Το βαθύ πορτοκαλί της εξορίας

0
673

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Τρ1-1024x666.jpgΚαθώς η βάρκα πλησίαζε το νησί, δεν πίστευα στα μάτια μου. Μου ερχόταν να κλάψω από τη χαρά μου. Δεν είναι δυνατόν, σκεφτόμουν. Μας πήραν απ’ την κόλαση για να μας φέρουν στον παράδεισο; Εκεί ο τόπος ήταν ξερός και γυμνός, ούτε έναν τόσο δα θάμνο δεν έβλεπε το μάτι σου, μια έρημος από βράχια και πέτρες, το ίδιο κι οι ακτές, αφιλόξενες, άγριες, κακοτράχαλες, ενώ εδώ, χαρά θεού, χόρταινε το μάτι σου πράσινο κι ελιόδεντρα, κι η  παραλία είχε μια άμμο γλυκιά και μια θάλασσα χρυσοπράσινη, να την πιείς στο ποτήρι.

Κοιταζόμασταν με τις υπόλοιπες και δε μιλούσαμε, τα μάτια μας όμως γελούσαν, οι φύλακες το καταλάβαιναν, μα ήταν κι αυτοί απορημένοι. Αθηναίοι, ιδέα δεν είχαν πού μας πήγαιναν και τι θα συναντούσαν. Η πρώτη εντύπωση δεν είναι πάντα και η σωστή, όμως. Αυτό το ξέρουν και τα παιδιά ακόμα. Μα άντε να το σκεφτούμε εμείς τότε, μες την απελπισία μας.

Καμιά δεκαπενταριά γυναίκες, κάθε ηλικίας, από δεκαεφτά μέχρι σχεδόν πενήντα, εγώ ήμουν κάπου στη μέση, μα περνιόμουν για μικρότερη και έκανα παρέα με τις πιτσιρίκες. Οι αγαπημένες μου ήταν η Έλλη, η Ζωή και η Μαρίνα, και οι τρεις γύρω στα είκοσι. Μου έκανε καλό να είμαι με τη νεολαία, κι αυτές ήθελαν τη συντροφιά μιας μεγαλύτερης, κι έτσι μείναμε μαζί στο αντίσκηνο. Τα αντίσκηνα τα βρήκαμε εκεί, τα είχαν αφήσει οι άντρες εξόριστοι που είχαν μεταφερθεί αλλού, λίγο καιρό πριν. Ήταν κάτι καφετιά ή πράσινα υφάσματα, κάτι τους είχαν περάσει από πάνω λέει για να μη βρέχονται, βλακείες, με την πρώτη σταγόνα βροχής έμπαζαν και γινόμασταν παπιά.

Η πρώτη μας δουλειά ήταν να πάρουμε τα αντίσκηνα από κει που ήταν παρατημένα, μισοριγμένα, και να φτιάξουμε τον δικό μας οικισμό. Σα γυναίκες είχαμε καλύτερο γούστο και μας ένοιαζε να τα φτιάξουμε ωραία. Ανακατέψαμε χώμα με νερό της θάλασσας και φτιάξαμε λάσπη, ύστερα μαζέψαμε πέτρες, τις βάλαμε σε στρώσεις κι έτσι φτιάξαμε μικρά τειχάκια γύρω γύρω από ένα κομμάτι γης που το είχαμε ισιώσει, κι εκεί βάζαμε την κάθε σκηνή. Εμείς κοιμόμασταν οι τέσσερις μαζί, σε άλλα αντίσκηνα ήταν δύο, ή τρεις, ανάλογα το μέγεθος. Κατάχαμα, ούτε λόγος για στρώμα ή μαξιλάρι.

Ήταν Μάης όταν φτάσαμε στο νησί, κι η φύση ήταν πράγματι πανέμορφη, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα δυσκόλευαν. Τον Ιούλιο η ζέστη είχε γίνει αφόρητη και η καθημερινότητα όλο και πιο αβάσταχτη. Κάθε λίγες μέρες ερχόταν η τροφοδοσία με τη βάρκα, ψωμί μας έφερναν και λίγο πλιγούρι, συνήθως. Παίρναμε κι αυγά από τις κότες που είχε στο νησί, κι αυτό ήταν κάθε μέρα το φαΐ μας. Όταν ερχόταν η τροφοδοσία, φτιάχναμε μια μεγάλη σειρά από τη θάλασσα μέχρι το μαγειρείο, που ήταν κοντά στα αντίσκηνα, κι η μια πέρναγε τα πράγματα στην άλλη. Μέναμε ώρες κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο, και τα ρούχα μας ήταν χοντρά, πιο ελαφριά δεν μας είχαν δώσει, ποτάμια ο ιδρώτας, και δίπλα η θάλασσα και μεις να απαγορεύεται να την πλησιάσουμε.

Το πόσιμο νερό ήταν λιγοστό και το φυλούσαμε για το φαΐ, και για να πίνουμε ίσα που να κρατιόμαστε στη ζωή. Κάθε πρωί κατά τις πέντε – πεντέμιση παίρναμε κάτι μεγάλα δοχεία και πηγαίναμε στα δυο πηγάδια να γεμίσουμε νερό. Είχε κι ένα τρίτο, μα αυτό ήταν μόνο για τους φύλακες. Το μηχάνημα δεν ήταν εύκολο, «τουλούμπα» το’ λεγαν, κι έπρεπε να βάλεις πολλή δύναμη για να μπορέσεις να το κατεβάσεις για να βγάλει νερό. Καμιά φορά χαλούσε και τότε μέναμε και δυο και τρεις μέρες χωρίς νερό ή με ό,τι είχε περισσέψει από τις προηγούμενες, μέχρι να ειδοποιήσουν να έρθει κάποιος από την πόλη να το φτιάξει.

Μαγειρεύαμε με βάρδιες, κι οι άλλες έκαναν ουρά για το συσσίτιο. Θα ήμασταν πια καμιά εκατοστή στο νησί, καλά καλά δεν τις γνώριζα όλες, δεν είχα και πολλή όρεξη για κουβέντες, με τις τρεις φιλενάδες μου ήμουν καλά.

~~{}~~

Κάθε μέρα αποζητούσα να το δω. Είχε ένα μυστήριο και φανταζόμουν πως εκεί μέσα, όλα θα ήταν ωραία. Σίγουρα θα είχε σκιά, θα είχε δροσιά, θα είχε χρώματα πορφυρά και χρυσαφιά. Είχα σιχαθεί πια να βλέπω μόνο το καφέ της γης και το πράσινο των φύλλων, κι εμείς οι ίδιες μ’ αυτά τα χρώματα είχαμε πια μπογιατιστεί, καστανοπράσινες.

Ένα θαύμα ήταν, λοιπόν, στα μάτια μου το μοναστήρι, στο κέντρο του μικροσκοπικού νησιού. Βέβαια εγώ έβλεπα μόνο τα τείχη του, κάτι τεράστια πέτρινα τείχη, ψηλά, καμιά δεκαριά μέτρα. Ερημωμένο ήταν, από όσο ξέραμε, δεν είχαμε δει κανέναν να μπαινοβγαίνει. Μα δεν ήταν για τα μούτρα μας. Εμείς μόνο αντίσκηνα και δουλειά.

Τον πρώτο καιρό κάθε μέρα μας έβαζαν ολημερίς να καθαρίζουμε τα μονοπάτια από πέτρες και κλαδιά. Τα λοφάκια από πέτρες που αντίκρυζες κάθε λίγα μέτρα ήταν μάρτυρες αυτής της κοπιαστικής και μάταιης εργασίας μας. Αν ήμασταν τυχερές, μας έβαζαν να κλαδέψουμε τις ελιές, να βγάλουμε τα αδύναμα ή άρρωστα κλαδιά, κι αυτές ήταν για μας οι ωραιότερες στιγμές, σαν  να φροντίζουμε δικούς μας ανθρώπους.

Στην αρχή, αραιά και πού, μας έδιναν ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι να γράψουμε ένα γράμμα στους δικούς μας. Εγώ έγραφα στον άντρα μου -δεν ξέρω αν τα έπαιρνε, κι αυτός εξόριστος- και τα κορίτσια σε γονείς κι αδέρφια. Μετά, όλο και πιο σπάνια, αντί για χαρτί μας έδιναν  μια «κάρτα», που χώραγε ως δέκα σειρές. Στο τέλος, η αλληλογραφία κόπηκε τελείως.

Με τον καιρό ούτε μεταξύ μας δεν είχαμε πια να πούμε πολλά και, όποτε είχαμε κουράγιο, πιάναμε το τραγούδι. Αυτό δεν ξέρω γιατί το επέτρεπαν, μάλλον τους διασκέδαζε κι αυτούς, δεν ήταν εύκολο να είσαι ανθρωποφύλακας, και μάλιστα σε γυναίκες. Η Έλλη κι η Ζωή τραγουδούσαν όμορφα κι έτσι κάποια βράδια, όταν ο φύλακας είχε διάθεση, δεν τους έκοβε το τραγούδι. Ένα δυο τραγούδια λέγανε, που στα αυτιά μας ήταν η πιο θεσπέσια μελωδία που είχαμε ακούσει ποτέ. Εγώ ζήταγα καμιά φορά το «τι καλά το λέει τ’ αηδόνι» και δε μου χαλάγανε χατίρι.

Στον ίσκιο κάθονται οι φτωχοί, Στον ήλιο οι αρχοντάδες
Και τους φτωχούς παρακαλούν, Και τους παρακαλούνε
Δώστε φτωχοί τον ίσκιο σας, Και πάρτε τα φλουριά μας

Οι φύλακες που το ακούγανε καμιά φορά παρασύρονταν και το μουρμούριζαν, κι εμείς με τα κορίτσια κοιταζόμασταν και κρυφογελούσαμε, έτσι που δεν είχαν ιδέα τι τραγουδούσαν. Τους είχα πει κι εγώ την ιστορία, που όταν συνέλαβαν τον άντρα μου και μας πήραν όλα τα βιβλία τα «ανατρεπτικά», μάζεψαν μαζί και τον τσελεμεντέ, και μας ερχόταν να σκάσουμε στα γέλια και ξεχνούσαμε για λίγο το χάλι μας.

Ένα πρωί ο φύλακας μας έκανε ανακοίνωση. Ήθελαν να κάνουν κάποιες δουλειές στο μοναστήρι, βαψίματα και τέτοια,  ποιες από μας θα πήγαιναν εκεί; Πετάχτηκα σαν να με είχε τσιμπήσει μέλισσα και φώναζα «εγώ, εγώ, ξέρω από αυτά, ο άντρας μου είναι μπογιατζής, εγώ με τα κορίτσια».

Ψέματα έλεγα, δάσκαλος ήταν ο άντρας μου, αλλά έτσι μου’ ρθε εκείνη την ώρα και μάλλον έπιασε. Αυτός σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Τρία άτομα μου ζητήσανε. Ακολουθείτε», είπε και ξεκίνησε να φύγει. Τις κοίταξα μία μία στα μάτια, κι η Μαρίνα έκανε μια κίνηση σα να έλεγε «πάτε εσείς». Ένιωθε κουρασμένη τελευταία και κάνα δυο φορές είχε λιποθυμήσει κιόλας, αυτό το παθαίνανε κι άλλες, από τη ζέστη και την ανυδρία, «δεν ήταν τίποτα», κι έτσι το δεχτήκαμε.

Το μοναστήρι ήταν ένα θαύμα. Χτισμένο  γύρω από μια μεγάλη τετράγωνη αυλή με μια τεράστια ελιά στο κέντρο της, μπορεί και χιλίων ετών. Γύρω γύρω, σε δύο ορόφους, ήταν τα κελιά και, φυσικά, ο ναός. Όλα αυτά έγιναν πριν από εκατό χρόνια, πληροφορούσε μια χειρόγραφη πινακίδα. Όταν ένας αγρότης ανακάλυψε την εικόνα της Παναγίτσας στην κουφάλα της ελιάς, αποφάσισαν πως αυτό ήταν θαύμα, πως έπρεπε να της χτίσουν μια μονή. Για άγνωστο λόγο, είχε μείνει χρόνια τώρα παρατημένη, αλλά είπαν να μας εκμεταλλευθούν για να τη στρώσουν λιγάκι. Ο φύλακας μας έμπασε στο ναό. Ήταν σκοτεινά, αλλά φαινόταν σε καλή κατάσταση, πέρα από κάτι τεράστιες στρογγυλές κολώνες που το χρώμα τους είχε ξεθωριάσει εντελώς.

-Αυτές φτιάχνετε.
-Εύκολο θα ‘ναι, έκανα εγώ, χαρούμενη που θα είχα επιτέλους μια δουλειά με κάποιο νόημα. Χρώμα;
– Πλάκα έχεις. Πού να το βρούμε μες την ερημιά. Άσε που δεν περισσεύει μία. Κάτι θα σου’ μαθε ο άντρας σου ο μπογιατζής. Μόνο γρήγορα, γιατί σε λίγες μέρες έρχεται ο Δεσπότης. Μπορεί και να ‘χει κάποιο καλό νέο να σας φέρει. Κοιτάξτε να τον ευχαριστήσετε.

Έφυγε παρακεί, έπιασε ένα στασίδι κι άναψε τσιγάρο. Μείναμε να κοιταζόμαστε.

Τότε θυμήθηκα, ούτε ξέρω από ποιο συρτάρι του μυαλού μου το ανέσυρα αυτό: Κρόκος!

Αυγά είχε μπόλικα. Ο κρόκος έχει εξαιρετικό χρώμα και δεν φεύγει με τίποτα. Το είπα στον φύλακα, αυτός με κοίταξε πολύ δύσπιστα, αλλά παράγγειλε να φέρουν ένα καλάθι με αυγά. Αμέσως πιάσαμε δουλειά και, ω του θαύματος, ο χτυπημένος κρόκος όχι μόνο κολλούσε στην επιφάνεια, αλλά έδινε ένα υπέροχο ζωντανό πορτοκαλί χρώμα, που σίγουρα θα έκανε σιγά σιγά όλη την εκκλησία να αστράφτει.

Μια βδομάδα μέρα νύχτα βάφαμε, μάτι δεν κλείναμε σχεδόν, αν και ήταν επικίνδυνο με τέτοια κούραση να ανεβαίνουμε στις ψηλές σκάλες για να φτάσουμε μέχρι την οροφή, πέντε έξι μέτρα από τη γη, όμως δεν το βάζαμε κάτω, έπρεπε να τελειώσουμε, εκεί τρώγαμε, εκεί κοιμόμασταν, μέχρι και την ανάγκη μας εκεί απ΄ έξω την κάναμε, ο χρόνος λιγόστευε, είχε γίνει για μας στοίχημα ζωής, να τελειώσουν οι κολώνες πριν έρθει ο Δεσπότης, να βαφτούν, να λάμπουν σαν ήλιος που δύει, να γυαλίζουν.

~~{}~~

Σε λίγες μέρες  οι τεράστιες κολώνες είχαν γίνει σαν καινούργιες και ο χώρος ήταν πανέτοιμος να υποδεχτεί τον Δεσπότη. Μας μάζεψαν όλες στην εκκλησία. Παρότι δεν ήμασταν πολύ θρήσκες οι περισσότερες, ήταν μια ευχάριστη αλλαγή στην καθημερινή μας ανούσια ρουτίνα. Έψαχνα τη Μαρίνα, που είχα μέρες να τη δω, μέσα στο πλήθος, μα δεν ήταν πουθενά. Η αγωνία φούντωνε μέσα μου, μα δε γινόταν να διακόψω τη λειτουργία, ύστερα κάτι σημαντικό θα ήθελε να μας πει για να μας επισκεφθεί, ολόκληρος Δεσπότης, ίσως κάτι που θα ανακούφιζε τον πόνο μας και τα βάσανα και τη μοναξιά μας.

«Κοιτάξτε να λογικευτείτε και να υπογράψετε, μήπως ο Θεός σας συγχωρήσει. Οι αμαρτίες σας είναι μεγάλες. Μετανοήστε όσο είναι καιρός». Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει.
Μια φωνή βγήκε τότε από μέσα μου, σαν ξέσπασμα : «Και η ΜΑΡΙΝΑ; Πού είναι η Μαρίνα; Τι της κάνατε;». Γύρισα και κοίταξα μία μία τις πορτοκαλί κολώνες.

Από κει και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μου είπαν πως έτρεχα με μανία από τη μια κολώνα στην άλλη, τις έφτυνα και προσπαθούσα με τα νύχια μου να γδάρω το χρώμα τους ουρλιάζοντας. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Ήμουν τυχερή, ο δεσπότης, όταν έμαθε το έργο που είχα επιτελέσει, παρενέβη προσωπικά για να με περιθάλψουν.

Άγιος άνθρωπος, σκεφτόμουν καθώς κοίταζα τα νύχια μου. Είχαν ποτίσει με ένα χρώμα βαθύ πορτοκαλί. Τριάντα χρόνια πέρασαν και δε λέει να φύγει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ξένια Παπαμιχαήλ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία από εδώ http://farosthermaikou.blogspot.com/2019/09/blog-post_6.html