Σήμερα ξύπνησα από τις έξι το πρωί. Επιτέλους ξημέρωσε η μέρα που περίμενα. Δεκαεφτά Ιουνίου. Δεκαοκτώ χρονών. Οχτώ χρόνια μετρούσα τις μέρες μία μία σαν φυλακισμένος.
~~
Ήμουν δέκα. Γυρνούσαμε όπως σχεδόν κάθε μέρα από το πάρκο. Η μητέρα μου οδηγούσε και στο πίσω κάθισμα εγώ και η δύο χρόνια μικρότερη αδερφή μου. Η Κατερίνα. Το σκηνικό μέσα στο αμάξι ήταν πάντα ίδιο. Εγώ καθόμουν πίσω από την μητέρα μου και δίπλα μου η μικρή. Η μητέρα μου έβαζε στο ραδιόφωνο να παίζει το αγαπημένο μας τραγούδι. Το ελεφαντάκι, του Φοίβου Δεληβοριά. Το τραγούδι έπαιζε σε επανάληψη, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι και όλοι μαζί τραγουδούσαμε.
Πρέπει να ήταν περίπου οκτώ το βράδυ, και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα φώτα ενός αυτοκινήτου και το ουρλιαχτό της μητέρας μου. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Είχα γδαρσίματα στο κεφάλι και στα χέρια μου. Η μητέρα μου ήταν και αυτή καλά. Είχε μόνο ένα χτύπημα στο κεφάλι. Η Κατερίνα όμως δεν ήταν εκεί. Πέθανε σχεδόν ακαριαία.
Αυτός ο θάνατος άλλαξε τα πάντα. Δεν ήμασταν πια η ίδια οικογένεια. Η μητέρα μου δεν το ξεπέρασε ποτέ. Κατηγορούσε τον εαυτό της και ας μην έφταιγε. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία στην οικογένεια μας. Κι εγώ πάλευα κάθε μέρα να καταλάβω πως από τη μία στιγμή στην άλλη έχασα τη μικρή μου αδερφή.
Ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν δύο καλοντυμένοι κύριοι. Ένας νεαρός και ένας μεγαλύτερος σε ηλικία. Η μητέρα μου μόλις τους είδε άρχισε να φωνάζει. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Ο πατέρας μου αφού προσπάθησε να την ηρεμήσει με έστειλε στο δωμάτιο μου.
Το δωμάτιο μου. Οι γονείς μου δεν άλλαξαν τίποτα. Απέναντι από το κρεβάτι μου ήταν ακόμα το κρεβάτι της Κατερίνας. Στρωμένο στην εντέλεια, με όλα τα αρκουδάκια της να με κοιτάνε κάθε φορά που έμπαινα μέσα. Ήταν σαν να με ρωτούσαν πότε θα επιστρέψει η Κατερίνα. Κι εγώ να μην μπορώ να τους απαντήσω. Κανείς ποτέ δεν άγγιζε τίποτα από τα πράγματα της. Ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα μπαίνοντας στο δωμάτιο μου, για να μην ξεχάσω ποτέ τι είχε γίνει. Λες και θα μπορούσα να ξεχάσω.
Άφησα την πόρτα μισάνοιχτη, για να ακούσω. Ο νεαρός ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου που μας χτύπησε, και είχε έρθει μαζί με τον πατέρα του. Μεγαλοδικηγόρος. Ήρθαν να ζητήσουν συγνώμη, σκέφτηκα με το παιδικό μυαλό μου. Όχι. Ήρθαν γιατί ο νεαρός την ώρα του ατυχήματος ήταν πιωμένος. Άκουσα τον πατέρα του να προσφέρει στους γονείς μου χρήματα, για να μην πάνε στα δικαστήρια και γίνει ντόρος.
Τα χρειαζόμασταν τα λεφτά. Η μητέρα μου σταμάτησε να δουλεύει μετά το ατύχημα. Ο πατέρας μου ήταν αποθηκάριος σε μία εταιρεία. Νομίζω ξαφνιάστηκα όταν ο πατέρας, ένας ήρεμος γενικά άνθρωπος, τους έδιωξε από το σπίτι φωνάζοντας και βρίζοντας. Ο κύριος μεγαλοδικηγόρος τον απείλησε και του ξεκαθάρισε πως δεν θα έχουν καμία τύχη, γιατί έχει πολλούς ισχυρούς φίλους. Κάνεις το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου, του είπε.
Πήγα στο σαλόνι μόλις έκλεισε η πόρτα. Οι γονείς μου κλαίγανε αγκαλιασμένοι. Νομίζω ήταν η πρώτη, μπορεί και τελευταία φορά μετά το ατύχημα, που τους είδα γαλήνιους.
Μετά από ένα μήνα ο πατέρας μου απολύθηκε. Το δικαστήριο έγινε και ο νεαρός αθωώθηκε. Δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία που να αποδείξουν τη μέθη και την ενοχή του. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα στην ψυχολογία της μητέρας μου. Παραιτήθηκε κι απ’ τη ζωή.
Ο νεαρός έγινε και αυτός δικηγόρος, και έτσι για να μην τον ξεχάσουμε ποτέ, έβγαινε συχνά στην τηλεόραση διατυμπανίζοντας τις νομικές του γνώσεις, αλλά και το ήθος του. Στην Ελλάδα όλα ξεχνιούνται γρήγορα, μου απάντησε ο πατέρας μου όταν τον ρώτησα γιατί κανείς δεν αναφέρεται στο ατύχημα.
~~
Ξημέρωσε η μέρα που έγινα επιτέλους 18 χρονών. Τον τελευταίο μήνα είχα κάνει την προεργασία μου. Παρακολουθούσα το γραφείο του. Ήξερα τι ώρα πήγαινε, τι ώρα έφευγε, και πότε ήταν μόνος του, χωρίς τη γραμματέα του. Το καλό με αυτούς τους πλούσιους μεγαλοπιασμένους είναι πως δεν παρεκκλίνουν ποτέ από το πρόγραμμα τους.
Τον είχα πάρει τηλέφωνο πριν μερικές μέρες. Έδωσα ένα ψεύτικο όνομα και έκλεισα ραντεβού το Σάββατο 17 Ιουνίου στις δέκα. Θα ήταν μόνος του. Η γραμματέας του δεν πήγαινε τα Σάββατα. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε. Το γραφείο του ήταν εντυπωσιακό. Πανάκριβα έπιπλα και ένα πανέμορφο παχύ χαλί δέσποζε στο χώρο. Οι βιβλιοθήκες ήταν γεμάτες βιβλία και στους τοίχους κρεμασμένα πτυχία. Πάνω στο γραφείο του είχε μια φωτογραφία με ένα μικρό κοριτσάκι. Η κόρη του, σκέφτηκα. Έμοιαζε πολύ με την Κατερίνα και αυτό με εξόργισε ακόμα περισσότερο.
Μπήκα μέσα απόλυτα ήρεμος. Κάθισα και ξεκίνησα να του λέω για την υπόθεση μου. Είχα προκαλέσει ένα ατύχημα και έφυγα από τον τόπο. Ο ποδηλάτης που χτύπησα ήταν στην εντατική. Το πίστεψε. Οι ηθικολογίες που ξεκίνησε να ξεστομίζει με τρέλαιναν. Θα πρέπει να παραδοθείς στην αστυνομία για αυτό που έκανες, μου είπε. Όσο μιλούσε έβγαλα από την τσάντα μου το όπλο, που είχα αγοράσει παράνομα.
Σάστισε. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Δεν θα τον σκότωνα έτσι. Όχι. Ήθελα να ακούσει ποιος είμαι. Να ξέρει τι είχε κάνει. Του τα είπα όλα. Για τη μητέρα μου, που δεν συνήλθε ποτέ. Για τον πατέρα μου, που δούλευε από εδώ και από εκεί για να τα βγάλει πέρα. Για μένα, που έπρεπε να ζω όλα αυτά τα χρόνια χωρίς μια συγγνώμη έστω που έχασα την αδερφή μου. Και φυσικά για την Κατερινούλα.
Στην αρχή με παρακαλούσε. Μετά φώναζε και με απειλούσε. Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ πίστευα πόσο έτοιμος ήμουν. Σηκώθηκα όρθιος και με απίστευτη ηρεμία τον πυροβόλησα 3 φορές. Έπεσε, πάνω στο γεμάτο αίματα πλέον χαλί. Πήγα από πάνω του και του έριξα άλλες 3 σφαίρες.
Γύρισα σπίτι. Οι γονείς μου ήταν στο σαλόνι. Τους φίλησα και τους αγκάλιασα με όλη μου την ψυχή. Πήγα στο δωμάτιο μου. Έβαλα το ελεφαντάκι να παίζει στον υπολογιστή μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι της Κατερίνας. Ήταν ο καλύτερος και πιο ήρεμος ύπνος της ζωής μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Νίκος Φαρμακιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Από τους Συνεργούς ζητήθηκε να κάνουν έναν φόνο (μυθοπλαστικό).