Γεννιόμαστε εξαρτημένοι · χρειάζεσαι βοήθεια για να τραφείς, να κινηθείς, να βάλεις τα ρούχα σου. Ο θεός που δημιούργησε το ανθρώπινο βρέφος απολύθηκε από την εταιρεία θεών, τώρα δουλεύει σαν χερουβείμ για να ζήσει. Υποκρίνεσαι για να ανταμειφθείς με την εύνοια των μεγάλων-θεατών σε κακοπαιγμένα θεατρικά, θεατρικά αμφίδρομα · οι θεατές-μεγάλοι υποκρίνονται κι αυτοί με τη σειρά τους πως γελούν με τα σκετσάκια σου.
Όταν αργότερα τα ξόρκια της εφηβείας ολοκληρωθούν, η ανθρώπινη μαριονέτα ζωντανεύει και τώρα είναι εκείνη που κινεί τις κλωστές. Ενθρονίζεσαι χωρίς τελετή στο θρόνο του παντοδύναμου άρχοντα και μοιράζεις εντολές στους υπηκόους σου, μικρότερους και μεγαλύτερους.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι γίνεται κατηφορικό. Στην αρχή είναι μια ευχάριστη κατηφόρα που σου επιτρέπει να ξεκουραστείς, όμως πριν το καταλάβεις κατρακυλάς και προσπαθείς να πιαστείς από ξερόχορτα που ξεριζώνονται καθώς τα τραβάς.
“Θα το πάρω εγώ αυτό, είναι βαρύ”.
“Καλύτερα να οδηγήσει ο Νίκος, έχει στροφές ο δρόμος”.
Τα βασίλεια σου χάνουν εδάφη στις μακρινές τους επαρχίες και οι στρατηγοί σου σου το κρατούν μυστικό.
Ενώ νομίζεις ότι κινείσαι πάντα προς τα μπρος, στην πραγματικότητα ο οδηγός του λεωφορείου θα σε ξεγελάσει ενώ έχεις αποκοιμηθεί στο κάθισμά και θα κάνει μια πλήρη αναστροφή. Θα περάσεις ξανά από τους σταθμούς του έφηβου, του παιδιού, του νηπίου, του βρέφους, σταθμοί που θα σου φαίνονται αόριστα γνώριμοι. Οι τελευταίοι μήνες είναι μια ανεστραμμένη εγκυμοσύνη, οι γύρω περιμένουν απλά την ακριβή ημερομηνία και συζητούν γι αυτό μπροστά στον ετοιμοθάνατο σαν να βρίσκεται μέσα στη μήτρα και να μην τους ακούει.
Τα γηρατειά είναι ο θρίαμβος της εξάρτησης.
Οι γέροι είναι όμοιοι με τα μωρά, όμως δε μυρίζουν όμορφα.
Τα γηρατειά είναι ο γκρινιάρης νάνος που στέκεται πίσω από το τζάμι και χαζεύει τους άλλους που ζουν. Ζουν ανυποψίαστοι, χωρίς να γνωρίζουν πως ποτέ πια δε θα είναι το ίδιο νέοι όσο εκείνη τη στιγμή, πως η κλεψύδρα τους είναι καρφωμένη στο πάτωμα.
Οι γέροι είναι οι θεατές της τραγωδίας που ξέρουν το τέλος και καταχωνιάζουν την χαιρεκακία τους στο πατάρι σερβίροντας ψεύτικη σοφία στο σαλόνι.
Τα γηρατειά είναι ένα μαχαίρι που στόμωσε χωρίς να καταλάβεις πως και τώρα το χρησιμοποιείς μόνο για να αλείφεις μαρμελάδα, το σώβρακο κάποιου παντρεμένου με μια μικρή τρύπα, ένα πληκτρολόγιο με δύο χαλασμένα πλήκτρα – το ψ και το 8.
Οι γέροι έχουν φθαρεί αλλά δουλεύουν ακόμα, περιμένεις να χαλάσουν τελείως για να πάρεις καινούργιους.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Ένας άντρας εμφανίστηκε μπροστά σου. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα γαλάζιο χάπι, στο αριστερό ένα κόκκινο.
“Αν πάρεις το κόκκινο χάπι, η σωματική πτώση θα προηγηθεί της νοητικής. Ο νους σου θα γίνει καπετάνιος πειρατικού που οι ναύτες του στασίασαν και σταμάτησαν να υπακούουν στις εντολές του. Πρώτα η μέση και τα γόνατα θα ξεκινήσουν τη στάση, ύστερα τα χέρια θα τον δέσουν πισθάγκωνα, στο τέλος όλα μαζί τα μέλη και τα όργανα θα τον πετάξουν στο αμπάρι. Εκεί ο νους θα παραμείνει ακέραιος και θα παρακολουθεί το σώμα να βουλιάζει σε ζωντανή σύνδεση.
Αν πάρεις το γαλάζιο, το αντίθετο. Το σώμα σου θα τραβήξει χειρόφρενο στην αρχή της κατηφόρας και θα μείνει ψηλά να χαζεύει αμέριμνο την όμορφη θέα. Ο νους σου όμως δε θα φορά ζώνη ασφαλείας, θα εκτοξευτεί από το παρμπρίζ και θα κατρακυλήσει μέχρι το χαμηλότερο σημείο της κοιλάδας.
Πρώτα θα πετάξουν στον κάδο τις αναμνήσεις σου. Ύστερα πρόσωπα και ονόματα θα πάνε για ανακύκλωση. Στο τέλος όλες σου οι σκέψεις θα περάσουν από κομποστοποίηση, δε θα ξέρεις πως να φας ένα πιάτο μακαρόνια που θα έχουν αφήσει μπροστά σου. Θα γίνεις μια παιδική κούκλα – λίγο τρομακτική αλλά στην πραγματικότητα άκακη.”
“Κι αν δεν πάρω κανένα από τα δύο;” ρώτησες.
“Τότε δεν θα βιώσεις καμία από τις δύο πτώσεις”, απάντησε. “Θα πεθάνεις στο γάμο της κόρης σου, την ώρα που θα χορεύεις εκείνο το τραγούδι του Μητροπάνου που σου αρέσει και οι γύρω θα σε κοιτάζουν με θαυμασμό.
Θα βρεις τραγικό θάνατο σε μια καραμπόλα στην εθνική οδό μόλις τρεις μέρες μετά τη συνταξιοδότησή σου.
Θα σβήσεις την ώρα που θα πανηγυρίζεις ένα γκολ της ομάδας σου – στον επόμενο αγώνα θα κρατήσουν σιγή ενός λεπτού για σένα.”
“Μα τότε οι δικοί μου θα βιώσουν τρομερό πόνο από την ξαφνική μου απώλεια”, τον ρώτησες πάλι, έτοιμος να βάλεις τα κλάματα.
“Α!” γέλασε επιδεικτικά στα μούτρα σου. “Είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι μετά θα κολυμπάς μέσα σε αφράτα σύννεφα και θα τα παρακολουθείς όλα από ψηλά, ότι θα περιμένεις τη γυναίκα σου για να συναντηθείτε σε μια θολή πραγματικότητα, όπως γίνεται στις ταινίες. Τότε φοβάμαι πως – ΕΙΔΙΚΑ εσύ – ΠΡΕΠΕΙ να πάρεις οπωσδήποτε κάποιο από τα δύο χάπια.”
Ήθελες να του ρίξεις μια μπουνιά.
Αυτός γέλαγε ακόμα, τώρα πλησίασε ακόμα περισσότερο τις ανοιχτές του παλάμες με τα δύο χάπια.
“Άκουσα πως προχθές έκλεισες τα σαράντα. Δεν έχεις πολύ χρόνο, καλύτερα να διαλέξεις γρήγορα.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Μακριδάκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.