Τα βιβλία που μου άρεσαν, έγιναν σιγά σιγά μια Βίβλος για μένα : κάτι σαν μια ιερή πηγή από την οποία αντλούσα έμπνευση, συμβουλές και στήριξη. Άρχισα να αντιγράφω μεγάλα αποσπάσματα από τα κείμενα αυτά, και να τα απομνημονεύω , από φιλοσοφία και διηγήματα μέχρι παροιμίες κι από προφητείες μέχρι ψαλμούς , συνόδευα κάθε γεγονός της ζωής μου, καθαγιάζοντάς το μέσω της απαγγελίας αυτών των ιερών κειμένων.
Τα συναισθήματά μου, τα δάκρυά μου και οι ελπίδες μου δεν ήταν λιγότερο αληθινά επειδή τα λόγια που χρησιμοποιούσα δεν ήταν δικά μου, ούτε υπήρξαν ποτέ βοηθήματα για να νιώσω συναισθήματα που δεν υπήρχαν ήδη μέσα μο , στην πραγματικότητα ήταν το μέσο που έσωσε από τη σιωπηλή λήθη τις πιο κρυφές περιπέτειες της ψυχής μου, εκείνες που δεν τολμούσα να μοιραστώ με κανέναν γύρω μου.
Ήταν το μέσο που με ένωνε αδιάρρηκτα με τις αδερφές ψυχές που υπήρχαν -σίγουρα υπήρχαν- κάπου μακριά μου, ήταν το μέσο που με έβγαζε από την μικρή, περιορισμένη μου ύπαρξη και με ένωνε με τη μεγάλη πνευματική κοινότητα όλων των ανθρώπων εκείνων που αναζητούσαν την αλήθεια, κι αυτή η αναζήτηση ήταν τόσο ιερή που ξεπερνούσε τα χωρικά και χρονικά όρια της ύλης, ήταν το μέσο που μου επέτρεπε να συμμετέχω και εγώ, στο έργο της ανθρωπότητας να ανακαλύψει την αλήθεια.
Διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου, είχα μια ακόρεστη περιέργεια για όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών -διάσημα μυθιστορήματα, θρησκευτικά βιβλία, μυστικιστικά βιβλία, περίεργα εξειδικευμένα εγχειρίδια, βιβλία κηπουρικής και βοτανικής, φιλοσοφία, ψυχολογία, ιστορίες μυστηρίου και παραμύθια- κάθε φράση, ένοιωθα πως προσέθετε ένα κομμάτι στο παζλ που πάσχιζα να ολοκληρώσω και ξερίζωνε όλο και πιο επίμονα την παράξενη αίσθηση της αποξένωσης που με συνόδευε από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου.
Μετά από λίγο καιρό, η ομολογουμένως πλούσια βιβλιοθήκη του σπιτιού μας , μου φαινόταν αποπνικτική: δεν ήθελα απλά να διαβάζω βιβλία, ήθελα να διαβάζω βιβλία που τα είχαν αγγίξει δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες χέρια πριν από μένα, φανταζόμουν ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από μένα να κλαίνε, να γελάνε και να συναρπάζονται με τις ίδιες λέξεις που έκλαιγα, γελούσα και συναρπαζόμουν.
Ήταν μια σκέψη που με στοίχειωνε – διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικά σημεία του κόσμου και με διαφορετικές ζωές, ίσως σκέφτονται ακριβώς τα ίδια πράγματα. Παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας μου,άρχισα να περνάω τις περισσότερες ημέρες και τα απογεύματα μου, ξεχασμένη ανάμεσα σε στοίβες πολυκαιρισμένων βιβλίων. Τα βράδια που έφευγα από το κτήριο , μεθυσμένη ακόμα από τις ιστορίες και αυτό το αίσθημα της πληρότητας, μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικοί στους δρόμους του Παρισιού, και να μαντεύω τις ζωές και τις σκέψεις τους.
~~
Μία μέρα ανακάλυψα ένα παλιό βιβλίο με Περσικά παραμύθια που δεν είχα ξαναδεί, τοποθετημένο δίπλα στο ψηλό ράφι με τα βιβλία ανατομίας. Το βιβλίο ήταν βαρύ, σκούρο πράσινο με κιτρινισμένες σελίδες που, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, φαινόταν να έχει αλλάξει πολλά χέρια.
Το πήρα αμέσως μαζί μου, ακουμπώντας το προστατευτικά πάνω μου, ρίχνοντας παράλληλα μια κλεφτή ματιά στον βλοσυρό βιβλιοθηκάριο: ήταν τόσο μανιακός με την τάξη στα ράφια της βιβλιοθήκης του, που μπορεί και να κλείδωνε σε κάποια πτέρυγα απομόνωσης, το άναρχο αυτό βιβλίο που τολμούσε να αντιταχθεί στο αψεγάδιαστο σύστημα αρχειοθέτησης του, ως παραδειγματισμό προς τα άλλα, υπάκουα βιβλία. Το άνοιξα και άρχισα να διαβάζω όρθια, πριν καν καθίσω στο συνηθισμένο μου τραπέζι.
Ήταν μια συλλογή παραμυθιών, και το κάθε παραμύθι ξεκινούσε με τη φράση “Ήταν Kάποιος, δεν ήταν Kανένας”. Ενώ βρισκόμουν στη πέμπτη σελίδα, στη μέση ενός αρχαίου παραμυθιού που μιλούσε για ένα βασιλιά και μια ροδιά, ένα χειρόγραφο σημείωμα έπεσε μέσα από το βιβλίο και προσγειώθηκε στο χαλί της αίθουσας: για άλλη μια φορά, κοίταξα γύρω μου με την έξαψη ενός παιδιού που ετοιμάζεται να κάνει ζαβολιά, κι αφού βεβαιώθηκα ότι κανείς δεν είχε δει τίποτα, κάθισα επιτέλους στο τραπέζι μου, και άρχισα να διαβάζω το σημείωμα:
Όλα μπορούν να συμβούν
Όλα είναι πιθανά
Ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν
Πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πραγματικότητας
Η φαντασία σαν αράχνη υφαίνει τα καινούρια σχέδια της
Εσύ κι εγώ, ίσως είμαστε το ίδιο άτομο
Ίσως καταργούμε τα όρια
Ίσως κολυμπάμε ελεύθερα κι υπέροχα
Ο ένας μέσα στον άλλον
Καθώς μας κυκλώνουν πραγματικότητες
Που η μία περιέχει την άλλη
Από εκείνη τη μέρα πέρασαν χρόνια, δεν αποχωρίστηκα ποτέ το σημείωμα με το περίεργο ξόρκι, ούτε το έδειξα ποτέ σε κανέναν ούτε μίλησα ποτέ γι αυτό. Όμως από τότε, ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο άλλαξε για πάντα: άρχισα να σκέφτομαι εμμονικά σχεδόν, πως υπάρχει κάπου στον κόσμο ένα άτομο που όχι μόνο σκέφτεται και νοιώθει όπως εγώ, αλλά ζει και μια παράλληλη πραγματικότητα με τη δική μου.
Κάθε φορά που έπαιρνα μια απόφαση για τη ζωή μου, ανεξάρτητα με το πόσο σημαντική ήταν, σκεφτόμουν αν το άτομο που έγραψε εκείνο το σημείωμα, διάλεξε να κάνει αυτό που δεν έκανα, και πώς ήταν η ζωή του μετά από αυτό, βέβαιη ότι αντιμετώπισε το ίδιο δίλημμα.
Προσπαθούσα να φανταστώ πώς έμοιαζε, από πού ήταν, αν ήταν άντρας ή γυναίκα, γιατί διάλεξε εκείνο το βιβλίο, εκείνη τη βιβλιοθήκη, άραγε με είχε δει να βρίσκω το σημείωμα;
Ήταν στην ηλικία μου ή ήταν κάποιος ηλικιωμένος, που το μόνο που του είχε μείνει στη ζωή ήταν να αφήνει χειρόγραφα σημειώματα σε περσικά παραμύθια;
Ήταν μια πολύ περίεργη αίσθηση: από τη μια λαχταρούσα να γνωρίσω αυτό το άτομο, από την άλλη απεχθανόμουν αυτό το άτομο- ή μήπως το φοβόμουν; Από τη μια είχα σταματήσει να αισθάνομαι μόνη κι από την άλλη είχα σταματήσει να αισθάνομαι μοναδική, ένα άλλο εγώ με ακολουθούσε από πίσω σα σκιά – κι αν ήταν καλύτερο; Ακριβώς σαν τα περσικά παραμύθια Ήταν Κάποιος – δεν ήταν Κανένας…
~~
Εκείνο το πρωί ξύπνησα με την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί, η ανάγκη να πεταχτείς από το κρεβάτι και να βγεις έξω από το σπίτι σου, έξω εκεί που τα θαύματα περιμένουν. Δεν θυμάμαι να είχα ξανανιώσει έτσι, ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και άρχισα να περπατάω – χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, τα πόδια μου βιαζόταν κι εγώ ακολουθούσα κοιτάζοντας γύρω μου τους περαστικούς διαισθανόμενη ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει γύρω μου, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω τι, σαν ελάφι που το οδηγεί ή μύτη του.
Τα βήματά μου με οδήγησαν απέναντι από τη βιβλιοθήκη – είχα να την επισκεφθώ μήνες – καθώς ήμουν έτοιμη να διασχίσω το δρόμο για να βρεθώ απέναντι, ξαφνικά πάγωσα , ένοιωσα μια ακατανίκητη επιθυμία να κάνω πίσω, να γυρίσω σπίτι μου και παρέμεινα ακίνητη στη θέση μου κοιτάζοντας το δρόμο.
Το βλέμμα μου έπεσε και καρφώθηκε σε μια γυναίκα στην απέναντι πλευρά του δρόμου – μου κόπηκε η ανάσα – ήταν ολόιδια εγώ , ήμουν εγώ έξω από το σώμα μου. Μα πώς γίνεται αυτό πως είναι δυνατόν ψιθύρισα ακόμα ακίνητη. Η νεαρή γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο φαινόταν εξίσου έκπληκτη με μένα, ωστόσο συνέχισε να περπατάει διασχίζοντας το δρόμο σχεδόν μηχανικά, έχοντας στυλωμένο το βλέμμα της πάνω μου.
Στιγμές μετά, το άλογο που βρισκόταν μπροστά μου αφήνιασε και τραυμάτισε θανάσιμα δυο περαστικούς σκοτώνοντάς τους σχεδόν ακαριαία, μια από τους δυο νεκρούς ήταν η κοπέλα που μου έμοιαζε.
Θα μπορούσα να ήμουν εγώ– ή μήπως ήμουν εγώ; Τι ήταν αυτό που με συγκράτησε και έκανα πίσω; Γιατί αυτή και όχι εγώ;
Μια απέραντη θλίψη με πλημμύρισε ξαφνικά ένοιωσα σαν να ήμουν ξανά απόλυτα μόνη σ’ αυτόν τον κόσμο. Άρχισα να τρέχω. Προσπέρασα πολλούς ανθρώπους, και κτήρια, και δέντρα. Δεν ακούμπησα κανένα(ν).
Δίπλα μου έτρεχε και η γυναίκα που έγραψε το σημείωμα, είχε πια πρόσωπο, μόνο που ήταν διάφανη. Τα ακούμπησε όλα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αθηνά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής