Ένας περίπατος στο επέκεινα

0
466

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι nature-landscape-fall-mist-trees-morning-park-road-leaves-red-orange-tunnel-wallpaper-preview.jpg

Στο βάθος της σκηνής, υπερυψωμένο και αριστερά, υπάρχει ένα κρεβάτι, δωμάτιο νοσοκομείου. Ο Άντον Τσέχωφ είναι ξαπλωμένος φανερά αδύναμος.  Η γυναίκα του, Όλγα Κνίπερ, δίπλα του, κρατάει ένα ανοιγμένο μπουκάλι σαμπάνια και δυο ποτήρια. Σερβίρει και του δίνει το ένα ποτήρι, εκείνος πίνει πολύ ευχαριστημένος και χαμογελάει.

ΤΣΕΧΩΦ:: Έχω πολύ καιρό να πιω σαμπάνια…

Η Όλγα παίρνει το ποτήρι του κι εκείνος ύστερα από λίγο γέρνει στο πλάι και κλείνει τα μάτια του. Τον χαϊδεύει στο μέτωπο τον φιλάει και στέκεται και τον κοιτάει. Παύση. Κάποια στιγμή ακούγεται ο φελλός τής σαμπάνιας, που πετάγεται με δύναμη, κι η Όλγα αντιλαμβάνεται ότι ο Άντον έχει πεθάνει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, ακούγεται ένας μικρός λυγμός ενώ τα φώτα χαμηλώνουν, ακούγεται ακόμα λίγο ο λυγμός, αρχίζουν διάφοροι απόκοσμοι ήχοι του σύμπαντος, ενώ το κρεβάτι εξαφανίζεται κι εμφανίζεται ένας εξοχικός δρόμος με δέντρα χτυπημένα από κεραυνό. Ο δρόμος είναι κάθετος σχεδόν προς την πλατεία του θεάτρου.

Στο βάθος του δρόμου βλέπουμε τον Τσέχωφ ακίνητο με ένα απλό λευκό νυχτικό των αρχών του 20ου αιώνα, ξυπόλητο, να κοιτάει γύρω του με περιέργεια. Από το βάθος της σκηνής, πίσω μας, έρχεται αργά ένας άντρας ώριμος, στιβαρός, ντυμένος με ένα μωβ-γαλάζιο καφτάνι. Κάποια στιγμή φτάνει στον Τσέχωφ. Θα περπατήσουνε μαζί αλλά το σκηνικό θα αλλάζει συχνά, φύλλα θ’ αρχίσουν να εμφανίζονται στα δέντρα, ξερά στην αρχή, κόκκινα, πορτοκαλιά και κίτρινα αργότερα, ώσπου περνάνε μέσα από μια αλέα με πλούσια καταπράσινα δέντρα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Καλωσόρισες.

ΤΣΕΧΩΦ: Καλώς… σας βρήκα…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Πώς αισθάνεσαι;

ΤΣΕΧΩΦ: Σαστισμένος… περίεργα… το σώμα μου αισθάνομαι παράξενα. Αυτό είναι, λοιπόν…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Αυτή είναι η αρχή. Έχουμε δρόμο ακόμη. Είμαι ο οδηγός σου. Ήρθα να σε συνοδέψω. Έλα, θα προχωρήσουμε μαζί.

ΤΣΕΧΩΦ: Πού;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Εκεί. Θα δεις… Δεν είναι κι άσχημα…

ΤΣΕΧΩΦ: Ο Παράδεισος ή η…;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Όχι, βέβαια, αυτά είναι παραμύθια σε μια στιγμή του κόσμου που οι άνθρωποι τα πιστεύανε εύκολα.

ΤΣΕΧΩΦ: Μού ‘φυγε ένα βάρος… Γιατί μπορεί να λες «Εγώ δεν πιστεύω τίποτα απ’ αυτά τα παραμύθια» αλλά στο βάθος… πού ξέρεις;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Με θυμάσαι;

ΤΣΕΧΩΦ: Ναι… Όχι… Δεν είμαι σίγουρος. Σε ξέρω από κάπου… παλιά, αλλά δεν έχουμε γνωριστεί προσωπικά νομίζω.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σε περίμενα. Ήξερα περίπου πότε θα ’ρχόσουνα, σε ήξερα από παιδί.

ΤΣΕΧΩΦ: Από παιδί;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ναι, στο Ταγκανρόγκ, δίπλα στη θάλασσα, τότε που μάθαινες ελληνικά, θυμάσαι;

ΤΣΕΧΩΦ: (χαμογελάει) Α, ναι, πολύ καλά. Τι ταλαιπωρία…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Τι μαθαίνανε αρχαία ελληνικά σε μικρά παιδιά; Η γλώσσα είχε αλλάξει!

ΤΣΕΧΩΦ: Ο πατέρας επέμενε. Σίγουρος πως ο αδερφός μου κι εγώ θα παίρναμε το μαγαζί του. Κι αφού θα ’χαμε Έλληνες προμηθευτές…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Δε φανταζόταν ότι εσύ θα ’φτανες στην Ελλάδα από άλλο δρόμο.

ΤΣΕΧΩΦ: Έτσι ε; Έφτασα στην Ελλάδα;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ναι, σ’ αγαπάνε πολύ εκεί. Υπάρχουνε γυναίκες ερωτευμένες μαζί σου και άντρες που προσπαθούνε να σου μοιάσουνε.

ΤΣΕΧΩΦ: Και πώς γνωριστήκαμε στο Ταγκανρόγκ;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Κάτι διάβασες δικό μου.

ΤΣΕΧΩΦ: Συγγραφέας;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ε, ναι… κι αυτό λίγο. Πιο πολύ πολίτης τής Αθήνας. Κυρίως πολέμησα στη μάχη τού Μαραθώνα, στη ναυμαχία τού Αρτεμισίου και στη ναυμαχία τής Σαλαμίνας.

ΤΣΕΧΩΦ: (μένει ακίνητος, ψιθυρίζει) Ο Αισχύλος… Εσύ;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ξαφνιάστηκες;

ΤΣΕΧΩΦ: Βέβαια… αυτό είναι… σ’ ευχαριστώ… σε μια τόσο δύσκολη στιγμή… Εσύ δίπλα μου;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σε περίμενα σου είπα.

ΤΣΕΧΩΦ: Έτσι, ε; Φαίνεται τελικά ότι δεν απόκτησα τύψεις στη ζωή μου…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει δυνατά) Πού το θυμήθηκες αυτό;

ΤΣΕΧΩΦ: Ξέρεις για τι μιλάω;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ε, μ’ αυτά μεγαλώσαμε. Χαίρομαι που κι αυτή ακόμα τη στιγμή υπάρχει κάποιος που το θυμάται. Για πες το.. για πες το!

ΤΣΕΧΩΦ: «Όταν είσαι παιδί να έχεις καλούς τρόπους, σαν έφηβος να ελέγχεις τα πάθη, στην ενηλικίωση να μπορείς να δίνεις καλές συμβουλές κι όταν πεθάνεις να μην έχεις τύψεις.» Στο  ελληνικό σχολείο μου είχε κάνει πολύ εντύπωση αυτό.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Τους άρεσε να φτιάχνουν αποφθέγματα στο Μαντείο των Δελφών. Ναι… δεν είναι κι άσχημο…

ΤΣΕΧΩΦ: Και την  Ορέστεια την είχαμε διαβάσει λίγο στο σχολείο…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Να, τέτοια κάνανε… Μικρά παιδιά την Ορέστεια;

ΤΣΕΧΩΦ: Εντάξει, είχα δυσκολίες με τη γλώσσα… αλλά όσα λες, ο τρόπος σου, το θέμα, οι Θεοί, οι άνθρωποι, όλα με μαγεύανε. Τότε δεν είχα απόλυτα συνείδηση. Αργότερα, για χρόνια μου ’χε καρφωθεί στο μυαλό ένας στίχος, «Υπάρχει θεός αιώνιος κι αν του αρέσει τ’ όνομα, Δία κι εγώ τον ονομάζω». Κι αν του αρέσει; Τι τόλμη!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει) Είχαμε γίνει τολμηροί στη γενιά μου. Πώς θαρρείς ότι νικήσαμε τους Πέρσες;

ΤΣΕΧΩΦ: Μεγάλη η τύχη μας… (γελάει) Μπορεί να ’χα γεννηθεί Πέρσης.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σε παρακολουθούσα από τότε που γεννήθηκες.

ΤΣΕΧΩΦ: Έτσι γίνεται εδώ; Μπορείς, ε;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ναι. Θα δεις… Σ’ έβλεπα φοιτητή, τα βράδια, να γράφεις τις μικρές σου ιστορίες.

ΤΣΕΧΩΦ: Ναι… μάθαινα τότε. Και σκοτωνόμουνα να στρώσω μια ιστορία χωρίς φλυαρίες. Πιο πολύ έσβηνα παρά έγραφα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Εμένα πιο πολύ κι απ’ τον τρόπο σου κι απ’ τα θέματα μ’ ενδιέφερε η ψυχή σου. Από την αρχή είδα μιαν ιδιαίτερη ψυχή. Κι αυτό έχει σημασία εδώ. Θα καταλάβεις αργότερα.

(παύση, περπατούν, ο Τσέχωφ κοιτάει ένα γύρω συνέχεια, παρατηρεί με έκπληξη τις αλλαγές στα δέντρα, που τώρα έχουν βγάλει ξερά φύλλα, ο Αισχύλος τον κοιτάζει χαμογελαστός)

ΤΣΕΧΩΦ: Καταλαβαίνεις πόσο χαίρομαι που είσαι εσύ ο οδηγός μου;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ναι.

ΤΣΕΧΩΦ: Επιτρέπεται να μου απαντήσεις σε κάτι; Έχω, βέβαια, χιλιάδες απορίες σχετικά με σένα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει) Τι απορίες;

ΤΣΕΧΩΦ: Από πού να τις πιάσω;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Με την ησυχία σου, έχουμε δρόμο ακόμα.

ΤΣΕΧΩΦ: Κοίτα, η πιο μεγάλη μου απορία είναι η πρεμιέρα τής Ορέστειας. Λένε ότι είχε πάρα πολύ κόσμο, δεν ξέρουμε αν είχε και γυναίκες στο θέατρο.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Τι ιδέα! Φυσικά και είχε γυναίκες. Τι νομίζατε ότι οι Αθηναίοι ήταν βάρβαροι; Βέβαια, καθόντουσαν στο πάνω διάζωμα γιατί είναι πολύ φλύαρες κι ό,τι δούνε πρέπει να το σχολιάσουνε.

ΤΣΕΧΩΦ: (γελάει με την καρδιά του) Ίδιες κι απαράλλαχτες σ’ όλους τους αιώνες!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει κι αυτός)

ΤΣΕΧΩΦ: Και πες μου κάτι… είν’ αλήθεια ότι, όταν βγήκαν στη σκηνή οι Ευμενίδες, οι έγκυες απέβαλαν;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Όχι, βέβαια. Τ’ άκουσα κι εγώ αυτό. Δεν είμαι και δολοφόνος! Ταράχτηκαν βέβαια οι γυναίκες, όπως όλοι. Για τις αποβολές το ’παν αργότερα γιατί κατάλαβαν αυτό που πιο πολύ σου κατατρώει την ψυχή. Οι τύψεις. Σε καθηλώνει.

ΤΣΕΧΩΦ: Σωστά. Τι υπέροχο έργο…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σ’ ευχαριστώ.

ΤΣΕΧΩΦ: Και πώς αλλάζουν όλα κι έρχεται το φως…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ε, αν δεν συμβεί αυτό, τότε γιατί να γράφουμε;

ΤΣΕΧΩΦ: Ναι, έτσι είναι.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Και σε σένα αυτό μ’ αρέσει. Όλες οι ιστορίες σου έχουν ένα φως, μια λάμψη, μια γλύκα, έχουνε τρυφερότητα κι αγάπη. Έχουνε κι εκείνη την άλλη ματιά, την αντίθετη ματιά απ’ αυτήν που περιγράφεις. Και με το χιούμορ σου, κρυφό ή φανερό, είσαι πάντα δίπλα μου και μου κλείνεις το μάτι. Γι’ αυτό έχουν ενδιαφέρον.

ΤΣΕΧΩΦ: Μα να μου λες εσύ τέτοια λόγια;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σου αξίζουνε. Θα δεις, όταν θα περάσεις καιρό εδώ και καταλάβεις καλύτερα το σύμπαν. Άλλοι συγγραφείς θα μείνουν ξεχασμένοι στις βιβλιοθήκες. Κανείς δε θα νοιάζεται να τους διαβάζει πια. Εσύ θα είσαι πάντα μια ιδιαίτερη συντροφιά για τους ανθρώπους.

ΤΣΕΧΩΦ: Καλό είναι αυτό…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Λοιπόν, τι άλλες απορίες έχεις;

ΤΣΕΧΩΦ: Τα Ελευσίνια Μυστήρια. Όλοι λέγαν ότι ήσουνα μύστης, αλλά δεν μας έχει σωθεί τίποτα, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτά τα Μυστήρια. Μπορείς τώρα να μιλήσεις;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Έκανες τόσο δρόμο ως εδώ κι ακόμα δεν κατάλαβες; Νομίζω πως είσαι ακόμα λίγο συγχυσμένος απ’ τη μετάβαση. Γι’ αυτό βάζεις αυτή την ερώτηση. Αυτή είναι γήινη ερώτηση.

ΤΣΕΧΩΦ: Α, ναι;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Όταν προσαρμοστείς εδώ θα καταλάβεις όσα υποπτευόσουνα λίγο στη γη. Θα σου πω όμως. Τα Ελευσίνια Μυστήρια για ποιον θεό γίνονται;

ΤΣΕΧΩΦ: Για τη Δήμητρα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ωραία… Και τι αντιπροσωπεύει η θεά για τους ανθρώπους;

ΤΣΕΧΩΦ: Τη Φύση, τη Γεωργία, τη Γονιμότητα…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Και ποια είν’ η γοητεία αυτού του πλανήτη που τον λέμε γη; Τι νομίζεις;

ΤΣΕΧΩΦ: (παύση) Η ομορφιά του μήπως;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Πες το κι έτσι αν θες.

ΤΣΕΧΩΦ:  Η γοητεία είναι ο Έρωτας, η ένωση όλων. Το χώμα, η πέτρες, το νερό, ο αέρας, το φως, τα ζώα, τα φυτά και τα άπειρα χρώματα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Αυτά είναι τα Μυστήρια. Δε συμφωνείς;

ΤΣΕΧΩΦ: (γελάει) Τόσο απλό;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Τόσο απλό. Τα υπόλοιπα είναι φιλολογίες και τελετουργίες.

ΤΣΕΧΩΦ: Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο…

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Θέλω κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι. Μη φτάσουμε κι έχεις φάει εσύ όλο το χρόνο!

ΤΣΕΧΩΦ: Εντάξει, εντάξει, τελευταία ερώτηση. Όταν θύμωσες με τους Αθηναίους κι έφυγες στον Γέλα, πώς τα πήρες μαζί σου όλα αυτά τα έργα που είχες γράψει; Ενενήντα έργα χωρέσανε μέσα στο καράβι;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει τρανταχτά) Είσαι ακόμα κολλημένος στη γη, τι ωραία! Μου θυμίζεις γλυκές γήινες απολαύσεις. Αγαπημένε μου, Άντον, γιατί να τα πάρω μαζί μου τα έργα μου; Αφού τα είχα μέσα στο μυαλό μου.

ΤΣΕΧΩΦ: Φυσικά.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Αυτή είναι μανία των ανθρώπων της γης. Να κουβαλάνε συνέχεια τα υπάρχοντά τους όπου πάνε.

ΤΣΕΧΩΦ: Και κυρίως τα λεφτά.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Πώς τη λένε αυτή την έκφραση στην σύγχρονη Ελλάδα; Α, ναι, «τα σάβανα δεν έχουν τσέπες»! (γελάει πάλι τρανταχτά)

(ο δρόμος πια έχει αλλάξει και τα φύλλα στα δέντρα έχουν γίνει άλλα κίτρινα, άλλα πορτοκαλιά,  άλλα καφέ)

ΤΣΕΧΩΦ: Τι ομορφιά!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Αυτό δεν αλλάζει ποτέ. Ειδικά εδώ.

ΤΣΕΧΩΦ: Μόνο που γίνεται ανάποδα… Για πες τώρα, τι θες να με ρωτήσεις;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Στο θέατρο στη Μόσχα, στο Θέατρο Τέχνης αυτού του θαυμαστού Στανισλάβσκι, περνάτε καλά; Πώς είναι η εποχή που γίνονται οι πρόβες; Κι εσένα δε σε πειράζει που δεν παίρνεις μέρος στην πρόβα; Κι αν σου το αλλάξουνε το έργο; Αν κάνει αυτός ο Στανισλάβσκι κάποια αφέλεια μέσα στο έργο σου, δε σε πειράζει; Κι αν…

ΤΣΕΧΩΦ: Στάσου, στάσου… δεν θα προλάβουμε, εκτός κι αν όντως έχουμε μια αιωνιότητα μπροστά μας.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Έχουμε… αλλά έχεις και δίκιο. Πες τα μου με συντομία, θα καταλάβω. Δεν κάνω άλλες ερωτήσεις.

ΤΣΕΧΩΦ: Φυσικά και με πειράζει. Θα ‘χες δει πόσο σκασμένος έφυγα, χωρίς να με πάρει είδηση κανείς, απ’ το θέατρο στην πρεμιέρα του Γλάρου στην Αγία Πετρούπολη.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Σε παρακολουθούσα σε όλο το ταξίδι. Έβλεπα καθαρά όλα τα συναισθήματά σου. Αυτό είναι πολύ εύκολο από δω. Οι σκέψεις σου ήτανε πολύ μπερδεμένες, δεν μπόρεσα να τις ξεδιαλύνω.

ΤΣΕΧΩΦ: Θα σου πω. Μες στο τραίνο για τη Μόσχα, προσπαθούσα να συνέλθω απ’ την ήττα. Ορκίστηκα πως δε θα ξαναγράψω θέατρο, δεν είναι για μένα, έλεγα, ας μείνω με τις ιστορίες μου. Ο Κωνσταντίν κι ο Βλαντιμίρ όμως ήξεραν, ανακάλυπταν πολλά για το θέατρο, σχεδόν αυτά που ένοιωθα κι εγώ. Ήρθανε μετά και τα κουβεντιάσαμε.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Α, ωραία… τα κουβεντιάσατε…

ΤΣΕΧΩΦ: Ναι. Κι ύστερα από δυο χρόνια μου είπαν να τον ξανακάνουμε τον Γλάρο στη Μόσχα. «Τώρα ξέρουμε πώς», είπαν.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Α, τη θυμάμαι αυτήν την παράσταση. Τι θρίαμβος!

ΤΣΕΧΩΦ: Ναι, αλλά εμένα στην αρχή μού κοπήκαν τα πόδια. «Τώρα θα γίνω ρεζίλι και στη Μόσχα», σκέφτηκα. Αλλά πήγαν όλα καλά. Θέλω να πω, ότι τα παιδιά έκαναν τεράστια πρόοδο και με την παρότρυνσή τους έγραψα κι άλλα έργα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Μ’ αρέσουν τα έργα σου.

ΤΣΕΧΩΦ: Χαίρομαι που το λες εσύ. Για μένα τα καλύτερα έργα στην ανθρωπότητα τα ’χεις γράψει εσύ.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Εξαρτάται από ποια γωνιά τα κοιτάς. Υπάρχουν κάποιοι που τα βρίσκουν βαρετά.

ΤΣΕΧΩΦ: Αυτοί πάντα θα υπάρχουν. Ξέρεις τι έχουν πει για το Βυσσινόκηπό μου;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Για πες.

ΤΣΕΧΩΦ: «Τι είναι αυτή η ιστορία; Κάποιοι θέλουν να πουλήσουν έναν Βυσσινόκηπο, κάποιοι άλλοι όχι. Διάφοροι άνθρωποι πηγαινοέρχονται χωρίς λόγο, δεν κάνουν τίποτα, ξοδεύουνε απίστευτα λεφτά στους ζητιάνους, τίποτα δε γίνεται ποτέ και στο τέλος άλλοι είναι ευτυχισμένοι κι άλλοι δυστυχισμένοι. Τι είν’ αυτή η ιστορία;»

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: (γελάει) Πολύ ωραία το περιγράφεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτός είναι ο Βυσσινόκηπος. Πρέπει όμως να δει κάτω απ’ τις γραμμές και μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό μ’ αρέσει σε σένα. Οι σχέσεις των ανθρώπων. Και η ελευθερία.

(ξανά το τοπίο έχει αλλάξει, σιγά-σιγά, τα δέντρα έχουνε τώρα φύλλα πράσινα, μερικά έχουν και λουλούδια )

ΤΣΕΧΩΦ: Η ελευθερία… πιο πολύ απ’ όλα αυτό με απασχολούσε… Γι’ αυτό πήγα στη Σαχαλίνη.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Το ξέρω.

ΤΣΕΧΩΦ: Η ιατρική μού το χάρισε αυτό το δώρο. Μου έβαλε όρια και τάξη για να προσεγγίσω κάπως την ελευθερία.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ναι… κι αυτή η αίσθηση πλημμυρίζει όλα σου τα έργα. Σ’ έκανε και πιο παρατηρητικό.

ΤΣΕΧΩΦ: Τι γίνεται τώρα εδώ; Κάπου μπαίνουμε σιγά-σιγά. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Να σου πω κάτι πριν φτάσουμε. Εδώ δεν υπάρχει ελευθερία βούλησης, όπως στη γη. Στη γη αυτό ήταν το μεγάλο μας δώρο. Εδώ, ό,τι έκανες, έκανες, ό,τι είσαι, είσαι! Η ψυχή σου είναι αυτή που έγινε με όσα έμαθε στη γη. Η γη είναι ο μόνος τόπος στο σύμπαν που μπορείς να μάθεις, που μπορείς ν’ αλλάξεις, ακριβώς γιατί έχεις αυτή την ελευθερία βούλησης. Ούτε οι θεοί στους κόσμους τους δεν την έχουν. Εδώ σου δίνεται η δυνατότητα να είσαι πιο αντικειμενικός και να  δεις την αλήθεια αλλιώς. Αλλά αυτά δεν χρειάζεσαι να στα πω τώρα. Θα τα καταλάβεις αμέσως μόλις έρθεις σε επαφή και με άλλους.

(τα δέντρα είναι τώρα γεμάτα λουλούδια και καρπούς σε όλα τα χρώματα, αρχίζουνε ξανά οι ήχοι που ακούγαμε πριν στην αλλαγή, που σιγά-σιγά, πάνω στον διάλογο θα δώσουν τη θέση τους στη μουσική του σύμπαντος)

ΤΣΕΧΩΦ: Νοιώθω πιο ελαφρύς τώρα, που τα δέντρα πύκνωσαν, σαν να είμαι ένα φύλλο τους.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ωραία. Έλα, φτάσαμε, πέρνα από δω.

ΤΣΕΧΩΦ: Σ’ ευχαριστώ. Θα σε ξαναδώ ή είσαι απασχολημένος;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Φυσικά, μόλις με σκεφτείς, θα είμαι δίπλα σου. Είμαστε πια δεμένοι στην αιωνιότητα.

ΤΣΕΧΩΦ: Και πάλι σ’ ευχαριστώ.

Πολύ Φως.

Μουσική

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το ντουέτο αυτό έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.