Νέα γυναίκα, μόνη, δεν ψάχνει

0
2904

“Αν κάνεις πάντα αυτό που σ’ αρέσει, τουλάχιστον ένας άνθρωπος θα είναι ευχαριστημένος.”
Κάθριν Χέπμπορν

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν είχε μπει καν στον κόπο να ντυθεί. Φορούσε ένα πουκάμισο, κάπνιζε και κοιτούσε έξω.

“Θα μπορούσα να στο συγχωρήσω”, της είπε.

Ο Στέργιος έβλεπε μια αμυδρή αντανάκλαση του προσώπου της, μαζί με τις λωρίδες ηλιοβασιλέματος. Χαμογελούσε! Τον είχε ισοπεδώσει και χαμογελούσε.

“Δεν υπάρχει τίποτα να μου συγχωρήσεις”, του είπε και γύρισε.

Η ελιά. Κάτω απ’ το φαρδύ της φρύδι, δίπλα στο μάτι, στην έξω μεριά, είχε μια ελιά. Μικρή ήθελε να τη βγάλει. Δεν την άφησε η μητέρα της. Θα έδινε τα πάντα για να φιλήσει ξανά κείνη την ελιά.

Ήταν τρία χρόνια μαζί. Τα πήγαιναν καλά. Είχε γνωρίσει και τους δικούς της. Τον συμπαθούσαν. Κι εκείνος το ίδιο. Είχαν στήσει το σπίτι όπου θα έμεναν. Την επίπλωση την είχαν πληρώσει οι γονείς της, δεν άφησε τον Στέργιο να συμμετέχει.

“Είναι δικό μου το σπίτι”, έτσι του ‘χε πει.
Μάλλον τότε θα μπορούσε να ψυλλιαστεί κάτι. Πήγαιναν όλα καλά όμως. Είχαν σκεφτεί πού θα παντρευτούν και πόσα παιδιά θα κάνουν, όλα καλά.

~~

Του γύρισε πάλι την πλάτη και κοίταξε έξω.

“Το ηλιοβασίλεμα είναι υπερτιμημένο”, του είπε. “Η αυγή είναι πολύ πιο όμορφη.”

Είχε να δει την αυγή τρία χρόνια. Με τον Στέργιο ξενυχτούσαν μερικές φορές, αλλά όχι τόσο, δεν ξημερώνονταν. Τα έκαναν όλα με πρόγραμμα. Ακόμα και το ξενύχτι. Αυτό την είχε στεγνώσει.

Έτσι ένιωθε, στεγνή γη. Πάντα προφυλαγμένη απ’ την μπόρα, πάντα υπήρχε μια ομπρέλα. Καθόλου αυθορμητισμός. Όλα είχαν μπει στα κουτάκια τους. Ο γάμος, τα παιδιά, η δουλειά, οι γονείς τους, ακόμα και τα ξενύχτια. Ακόμα και το σεξ; Κι αυτό με πρόγραμμα.

Τίποτα εξωφρενικό δεν της συνέβαινε, τίποτα τρελό, μόνο η τρέλα της ρουτίνας, καθώς και μερικές φράσεις του που την έκαναν να αρρωσταίνει.

“Ό,τι και να ‘γινε δεν με νοιάζει, αυτό εννοώ. Θέλω μόνο να είμαστε μαζί”, είπε ο Στέργιος.
“Γαμώτο, αυτό δεν αντέχω.”
“Ποιο;”
“Είσαι… Είσαι πολύ καλός.”
“Τι θες να κάνω; Ν’ αρχίσω να βρίζω;”
“Θα ‘ταν μια αλλαγή.”

Τον κοιτούσε απ’ το τζάμι σαν να περίμενε ν’ ακούσει τη βρισιά.

~~

Είχε γυρίσει σπίτι το πρωί. Την άκουσε να μπαίνει, αλλά δεν σηκώθηκε, δεν της μίλησε. Εκείνη κοιμήθηκε με τα ρούχα στον καναπέ. Δεν την ξύπνησε. Ντύθηκε κι έφυγε για τη δουλειά χωρίς να κάνει καφέ. Κατάλαβε ότι κάτι είχε γίνει. Αλλά δεν ήθελε να ξέρει. Ευχόταν να τη βρει στην κρεβατοκάμαρα όταν θα γυρνούσε. Να του έλεγε μια δικαιολογία:
“Περπατούσα στην Παραλία.
Κάναμε πιτζάμα πάρτι με τη Σούζι.
Με απήγαγαν εξωγήινοι.”

Οτιδήποτε. Θα την πίστευε. Όχι, δεν θα την πίστευε, γιατί την είχε μυρίσει, είχε δει τα ρούχα της, τα μαλλιά της. Είχε γαμηθεί. Αλλά δεν τον πείραζε. Όχι, τον πείραζε, αλλά θα το έκρυβε. Κάθε ζευγάρι έχει τέτοια κοινά μυστικά.

Η Αποπάνω είχε απλώσει τα σεντόνια της. Έκρυβαν το μισό ουρανό.

“Μετά τη δύση έρχεται η νύχτα”, του είπε κι έδειξε έξω. “Ενώ μετά την αυγή έρχεται η μέρα. Χρώματα ίδια είναι πάνω κάτω. Αλλά το ένα είναι η αρχή του τέλους. Το άλλο είναι… Η αρχή της αρχής.”

Γέλασε. Ήταν πιωμένη, το κατάλαβε απ’ το γέλιο της. Είδε στον πάγκο το ανοιχτήρι. Παραδίπλα ένα μπουκάλι κρασί, μισογεμάτο ή μισοάδειο, ανάλογα πώς το βλέπεις.
Εκείνος το έβλεπε μισοάδειο. Εκείνη το ‘χε πιει.

~~

Δεν υπήρχε περίπτωση να του πει ψέματα. Όχι γιατί είχε πάθος με την αλήθεια. Δεν ήταν αυτό το θέμα. Δεν ήθελε να το κρύψει γιατί ήξερε τι είχε κάνει. Είχε ανοίξει την πόρτα.

Είχαν βγει με τη Σούζι στο στέκι. Είδε έναν πιτσιρικά. Θα ήταν δέκα χρόνια νεότερος της, δεν ρώτησε. Αλλά κάτι τέτοιο ήθελε, κάτι απολαυστικό κι ανώδυνο, χωρίς ερωτήσεις. Έφυγαν μαζί απ’ το μπαρ. Εκείνη έκλεισε το κινητό της. Έκαναν σεξ μέχρι που πήρε να ξημερώνει. Τότε τον άφησε στο κρεβάτι και πήγε να δει τον ήλιο. Της ήρθαν δάκρυα χαράς. Έφτιαξε καφέ κι έκατσε στο μπαλκόνι να καπνίσει.

“Ωραία ήταν”, της είπε ο μικρός.
“Μμ”, έκανε εκείνη.

Ντύθηκε για να φύγει.

“Θα σε ξαναδώ;” της είπε.
“Μμ”, έκανε εκείνη.

Γύρισε σπίτι κι έπεσε στον καναπέ. Όταν ξύπνησε ο Στέργιος είχε φύγει. Τον πήρε τηλέφωνο πριν φτιάξει καφέ. Και του είπε τι είχε συμβεί.

~~

“Καταλαβαίνω”, της είπε ο Στέργιος. “Ήθελες να ζήσεις μια περιπέτεια πριν παντρευτούμε. Αλλά…”

Δεν συνέχισε. Η Στεφανία είχε γυρίσει και τον κοιτούσε με ανοιχτά μάτια και στόμα. Και χέρια.

“Αυτό κατάλαβες; Θεέ μου, αυτό κατάλαβες;” Έπιασε να γεμίσει το ποτήρι της.

Ήθελε να της δώσει μια τελευταία ευκαιρία. Να δώσει μια ευκαιρία στη σχέση τους. Δεν χρειαζόταν να του ζητήσει συγνώμη, όχι, ήταν ανοιχτόμυαλος, έκανε θέατρο παλιά.

Την είδε να βάζει κρασί. Παρατήρησε τον τρόπο που κρατούσε το ποτήρι, σαν να ‘χε γυρίσει απ’ το Μπάκιγχαμ.

Κι οι κάλτσες της. Δεν φορούσε παντελόνι, μόνο εκείνες τις χοντρές κάλτσες. Του άρεσε να τη βλέπει έτσι. Του έβγαζε κάτι οικείο κι οικογενειακό, κάτι δικό τους. Αυτή ήταν η δικιά του Στεφ. Αυτή που θα ήταν πάντα δικιά του. Ήθελε να το κρατήσει. Ας έκανε ό,τι έκανε. Αυτό που είχαν οι δυο τους ήταν πολύ μεγαλύτερο.

~~

Του μίλησε με το τσιγάρο στο στόμα.

“Δεν έψαχνα για περιπέτειες”, του είπε. “Έτυχε.”
“Τίποτα δεν τυχαίνει.”
“Ναι, έχεις δίκιο. Δεν έτυχε. Πέτυχε!”

Ξεκίνησε να γελάει. Ο Στέργιος έκανε πως κοιτούσε το ρολόι του.

Δεν την ένοιαζε να βρει άντρα. Τους είχε βαρεθεί. Όχι μόνο τον Στέργιο. Αυτός ήταν ο άτυχος της υπόθεσης. Ούτε τον πιτσιρικά ήθελε ούτε κανέναν. Ήθελε να κάθεται στο παράθυρο και να κοιτάζει τον ουρανό, παρέα με τον γάτο της.

“Είσαι πιωμένη”, της είπε.
“Και θα συνεχίσω να είμαι.”
“Τι ψάχνεις να βρεις;”
“Δεν ψάχνω τίποτα. Γιατί πρέπει πάντα κάτι να ψάχνω; Δεν ψάχνω.”

Μιλήσανε λίγο ακόμα. Φάνηκε να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Του είπε ότι θα πήγαινε στους γονείς της να μείνει, δυο-τρεις μέρες, για να τον αφήσει να πάρει τα πράγματα του.

“Πολύ τακτοποιημένα τα ‘χεις όλα, έτσι Στεφ;”
“Το σκέφτηκα να στα πετάξω απ’ το παράθυρο, αλλά…”
“Άλλο πετάς απ’ το παράθυρο.”

Ήθελε να την πονέσει, κάτι να της πει να την πειράξει. Του την έδινε που ήταν τόσο άνετη κι ωραία, ενώ εκείνος διαλυόταν.

“Τι πετάω;”
“Την ευκαιρία να κάνεις παιδιά.”
“Ορίστε;”
“Είσαι τριάντα εφτά, Στεφ. Μέχρι να γνωρίσεις κάποιον, κι αν, μέχρι να…”
“Πλάκα μου κάνεις.”

Είχε γείρει το κεφάλι στα αριστερά, σαν σκυλί που ακούει κάτι ενδιαφέρον.

“Για πες, για πες.”
“Όλες οι γυναίκες… Όχι, όχι μόνο οι γυναίκες, κι οι άντρες, όλοι αυτό θέλουμε, να αναπαραχτούμε. Ε, λοιπόν, εσύ δεν θα προλάβεις.”
“Νομίζεις”, είπε η Στεφανία και του έδειξε τρία δάκτυλα. “Τρεις φορές, Στεργιούλη. Τρεις φορές έχυσε μέσα μου χτες βράδυ. Το κάναμε free. Κι είμαι στις γόνιμες μέρες.”

Ο Στέργιος ζαλίστηκε απ’ το χτύπημα. Έκανε ένα βήμα πίσω. Μετά πήγε στην πόρτα.  Στράφηκε να μιλήσει.

Τον πρόλαβε: “Έλα τώρα, ρε Στέργιο. Όχι τόσο θύμα. Λίγη περηφάνια κράτα την.”

Κοίταξε το φρύδι, την ελιά, τον τρόπο που κρατούσε το ποτήρι, τις κάλτσες.

“Σ’ αγαπώ πάνω απ’ την περηφάνια μου”, της είπε. “Θα στείλω τον Νίκο να πάρει τα πράγματα μου.”

Άφησε τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου. Παρατήρησε για μια στιγμή τον χώρο, τη Στεφανία, το ηλιοβασίλεμα, το σεντόνι της Αποπάνω.

“Ωραία ήταν”, είπε κι έφυγε.

Για λίγο της έλειψε. Για τόσο λίγο όσο κρατάει ένα μετείκασμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πίνακας είναι της Marinel Shue