Η Κυριακή με τις κόκκινες φανέλες

0
342

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ragged-sneakers-soccer-ball.jpg

Σύμφωνα με τους αγρότες στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες, η ανατολή του ηλίου είναι η πιο ήσυχη ώρα της ημέρας.

Δύο φορές το χρόνο όμως, η ανατολή του ηλίου είναι διαφορετική. Γιατί εκείνες τις δύο φορές, ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται έξω από κάθε ανθρώπινη λογική. Φυσικά, αυτές οι δύο ημέρες ανήκουν σε μια ανώτερη δύναμη, τη δύναμη του ποδοσφαίρου.

~~

Οι Κυριακές του Απριλίου είναι για τον Σεμπάστιαν ό,τι πιο ευχάριστο μετά από το παγωτό της Παρασκευής. Δεν έχει την αφόρητη ζέστη των προηγούμενων μηνών που τον κάνει να βγαίνει και να κοιμάται δίπλα από το πέτρινο πηγάδι.

Αυτή η Κυριακή όμως, είναι μια από εκείνες τις δύο Κυριακές του χρόνου που έχουν τις δικές τους εποχές.

“Γιατί σήμερα, η Εστουδιάντες παίζει με τη Χιμνάσια.”

Αυτή η φράση επαναλαμβάνεται συνέχεια στο μυαλό του Σεμπάστιαν, εδώ και ένα μήνα. Όλα τα παιδιά στο σχολείο την επαναλαμβάνουν σε κάθε διάλειμμα, αλλά και μέσα στην τάξη, σαν ψίθυρο που τον παίρνει ο δροσερός αέρας και το μεταφέρει στα διψασμένα αυτιά τους.

~~{}~~

Μόλις οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδεψαν το μάγουλο του Σεμπάστιαν, αποφάσισε ότι είναι πλέον ανώφελο να προσπαθεί να κοιμηθεί. Δεν έφαγε πρωινό, ούτε σαπούνισε τα αυτιά του για την Κυριακάτικη εκκλησία.

Σε λίγες ώρες, όλα τα περίχωρα του Μπουένος Άιρες θα κατηφόριζαν προς τη Λα Πλάτα, από τη μεγάλη λεωφόρο. Ο Σεμπάστιαν και οι φίλοι του δεν την πλησίαζαν ποτέ, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε σαν αποτέλεσμα πολλές ξυλιές με τον πλάστη από τις μανάδες τους.

Φυσικά, σήμερα ήταν η μία από τις δύο Κυριακές του χρόνου που η λεωφόρος θα ήταν γεμάτη κόσμο.

Σηκώθηκε, αλλά δεν τεντώθηκε καν. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Στο μυαλό του έτρεχαν ποδοσφαιριστές πίσω από μια μπάλα. Κάθε φορά που την έφταναν, ο Σεμπάστιαν ένιωθε αυτό το ρίγος στην πλάτη του και άλλαζε πλευρό.

Πήγε στην κουζίνα και κοίταξε το μεγάλο ξύλινο ρολόι. Σε μισή ώρα θα ερχόταν η Κλαούντια τρέχοντας, και θα του έβαζε τις φωνές που ακόμα δεν ήταν έτοιμος.

Άνοιξε την παλιά παπουτσοθήκη, και έβγαλε τα παπούτσια της εκκλησίας. Τα κράτησε στο χέρι του και ξεροκατάπιε. Αν η μάνα του ήξερε ότι θα τα φορέσει για να πάει στο γήπεδο, δεν θα τον άφηνε να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο για ένα μήνα.

Σήμερα όμως καμία τιμωρία δεν ήταν ικανή να του χαλάσει τα σχέδια. Τα καθημερινά του παπούτσια του ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερα, καθώς τα είχε πάρει από τον μεγαλύτερο ξάδελφό του.

Έτσι, ο Σεμπάστιαν δυσκολευόταν να τρέξει, να παίξει ποδόσφαιρο και να κάνει άλματα. Σήμερα όμως έπρεπε να είναι έτοιμος για όλα.

Έδεσε σφιχτά τα κορδόνια του και ανέβηκε στην καρέκλα της κουζίνας για να δει από το παράθυρο την Κλαούντια όταν θα πλησίαζε. Το χωράφι έστεκε ακίνητο, και οι αγελάδες βοσκούσαν ήδη.

Πώς να νιώθουν άραγε αυτές σήμερα; Πώς γίνεται να μην περιμένεις το μεγαλύτερο παιχνίδι του χρόνου σε όλο το Μπουένος Άιρες;

Οι σκέψεις για την αντίληψη των αγελάδων για το ποδόσφαιρο κατέκλυσαν το μυαλό του, και παραλίγο να μη δει την Κλαούντια να κατεβαίνει κουτρουβαλώντας το λόφο.

Κατέβηκε από την καρέκλα και άνοιξε την πόρτα εντελώς αθόρυβα (ήταν κάτι στο οποίο έκανε πρόβες τον τελευταίο μήνα).

Η Κλαούντια ήταν αναψοκοκκινισμένη.

“Σέμπα! Καταστροφή!”, κατόρθωσε να ψελλίσει, λαχανιασμένη.
“Τι συνέβη;” ρώτησε ο Σεμπάστιαν.
“Ο Ερνέστο! Ο πατέρας του δεν κατάφερε να βρει εισιτήρια στη μαύρη αγορά, και δεν θα μπορέσει να μπει στο γήπεδο κανονικά!”
“Και τώρα τί θα κάνουμε;” Είπε ο Σεμπάστιαν χτυπώντας το μέτωπό του.
“Πρέπει… να μπει… μαζί μας… με το δικό μας τρόπο!” είπε ξεφυσώντας η Κλαούντια

“Δηλαδή… ποιος από εμάς… εγώ σίγουρα όχι…” έκανε ο Σεμπάστιαν, και μόλις βρήκε το θάρρος του, σκεπτόμενος τις συνέπειες, είπε σθεναρά: “Δε γίνεται! Θα μας δουν και θα φωνάξουν την αστυνομία!”
“Σέμπα, το ήξερα ότι είσαι χέστης! Θα αντέξεις να δεις εσύ το παιχνίδι παράνομα, ενώ ο Ερνέστο θα είναι έξω από το γήπεδο; Και μάλιστα καθηλωμένος στο αμαξίδιο;, φώναξε η Κλαούντια, τονίζοντας ιδιαίτερα τις τελευταίες λέξεις.

Ο Σεμπάστιαν κατάλαβε ότι αν συνέχιζε το διάλογο, τότε σίγουρα θα σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι και η μάνα του θα τον κλείδωνε στο σπίτι.

“Εντάξει, μόνο μη φωνάζεις. Ας ξεκινήσουμε προς το γήπεδο, και βλέπουμε εκεί τι θα κάνουμε!”, της είπε.

~~

Σε όλη τη διαδρομή προς το γήπεδο, ήταν και οι δύο βυθισμένοι στις σκέψεις τους.

Ο Σεμπάστιαν είχε αγχωθεί τόσο πολύ που όλα είχαν γίνει ένας τεράστιος κυκλικός χορός στο κεφάλι του. Έπρεπε να τα βάλει σε μια σειρά.

Αυτή τη μέρα την περίμενε χρόνια. Δεν είχε δεί ποτέ το ντέρμπι Εστουδιάντες – Χιμνάσια από κοντά. Οι γονείς του δεν είχαν λεφτά για εισιτήριο, πόσο μάλλον για ένα τέτοιο παιχνίδι.

Οπότε, κάθε φορά που έπαιζε η Εστουδιάντες, ο Σεμπάστιαν και η Κλαούντια έτρωγαν όλη τη μέρα έξω από το γήπεδο, που σαν απόρθητο κάστρο στεκόταν τεράστιο και αυστηρό, με μόνο στόχο να σκαρφιστούν έναν τρόπο να μπουν μέσα, χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι.

“Δεν θέλω μια σκάλα, απλά μια τόση δα πόρτα στον Παράδεισο!” Έλεγε και ξαναέλεγε ο Σεμπάστιαν.

Όταν έφτασαν έξω από το γήπεδο, είδαν από μακριά τον Ερνέστο.

Το γήπεδο είχε ήδη γεμίσει. Τα γύρω στενά του γηπέδου ξεχείλιζαν από φιλάθλους και τα συνθήματα έμοιαζαν με ιαχές πολέμου.

“Πόση ώρα έχουμε;” ρώτησε την Κλαούντια.
“10 λεπτά. Η πόρτα της τροφοδοσίας κλείνει 3 λεπτά πριν σφυρίξει ο διαιτητής. Πάμε να πάρουμε τον Ερνέστο.”

Ο Σεμπάστιαν κοντοστάθηκε. Τι θα γινόταν αν τους έπιαναν; Οι ξυλιές από τον πλάστη πέρασαν μπροστά από τα μάτια του και ένιωσε ένα ρίγος.

“Σέμπα, αν εμείς μπούμε αλλά ο Ερνέστο μείνει έξω από το γήπεδο, δεν θα μας συγχωρήσω ποτέ. Κουνήσου!”

Πήγαν προς το μέρος του Ερνέστο και χαιρέτησαν τον πατέρα του. Του είπαν ότι θα έπαιρναν τον Ερνέστο για μια μικρή βόλτα.  Ο πατέρας του έδειξε να υποψιάζεται κάτι, αλλά απλά τους είπε να προσέχουν.

~~

Πήραν τον Ερνέστο με το αμαξίδιο του, και έκαναν το γύρο του γηπέδου. Η πόρτα της τροφοδοσίας έστεκε εκεί, μισάνοιχτη, όπως σε κάθε παιχνίδι. Όλα πήγαιναν ακριβώς όπως τα είχαν σχεδιάσει. Πλησιάζοντας κι άλλο όμως, η Κλαούντια βόγκηξε.

“Ωχ! Σέμπα… κοίτα στην πόρτα!”

Ο Σεμπάστιαν μισόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύτερα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, αλλά τα ξύλινα κιβώτια με τα τρόφιμα έστεκαν στη βάση της, φράζοντας το δρόμο. Το ύψος τους ήταν περίπου στο ενάμιση μέτρο.

“Τώρα; Τι κάνουμε;” είπε απογοητευμένος ο Ερνέστο.

“Σέμπα, πρέπει να προσπαθήσουμε να τον περάσουμε από πάνω!” Είπε η Κλαούντια.

Ο Σεμπάστιαν γύρισε τρομαγμένος και την κοίταξε. Είχε μια περίεργη λάμψη στα μάτια της.

“Ει.. είστε σίγουροι βρε παιδιά;” ψέλλισε ο Ερνέστο.

“Κλαούντια, αυτό που λες δε γίνεται. Ο Ερνέστο ζυγίζει πιο πολύ από εμένα. Και έπειτα… είναι και το καρότσι…” της είπε, χαμηλώνοντας τη φωνή του.

“Σέμπα! Δεν υπάρχει άλλη λύση! Πρέπει να μπούμε στο γήπεδο. Σε λίγα λεπτά θα έρθουν οι υπάλληλοι της τροφοδοσίας και θα κλείσουν μια για πάντα την πόρτα!”

“Η τώρα ή ποτέ…” είπε ο Σεμπάστιαν, ξεροκαταπίνοντας, και έπιασε το αμαξίδιο από τη μια ρόδα, ενώ η Κλαούντια το έπιασε από την άλλη πλευρά.

Κατάφεραν να τον σηκώσουν με μεγάλη δυσκολία.

Στερέωσαν το αμαξίδιο πάνω στα κιβώτια, και σκαρφάλωναν μαζί του, ώσπου ο Σεμπάστιαν ένιωσε ένα τσούξιμο στο πόδι του. Το δερμάτινο παπούτσι του είχε πιαστεί σε μια πρόκα που εξείχε από ένα κιβώτιο και είχε σκιστεί. Το μυαλό του γέμισε με χιλιάδες πλάστες που τον κυνηγούσαν.

Κοίταξε και πάλι πάνω από τα κιβώτια, και κατάφερε να διακρίνει το πράσινο χρώμα του αγωνιστικού χώρου που φαινόταν στο εσωτερικό του γηπέδου. Ένιωθε τόσο δυνατός, μόλις λίγα βήματα μακριά από το όνειρο.

Κάνοντας μια απότομη κίνηση, πέρασε τη ρόδα πάνω από το τελευταίο κιβώτιο, χάνοντας όμως την ισορροπία του. Βρέθηκαν και οι τρεις στο έδαφος, μαζί με το αμαξίδιο. Η Κλαούντια προσπαθούσε να σηκώσει τον Ερνέστο.

Ο Σεμπάστιαν σηκώθηκε και έπιασε το κεφάλι του που έσταζε αίμα. Το παπούτσι του είχε σκιστεί τελείως, και η φανέλα του ήταν γεμάτη τρύπες από τις πρόκες.

Οι κόκκινες φανέλες της Εστουδιάντες φαίνονταν από μακριά. Οι ομάδες είχαν βγει στον αγωνιστικό χώρο. Οι φίλαθλοι αλάλαζαν και οι ιαχές τους έκαναν το γήπεδο να τρίζει.

Τίποτα άλλο δεν τον ένοιαζε. Εκείνη τη στιγμή έστεκε θαρρείς χωρίς παπούτσια, χωρίς ρούχα, χωρίς σώμα.

Τα είχαν καταφέρει.

Ο Σεμπάστιαν έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Σαν από όνειρο, άκουσε το γνώριμο ήχο της σφυρίχτρας του διαιτητή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Παύλος Ίσαρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Προηγούμενο άρθροΩγυγία
Επόμενο άρθροΗ εκδίκηση ενός παιδιού
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).