Η θεραπεία της κούνιας

0
577

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 7e711f6aa705468bbcafaa1860af0016-1024x640.jpegΤις σκέψεις του τις διέκοψε ένας ξαφνικός θόρυβος που ακούστηκε μέσα από το σπίτι. Κοκάλωσε στη θέση του πατώντας τα πόδια του δυνατά στις πλάκες. Δεν είχε πολύ φόρα, οπότε σταμάτησε εύκολα και το κυριότερο αθόρυβα. Κράτησε την ανάσα του, προσπαθώντας να υπολογίσει τις πιθανότητες. Πριν αδέξια σενάρια και προφάσεις αρχίζουν να παίρνουν μορφή στο μυαλό του, όλα ησύχασαν πάλι. Του άρεσε να τον ξαφνιάζουν. Θεωρούσε το ξάφνιασμα συνώνυμο της ζωτικότητας. Του προκάλεσε έκπληξη που τον αφορούσε ακόμα η ζωτικότητα. ‘Έστω και ως έννοια.

Κανείς δε βγήκε.  Η ετυμηγορία της τύχης ήταν ευνοϊκή και το παράπτωμα του θα έμενε για άλλο ένα πρωινό ατιμώρητο. Τι θα έλεγε αν ερχόταν προς το μέρος του ο νέος άντρας που κατοικούσε στο σπίτι; Τι θα σκεφτόταν αν συναντούσε έναν απρόσκλητο εξηντάρη να έχει εισβάλει στην αυλή του και να στρογγυλοκάθεται στη μια από τις δύο κούνιες του με προκλητικά ρεμβώδη διάθεση; Θα θύμωνε; Θα γελούσε; Θα καταλάβαινε;

Έδωσε χαλαρή ώθηση με το δεξί πόδι και άρχισε πάλι να κουνιέται με αργό σταθερό ρυθμό. Επέτρεψε στο μάτι του να αφεθεί ξανά στις ομορφιές του παρατημένου αυτού κήπου. Ο ήχος του αέρα που χτυπούσε το πρόσωπό του έτσι όπως κουνιόταν ήταν το μόνο που άκουγε. Η μυρωδιά της  γαρδένιας  εισχωρούσε ξανά ηδονικά στα ρουθούνια του για να επαναφέρει την γαλήνη που είχε χαθεί πρόσκαιρα εξαιτίας του αναιδούς θορύβου. Για αυτή τη γαλήνη ερχόταν. Γαλήνη σαράντα πέντε λεπτών. Κάθε εξόριστος δικαιούται λίγα λεπτά γαλήνης.

~~

Χρόνια περνούσε έξω από αυτό το σπίτι. Πολλές φορές περνούσαν και μαζί από εκεί στους απογευματινούς τους περιπάτους. Η αυλή  και οι κούνιες εντός της υπήρχαν εκεί πριν από αυτόν. Άλλωστε συνηγορούσε υπέρ της άποψης αυτής και η αφροντισιά του άβαφτου, σκουριασμένου σιδήρου.

Η αφροντισιά είχε γίνει πλέον ο υπόγειος ρυθμός στον χορό των πραγμάτων.

Για τα δικά του μάτια τουλάχιστον. Είχε πολλές φορές κρυφοκοιτάξει τα νεαρά αγόρια και κορίτσια, ακόμα και τους μάλλον σιτεμένους ενήλικες που κουνιόνταν κατά καιρούς εκεί όταν ο καιρός γλύκαινε. Είχαν κρυφογελάσει κοροϊδευτικά με την παιδιάστικη αυτή συνήθεια. Εκείνος μέσα του ζήλευε. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ δυνατά βέβαια. Επέβαλε στον εαυτό του να καταπνίγει συχνά ότι ακόμα θύμιζε παιδί μέσα του.

Η παρόρμηση της εισβολής, αυτή η επιθυμία της κατάληψης μιας κούνιας για λογαριασμό του, του γεννήθηκε κατά τις πρώτες μέρες της καραντίνας.  Ήταν ένας απόλυτα συνηθισμένος, ένας απόλυτα καταθλιπτικός περίπατος. Όλοι, τέτοιοι θα ήταν από εδώ και πέρα.

♫♫Hope there is someone who ‘ll take care of me.♫♫
Η φωνή του Antoni.

Τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Τον καθήλωσε σαν αόρατο παντοδύναμο χέρι έξω από την πόρτα εκείνης της αυλής. Θυμόταν πόσο κορόιδευε τον Χάρη για τη χαζή αφοσίωση του στις κάθε είδους μελούρες. Εκείνος αγαπούσε πιο φωτεινές, πιο προοδευτικές συνθέσεις. Κι όμως τώρα έκλαιγε όπως δεν είχε καταφέρει να κλάψει εδώ και πολύ καιρό. Τα δάκρυα του, αυτά τα ίδια δάκρυα που του είχαν αρνηθεί λίγη ανακούφιση ακόμα και τη μέρα που ο Χάρης θα έφευγε για πάντα, έτρεχαν τώρα αβίαστα χωρίς φειδώ.

♫♫Oh I’ m scared of the middle place between light and nowhere♫ ♫
O Antoni συνέχιζε αμείλικτος να ρίχνει στην πληγή του όλο το αλάτι του κόσμου.

Έμεινε για ώρα με το βλέμμα μαγνητισμένο να στρέφεται πότε στις τριανταφυλλιές και πότε στις κούνιες της αυλής. Δεν τον είχε δει κανείς να στέκεται εκεί κλαμένος. Δεν ήξερε αν τον είχε δει κανείς. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Έξω από κάθε σύμβαση με τη λογική έκανε τη σκέψη πως ότι συνέβαινε ήταν μια πρόσκληση για εκείνον που όφειλε να δεχτεί.

~~

Ήταν έξι το πρωί όταν μπήκε για πρώτη φορά στην ξένη αυλή. Μετά από ένα σύντομο δισταγμό, προχώρησε άφοβα και έκατσε στη δεξιά κούνια. Χάιδευε τα φυτά με το ακόμη νυσταγμένο βλέμμα του. Μύριζε λαίμαργα τον αέρα. Άφηνε ελεύθερο το μυαλό να ταξιδεύει όπου ήθελε. Ταλαντευόταν όλο και πιο γρήγορα. Έγειρε πίσω το κεφάλι και με μάτια μισόκλειστα προσπάθησε να θυμηθεί πότε ένιωσε ξανά τη γαλήνη που τώρα καταλάμβανε την καρδιά του.

Είδε τον εαυτό του παιδί. Σε μια άλλη αυλή, σε έναν άλλο χρόνο. Ντυμένος βαριά. Με σχολική τσάντα στον ώμο. Να χαϊδεύει μια γάτα που κούρνιαζε στην μικρή αγκαλιά του ενώ δίπλα του η γιαγιά του του φιλά τα μαλλιά. Πόσο μαλακό τρίχωμα. Θεέ μου. Πόσο καθησυχαστικό εκείνο το φιλί.

Τον επισκεπτόταν συχνά αυτό το όνειρο. Ξυπνούσε πάντα με αυτή την ίδια αίσθηση που τον έβρισκε τώρα πάνω στην κούνια. Δε θυμόταν μέσα στα τόσα χρόνια αν είχε ζήσει ποτέ πραγματικά κάτι αντίστοιχο, ή ήταν εξ ολοκλήρου μια ονειρική κατασκευή. Πόσο διαφορετική από την φρικτή αίσθηση του τελευταίου εφιάλτη  πού είχε γαντζωθεί στις νύχτες του.

Το αγαπημένο σώμα, άλλοτε τόσο δυνατό ξαπλωμένο σε ένα πάλλευκο δωμάτιο. Ξέπνοο. Να κουνά τα χέρια. Να του γνέφει. Ανήσυχα στην αρχή και μετά απελπισμένα. Χλωμό. Ύστερα άψυχο. Μακριά. Άπιαστο. Και εκείνος κοιτούσε. Δεν άγγιζε. Άτολμος να πλησιάσει, να χαιρετήσει. Ανίκανος να παρέμβει. Ταλαντευόταν ξανά δυνατά μεταξύ δυο ονείρων. Μεταξύ δυο αισθήσεων. Ένας ολόκληρος κόσμος, σκέψεων και αναμνήσεων, σε δύο χρόνους ταλάντωσης.

Κάθε πρωί ακριβώς στις 6 ήταν εκεί. Για ακριβώς σαράντα πέντε λεπτά. Λεπτό παρά πάνω δεν έμενε. Σταματούσε την κούνια με το δεξί πόδι, πατούσε στις πλάκες και πήγαινε με σίγουρο βήμα στην αυλόπορτα. Ύστερα γραμμή για το σπίτι. Ακριβώς την ίδια ιεροτελεστία θα ακολουθούσε και αυτή τη φορά με ψυχαναγκαστική ευλάβεια. Του απέμεναν εικοσιπέντε λεπτά μέχρι να επιστρέψει, πριν συναντήσει ξανά το δωμάτιο που πλημμύριζε μια τόσο ηχηρή απουσία.

Δεν έμπαινε πια παρά ελάχιστα σε αυτό το δωμάτιο. Στεκόταν ώρες ολόκληρες έξω από το ίδιο του το σπίτι. Έμπαινε μόνο όταν δεν γινόταν αλλιώς και για τον ελάχιστο πάντα δυνατό χρόνο. Ένιωθε εντελώς ανίκανος να προστατευτεί από τα αδηφάγα τέρατα που κατοικούσαν σε εκείνο το χώρο.

Δεν θα μπορούσε με τίποτα να ξεφύγει από τα τόσα ρούχα που δεν θα ξαναφορεθούν, τα βιβλία που δεν θα διαβαστούν, τις φωτογραφίες  που όπου και αν καταχώνιαζε θα τον έβρισκαν. Προπαντός όμως δεν θα ξέφευγε από την θανάσιμα υπέροχη μυρωδιά του Χάρη που πότιζε το σπίτι. Κανένας ιός δεν ήταν πιο επικίνδυνος για εκείνον από όσα υπήρχαν εκεί μέσα. Πώς κατάφερναν όλοι οι άλλοι να κλείνονται στο σπίτι τους; Μόνο στο δικό του φώλιαζαν τόσοι κίνδυνοι;  Δεν μπορούσε να αποδεχτεί κάτι τέτοιο.

Κι όμως, αν ο κόσμος φυλούσε κάτι άλλο γι΄αυτόν, πέρα από μια απόλυτη εξορία, αν έμενε ακόμα στην διάθεσή του κάποιο ελάχιστο απόθεμα ομορφιάς, αυτό θα το μάθαινε αν άντεχε να μείνει παραπάνω σε αυτό το δωμάτιο, σε αυτό σπίτι. Τον παρέλυσε αυτό το ενδεχόμενο, αλλά ξαφνικά δεν έβλεπε άλλο δρόμο.

~~

Έψαξε στη δεξιά τσέπη του παντελονιού. Τράβηξε έξω τη φωτογραφία. Την κοίταξε ανέκφραστα. Έψαχνε να διαβάσει στο φωτεινό βλέμμα, μια ετυμηγορία για την εισβολή του. Δεν διέκρινε τίποτα. Η ίδια γλυκιά και λάγνα έκφραση που ήξερε. Θα τον επέκρινε άραγε; Θα τον περιγελούσε έτσι καθισμένο σε μια κούνια σαν ανόητος έφηβος; Ένα δάκρυ κύλησε αργά από το μάγουλό του στο πρόσωπο του Χάρη. Μεταμορφώνομαι από μια βαρυπενθούσα αδερφή, σε κάποια άλλη που ασκείται σε έναν εύθυμο σουρεαλισμό. Δεν είναι και τόσο άσχημα.

Χάιδεψε τη φωτογραφία και άνοιξε το χέρι του. Επέτρεψε στο ελαφρύ αεράκι να την αποσπάσει από εκείνον. Γύρισε αλλού το πρόσωπο. Σηκώθηκε. Έριξε μια ακόμη  ματιά στον κήπο. Ήξερε πως είναι η τελευταία φορά που θα έμπαινε εκεί μέσα. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά ως την πόρτα του σπιτιού. Έκανε ότι ήταν να κάνει και χτύπησε το κουδούνι προτού κατευθυνθεί προς την εξώπορτα.

~~{}~~

Ο νέος ετοιμαζόταν για το πρωινό του περπάτημα. Άνοιξε ανόρεχτα. Δεν είδε κανένα να περιμένει. Ένα ασυνήθιστο φούσκωμα στο αριστερό παπούτσι του καθώς έβγαινε, τον ανάγκασε να σκύψει. Βρήκε το φάκελο.

“Αγαπητέ φίλε. Δε με ξέρεις. Δε θα είχες κανένα λόγο άλλωστε. Σου γράφω για να σου ζητήσω συγνώμη για τις φορές που καταχράστηκα την αμέλεια σου να αφήνεις  ξεκλείδωτη  την αυλόπορτα του σπιτιού, ώστε να περνώ σαράντα πέντε λεπτά στην κούνια σου αρκετά πρωινά εδώ και ένα μήνα. Καθώς η κούνια σου λειτούργησε με έναν ανορθόδοξο τρόπο πολύ αποτελεσματικά ως αυτοψυχοθεραπευτική μέθοδος, νομίζω πως είναι σωστό να σου  καταβάλω ως κάτοχό της κάποιο αντίτιμο. Υπολόγισα το μέσο ωριαίο κόστος μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας. Ελπίζω να θεωρήσεις δίκαιη την αμοιβή.

ΥΓ. Αν βρεις στην αυλή σου κάτι που δεν ανήκει σε εσένα, ότι και αν είναι αυτό, κάνε μαζί του ότι θέλεις. Μια χάρη μόνο, φέρσου του με αγάπη. Ευχαριστώ και πάλι.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Θοδωρής Τσάτσος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής