ΑΛΑΣΚΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΒΑΝΕΣΣΑ – στα τριάντα
ΚΥΡΙΕΣ Α, Β, Γ – στα εξήντα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Ένα νεκροτομείο. Στο φόντο φαίνεται μια σειρά από πατούσες με καρτελάκια. Στο χώρο υπάρχουν ένα παράθυρο και μια άδεια τηλεόραση. Το παράθυρο φωτίζει σα να τυλίγεται απ’ έξω με φωτιά. Πίσω από την τηλεόραση μια ντουζιέρα. Στο προσκήνιο ένα τραπέζι, οι κυρίες Α, Β ετοιμάζονται για το απογευματινό τους τσάι. Η κυρία Α κοιτάζει έξω από το παράθυρο.)
Α: Είπαν ότι θα βρέξει.
Β: (χαρούμενα) Δε θα ξαναβρέξει ποτέ.
Α: (μελαγχολικά) Γιατί να μου πουν ψέμματα; Τί τους έχω κάνει;
Β: Το είπαν ή το υποσχέθηκαν;
Α: Το υποσχέθηκαν.
Β: Το υποσχέθηκαν ή το ορκίστηκαν;
Α: Το ορκίστηκαν.
Β: Αν το θέλετε αγαπητή μου Λαίδη Μπόσγουιθ, μπορώ να κάνω εγώ λίγη βροχή. Να σας βρέξω εγώ λιγάκι, βρε αδερφέ.
Α: Όχι, όχι… Δεν είναι το ίδιο. Μη σας βάζω σε κόπο, Λαίδη Μπόσγουιθ.
Β: Καλέ αλίμονο! Τί κόπο; Προς Θεού! Τί είναι αυτά που λέτε; Ξένοι είμαστε; Γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι; Όλα για τον άνθρωπο είναι…
Α: (την διακόπτει) Η πόρτα!
(Χτυπάει το κουδούνι. Η Α ανοίγει, μπαίνει η Γ.)
Γ: Χαίρετε, χαίρετε! Τι κάνουν τα αγαπημένα μου κορίτσια;
Β: Ω, την αγαπητή Λαίδη Μπόσγουιθ! Πώς είστε;
Α: Βρήκατε κίνηση στο δρόμο;
Γ: (γελάει) Όχι, όχι, προς Θεού! Σκέτη νέκρα εκεί έξω! Καθυστέρησα στη κουμπώτρια λιγάκι.
Β: Αα, τέλεια! Σας κούμπωσε;
Γ: Εντελώς!
(Γελάνε)
Α: Τι νέα; Πώς πάει ο πόλεμος;
Γ: Ελάτε τώρα, Λαίδη Μπόσγουιθ, ξέρετε πώς βαριέμαι να συζητάω για λεφτά. Επιτρέπεται το κάπνισμα;
Α: (κοιτάζει προς το νεκροτομείο) Δε νομίζω να διαμαρτυρηθεί κανείς.
(Γελάνε)
Γ: (στωικά) Αχ… Πού πάει αυτός ο κόσμος, Λαίδη Μπόσγουιθ; Πού πάμε;
(Παύση)
Β: (εμπιστευτικά) Εγώ ξέρω…
Γ: Ξέρετε;
Β: Ξέρω.
Γ: Θέλετε να πείτε πως… γνωρίζετε το μέλλον;
Β: Ναι, το γνωρίζω.
Γ: Το γνωρίζετε ή το προβλέπετε;
Β: (ανταγωνιστικά) Το προβλέπω.
Γ: (χτυπάει το χέρι στο τραπέζι) Το προβλέπετε ή το προκαλείτε;
(Παύση. Γελάνε.)
Α: Έτοιμο και το τσάι μας. Πάρτε εκλεράκια, είναι ολόφρεσκα.
(Κάθονται και οι τρεις στο τραπέζι.)
Γ: Παίρνετε ζάχαρη Λαίδη Μπόσγουιθ; Ξέχασα κιόλας πώς πίνετε το τσάι σας!
Α: Παίρνω ζάχαρη, αλλά δεν κάνει τίποτα.
Γ: Μη μου πείτε! Μήπως δεν την παίρνετε αρκετά συχνά;
Α: Παίρνω τρεις φορές την εβδομάδα, όπως ακριβώς μου είπε ο γιατρός. Και πάλι τίποτα.
Γ: Τι μου λέτε!
Α: Παίρνω τρεις φορές τη μέρα και κάθε βράδυ συμβαίνει το ίδιο πράγμα.
Γ: Πείτε μας, για το θεό!
Α: Ένας παγωμένος άνεμος μπαίνει από το παράθυρο. Σηκώνονται οι τρίχες στα χέρια μου και στα μπούτια μου. Σα στατικός ηλεκτρισμός.
Β: Τι θα πει ‘στατικός’;
(Οι Α και Γ χτυπάνε ξύλο και φτύνουν τον κόρφο τους.)
Α: (ψιθυρίζει) Αλίμονο! Μη λέτε αυτή τη λέξη εδώ μέσα, Λαίδη Μπόσγουιθ!
Β: Μα τώρα μόλις την είπατε εσείς!
Α: Ησυχάστε, θα μας ακούσουν!
Γ: Αυτός ο άνεμος που λέτε, για πείτε, είναι κάπως έτσι… τσιριχτός;
Α: Αχ, ναι. Ναι, όπως το λέτε. Τσιριχτός.
Γ: Και είναι κρύος;
Α: Σκέτος πάγος.
Γ: Και κρυώνετε.
Α: Ψοφάω στο κρύο κάθε βράδυ.
Γ: Έχετε δοκιμάσει να κλείσετε το παράθυρο;
Α: Ναι, αλλά τότε είναι που πρέπει να ανοίξω την τηλεόραση. (συνομωτικά) Και τότε έρχεται από εκεί… ο στατικός… Δε μπορώ να σας πω περισσότερα όσο μας ακούνε. Πρέπει κάπως να καλυφθούμε.
(Η Α ανοίγει την τηλεόραση. Μπαίνει η ΒΑΝΕΣΣΑ, πάει στη ντουζιέρα και αρχίζει να λούζεται. Η Α παίρνει την καρέκλα της και κάθεται πίσω από την τηλεόραση. Οι Β και Γ την παρακολουθούν μέσα από το γυαλί.)
Α: Απ’ όταν ήμουν νέα, είχα πολύ μακριές βλεφαρίδες. Όταν τον κοίταζα με παράπονο, οι άκρες από τις βλεφαρίδες μου ακουμπούσαν στα φρύδια μου. Οι άκρες από τις βλεφαρίδες μου γαργαλούσαν τον πάτο της δυστυχίας του. Να, έτσι. Ποτέ δε με πείραζε να είμαι μόνη μου, ίσα ίσα. Νόμιζα πως είναι η υπερδύναμή μου. Όλοι οι άνθρωποι φοβόντουσαν τη μοναξιά. Όλοι οι άνθρωποι φοβόντουσαν. Ψοφάγανε δεξιά κι αριστερά. Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση στις άκρες των δαχτύλων μου. Είχα ένα θερμοκήπιο. Ζεστό. Ασφαλές από το κρύο, την ξηρασία, την ερημιά. Αυτή την απέραντη ερημιά. Έμπηγα τα νύχια μου μέσα στους κάκτους. Έτρεχε το ζουμί τους πάνω στα χέρια και μέχρι τους αγκώνες μου.
Με κάθε γουλιά ξεδιψούσε κάτι θαμμένο βαθιά μέσα μου. Μόνη μου. Ζεστός καφές τα πρωινά και λυσσασμένα σκυλιά τα βράδια. Η άγρια ερημιά μας. Μας ισοπέδωσε. Καθέναν ξεχωριστά κι όλους μαζί.
(Οι Β και Γ χειροκροτούν. Παύση. Η Α επιστρέφει, κλείνει την τηλεόραση. Κάθεται δίπλα στο παράθυρο.)
Γ: Έχετε δοκιμάσει να βάλετε την τηλεόραση στο μουγκό;
Α: Ορίστε;
Γ: Ξέρετε, χωρίς ήχο.
Α: Α ναι, βέβαια. Τότε έρχεται από τις μπρίζες. Μπαίνει το κρύο απ’ τις βρύσες.
Γ: Κατάλαβα. Να πάρετε έναν υδραυλικό τότε. Τον Χρηστάρα τον υδραυλικό.
Α: (αδιάφορα) Ναι. Καλά λέτε. Έναν υδραυλικό. Ευχαριστώ.
Γ: Καλέ, μην το συζητάτε! Γι’ αυτό είναι οι φίλοι! Εκλεράκι;
(Γελάνε. Παύση. Οι τρεις τους για λίγο πίνουν ήσυχα το τσάι τους.)
Β: (τρέμοντας) Αν οι λέξεις έχουν τέτοια δύναμη. Σκεφτείτε τί δύναμη έχουν οι σιωπές. Αυτό που είπατε με τα λυσσασμένα σκυλιά. Με τάραξε. Το έχω κι εγώ τρεις μέρες τώρα. Μπαίνει από το τηλέφωνο. Εξαπλώνεται μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές. Ρέει μέσα στα καλώδια. Το έχω κι εγώ.
Α: Κι εσείς;
Β: Ναι. Πήγε ο ανηψιός μου τις προάλλες σε μια τζαζ συναυλία. Τζαζ. Καταλαβαίνετε, παίζαν εκεί σαξόφωνα, και διάφορα άλλα χλαπατσίμπαλα. Ε λοιπόν, ο τρομπετίστας λέει, είχε την αρρώστια.
Α: Ω, τί φρίκη!
Γ: Μη μου πείτε!
Β: Σκέτη φρίκη. Τους ψέκασε όλους κανονικά. Και ακούστε τί έμαθα. Η τρομπέτα, λέει, έχει ένα ειδικό κουμπί. Το πατάς και τη γυρνάς ανάποδα να τρέξουν όλα τα σάλια που μαζεύει.
Α: Θεέ μου, τί φρίκη! Ο ανιψιός σας είναι καλά;
Β: Το τηλέφωνό όμως δεν έχει τέτοιο κουμπί. Τα δοκίμασα όλα. Και τα δώδεκα. Και τους συνδυασμούς τους. Όλους τους πιθανούς συνδυασμούς τους. Πήρα στις Φιλιπίννες, στη Νέα Ζηλανδία, στο Ρέκιαβικ, στη Γκάνα. Μίλησα με επτά δισεκατομμύρια ανθρώπους, να καταφέρω να καθαρίσω τη συσκευή μου απ’ τα σάλια τους. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, δεν ξέρεις από πού θα σού ‘ρθει. Έτσι όπως στρίβουν, και στρίβουν, και στρίβουν – αυτά τα μαύρα τσιριχτά καλώδια.
Α: Αα! Κι εσάς τσιριχτά;
Β: Εντελώς.
Γ: Έχετε δοκιμάσει ασύρματο;
Β: Ορίστε;
Γ: Λέω, αν δοκιμάσετε ασύρματο τηλέφωνο, τότε δε μπορούν να περάσουν μέσα από τα καλώδια.
Β: Ναι, αλλά θα πρέπει να κάτσω να δοκιμάσω όλα τα κουμπιά πάλι.
Γ: Βέβαια ναι, έχετε δίκιο. Δοκιμάστε έναν ηλεκτρολόγο όμως καλού κακού. Τον Βασιλάκη.
Β: Τον Βασιλάκη;
Γ: Τον ηλεκτρολόγο.
Β: Α, ναι. Σωστά. Τον Βασιλάκη τον ηλεκτρολόγο. Ευχαριστώ.
Γ: Αλίμονο! Ξένοι είμαστε; Πάρτε εκλεράκι, είναι ολόφρεσκα. Όλα για τον άνθρωπο… Και τα λοιπά. Και τα λοιπά. Αλλά φοβάμαι πώς είναι ώρα να πηγαίνω εγώ. Μπάι!
(Οι Α και Β πιάνουν την Γ από τους καρπούς. Παύση.)
Α: Λαίδη Μπόσγουιθ… Είναι η σειρά σας.
Γ: Εμένα; Εγώ είμαι μια χαρά.
Β: Ελάτε τώρα Λαίδη Μπόσγουιθ… φοβάστε…
Γ: Όχι, είπα, φοβάμαι πώς είναι ώρα να φύγω. Φεύγω.
Α: Ελάτε τώρα Λαίδη Μπόσγουιθ. Εμείς οι τρεις… δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε.
Β: Εμείς οι τρεις… είμαστε ένα. Πάρτε ένα. Εκλεράκι;
(Παύση.)
Γ: Ωραία λοιπόν. Εγώ δε φοβάμαι. Δε με απειλεί η καφετιέρα μου. Δε βρέχει ο φόβος τα δάχτυλα των ποδιών μου όταν φοράω τις παντόφλες μου. Δεν κρυώνω ούτε στο ελάχιστο. Εγώ ζεσταίνομαι. Καίγομαι από ζωή. Κοιτάξτε φως! Δείτε φωτιά… Τρ-τρ-τρίβονται τα κούτσουρα το ένα πάνω στο άλλο και πετάνε οι σπίθες απ’ τα μαλλιά μου.
(κοιτάζει προς το παράθυρο) Για δες φωτιά…
(Η Γ κάνει να ξεφύγει τρέχοντας. Οι Α και Β την πιάνουν και κολλάνε το πρόσωπό της στον τοίχο. Παύση.)
(ήσυχα) Εγώ δε φοβάμαι. Είμαι το παράθυρο. Κοίτα από μέσα μου. Κοίτα τη φωτιά. Εγώ είμαι το τηλέφωνο. Άκου από μέσα μου. Άκου τη φωτιά. Χσχσχσχσχς, την ακούς; Εμείς οι τρεις… δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Εμείς οι τρεις… είμαστε ένα. Ένα. Δε φοβάμαι. Δύο. Εγώ είμαι ο φόβος. Τρία. Δε φοβάμαι γιατί είμαι ήδη νεκρή. Τόσο νεκρή. Ακριβώς όσο νεκρή είσαι κι εσύ. Κι εσύ.
(Πάει στο παράθυρο. Βγαίνει η ΒΑΝΕΣΣΑ από το ντους και στεγνώνει τα μαλλιά της.)
Τι κάνει αυτόν τον εύθραυστο κόσμο να γυρίζει; Πάντα ήμασταν μόνοι. Αλλά κάποτε μπορούσαμε να μιλάμε γι’ αυτό. Όταν ήμασταν νέοι μιλούσαμε γι’ αυτό. Σαν παιδιά το τραγουδούσαμε παίζοντας. Όταν ήμασταν έφηβοι το ψιθυρίζαμε εραστές σε κρεβάτια ξέστρωτα. Το ξενυχτούσαμε. Το κουτσομπολεύαμε. Το γράφαμε λαθραία τις νύχτες στους τοίχους του κόσμου. Το φωνάζαμε. Κάναμε μια ολόκληρη επανάσταση με πεντακάθαρα εικοσάχρονα χέρια. Τί μένει τώρα; Ένα καθεστώς τρόμου, υποκρισίας. Μια πανδημία μοναξιάς.Κάθε συναίσθημα σύμπτωμα. Κάθε ερωτευμένος ασθενής.
(Βγαίνει η ΒΑΝΕΣΣΑ.)
Όλος ο κόσμος μου γκρεμίστηκε μια μέρα σαν τις άλλες.
Και στους δρόμους τα παιδιά στρίγκλιζαν. Οι εραστές έκλαιγαν, και οι ποιητές ονειρεύονταν. Μα κανείς δεν είπε ούτε λέξη.
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το μικρό θεατρικό έγραψε η Γιοχάννα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής