Τελετή ενηλικίωσης

0
564

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 8cc9783651b6480648d45e47aefbac1c.jpg

Ο Πύρρος ποτέ δεν αγάπησε τα γράμματα. Όχι επειδή δεν ήθελε αλλά επειδή οι δουλειές στο κτήμα μονοπωλούσαν το χρόνο του. Οι γονείς του, γνήσιοι βιοπαλαιστές, ζούσαν από τη γη και από την κτηνοτροφία. Ο πατέρας βοσκούσε κυρίως τα πρόβατα και η μητέρα φρόντιζε τις μηλιές και το κήπο. Και οι δύο τους δούλευαν μέρα νύχτα και ίσα ίσα που κατόρθωναν να επιβιώσουν. Ως μοναχοπαίδι, η συμμετοχή του Πύρρου στις δραστηριότητες αυτές ήταν καθοριστική παρά το γεγονός ότι πήγαινε ακόμα στο Δημοτικό.

Το κυρίως πρόβλημα τους ήταν ότι πέρα από την αυτάρκειά τους, έπρεπε να μεριμνούν και για την πληρωμή του δανείου∙ δάνειο που ήταν απαραίτητο για την αγορά εξοπλισμού και την κατασκευή μιας αποθήκης. Ο πατέρας ήταν τίμιος άνθρωπος και δεν βασίστηκε ποτέ σε Ευρωπαϊκά κονδύλια υποβάλλοντας ψευδείς αιτήσεις όπως κάνανε όλοι οι γείτονές του. Η μητέρα όμως ήταν αντίθετη σε αυτή την περήφανη στάση σκεφτόμενη τις διευκολύνσεις που συνόδευαν τα χρήματα και τη δυνατότητα του Πύρρου να επικεντρωθεί στο σχολείο που θα του έδινε ένα πιο ξεκούραστο μέλλον.

Ο Πύρρος ήταν θεατής στις συχνές διαμάχες των γονέων του. Δεν τον στενοχωρούσε τόσο η διαμάχη καθ’ εαυτή παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τους βοηθήσει περισσότερο. Έτσι, το μυαλό του πάντα επεξεργάζονταν τρόπους και ιδέες που θα έκαναν τη ζωή των γονιών πιο χαλαρή και αρμονική. Σκεφτόταν όμως κι ότι όσο οι γονείς μάλωναν, μειώνονταν οι πιθανότητες να αποκτήσει αδέρφια. Αυτό ήταν καλό επειδή δεν μπορούσαν να ταΐσουν ένα ακόμα στόμα και η συνεισφορά ενός νηπίου στις δουλειές θα ήταν μηδαμινή, αν όχι αρνητική εξαιτίας της προσοχής που θα απαιτούσε. Πόσο μάλλον αν το παιδί ήταν κορίτσι.

Η σκύλα όμως ήταν πάλι έγκυος και την τελευταία φορά μετά βίας μπόρεσαν να φορτώσουν τα νεογέννητα στον κυνηγό θείο τους. Ο Πύρρος δεν την αγαπούσε καθόλου πλέον. Ο γεροδεμένος σκύλος ταλαιπωρούνταν όλη μέρα ακολουθώντας τον πατέρα στα βοσκοτόπια και η άτιμη σκύλα σύχναζε κρυφά με τον γείτονα σκύλο.

“Αυτό μας έλειπε: όχι μόνο τζάμπα να ταΐζουμε τη σκύλα αλλά και να ταΐζουμε τα κουτάβια του γείτονα” σκεφτόταν συνεχώς ο Πύρρος, ακόμα κι όταν δούλευε.

Με τις γάτες δεν είχε πρόβλημα. Και τα ποντίκια τρώγανε, και τα φίδια, και δεν εξαρτώνταν από κανέναν τους. Αρχικά ονοματοδοτούσαν όλα τα ζώα, αλλά τελευταία το απέφευγαν γιατί είτε εγκατέλειπαν το κτήμα ή πέθαιναν και η φαντασία τους είχε ξεμείνει από ονόματα να τα δώσουν.

Αυτό που αγαπούσε περισσότερο ο Πύρρος ήταν η μαγειρική. Το πρώτο φαγητό που ετοίμασε στα πέντε του χρόνια ο πατέρας το ονόμασε “μακαρόνια με σούπα νερού”. Μόνο ο Πύρρος γεύτηκε τη δημιουργία του και οι γονείς γελούσαν κρυφά στο άκουσμα του τραγανού του μασήματος. Οι ικανότητες του Πύρρου εξελίχθηκαν όμως καθώς μεγάλωνε και τα τελευταία δύο χρόνια είχε γίνει ο κυρίαρχος της κουζίνας, προσφέροντας επιπλέον χρόνο στο μητέρα να αφοσιωθεί στην κηπευτική.

Για τους σκύλους μαγείρευε χωριστά σούπα με ρύζι και κόκαλα ή τους έδινε τα αποφάγια με ψωμί. Τη μερίδα του λέοντος την έδινε στον αρσενικό σκύλο και αυτό δεν άλλαξε όταν το θηλυκό ήταν έγκυος.

Η σκύλα είχε πια γεννήσει. Πέντε νέα στόματα. Οι γονείς ήταν τόσο απορροφημένοι στη ρουτίνα τους και ο Πύρρος κατάλαβε ότι ήταν καιρός να δράσει από μόνος του, σαν άνδρας. Ξύπνησε τα μεσάνυχτα, άρπαξε μια από τις λιγοστές πλαστικές σακούλες του σπιτιού και πήγε στην αποθήκη όπου ήταν η σκύλα. Όλα τα κουτάβια μοιάζανε με το σκύλο του γείτονα. Άρπαξε ένα και το έβαλε στη σακούλα. Άρπαξε το δεύτερο και το έβαλε στη σακούλα. Άρπαξε το τρίτο και το έβαλε στη σακούλα. Άρπαξε το τέταρτο και το πέμπτο μαζί και τα έβαλε στη σακούλα. Την σφιχτόδεσε και την βύθισε σε ένα βαρέλι που μάζευε το νερό της βροχής όταν τα λούκια δεν μπορούσαν να τη συγκρατήσουν. Το χέρι του έτρεμε όταν το ανέσυρε από το νερό κι όχι εξαιτίας της θερμοκρασίας. Κοίταξε γύρω του. Κανένας δεν τον παρατηρούσε.

Ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι αλλά σταμάτησε στη μέση της διαδρομής. Κίνησε τότε κατά τον στάβλο. Σήκωσε μια πέτρα, δίπλα από τον πιο μακρινό πάσαλο. Είχε θαμμένο εκεί ένα μεταλλικό κουτί που περιείχε τους θησαυρούς του. Πήρε ένα τσιγάρο, εκείνο που είχε κλέψει από τον παππού του χρόνια πριν μα ποτέ ως τότε δεν τόλμησε να καπνίσει.  Πήρε και τα σπίρτα που είχε κρατήσει σαν ενθύμιο από τη διαμονή της οικογένειας σε ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, την μοναδική φορά που είχε βγει από τα σύνορα του νομού. Άναψε το τσιγάρο και προχώρησε πάλι προς την αποθήκη.

Νόμιζε πως θα έβηχε συνέχεια μα το κάπνισμα του είχε μια φυσικότητα παρά την ηλικία του ιδίου και του τσιγάρου. Ο καθαρός έναστρος ουρανός προσέλκυσε την προσοχή του, στάθηκε ακίνητος και μια ξαφνική γαλήνη διαπέρασε το σώμα του. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι το βάρος όλου του κόσμου δεν βρισκόταν στους ώμους του κι ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί για τα πάντα. Σκέφτηκε ότι ίσως για αυτό υπάρχει ο ουρανός: για να βαστά εκείνος το βάρος αυτό αντί εμείς οι άνθρωποι.

Το τσιγάρο τελείωσε. Έβγαλε τη σακούλα από το βαρέλι. Τοποθέτησε τα νεκρά κουτάβια δίπλα στη σκύλα. Πήρε ένα φτυάρι. Φώναξε τον σκύλο. Χτύπησε τον σκύλο. Ούρλιαξε ο σκύλος. Ούρλιαξε κι ο Πύρρος. Οι γονείς άκουσαν τον θόρυβο και πήγαν στην αποθήκη:

«Τι συνέβη εδώ παιδί μου;» είπε τρομαγμένη η μητέρα στον Πύρρο.

«Άκουσα θόρυβο και ήρθα να δω τι γίνεται. Ο σκύλος σκότωνε τα κουτάβια. Τον χτύπησα να σταματήσει αλλά ήταν πλέον αργά».

«Μέχρι και οι σκύλοι καταλαβαίνουν από απιστίες. Είδε ότι τα κουτάβια δεν είναι δικά του και βάλθηκε να τα σκοτώσει. Καθαρίζω και πάμε πίσω για ύπνο» είπε με κουρασμένο τόνο ο πατέρας.

«Άσε πατέρα. Θα καθαρίσω εγώ. Ξεκουραστείτε εσείς. Είμαι δυνατός εγώ και μπορώ να σας βοηθάω».

Γύρισαν οι γονείς στο σπίτι και ο Πύρρος έθαψε τα πτώματα στην πιο απόμακρη γωνιά του κτήματος. Τα κάλυψε και με πέτρες για να μην τα ξεθάψει εύκολα κάποιο αρπακτικό. Ακούμπησε την πλάτη του στην πλαγιά ενός χαντακιού κι αποκοιμήθηκε κοιτάζοντας τον ουρανό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Χ.Ζ. στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.