Το θεριό στον άνθρωπο

0
468

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι lj-front.jpgΕκείνη είχε επιλεγεί να πάει. Στον πίνακα διαγραφόταν ξεκάθαρα το όνομά της. Εξάλλου δεν εργαζόταν πολλά χρόνια στην κλινική. Η μετάθεση τής ανήκε δικαιωματικά. Δεν την πείραζε πολύ όμως, κι ας την κοίταζαν οι συνάδελφοι της σαν χάνοι.

«Ας είναι», σκέφτηκε και προσπάθησε να αγνοήσει τα γελάκια και τους ψιθύρους που έκρυβαν το όνομά της. Μετά τη λήξη της συνεδρίασης την πλησίασε η φίλη της, η Φρόσω με μάγουλα ξαναμμένα. Ήταν κι εκείνη νοσηλεύτρια, δούλευαν στους ίδιους θαλάμους και κατά καιρούς σε κάνα ρεπό πήγαιναν καμία βόλτα στα σοκάκια της Πλάκας ή να δουν κάνα σινεμά. Η Φρόσω μάλλον ήταν βολεμένη, το δικό της όνομα δεν ήταν στον πίνακα.

«Τι θα κάνεις τώρα Ευγενία; Θα πας;» της ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή, καθώς οι άλλες νοσηλεύτριες περνούσαν από δίπλα τους.

«Λες κι έχω επιλογή. Αλλά και γιατί όχι; Εξάλλου τι με κρατάει εδώ;»

Πράγματι, δεν την κρατούσε κάτι στην πρωτεύουσα; Το μόνο σταθερό που είχε ήταν η δουλειά της και η προσφορά της σε αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους. Οι περισσότεροι τους αποκαλούσαν τρελούς και το μόνο που τους προσέφεραν ήταν γερές καρπαζιές και ταπείνωση. Εκείνη όμως δεν ήταν έτσι. Όχι, είχε πίστη στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του.

Οι άνθρωποι στην κλινική, γιατί για ανθρώπους επρόκειτο, έμοιαζαν με τους άλλους ανθρώπους, αυτούς που τριγύριζαν έξω. Δεν συμπεριφέρονταν όμως, ούτε σκέφτονταν σαν αυτούς. Αλλά από την άλλη πλευρά, ποιος τους συμπεριφερόταν σαν ανθρώπους του έξω κόσμου; Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς σπουδαγμένος για να αντιληφθεί ότι «έσω» με «έξω», το ίδιο και το αυτό. Άνθρωποι.

Εκείνη πάντως δεν ήταν άνθρωπος των γραμμάτων. Την τέχνη της την είχε μάθει από πρώτο χέρι. Για χρόνια ολόκληρα φρόντιζε τον πατέρα της, που ήταν βαριά άρρωστος, και μετά  τη μητέρα της που αρρώστησε με το χαμό του πατέρα της. Με τον χαμό των γονιών της χάθηκε κι εκείνη από το χωριό.

Έτσι απλά χάθηκε κι από την πόλη και βρέθηκε στη Λέρο. Νησί του Αιγαίου με πλούσια βλάστηση και μικρούς λοφίσκους για καμπύλες που διαγράφονταν υπό το φως του φεγγαριού.

Την οδήγησαν κατευθείαν στις εγκαταστάσεις της ψυχιατρικής δομής. Λίγο το σεληνόφως, λίγο το φαναράκι τη βοήθησαν να διακρίνει τα χαραγμένα ορνιθοσκαλίσματα στην επιγραφή.

«Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου». Το κτίριο υψωνόταν απειλητικό μπροστά της. Ένα τεράστιο ορθογώνιο με ορθογώνια παράθυρα ενισχυμένα με κάγκελα. Λίγο γκρι, λίγο καφέ.

«Όλα είναι πιο τρομαχτικά τη νύχτα» σκέφτηκε. «Ναι βέβαια, εξάλλου πρόκειται για πολεμικό κτίριο, πότε να προλάβουν να το επιμεληθούν;»

Στο εσωτερικό του κτιρίου επικρατούσε ο ίδιος εμετός από γκρι και καφέ, που φάνηκε να έχει λούσει και τον φύλακα. Ο φύλακας την οδήγησε τραυλίζοντας λέξεις στο δωμάτιό της. Ο βηματισμός τους αντηχούσε σαν ασυντόνιστη παρέλαση και το κουδούνισμα των κλειδιών στη ζώνη του φύλακα σαν κροτάλισμα απειλητικό.

Κατά τα άλλα σιωπή, αλλά όχι το είδος που σου αποπνέει ηρεμία. Όχι, τη σιωπή αυτή την έβρισκε κανείς στα νεκροταφεία, να καλύπτει τις κατάρες των νεκρών για τους ζωντανούς. Το κτίριο βαριανάσαινε, όπως το θηρίο όταν ετοιμάζεται να επιτεθεί στο θήραμά του. «Όλα είναι πιο τρομαχτικά τη νύχτα» υπενθύμισε στον εαυτό της.

Πού να ξερε, ότι ο τρόμος ξεκουράζεται τη νύχτα στο κομμάτι αυτής της γης που ο Θεός είχε ξεχάσει και ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.

~~

Το πρωί ξύπνησε από κουδούνι τόσο διαπεραστικό που τρύπαγε τον εγκέφαλό της. Εγερτήριο. Ανοίγοντας τα μάτια περιεργάστηκε καλύτερα το δωμάτιό της με τη βοήθεια των ακτίνων του ηλίου που βρήκαν καταφύγιο μέσα του. Γκρι κα καφέ. Το ντιβανάκι γκρι, το γραφειάκι καφέ, η καρεκλίτσα καφέ. Οι δε τοίχοι γκρι και καφέ ταίριαζαν τέλεια. Διέσχισε γκρι και καφέ διαδρόμους που χώριζαν δίχρωμα άδεια κελιά. Πού ήταν όλοι; Ακολούθησε έναν ψίθυρο που φτάνοντας στην πηγή του μεταμορφώθηκε σε απίστευτη βαβούρα.

Στην ορθογώνια τραπεζαρία με γκρι τοίχους και ξύλινους πάγκους άνθρωποι, νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες προσπαθούσαν να παραταχτούν υπό τις διαταγές και τις καρπαζιές μαυροφορεμένων φυλάκων. Χρώμα στην παλέτα έδινα οι φλούδες πορτοκαλιών που ήταν σκορπισμένες και πατημένες στην αίθουσα και ένας πράσινος πολτός που έσταζε στους τοίχους και τα τραπέζια.

Οι παρατεταγμένοι ήταν ντυμένοι επιλεκτικά με το γνωστό συνδυασμό χρωμάτων. Κάποιοι φορούσαν τρύπιες μπλούζες και λεκιασμένες βράκες, άλλοι ξεχειλωμένα παντελόνια. Όλοι όμως είχαν σημεία του σώματός τους εκτεθειμένα στο μάτι. Σημεία βρώμικα. Σημεία μελανιασμένα που εμπλούτιζαν χρωματικά το σύνολο.

«Τσακιστείτε σιχαμένοι! Τσακιστείτε να ξεβρωμίστε!» βροντοφώναξε ο μαυροφορεμένος φύλακας. «Κι εσύ καινούρια, τράβα στο ιατρείο. Δεν θα χαπακωθούν μόνοι τους οι τρελοί.»

Κοκάλωσε αλλά τσακίστηκε. Έψαχνε αποσβολωμένη ενδείξεις για την τοποθεσία του ιατρείου. Τι είχε μόλις αντικρύσει; Σε ποιον ζωντανό εφιάλτη ξύπνησε; Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν καλά, χρήζανε θεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής. Είχαν μεταφερθεί σε αυτόν τον τόπο, επειδή κανένα οικείο τους πρόσωπο δεν τους αναζητούσε. Για αυτό το λόγο και μόνο.

Γνώριζε ότι πολλοί δεν τους συμμερίζονταν για ίσους, για ανθρώπους. Είχε ακούσει συναδέλφους της να τους βρίζουν και να σηκώνουν το χέρι πάνω τους. Μεμονωμένα περιστατικά, όχι μαζικά. Αυτό που ακολούθησε τον επόμενο καιρό ήταν μαζικό. Το ιταλικό ναυπηγείο δεν είχε μετατραπεί σε κλινική. Είχε γίνει θηριοτροφείο.

~~

Έξω από την «Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου» το νησί είχε το δικό του παλμό. Οι άνθρωποι της γης εργάζονταν σκληρά τη μέρα στα χωράφια, στα αμπέλια, ενώ οι θαλασσινοί, οι άνθρωποι του υγρού στοιχείου ξεχύνονταν στη θάλασσα. Ψαράδες και σφουγγαράδες. Κι όταν ήθελαν να ξαποστάσουν και οι μεν και οι δε όλο και κάπου θα έβρισκαν ένα πεύκο με δροσερή σκιά ή ένα αρμυρίκι ίσα ίσα για να ξεγελάσουν τον καυτό ήλιο.

Το νησί ήταν μια πολύχρωμη παλέτα. Το ανοιχτό, ζωηρό πράσινο και το σκούρο, το αυστηρό έντυναν τους λοφίσκους του. Το δε μπλε, το γαλανό και το σκούρο εναλλάσσονταν χορεύοντας στα κύματα. Οι καρποί του νησιού το γέμιζαν πολύχρωμες πινελιές και τα σπιτάκια των κατοίκων ακτινοβολούσαν φως.

Ένα ξέφρενο πάρτι, μια πανδαισία χρωμάτων την ημέρα έρχονταν να αντικατασταθούν με νύχτες ασημένιες, γεμάτες αστέρια και μουσικές. Κάποιες νύχτες έβραζαν και οι νησιώτες ξέπλεναν τη δίψα τους με ούζο και μεζέδες μέχρι το ξημέρωμα, που βουτούσαν στο γάργαρο νερό να ξεπλύνουν τη μέθη τους για τη νέα μέρα.

Οι κάτοικοι του νησιού είχαν τη γεύση της αρμύρας και τη μυρωδιά του μούστου. Και ξεχώριζαν. Ξεχώριζαν από τους ενοίκους της «Αποικίας Ψυχοπαθών Λέρου», ψυχοπαθείς και μη.

Οι κάτοικοι του ψυχιατρείου έζεχναν γκρι και καφέ. Είχαν γεύση γκρι και καφέ. Είχαν όψη γκρι και καφέ. Λες κι όλα τα άλλα χρώματα είχαν ξεπλυθεί. Έτσι και ξεχώριζαν.

Έτσι κι οι αρχικές απόπειρες των φυλάκων και των νοσηλευτών να ενταχθούν στην κοινωνία του νησιού, να γευτούν τη θάλασσα και να μεθύσουν με γλυκό κρασί γίνονταν ολοένα και πιο δειλές, ολοένα και πιο αραιές. Δεν ήταν αποδεκτοί. Δεν ήταν νησιώτες. Ήταν γκρι και καφέ και σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται ένα με τον γκρι και καφέ κόσμο τους.

Στον κόσμο που το μπάνιο γινόταν μαζικά με λάστιχο κι έβγαινες πιο βρώμικος από τα λασπόνερα.
Στον κόσμο που το ξύλο επέβαλε την τάξη και δάμαζε το θεριό.
Στον κόσμο που τα χάπια έρεαν και δυσκολευόσουν να βρεις μέρος του σώματος ανέγγιχτο από βελόνα.
Στον κόσμο που μπορεί να έμενες γυμνός και νηστικός μέρες ολόκληρες αν δεν ήσουν αρκετά γρήγορος, αρκετά δυνατός, αν δεν ήσουν αρκετά αγρίμι.
Σ’ αυτόν τον κόσμου που ο άνθρωπος εξοριζόταν από τον κόσμο των ανθρώπων και παρεισφρέει στη ζούγκλα των αγριμιών.

Έτσι είχε αγριέψει και η Ευγενία. Και το λάστιχο έπιανε και την ένεση κάρφωνε και κάνα χάπι παραπάνω έδινε, μπας και κατάφερνε να κλείσει μάτι. Κι όλα αυτά για να παραδοθεί σε έναν κόσμο δίχως χρώματα, παρά γκρι και καφέ.

~~

Είχε αποκοιμηθεί σε ένα ντιβάνι του νοσοκομείου. Ήταν πολύ κουρασμένη κι εύκολα είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα που πλέον δεν ήταν γλυκιά και τρυφερή, αλλά σφιχτό κεφαλοκλείδωμα που έκανε την ύπνο της ανήσυχο.

Κάποιος πνιχτός θόρυβος την απελευθέρωσε από τα βασανιστικά όνειρά της. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε κλάψει; Ήταν εκείνη, η πρώτη μέρα που απελευθέρωσε λίγο από το αγρίμι που έκρυβε μέσα της. Τότε, όταν έπιασε το λάστιχο. Όλη την επόμενη μέρα και νύχτα έκλαιγε, μέχρι που στέρεψε.

Ξύπνησε στο γνώριμο, νοσταλγικό ήχο. Από πού ακουγόταν; Σηκώθηκε σιγά-σιγά, ανασκουμπώθηκε και άναψε με ένα σπίρτο το φαναράκι δίπλα της. Το σπαρακτικό κλάμα που κάτι ράγισε μέσα της, ακουγόταν από την αποθηκούλα δίπλα στο ιατρείο. Ποιος να ήταν εκεί και τι να γύρευε;

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχε είτε κλειδαμπαρώσει την πόρτα ή θα είχε τρέξει να φωνάξει κάποιον φύλακα. Ο ήχος αυτός όμως δεν την τρόμαζε. Το πλάσμα που έκλαιγε γοερά ήταν απροστάτευτο και πληγωμένο. Με αργές κινήσεις στις μύτες των ποδιών της διέσχισε το δωματιάκι του ιατρείου. Το σύρσιμο της πόρτας και το τρίξιμο των μεντεσέδων ακούστηκαν εκκωφαντικά στη νεκρική σιωπή του πολεμικού κτιρίου.

Το κλάμα δεν σταμάτησε κι εκείνη κινήθηκε με αργές κινήσεις προς τη ξύλινη πόρτα της αποθήκης, που ήταν μισάνοιχτη. Με μια προσεκτική αλλά αποφασιστική κίνηση άνοιξε λίγο παραπάνω την πόρτα και αντίκρισε μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά και γκρίζες τούφες να λαμπυρίζουν ασημένιες υπό το φως του φεγγαριού.

Η γυναίκα ήταν γονατισμένη χάμω, πλάτη στην πόρτα κι έκλαιγε με αναφιλητά και σπασμούς. Η Ευγενία πλησίασε πιο κοντά. Τι κρατούσε η γυναίκα; Ένας καθρέπτης. Από την αντανάκλαση του ξεπρόβαλαν δύο πρόσωπα. Στο ένα πρόσωπο αναγνώρισε την, έλα μωρέ πώς την έλεγαν; Ας την πούμε Άγνωστη. Το πρωί πάντως της είχε κάνει μια ενεσάρα όλη δική της.

Το δεύτερο πρόσωπο ήταν μάλλον δικό της. Τρόμαξε να το αναγνωρίσει. Ήταν πιο ρυτιδιασμένο από ότι το θυμόταν, με άσπρες τούφες στους κροτάφους και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Βλέμμα κενό.

Στο μεταξύ η Άγνωστη είχε διακόψει το κλάμα κοκαλώνοντας βλέποντας τη νοσηλεύτρια. Τα είδωλα των δύο γυναικών κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα. Λες κι ο χρόνος είχε παγώσει και σιγά-σιγά άρχισε να λιώνει από το γοερό κλάμα των δύο γυναικών. Τα είδωλα έφτασαν πολύ κοντά και οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν.

Η Ευγενία αγκάλιασε σφιχτά την Άγνωστη. Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά σαν να ήθελαν να κρατήσουν κάτι, να μην ξεγλιστρήσει, να μην κυλήσει μακριά. Αγκάλιασαν η μία την άλλη και οι δυο μαζί την ανθρωπιά τους.

~~

Την επόμενη μέρα η Ευγενία ξύπνησε λίγο διαφορετικά. Δεν ξύπνησε από το σφίξιμο του Μορφέα, αλλά από το γλυκό χάδι του ήλιου. Σηκώθηκε με μια κίνηση από το κρεβάτι, άνοιξε διάπλατα τις γκρι κουρτίνες να μπει φως κι ελπίδα στο γκρι και καφέ δωμάτιο. Είχε έρθει ο καιρός για αλλαγή.

Σίγουρη για τον εαυτό της κάθισε στο γραφείο της, που μια έγερνε από τη μία και μια από την άλλη κι έγραψε μια επιστολή στη Φρόσω. Πόσο καιρό είχε να της γράψει! Περιέγραψε τις συνθήκες στο ψυχιατρείο, τον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενών. Δεν μπόρεσε να αποκρύψει τη δικιά της κατάντια, το δικό της θεριό. Το χαρτί μούσκεψε από τα δάκρυα της και κάποιες λέξεις ξεθώριασαν.

Εκείνη όμως συνέχιζε. Έγδερνε το χαρτί με το μολύβι, καθώς το χέρι της έτρεμε και τα δόντια της έτριζαν. Είχε έρθει η ώρα για αλλαγή, η ώρα για τον άνθρωπο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βασιλεία Ζέρβα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Lee Jeffries