Μια κλόουν που τη λέγαν Τεχανού

0
1140

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ERK0p3uWkAIzvkr-1024x690.jpg

Ήταν κάποτε μια κλόουν. Όταν γεννήθηκε οι γιατροί δεν είχαν καταλάβει τίποτα, το σώμα της ήταν ακριβώς όπως όφειλε να είναι. Όταν άρχισε να μεγαλώνει, οι γονείς της δεν κατάλαβαν τίποτα. Μόνο η μαμά της πότε-πότε έβλεπε τη σπίθα στα μάτια της να χάνεται, γυρνώντας απ’ το σχολείο. Εκεί, οι συμμαθητές της κάτι έβλεπαν. Δεν ήταν παιδί αυτή, όχι. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι περίεργο.

Εκείνη ήξερε πως είχε κάτι που έμοιαζε με πατάτα αντί για μυαλό. Όταν φορούσε το σκούφο της και περπατούσε γύρω-γύρω στην τσιμεντένια αυλή, της άρεσε να επικοινωνεί με το μυαλό της, που ήταν σαν πατάτα και ζούσε στο μικρό σπιτάκι στο κεφάλι της. Συχνά μιλούσε στην πατάτα της και την καθησύχαζε όταν ήταν ανήσυχη. Της έβαζε να ακούσει μουσική. Της διάβαζε παραμύθια.

Όταν μεγάλωσε, κάποιοι άνθρωποι ήρθαν δίπλα της. Δεν τους πείραζε που ήταν αδέξια στις κινήσεις. Δεν τους πείραζε όταν ήταν πολύ σοβαρή. Δεν τους πείραζε όταν έκλαιγε, ούτε όταν γελούσε δυνατά. Κι εκείνη ξέχασε την πατάτα. Ζούσε όπως όλοι, φυσιολογικά.

Μια μέρα ξύπνησε κι είχε πάνω της μια κόκκινη μύτη. Ήταν στρογγυλή και ζεστή. Στην αρχή δεν μπορούσε να τη συνηθίσει, την εμπόδιζε στην αναπνοή. Προσπαθούσε να την κρύψει. Μα πώς στην ευχή φύτρωσε εκεί; Άρχισε να γίνεται παιδί. Ένα παιδί με ένα κοντό και ένα μακρύ πόδι. Δεν μπορούσε να περπατήσει καλά, ούτε να παίξει. Είχε αρχίσει κιόλας να κουτσαίνει. Για όλα έφταιγε εκείνη η μύτη. Προσπάθησε να την ξεριζώσει. Προσπάθησε πολύ. Κάθε μέρα όμως κούτσαινε όλο και πιο πολύ. Μα από πού κι ως που ήταν τώρα παιδί; Γιατί;

Περάσαν χρόνια και χρόνια, κι εκείνη, με το αδέξιο βάδισμα και την πουδραρισμένη μύτη, πέρασε έξω από ένα τσίρκο. Κάποια απαλή και συνάμα γνώριμη μουσική την κάλεσε μέσα. Όταν μπήκε εκεί τρόμαξε. Το μέρος ήταν γεμάτο ανθρώπους με κόκκινες μύτες. Έπαιζαν, γελούσαν, έκλαιγαν, τραγουδούσαν.

Υπήρχαν κάποιοι μεγάλοι και κάποιοι μικροί. Αουγκούστο φώναζαν τους μεγάλους, Κοντρα-Αουγκούστο τους μικρούς. Ο δάσκαλος, τους μάθαινε πώς να περπατούν και πώς να μιλούν γιατί δεν ήξεραν ακόμη. Κι εκείνη, διστακτικά πήγε να παίξει μαζί τους. Έψαχνε τη χαμένη της φωνή.

Στην αρχή δε μιλούσε καθόλου αλλά εκείνους δεν τους πείραζε. Φαινόταν να τη συμπαθούν. Φαινόταν να την καταλαβαίνουν. Τη βοήθησαν να μάθει νέους τρόπους να περπατά και ήταν δίπλα της όταν είπε τις πρώτες της λέξεις με την καινούρια της φωνή. Τη βοήθησαν να βρει και το όνομά της.

Της εξήγησε ο δάσκαλος της πως κάθε κλόουν έχει κι ένα δικό του όνομα και παίζοντας της είπε, θα βρεις το δικό σου.

Καθώς περνούσαν οι μήνες, μπορεί να ήταν και χρόνια, άρχισε να αγαπάει την κόκκινή της μύτη και όταν περπατούσε στο δρόμο δεν έκρυβε πια το άτσαλο περπάτημά της. Ήξερε πως είχε μια οικογένεια, είχε μέσα της το τσίρκο. Κι άρχισε να σχηματίζεται σιγά-σιγά στο μυαλό της ένας ήχος. Έμοιαζε με το όνομά της.

Μια μικρούλα λέξη που είχε διαβάσει σε ένα παλιό κίτρινο βιβλίο, αντηχούσε ξανά και ξανά στο μυαλό της και την φώναζε. Η πατάτα, έμοιαζε πλέον να απαντάει σε αυτόν τον ήχο. Τεχανού.

Όταν η Τεχανού βρήκε το όνομά της, άρχισε να γελάει πιο πολύ. Άρχισε και να αγκαλιάζει τους ανθρώπους. Άρχισε και να μεγαλώνει και να ψηλώνει. Τα βράδια όμως, όταν στη σιωπή άνοιγε τ’αυτιά της, δεν μπορούσε ν’ακούσει την καρδιά της. Ήταν τόσο μεγάλη αλλά τόσο άδεια. Όσο ησυχία κι αν έκανε, δεν άκουγε τίποτα. Μερικές φορές το ξεχνούσε, άλλες όμως τ’ αυτιά της βούιζαν από την ησυχία. Αυτό το βουητό ήταν πιο ενοχλητικό κι από τη βουή που κάνει το βράδυ το ψυγείο.

Μια μέρα στεκόταν στο δρόμο, δίπλα στο σπίτι της. Και περίμενε εκείνον να’ ρθεί. Την είδε ξαφνικά. Το πόδι του έμεινε μετέωρο ψηλά, τόσο ψηλά όπως στην αφίσα των Monty Pythons. Τον ρώτησε τι έγινε. Κάτι μουρμούρισε αυτός για μια αφίσα. Εκείνη γέλασε. Άρχισαν να προχωρούν δίπλα-δίπλα.

Η Τεχανού του έριχνε κλεφτές ματιές κι έτσι όπως τον κοιτούσε απ’το πλάι της έμοιαζε λιγάκι κόκκινη η μύτη του. Όταν έκατσαν στο αγαπημένο της τραπέζι και ξεκίνησαν να μιλάνε και να μιλάνε ένιωσε να ζαλίζεται. Πήγε στο μπάνιο να ρίξει νερό στο πρόσωπό της. Άκουγε ένα βιαστικό τικ τακ και το αίμα στις φλέβες της κυλούσε ορμητικά. Όπως όταν φεύγει από τη μέση το φράγμα που κρατάει στη λίμνη το νερό. Επέστρεψε στο τραπέζι ταραγμένη. Αυτό το τικ τακ έμοιαζε με τα βήματά του.

Τις επόμενες μέρες και τους επόμενους μήνες, η μύτη της έλαμπε εκτυφλωτικά. Κι εκείνου του άρεσε. Της χάιδευε τη μύτη απαλά. Μαγείρευαν παρέα αρακά.

Μιλούσαν και μιλούσαν και σταματούσαν μόνο για να δώσουνε φιλιά. Φιλιά ζεστά και αιώνια. Κι ακουγόταν η καρδιά της να χτυπάει δυνατά πάντα σαν τα βήματά του. Του έμαθε να φτιάχνει καφέ, γιατί δεν ήξερε. Του έδειχνε πώς να γυρίζει το κουτάλι και πώς να φτιάχνει το πιο αφράτο καϊμάκι. Του έμαθε να αγαπάει τα χέρια του. Της μάθαινε να μιλά ακόμη πιο ελεύθερα, με τη δική της φωνή.

Δεν φοβόταν ο,τι ήθελε να πει. Κι αυτός είχε τις πιο ωραίες γάμπες του κόσμου. Και στο μπράτσο του μια εικόνα με ροζ και πορτοκαλιά χρώματα. Όποτε άγγιζε εκείνο το μπράτσο του, ένιωθε ότι το δέρμα του εξέπεμπε μια περίεργη ζεστασιά. Πορτοκαλιά. Γελούσαν. Γελούσαν δυνατά συνέχεια. Και πίνανε ένα ροζέ φτηνό κρασί. Από το ίδιο ποτήρι.

Μια μέρα εκείνη έπρεπε να φύγει μακριά. Το ήξερε. Και έτρεμε όσο πλησίαζε ο καιρός. Όταν έφευγε, εκείνος την πήρε μια μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά. Τα πόδια της είχαν κολλήσει στα σκαλιά. Τα τράβηξε με δύναμη κι έτσι μπόρεσε να τον αφήσει και να φύγει. Όσο ήταν μακριά του, η Τεχανού ψιθύριζε σαν ξόρκι τ’όνομά του. Γιατί το ένιωθε πως ερχόταν το φθινόπωρο και οι βροχές που παίρνουν μαζί τους τα όμορφα πουλιά.

Όταν γύρισε τελικά, της είπε πως δεν μπορούσαν να δώσουν άλλα φιλιά. Της έδωσε μια ακόμη σφιχτή αγκαλιά και εκείνη του έδωσε, για ν’ανάψει το τσιγάρο του, φωτιά. Κι έμεινε γεμάτο το μπουκάλι το κρασί που πλέον μόνη της δεν μπορούσε να το πιει.

Ήρθε κι ο χειμώνας και έφερε μαζί του την παγωνιά που πήγε όλη και φώλιασε εκεί στο στέρνο της βαθιά. Κάθε της αναπνοή ήταν παγωμένη και κοφτή. Για πολύ καιρό. Μέχρι που εκείνος άρχισε να της στέλνει κάτι τεράστια γράμματα, του’στελνε κι εκείνη ακόμη πιο τεράστια. Τα γράμματα ήταν γεμάτα από την αγάπη την παλιά, τον θαυμασμό, την τρυφερότητα.

Και άρχισε η Τεχανού να γελάει πάλι. Να αναπνέει. Το μαύρο μελάνι τη ζέσταινε γλυκά. Την άνοιξη κατάλαβε πως η καρδιά της συνεχίζει να χτυπά. Με άλλον ήχο πια μα σταθερά. Ο νέος της φίλος, εκεί κι αυτός, σταθερά. Για όλα τα υπόλοιπα φθινόπωρα, για καλοκαίρια και για χειμώνες. Λένε τις ιστορίες τους. Λένε για  τα ταξίδια τους. Λένε τ’ αστεία τους. Κι ανταλλάσσουνε ακόμη εκείνα τα γράμματα.

Μια μικρή κλωστή, απαλή και λεπτή σα μετάξι, ενώνει τις μύτες τους από μακριά. Κι εκείνη ξέρει τώρα, ξέρει πιο πολλά. Ξέρει να περπατάει περήφανα, ξέρει να αγαπάει πιο πολύ, ξέρει να πονάει, ξέρει να εμπιστεύεται τη μύτη της και την καρδιά της. Κι αγαπάει το φίλο της με έναν καινούριο τρόπο. Κι αυτή η αγάπη της, την κάνει να είναι πιο πολύ Τεχανού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Άρτεμις Καρμπά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Στη φωτογραφία η Daniela Carrasco

Chile: Justice for Daniela Carrasco and All Victims of State Violence