Ο Πάτρικ άνοιξε τα μάτια του απότομα. Δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου όλη νύχτα. Ήταν σαν να προσπαθούσε να σπρώξει τα λεπτά, να τα μετρήσει ένα ένα για να περάσουν πιο γρήγορα. Η μεγάλη μέρα είχε έρθει. Η ημέρα που περίμενε όλη του τη ζωή. Θα γινόταν δεκαοκτώ ετών και θα του επιτρεπόταν πια να βγαίνει Έξω.
Οι κανόνες είχαν ως εξής: τα παιδιά μέχρι να φτάσουν τα δεκαοκτώ επιτρέπεται μόνο να πηγαίνουν στο σχολείο και το πολύ σε μία δραστηριότητα που έπρεπε να δηλωθεί ρητά κι αμετάκλητα στην Αρχή. Άλλωστε, η Αρρώστια χτυπά αλύπητα αυτές τις ηλικίες και γι’ αυτό οι δραστηριότητες πρέπει να είναι περιορισμένες. Μετά τα δέκα οκτώ, επιτρεπόταν να σπουδάσει μέχρι και τα είκοσι τέσσερα, να κάνει οικογένεια μέχρι τα τριάντα έξι και να δουλέψει μέχρι τα εξήντα πέντε. Η Αρρώστια επιστρέφει σε εκείνη την ηλικία, οπότε θα πρέπει το τέλος της Ζωής του να το περάσει απομονωμένος όπως και τα πρώτα χρόνια της.
Ο Πάτρικ, ωστόσο, ήταν τόσο ενθουσιασμένος για την πρώτη του μέρα στη Ζωή που δεν τον ένοιαζε να σκεφτεί τι θα απογίνει όταν φτάσει τα εξήντα πέντε. Είχε αποφασίσει ότι το πρώτο πράγμα που θα κάνει θα ήταν να πάει στο μουσείο της πόλης. Το είχαν επισκεφθεί με το σχολείο πριν δύο χρόνια αλλά δεν τους επιτράπηκε να επισκεφθούν το τμήμα των ενηλίκων. Ο δάσκαλος είχε πει ότι το τμήμα εκείνο περιείχε αντικείμενα που άνηκαν στην εποχή του Πριν.
Βγήκε από το σπίτι του γεμάτος ενθουσιασμό. Καρφίτσωσε πάνω του την πράσινη κονκάρδα που παίρνεις από την Αρχή όταν κλείνεις τα δεκαοκτώ και ξεκίνησε να περπατά αποφασιστικά έως το κέντρο της πόλης. Στο σχολείο τούς είχαν εξηγήσει πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα χαρτάκια που κρατούσε στο χέρι του και λέγονται Χρήματα. Τα Χρήματα ήταν απαγορευμένα για τα παιδιά, αλλά η μητέρα του τού είχε δώσει μερικά από αυτά στα κρυφά όταν έκλεισε τα δεκαεπτά.
Η κοπέλα στην είσοδο του μουσείου φορούσε κι εκείνη πράσινη κονκάρδα, αν κι ήταν ολοφάνερο ότι είχε κλείσει τα δεκαοκτώ εδώ και καιρό. Τον κοίταξε μάλλον με απορία.
– Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι; ρώτησε.
– Ναι, είπε ο Πάτρικ διστακτικά, θα ήθελα να αγοράσω ένα εισιτήριο. Για ενήλικες. Σήμερα έκλεισα τα δεκαοκτώ.
Η κοπέλα δεν έδειξε να συγκινείται με αυτήν την πληροφορία.
– Έχετε μαζί σας τα Χρήματα;
– Βεβαίως!
Ο Πάτρικ της έδωσε τα τσαλακωμένα χαρτάκια κι εκείνη τα μέτρησε ένα ένα και του έδωσε το εισιτήριο.
– Το τμήμα των ενηλίκων είναι στον δεύτερο. Υποθέτω ότι αυτό ήρθες να δεις, είπε.
Ο Πάτρικ περπάτησε γρήγορα προς την πρώτη αίθουσα. Πέρασε τα εκθέματα με τα τεχνολογικά επιτεύγματα του Τώρα και πήρε το ασανσέρ για να ανέβει στην αίθουσα του Πριν. Τα πόδια του σχεδόν έτρεμαν. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά. Δεν ήξερε τι να περιμένει.
Η αίθουσα φωτιζόταν από μεγάλους προβολείς το φως των οποίων ήταν τόσο εκτυφλωτικό που χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να προσαρμόσει τα μάτια του. Και μετά, τα είδε. Μικρά δεντράκια παντού μέσα σε γυάλινες προθήκες. Κάποια από αυτά είχαν πράσινα φύλλα και κάποια κόκκινα. Οι κορμοί τους ήταν χοντροί και πολλές φορές οι ρίζες τους εξείχαν από τις γλάστες μπλεγμένες η μία με την άλλη. Ο Πάτρικ διάβασε την επιγραφή που υπήρχε δίπλα στην πόρτα.
“Μπονσάι.
Το Μπονσάι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα που ονομαζόταν Κίνα. Διασώθηκε από επιστήμονες που επισκέφθηκαν τελευταίοι τη χώρα πριν την Αρρώστια. Διατηρείται ως ιστορικό κειμήλιο αυτού που στην εποχή εκείνη ονομάζονταν “δέντρο”. Στο Πριν οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το “δέντρο”, μεταξύ άλλων, για την παραγωγή ξυλείας. Η αρχαία αυτή μέθοδος έχει εγκαταλειφθεί Τώρα μετά την τεχνολογικές εξελίξεις που επιτρέπουν την παραγωγή ξυλείας με νέες μεθόδους”.
Ο Πάτρικ ψέλλισε τη λέξη “δέντρο” και τη λέξη “μπονσάι”. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στις γυαλιστερές προθήκες υπνωτισμένος από τα χρώματα των φύλλων. Δεν είχε δει τίποτα ομορφότερο στη ζωή του. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν παρατήρησε ότι δεν ήταν μόνος. Εάν ο δεύτερος επισκέπτης της αίθουσας δεν του είχε μιλήσει σίγουρα θα είχε πέσει πάνω του. Ήταν ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο από εκείνον, φορούσε γυαλιά και κρατούσε ένα ξεφτισμένο τετράδιο στα χέρια του.
– Υπέροχα, έτσι δεν είναι;
Ο Πάτρικ βγήκε με βία από την ύπνωση του.
– Δεν έχω ξαναδεί τίποτα πιο όμορφο, είπε και μετάνιωσε για την υπερβολή του.
– Έρχομαι εδώ σχεδόν κάθε μέρα. Το όνειρό μου είναι να ταξιδέψω στη χώρα που λέγεται Κίνα και να δω ένα αληθινό από κοντά, είπε το αγόρι και φάνηκε να μετανιώνει που ξεστόμισε τέτοια επιθυμία.
– Τι εννοείς; Κανείς δεν μπορεί να ταξιδέψει στη χώρα που λέγεται Κίνα, είπε ο Πάτρικ. Δεν υπάρχει πια.
– Φυσικά και υπάρχει. Η Αρχή δεν επιτρέπει να μιλάμε γι’ αυτά, αλλά επειδή έχω αποφασίσει να το κάνω δεν με νοιάζει. Η χώρα που λέγεται Κίνα υπάρχει και μάλιστα είναι πολύ κοντά. Είναι πίσω από το Μεγάλο Λόφο.
– Αποκλείεται αυτό που λες, είπε ο Πατρικ. Πίσω από το Μεγάλο Λόφο υπάρχει το Τίποτα.
– Το Τίποτα είναι η χώρα που λέγεται Κίνα. Κι απόψε θα τον σκαρφαλώσω και θα βρεθώ εκεί. Εάν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου. Φαίνεσαι εντάξει τύπος κι εξάλλου αυτό που πάω να κάνω είναι μοιραίο και θα ήθελα παρέα.
– Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
– Λοιπόν, πρέπει να φύγω. Εάν θέλεις να με ακολουθήσεις έλα στην αρχή του συρματοπλέγματος απόψε στις δέκα το βράδυ. Φέρε μαζί σου μόνο τα απαραίτητα.
Ο Πάτρικ έμεινε να κοιτάζει το αγόρι έτσι όπως απομακρυνόταν προς την έξοδο της αίθουσας. Ποια ήταν τα απαραίτητα; Το μουσείο έκλεινε σε λίγο, αλλά εκείνος είχε μείνει αποσβολωμένος μπροστά σε μια προθήκη με ένα μπονσάι με κόκκινα φύλλα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει. Καταρχάς δεν ήξερε καν το όνομα του αγοριού κι επίσης η απόπειρα Φυγής τιμωρούνταν με βαριές ποινές από την Αρχή. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ποινές ήταν αυτές, αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν πολύ σοβαρές. Η ώρα είχε πάει εννέα και μισή κι η μητέρα τού ετοίμαζε το δείπνο. Αυθόρμητα και χωρίς να το καταλάβει σηκώθηκε από το τραπέζι κι έβαλε το σακάκι του.
– Τι ακριβώς κάνεις; τον ρώτησε εκείνη.
– Θα βγω, είπε αποφασιστικά ο Πάτρικ.
– Να πας πού ακριβώς; Η Απαγόρευση Κυκλοφορίας ξεκίνησε στις εννιά. Τώρα είσαι ενήλικος και πρέπει να τα ξέρεις αυτά.
– Τα ξέρω, μητέρα.
Έκλεισε την πόρτα αφήνοντας τη μητέρα του σαστισμένη, ανήμπορη να αντιδράσει και με την κουτάλα στο χέρι.
~~
Ο Πάτρικ έφτασε στην αρχή του συρματοπλέγματος στις δέκα παρά πέντε ακριβώς. Το αγόρι ήταν ήδη εκεί.
– Ήρθες τελικά, του είπε εκείνος. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε πέντε λεπτά ακριβώς θα φανεί ένα φως ανάμεσα στα βράχια.
– Και μετά;
– Μετά θα δούμε.
Το φως δεν άργησε να φανεί. Ήταν αχνό και αναβόσβησε τρεις φορές. Το αγόρι πέταξε την τσάντα του πάνω από το συρματόπλεγμα κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Ο Πάτρικ έκανε το ίδιο. Δεν ήταν ο εαυτός του. Δεν ήξερε ποιος ήταν, αλλά ήξερε ότι πια ο δρόμος δεν είχε γυρισμό.
Στην άλλη μεριά τους περίμενε ένας τύπος με πολύ μικρά μάτια, σχεδόν σαν σχισμές. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια μάτια. Ακούστηκε μια σειρήνα κι ο τύπος τους συμβούλεψε να πέσουν κάτω. “Κατάλαβαν ότι κάποιος το έσκασε”, είπε. Έμειναν στο χώμα για αρκετά λεπτά κοιτώντας ο ένας τον άλλο με αγωνία ώσπου η σειρήνα σταμάτησε. “Τώρα πρέπει να σκαρφαλώσουμε τον Λόφο έρποντας”, είπε το αγόρι.
Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη. Ο Πάτρικ ένιωθε πως δεν θα τα καταφέρει, αλλά συνέχιζε να βάζει το ένα χέρι μπροστά από το άλλο ακολουθώντας τον περίεργο φίλο του. Ένα εικοσιτετράωρο πριν δεν ήξερε τι είναι τα μπονσάι, ούτε ότι υπάρχει η χώρα που λεγόταν Κίνα. Δεν ήξερε τίποτα για τον κόσμο κι ήταν αποφασισμένος να τον γνωρίσει. Σκέφτηκε για λίγο τη μητέρα του κι η σκέψη αυτή τον έκανε να θέλει να γυρίσει πίσω. Θα μπορούσε άραγε να τη φέρει κάποτε στη χώρα που λέγεται Κίνα;
– Ε, εσύ, ψιθύρισε στο αγόρι που προπορευόταν μπροστά του. Πώς σε λένε;
– Ραούλ.
Ραούλ. Φαίνεται ότι μαζί με τον Ραούλ θα κατακτήσει τον κόσμο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βασιλική, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Χατζηκωνσταντίνου, Σκύρος