‘How many years can a mountain exist, before it is washed to the sea?’
Blowin’ in the wind, Bob Dylan
‘Φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακή γεννήθηκαν κι εκείνων που έχουν πέσει, από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή, γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει.’
Σαν Μικέλε, Θανάσης Παπακωνσταντίνου
‘Από το σέηκερ πετάγεται το τζίνι, κι όσα παγάκια τόσες είναι κι οι ευχές. Κι οι τέσσερις μου φύγανε για να ‘ρθουν διακοπές’
Καλοκαιρινό, Χατηφραγκέτα
1
Σκοτάδι και άπνοια. Σιωπή θανάσιμη. Πύρινα βλέμματα καθρεφτίζονται πάνω σου και σου ζητάνε το λόγο. Δικοί σου οι λόγοι. Κι οι νόμοι δικοί σου. Ξερνάς βουλιμικά την πρώτη σάρκα. Σκοτάδι και άγνοια. Η σάρκα γυμνή και ατελής στην άκρη του κόσμου. Δίνεις την πρώτη ανάσα. Την κατάρα σου δίνεις απ’ τη νύχτα την πρώτη. Ας είναι για καλό. Σκοτάδι κι αλμύρα, ύπνος χωρίς όνειρα. Ιδρώτας και θάλασσα, θάλασσα.
Θάλασσα, η θερμοκοιτίδα του κόσμου.
2
Σε ήθελα τόσο που κλώτσαγα τη μάνα μου να με φέρει κοντά σου. Η πρώτη μου νίκη. Εμβρυακή.
Πιάσαμε το σπίτι στου Κοκκίνη το Χάνι. Δίπλα σου. Σε ένιωθα γύρω μου και κοιμόμουν καλά. Είχα δυο αγκαλιές. Της Σόφης και την δική σου. Πασάς.
Αλλά ήθελα να είμαι μέσα σου. Τότε δεν ήξερα τι είναι ο έρωτας. Οχτώ μήνες έκανα υπομονή, άλλο δεν άντεξα. Ξεγλίστρησα απ’ το σπίτι με καισαρική μου είπαν και ήρθα να σε αγκαλιάσω ακηδεμόνευτα.
Γελούσες γιατί φορούσα μπρατσάκια και σου φαινόμουν γελοίος, μέχρι που τα ‘βγαλα από τσαντίλα και κόντεψες να με πνίξεις. Φυσικά ήξερες τι έκανες. Μου ‘ριχνες και κάτι εκατομμύρια χρόνια.
Ακόμη και το σπίτι σου άνοιξες να φιλοξενήσεις άλλες ερωμένες δικές μου. Άλλοτε με πείσματα κι άλλοτε με το παιχνιδιάρικο χαμόγελο της συνενοχής.
3
«Μην φεύγεις, κάτσε λίγο ακόμα εδώ.»
«Σόρρυ, απλά νόμιζα ότι ήθελες να μείνεις μόνη και ένιωσα ότι σου χαλάω τη φάση.»
«Χαχαχα, συνήθως έτσι είναι. Φορτίζομαι συχνά αυτές τις μέρες και έρχομαι στο βραχάκι και κλαίω και έρχονται διάφοροι τύποι και καλά να με παρηγορήσουν και τελικά μου την πέφτουν και δε γουστάρω άλλο αυτό το πράγμα ρε φίλε!»
Τινάζει το κεφάλι της προς τα πίσω να πάρει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει.
«…αλλά εσύ όχι απλά δεν έκανες αυτό, σηκώθηκες να φύγεις ενώ καθόσουνα εδώ πριν από μένα χωρίς
να πεις και τίποτα. Ουάου. Μήπως δεν σ’ αρέσω τόσο ώστε να μου την πέσεις;»
Το ύφος της μαλακώνει και γίνεται παιχνιδιάρικο.
«Βασικά νιώθω ότι είναι ερώτηση παγίδα, τύπου αν σου πω «όχι» θα ξενερώσεις αν σου πω «ναι» θα
πεις «άλλος ένας μαλάκας που θέλει να με γαμήσει».»
Της περνάει το τσιγάρο.
«Χαχαχα…» Γελάει κλαίγοντας. «…ξέρεις τι λένε, δεν υπάρχει σωστή απάντηση στην λάθος ερώτηση. Γιατί…ε βασικά πώς σε λένε;»
Συστήνονται.
«Που λες Άλεξ…» Τεντώνει τα πόδια της ίσα ίσα να αγγίξουν το νερό. «…μπορεί να σ’ αρέσω και να μ’ αρέσεις και να περάσουμε και γαμώ και όλα μέλι γάλα σε μία νορμάλ φάση, αλλά ρε φίλε όταν είσαι ένας άκυρος τύπος που δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ και με βλέπεις σκατά και οι ορμόνες μου κλαίνε μαζί μου και έρχεσαι να μου την πέσεις γιατί είμαι ευάλωτη τότε η ερώτηση “ε, ψήνεσαι να πάμε στην καβάτζα να αράξουμε;” είναι απλά λάθος! ΛΑΘΟΣ!
4
28η Οκτωβρίου 2017. Η 352η εκπαιδευτική σειρά στρατευσίμων οπλιτών αποβιβάζεται στο Καστελόριζο για να υπηρετήσει την βασική της θητεία. Είναι μεσημέρι και ο φθινοπωρινός ήλιος, σε αντίθεση με τους ταλαιπωρημένους νεοσύλλεκτους φαντάρους κάθε άλλο παρά έχει παραδώσει τα όπλα.
Ο Μανώλης, ισορροπώντας αδέξια μέσα στη 2 νούμερα μεγαλύτερη στολή παραλλαγής του στέκεται στην προβλήτα και χαζεύει το τοπίο. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν στο νησί είναι περίπου δεκαπλάσιες από τους γλάρους που ήρθαν να τους υποδεχτούν.
Αποφασίζει να κάνει μια επιτόπια μεταβολή και να χαιρετήσει τη θάλασσα ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της υπόλοιπης ζωής του. Ίσα που πρόλαβε να τραβήξει την πρώτη τζούρα και μία ακολουθία δυσνόητων συλλαβών σε ένταση γαυγίσματος εξαγριωμένου bulldog τον βρήκε πισώπλατα.
-ΣΑΣ ΕΔΟΣΑ ΕΓΟ ΤΗΝ ΑΔΙΑ ΝΑΝΑΨΕΤΕ ΤΣΙΓΑΡΟ;
«Δε γαμιέται, οχτώ μήνες είναι θα περάσουν» σκέφτηκε ο Μανώλης πριν γυρίσει να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του. Και όντως πέρασαν.
5
Σε παρκάρανε οι γονείς σου στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στη θάλασσα. Μπάνιο πρωί-απόγευμα για δύο μήνες, 120 μπάνια στο σύνολο. Να είσαι στο νερό και να τουρτουρίζεις, τα χείλη σου μπλάβα αλλά να μην θέλεις να βγεις. Η γιαγιά να σε περιμένει ώρα έτοιμη να φύγετε να μην κρυώσει το φαγητό αλλά δε σου φωνάζει. Βγαίνεις και η γιαγιά στέκεται με ανοιχτή αγκαλιά και μια πετσέτα. Σε τυλίγει και παραδίδεσαι στην αρχαία ηδονή της ζέστης και της στοργής. Οι γιαγιάδες είναι σαν τη θάλασσα. Έχουν αγκαλιά μεγάλη και είναι πάντοτε εκεί.
6
“Θέλω να βλέπω θάλασσα γιατί η φωθιά με καίει…” έλεγε και ξανάλεγε ο Νώντας καθισμένος σ ένα αναποδογυρισμένο καφάσι και πίνοντας τη ρακή του απ’ το νεροπότηρο δίπλα στην είσοδο του “Κέδρου”. Ο Νώντας είχε την όψη σαρακοφαγωμένου πεύκου και τη ματιά του ανθρώπου που
έχει υποβάλει τον εαυτό του σε μία αυτόβουλη εξορία.
“Θέλω να βλέπω θάλασσα γιατί η φωθιά με καίει…” ξανάπε και το βλέμμα του σταμάτησε σε μένα.
Μου έκανε νόημα να πλησιάσω κι αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπάρχουν κατάσκοποι τριγύρω μου ψιθύρισε στο αυτί: “…μονάχος μου την άναψα, κανένας δε μου φταίει”
7
Ερχεται το λευκο αγροτικο. Ο θειος ο Βασιλης. Μου λεει οτι θα παμε εκδρομη στη θαλασσα, να βαλω γρηγορα το μαγιο μου. Η μαμα κι ο μπαμπας θα μας βρουν αργοτερα. Στο δρομο με κοιταει χαμηλα και μου λεει οτι εχω μεγαλωσει. Ολοκληρη γυναικα γινηκα και θα καψω καρδιες. Η θαλασσα πλησιαζει. Βγαζει τα ρουχα του ολα, εγω σφιγγομαι, ελα μεσα, ελα μεσα. Δεν θελω, με παιρνει απ το χερι. Μου λεει να κανω οτι τον πνιγω και μετα τον σωνω. Τεχνητη αναπνοη οπως στις ταινιες. Δεν θελω. Το μουστακι του ειναι κιτρινο απ το καπνισμα και με γρατζουναει στο στηθος. Εχω παγωσει. Θελω να κλαψω αλλα δεν μπορω. Φερνει το χερι του χαμηλα. Πολλά χέρια με τυλιγουν. Νιωθω όπως παλιά που ειχα κατουρηθει πανω μου στην ταξη. Δεν νιωθω το σωμα μου. Η θαλασσα δεν μου αρεσει καθολου. Κοκκινη ειναι και ποναει πολυ.
8
Είχαν πει ότι θα ξεκόψουν και μετά θα πάνε στη θάλασσα με το λεωφορείο του δήμου. Ακόμη κι η θάλασσα του Αυγούστου ήταν πολύ κρύα για τα πληγωμένα τους σώματα. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο στη Λιοσίων τότε είχαν πει. Μπήκαν μαζί και δεν βγήκαν ποτέ. Ρώτησα τη θάλασσα τι απέγιναν. Μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. Μου είπε να μην γίνομαι αδιάκριτος,
9
Θ-έλεις;
Α-κούω το χιονιά
Λ-ίγα χάδια και φιλιά
Α-πόψε βιαστικά
Σ-τη νύχτα
Σ- ’αυτόν τον κρύο τον καιρό, ν’
Α-νταμωθούμε
(Το πολλαπλό σου είδωλο, Χειμερινοί Κολυμβητές)
10
Στεριά, θάλασσα, στεριά, θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα, στεριά, στεριοθάλασσα.
11
Ο Koro χτυπούσε επίμονα το κεφάλι του στην καρίνα του πλοίου προξενώντας πανικό σε πλήρωμα και επιβάτες. «Μας συγχωρείτε…δεν…δεν πλησιάζουν, μας φοβούνται…δεν…ξέρουμε…αυτό δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ!».
Ο Koro και η Paikea είχαν πρωτογνωριστεί στην Πολυνησία το πρώτο καλοκαίρι της εφηβείας τους και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Τόσο που σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα μέλη της φυλής τους δεν άλλαξαν ποτέ ερωτικό σύντροφο. Τόσο που σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα μέλη της φυλής τους έκαναν έρωτα επειδή το απολάμβαναν κι όχι επειδή ήταν η προπατορική επιταγή. Κάθε καλοκαίρι θα γιόρταζαν την επέτειό τους στο ίδιο μέρος τραγουδώντας σκοπούς των προγόνων τους και κάνοντας έρωτα μέχρι τη δύση.
Το τελευταίο καλοκαίρι που τους βρήκε μαζί το φαλαινοθηρικό Utopia της εταιρίας Taiji LLP πήρε την Paikea. Ο Koro επιστρέφει κάθε καλοκαίρι έκτοτε στο ίδιο μέρος αναζητώντας την καλή του στην μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν όλα τα θηλαστικά. Αυτήν του σώματος.
-Μαμά, γιατί το μεγάλο ψάρι χτυπάει το πλοίο μας;
-Γιατί οι φάλαινες δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Είναι επιθετικές από την φύση τους Κέητ.
12
Αγέρι κόντρα βάνε μου
και κύματα χτυπάτε
Κλουθάτε μου κι οι λογισμοί
μον’ δε με σταματάτε
Όρτσα θα βγω στο Λυβικό
να σμίξω το πουλί μου
Κι ανάθεμα τον που ‘α βρεθεί
ν’ αλλάξει τη βουλή μου
13
Συνήθιζε να διαβάζει ρώσικη λογοτεχνία τα καλοκαίρια γιατί τότε ήταν λιγότερο επιρρεπής στην κατάθλιψη ενώ ξεχειμώνιαζε με Τόλκιν και Λένα Μαντά, ασφαλέστατες επιλογές και οι δύο. Εκείνο το Γενάρη έκανε το λάθος να ανοίξει την Πανούκλα του Καμί.
«Που λες να πας το καλοκαιράκι;» τον ρώτησε η Θάλεια.
«Όπου και να πάω στην Αθήνα θα γυρίσω πάλι οπότε ποιο το νόημα να φύγω και καθόλου;» της είπε.
«Δεν ξέρω, αλήθεια, ωστόσο λέω να προσπαθήσω να το βρω στην Αμοργό, θες να ‘ρθεις;»
Πήγε. Δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Αθήνα.
14
Σκέφτομαι συνέχεια που θα ήθελα να είμαι
15
Δεν το πολυσκέφτομαι, αλήθεια. Απλά ακολουθώ το δάκρυ μου
16
Και που σε οδηγεί;
17
Στη θάλασσα
18
Όταν είχε Λεβάντε ακούγαμε τις ψαλμωδίες των Ιμάμηδων απ’ το Κας, μόλις 2 ναυτικά μίλια μακριά κι αναρωτιόμασταν. Τι γλώσσα να μιλάνε άραγε εκεί. Να έχουν ανέκδοτα με Πόντιους. Πώς να ερωτεύονται. Σε ποιο θεό να λένε το παράπονό τους. Αν τύχει κι ανταμώσουμε, ποιος θα πυροβολήσει πρώτος ;
19
Ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω τους τουρίστες που μένουν σε ξενοδοχεία πάνω στη θάλασσα και κάνουν μπάνιο αποκλειστικά στην πισίνα. Είναι σαν να έχεις εισιτήριο για την αρένα στο Γουέμπλει στην συναυλία των Queen και να μένεις απέξω παρακολουθώντας την απ’ τις γιγαντοοθόνες.
20
Έπρεπε να έχουμε διακοπές όλο το χρόνο. Για να είναι οι άνθρωποι όπως ο μπαμπάς κι η μαμά το καλοκαίρι.
21
Ίσως τελικά η επανάσταση ξεκινήσει όντως απ’ τον καναπέ. Απ’ την αιώρα, για την ακρίβεια. Η αιώρα είναι πρόδρομος μιας κοινωνίας κοινοκτημοσύνης. Δεν θα ξάπλωνες ποτέ σε μία σκηνή ξένης ιδιοκτησίας, πράγμα που διόλου δεν ισχύει για μια αιώρα.
22
Ο άνθρωπος ανέκαθεν προσανατολιζόταν με βάση τη θάλασσα.
23
Η θάλασσα ορίζει τον χώρο που λέγεται πατρίδα.
24
Γιατί σκεφτόμαστε ότι η θάλασσα χωρίζει δύο στεριές και όχι ότι τις ενώνει;
25
Μόνο ένα ταξίδι στη θάλασσα είναι πραγματικό ταξίδι.
26
Αν δεν αξίζει να το πεις στη θάλασσα, καλύτερα να μην το πεις καθόλου.
27
Η κόλαση είναι ένας τόπος χωρίς θάλασσα.
28
Το να αφαλατώνεις τη θάλασσα είναι σαν να βγάζεις τα μανιτάρια απ’ την πίτσα.
29
«Ρουά ματ.»
Κλώτσησε το τραπεζάκι και όλα τα πιόνια, με τελευταίο τον μαύρο βασιλιά έπεσαν στην άμμο.
«Στο σκάκι, όπως και στην αγάπη πρέπει να μάθεις ότι δεν βγαίνεις απ’ όλες τις μάχες κερδισμένη γλυκιά μου.»
«Στο σκάκι, όπως και στην αγάπη πρέπει να αφήνεις τον άλλο να κερδίζει που και που, αν θέλεις να συνεχίζει να παίζει, γλυκέ μου.»
30
«Μαμά κοίτα, είναι η θάλασσα!»
«Είναι η λίμνη Πλαστήρα καλή μου, όχι η θάλασσα.»
«Και τι διαφορά έχει η λίμνη από τη θάλασσα;»
«Η λίμνη έχει γλυκό νερό κι η θάλασσα αλμυρό.»
«Δηλαδή αν ρίξει ένας γίγαντας όλο το αλάτι του κόσμου στην λίμνη θα γίνει θάλασσα.»
«Δίκιο έχεις. Ωστόσο η λίμνη κάπου τελειώνει. Η θάλασσα όχι.»
«Μα το πλοίο δε σταματάει στην άκρη της θάλασσας και κατεβαίνουμε όλοι;»
«Δίκιο έχεις και πάλι. Θα στο πω αλλιώτικα. Εγώ και ο μπαμπάς γνωριστήκαμε στη θάλασσα. Και αγαπηθήκαμε. Αν είχαμε γνωριστεί σε μια λίμνη μπορεί να μην ξαναβρισκόμασταν ποτέ.»
30+1
Πήραν σβάρνα όλα τα μπαράκια των Εξαρχείων εκείνο το βράδυ, που ίσως ήταν Τετάρτη, σίγουρα όμως δεν θα μπορούσε να είναι Σάββατο. Από το Μπλε μαγαζί στο Μαυροπούλι και πάλι πίσω. Οι γυρτές πάνω στην μπάρα φιγούρες τους ακτινοβολούσαν από νεανική καύλα για ζωή και μια υπαρξιακή θλίψη αγνώστου ταυτότητας. Μίγμα εκρηκτικό για τα μυαλά τους όσο η ρακή με τη μπύρα για τα στομάχια τους.
Ήταν εκείνοι κι ο κόσμος, σαν το «Εμείς κι ο κόσμος» του δημοτικού. Μόνο που ο κόσμος ήταν κι αυτός δικός τους. Έκαναν το γύρο του κόσμου σε μία νύχτα και στα λίγα τετραγωνικά που πιάνει μια ξύλινη μπάρα με 2 σκαμπό. Μέχρι που η θάλασσα από ζύθο και αποστάγματα στα στομάχια τους έγινε τρικυμία.
«Θα το πάρεις εσύ το παπί;»
«Δεν έχω δίπλωμα ρε μαλάκα!»
«Ε θα το πάρουμε μαζί. 4 πόδια ισορροπούν καλύτερα από 2.»
Είχαν συμφωνήσει ότι μια τέτοια βραδιά έπρεπε να την ξαναζήσουν. Αλλά ήταν μάλλον από εκείνες τις βραδιές που δεν επαναλαμβάνονται.
Τον τελευταίο χρόνο σμίγουν καμιά φορά στην κεντρική πλατεία της Ανδρομέδας, εκεί που οι αθάνατοι ανταμώνουν τους θνητούς που ονειρεύονται πίνοντας τσίπουρα και τρώγοντας λακέρδα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα κείμενα έγραψε ο Χάρης Κοχου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας (Le Chiffonnier, 1917) είναι της Marianne von Werefkin, “γιαγιάς” του γερμανικού εξπρεσιονισμού και μέλος του καλλιτεχνικού κινήματος Blaue Reiter.