταν φοβισμένος. Μπορεί να μην του είχε συμβεί ποτέ κάτι τόσο συναρπαστικό όσο η δομή μιας τέτοιας πόλης αλλά ένιωθε πιο ανήμπορος από ποτέ.
Η καθημερινότητα μέσα στο κομψό διαμέρισμα τον έπνιγε και φερόταν στη Ρενάτα με επιφυλακτικότητα, γιατί δεν είχε μάθει να τον φροντίζει καμιά άλλη γυναίκα εκτός από την Αρετούλα και τη Λενιώ.
Το πιο τρομακτικό από όλα όμως ήταν ο γιος του. Δεν αναγνώριζε τίποτα στον χαρακτήρα του, δεν ανταποκρινόταν ποτέ στα πειράγματά του, δεν είχε χιούμορ, φαινόταν τόσο μόνος όσο και ο ίδιος, παρόλο που τους χώριζαν 30 χρόνια και δούλευε πολύ, ζούσε για να δουλεύει, ούτε τραγουδούσε ούτε χόρευε και θυμόταν πολύ λιγότερες λεπτομέρειες από τη ζωή τους στο νησί από ότι ο ίδιος.
Η Λένα του έλεγε στο τηλέφωνο ότι ο Μάνος είναι μεγάλος και τρανός, είναι πετυχημένος κι εκείνος της απαντούσε: «Μάλλον δεν ξέρω τι είναι πετυχεσά.»
Ένα βράδυ ο Μάνος έφερε φαγητό από το αγαπημένο του ταϊλανδέζικο, όχι γιατί θα καταλάβαινε ο πατέρας του τι εστί ταϊλανδέζικο, απλά είχε μια θεωρία ότι όλοι μπορούν να εκτιμήσουν το καλό φαγητό, ακόμα κι αν δεν έχουν εξασκήσει τον ουρανίσκο τους.
Έστρωσε το τραπέζι γρήγορα και με ακρίβεια, τα πιάτα ήταν στο μέγεθος της μερίδας, ψηλά ποτήρια με κρασί και το λάπτοπ δίπλα γιατί περίμενε επείγον μέιλ από τον κύριο Barbeau αυτοπροσώπως. Το γεγονός αυτό από μόνο του τον γέμιζε περηφάνια, λίγοι επικοινωνούν με τον Barbeau κατ’ ιδίαν.
Ο κυρ Γιώργης κοίταζε το ταϊλανδέζικο, μετά το λάπτοπ και μετά τις ακριβείς κινήσεις του γιου του και προβληματιζόταν ολοένα και περισσότερο.
«Μήπως έγινες ρομπότ, μωρέ Μανούσο;»
«Τι εννοείς;»
«Δε φέρεσαι σαν άνθρωπος γιε μου.»
Ο Μάνος θίχτηκε άμεσα γιατί τα ίδια του έλεγε και η Σάντρα. Αλλά είχε κάνει μεγάλο κόπο ώστε να μην εκφράζει άμεσα τα συναισθήματά του.
«Και πώς φέρονται οι άνθρωποι κατά τη γνώμη σου πατέρα; Λένε ηλίθια ρατσιστικά αστεία, πίνουν και τρώνε όλη μέρα και είναι φωνακλάδες;»
«Τι ρατσιστικά, δεν καταλαβαίνω. Και τι το κακό έχει να φχαριστιέσαι τη ζωή;»
«Ε, ναι δεν καταλαβαίνεις, το ίδιο λέμε. Εδώ πήγες κι έπλυνες τα μαλλιά σου με το μαλακτικό ρούχων.»
«Μα μου είπε ότι το μπλε κουτί είναι για τα μαλλιά!»
«Καλά, καλά, άστο.»
«Όλο καλά άστο μου λες βρε Μάνο μου, έτσι έλεγες και στη γυναίκα σου; Δε συντηρούνται έτσι οι σχέσεις γιε μου.»
Ο Μάνος ένιωθε μια έντονη φωτιά να βγαίνει από τα σωθικά του, που χρόνια είχε να αισθανθεί. Ούτε στο διαζύγιό του δεν είχε νιώσει έτσι.
«Πολύ καλό αυτό, για πες μας εσύ για τις σχέσεις, 60 χρόνια με την ίδια γυναίκα!»
«Με ειρωνεύεσαι, αλλά αν δεν ξέρω εγώ, ποιος ξέρει;»
«Κάποιος που έχει ανοίξει λίγο το μυαλό του και δεν παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα που βρήκε, δεν έκανε ό,τι δουλειά του έλαχε, να σκοτώνει δηλαδή ζωντανά και να χαίρεται, που έχει περισσότερες ανησυχίες από το αν θα βρέξει απόψε ή τι θα φάμε, που έχει βγει και λίγο από τον τόπο που γεννήθηκε κι έχει δει τι γίνεται παραέξω.»
«Εγώ τ’ αγαπούσα τα ζωντανά», απάντησε ο Κυρ Γιώργης με πληγωμένο ύφος.
«Για αυτό τα σκότωνες;»
«Μα πώς θα τρώγαμε;»
«Καλά, άστο πατέρα, φάε το φαί σου.»
«Δε θέλω, μωρέ Μανούσο, να φάω αυτές τις τηγανιτές αηδίες! Και βαρέθηκα να σ’ ακούω να λες καλά άστο και καλά άστο. Δεν είμαι χαζός. Συ που περνιέσαι για ξύπνιος πες μου, περνάς καλά, είσαι ευτυχισμένος;»
«Τι είναι ευτυχία;» του απάντησε ο Μάνος απότομα.
«Τι πάει να πει πάλι αυτό; Να ‘σαι καλά, να φχαριστιέσαι! Τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, το φαί σου, τον ήλιο, τη βροχή, τον καιρό που περνάει.»
«Άσε μας ρε πατέρα που ήρθες απ’ το Ρέθυμνο, χωρίς να ‘χεις διαβάσει κανένα βιβλίο ποτέ να μας πεις τι είναι ευτυχία. Αφού δεν έχεις καμιά πολυπλοκότητα, ευτυχισμένος θα ΄σουνα.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.»
«Ίντα μας λες μωρέ Μανούσο; Σταμάτα, γιε μου, να σκέφτεσαι έτσι κι αν δε μπορείς εδώ, γύρνα πίσω στην Ελλάδα, στην οικογένειά σου που σ’ αγαπάει, εδώ τι έχεις, εκείνη την αναθεματισμένη μηχανή;»
«Αυτό το μηχάνημα έχει μέσα όλη την επιτυχία μου γέρο!» φώναξε ο Μάνος.
«Σκατά έχει! Σκατά κι απόσκατα!», φώναξε περισσότερο ο κυρ Γιώργης.
«Εντάξει, δεν έχω φτάσει μέχρι την άλλη μεριά του κόσμου για ν’ ακούω τις μαλακίες σου. Είδα κι έπαθα να τις ξεφορτωθώ.»
«Εμένα προσπαθούσες να ξεφορτωθείς μωρέ Μάνο;»
«Ναι, εσένα και την απλοϊκότητά σου, τη μίζερη ζωή σου και τη μίζερη σκέψη σου! Να νιώσω λίγο άνθρωπος.»
«Και τώρα νιώθεις άνθρωπος δηλαδή;»
«Ρε γέρο, δεν καταλαβαίνεις, άστο και πήγαινε να κοιμηθείς. Καληνύχτα.»
~~
Το φωτάκι ίσα ίσα έφεγγε μέσα στο δωμάτιο, για να μπορεί να πάει τουαλέτα αν θέλει. Ο κυρ Γιώργης δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ένιωθε τόσο αναστατωμένος όσο το πρώτο βράδυ που προσπάθησε να κοιμηθεί χωρίς την Αρετούλα. Είχε βρει έναν σταθμό στο ραδιοφωνάκι που μια αντρική φωνή μιλούσε ήρεμα και σταθερά, σχεδόν σαν νανούρισμα:
Sooner or later each of us feels the need to escape
The country folk go to the city The city folk go to the country
here on this mountaintop we are a mere 10 miles from the city of 80 thousand people each of whom has fashioned a small cage of reality
out of the chaos of unreality each of whom
lives his life by the steady reassuring ticking of the clock
forgetting that the clock is merely man’s invention
and that tomorrow is a creation of the human mind
here comes a man from that city below
who is about to escape his cage of reality
«Δεν καταλαβαίνω τι λένε μωρέ παιδί μου», μουρμούρισε ο κυρ Γιώργης και έκλεισε με τρεμάμενο χέρι το ραδιοφωνάκι.
Το διήγημα έγραψε η Νέλλη Σωτηρίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι από την αφίσα της αριστουργηματικής ταινίας Νεμπράσκα, του ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν