Ο Μπάργκαν άνοιξε τα μάτια του.
Είχε ονειρευτεί εκείνο το μεγάλο καταπράσινο πλατύφυλλο που κρεμόταν έξω από το παράθυρό του σπιτιού του, κι έδειχνε προς τις χοντρές αγελάδες του αγροκτήματος, σαν ένα βέλος βαλμένο από τη φύση, που τον επανέφερε κάθε πρωί από τα όνειρά του, θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις της ημέρας.
Δυστυχώς, τίποτα δεν θύμιζε τώρα πράσινο χρώμα, σε ακτίνα εκατοντάδων μιλίων.
Ασυναίσθητα, έφερε το δείκτη του προς τα μάτια του, για να σκουπίσει τις τσίμπλες που είχαν μαζευτεί αποβραδίς. Το μετάνιωσε αμέσως. Όπως όλα του τα δάχτυλα, έτσι και αυτό ήταν γεμάτο αλμυρή άμμο, που μόλις ήρθε σε επαφή με τα μάτια του τον έτσουξε, και του θύμισε ότι το γλυκό και γάργαρο νερό που κυλούσε σε κάθε λόφο δυτικά του Μαρτσίγουε, εδώ δεν θα έφτανε ποτέ, πριν τη Δευτέρα Παρουσία.
Προσπάθησε να ανασηκωθεί, αλλά μάταια. Έσφιξε τα δόντια του επάνω στα στεγνά του χείλη, καθώς έπιανε τη μέση του. Η πέτρα με την ψιλή άμμο και το μικρό σεντόνι που αγόρασε για 3 δηνάρια δεν θύμιζαν σε τίποτα το απαλό του κρεβάτι στο σπίτι, ούτε καν το ψάθινο κρεβάτι σ’ εκείνο το μοναστήρι λίγο έξω από τη Σαλαμάνκα.
Ο ήλιος δεν ήταν ακόμα ψηλά, αλλά το φαράγγι έχανε σιγά σιγά τη σκιά του, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να σηκωθεί, πριν εμφανιστεί η αφόρητη ζέστη.
Γύρισε προς το μέρος που είχε καθίσει για να κοιμηθεί ο Ανβάρ, όμως εκείνος έλειπε. Ο Μπάργκαν ξεφύσησε κι έβαλε τα χέρια στη μέση του. Επόπτευσε το χώρο. Όταν σταμάτησαν για να ξαποστάσουν είχε ήδη πέσει ο ήλιος, οπότε μόνο ο Ανβάρ μπορούσε να αντιληφθεί το εσωτερικό του φαραγγιού, χωρίς να το βλέπει.
Άνοιξε το δισάκι του και έβγαλε τα σύνεργα για ένα γρήγορο πρωινό. Υπολόγισε ότι σε λίγο θα εμφανιζόταν ο Ανβάρ, βιαστικός όπως πάντα.
Αυτό του φαινόταν πολύ περίεργο. Όσοι μουσουλμάνοι είχε συναντήσει στο ταξίδι του μέχρι εδώ έδειχναν να δίνουν μεγάλη σημασία στο αργό πρωινό. Κοίταξε το πουγκί με το μαύρο τσάι και τα ξερά παξιμάδια από χαρούπι, και αναστέναξε.
Θυμήθηκε το πλούσιο πρωινό που είχε φάει σ’ εκείνο το πανδοχείο στη μεγάλη αγορά της Άγκρα πριν 2 εβδομάδες. Μαύρο τσάι με ζάχαρη και γάλα, χαλβάς, πίτες με μαρμελάδα δαμάσκηνο.
“Σίγουρα οι μουσουλμάνοι ξέρουν να τρώνε πρωινό”, σκεφτόταν κάθε πρωί που έβγαινε στη γεμάτη αγορά.
Ανοίγοντας το πουγκί με το τσάι, μόρφασε. Αυτό το τσάι δεν είχε τη μυρωδιά των αρωματισμένων τσαγιών στα στενά της Άγκρα. Παρόλα αυτά ήταν πολύ δυνατό, και σου έδινε τόνωση για ακόμα μια μέρα περπατήματος στην καυτή άμμο. Έβγαλε και τον ασημένιο βραστήρα που είχε πάρει από τη μεγάλη αγορά.
“7 δηνάρια για ένα μικρό βραστήρα; Η κλοπή είναι αμάρτημα από μόνη της, η κλοπή μοναχού όμως, είναι προσβολή στον Αλλάχ!”, του έλεγε συχνά ο Ανβάρ.
Δεν πρόλαβε να αδειάσει το πήλινο ποτηράκι με το τσάι, όταν είδε το μουσουλμάνο να κατεβαίνει σχεδόν κάθετα το φαράγγι, ανάμεσα στις κοφτερές πέτρες, χωρίς καν να κοιτάζει κάτω. Ήταν μαθημένος στα κατσάβραχα των φαραγγιών, τα ανεβοκατέβαινε έχοντας συνήθως τα χέρια του κάτω από τη μακριά, λευκή του κελεμπία.
“Κι εσύ κελεμπία φοράς, Μπάργκαν”, του έλεγε, όταν τον έβλεπε να προσπαθεί να μιμηθεί το ανάλαφρο περπάτημα του.
“Περίπου. Μόνο που είναι μαύρη”, απαντούσε.
Τώρα όμως ο Ανβάρ είχε σταυρώσει τα χέρια του μπροστά, θαρρείς και ήθελε να προστατεύσει αυτό που κράταγε.
“Έτοιμος; Σήμερα πιστεύω θα φτάσουμε.”
“Και χθες το ίδιο είπες, και προχθές, και την περασμένη εβδομάδα, Ανβάρ!”
“Σήμερα όμως ο Αλλάχ το έχει αποφασίσει.”
“Τι κρατάς εκεί;” ρώτησε ο Μπάργκαν.
“Την κάθαρση των αμαρτιών σου. Κουνήσου τώρα, γιατί ο ήλιος ανεβαίνει επικίνδυνα!”
Για τις επόμενες ώρες, περπατούσαν στην καυτή άμμο, που γινόταν χρυσοκόκκινη. Είχε παρατηρήσει ότι η άμμος άλλαζε χρώμα ανάλογα με την ώρα της ημέρας.
“Η άμμος είναι ζωντανή, Μπάργκαν. Πολλοί πιστεύουν ότι η έρημος είναι νεκρή, αλλά η άμμος είναι η ψυχή της”, του έλεγε συχνά.
Ξαφνικά, ο Ανβάρ σταμάτησε, και έβγαλε το κόκκινο μαντήλι του από το δισάκι.
“Ήρθε πάλι η ώρα;” τον ρώτησε.
“Ναι. Θέλω να προσευχηθώ”, είπε ο Ανβάρ, γυρίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατόπιν, βούλιαξε τα χέρια του στην άμμο, και άρχισε να τα τρίβει, σαν να πλενόταν σε κάποιο από τα γαλαζοπράσινα ποτάμια της χώρας του Μπάργκαν.
“Γιατί το κάνεις αυτό;” τον ρώτησε
“Πρέπει να πλύνω τα χέρια και τα πόδια μου, πριν προσευχηθώ. Στην έρημο, η άμμος είναι το νερό που ξεπλένει τις αμαρτίες μας. Η άμμος είναι λήθη. Καταπίνει τα πιο βαθιά μας μυστικά και διακορεύει τα μεγαλύτερα μας πάθη.”
Ο ήλιος έδυε. Η αγαπημένη του ώρα. Οι αμμόλοφοι δέχονταν πάνω τους τις κοκκινωπές ακτίνες του ηλίου, και τις άφηναν να χορέψουν πάνω τους μέχρι που η μέρα να σβήσει.
Η ανάβαση ήταν δύσκολη, κι αναγκάστηκε να αφήσει τα περισσότερα πράγματα από το δισάκι του σε διάφορα σημεία της πλαγιάς. Θα τα μάζευε στο δρόμο της επιστροφής. Λίγα μέτρα πριν τη σπηλιά, οι βράχοι στα πόδια τους είχαν γίνει τόσο κοφτεροί, που τα δάχτυλα του είχαν γεμίσει αίματα. Δεν τον ένοιαζε όμως. Σε λίγο θα βρισκόταν επιτέλους στη σπηλιά που έψαχνε τόσους μήνες.
Μόλις κατάφερε να ισορροπήσει πριν την είσοδο, κοίταξε επάνω. Η σπηλιά έστεκε εκεί, αγέρωχη, έχοντας δεχθεί όλα τα χρόνια της ερήμου επάνω της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και ακολούθησε τον Ανβάρ στο εσωτερικό της.
Η διαφορά θερμοκρασίας και η υγρασία που είχε η σπηλιά, τον έκαναν να ανατριχιάσει.
Ο μουσουλμάνος στεκόταν ήδη στη μέση της σπηλιάς, και ξετύλιγε προσεκτικά αυτό που τόσο προστατευτικά κρατούσε από το πρωί. Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει, και τα κόκκινα μάτια του καθρεφτίζονταν στη γυάλινη επιφάνεια που ξετυλιγόταν.
“Βλέπεις, μοναχέ, για να φτάσεις τόσο κοντά στον Αλλάχ, πρέπει ν’ ανταλλάξεις το πολυτιμότερο αγαθό που έχεις. Για να μην έχεις αμαρτίες, πρέπει να μην είσαι ελεύθερος πια.”
Ο Ανβάρ ύψωσε το μικρό μπόγο που είχε στα χέρια του, κι άφησε τα πανιά που τον τύλιγαν να πέσουν στο πλάι.
Η κλεψύδρα καθρέφτισε μια αδέσποτη ηλιαχτίδα που είχε μπει στη σπηλιά, και τύφλωσε τον Μπάργκαν.
“Τώρα θα νιώσεις την απόλυτη ελευθερία, καλέ μου φίλε! Δέξου τη σωτηρία και ξέπλυνε τις αμαρτίες σου!”
Ξαφνικά, αέρας σηκώθηκε και ο Μπάργκαν μισόκλεισε τα μάτια του για να αποφύγει τις ριπές άμμου που έμπαιναν στη σπηλιά. Παρακολουθούσε με δυσκολία την άμμο, που δεν σκορπιζόταν, αλλά έμπαινε μέσα στην κλεψύδρα, αλλά δεν γέμιζε, σαν να χωρούσε την άμμο όλης της ερήμου.
Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, ο Μπάργκαν έβγαλε από το ράσο του ένα κομποσκοίνι, και το έκλεισε σφιχτά στη χούφτα του. Άρχισε να φωνάζει μια προσευχή. Η αμμοθύελλα κατάπινε κάθε θόρυβο. Ο Μπάργκαν συνέχισε να προσεύχεται και να πιέζει το κομποσκοίνι στη χούφτα του, ενώ η άμμος του γέμιζε τα αυτιά, τα μάτια, το στόμα, τα σωθικά.
~~
Ο Μπάργκαν άνοιξε τα μάτια του.
Τινάχτηκε πάνω, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν μισοθαμμένος στην άμμο. Ένιωσε ένα τσούξιμο στο χέρι του. Άνοιξε την παλάμη του και αντίκρισε το κόκκινο σημάδι από το κομποσκοίνι που έσφιγγε. Ο ήλιος έλαμπε, αλλά ούτε ο Ανβάρ, ούτε η σπηλιά φαινόταν πουθενά. Σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός. Ντουπ.
Είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο δροσερό γυαλί της κλεψύδρας. Όταν συνήλθε από τον πόνο, είδε έναν γιγαντιαίο Ανβάρ να του γνέφει από ψηλά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Παύλος Ίσαρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής