Πνιγόμουν σε μια θάλασσα αδικίας και πάλευα με νύχια και με δόντια να κρατήσω το κεφάλι μου έξω.
Γύρισα σπίτι τρέχοντας, πέταξα την τσάντα, κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου, μαζεύτηκα σε μια γωνιά κι έμπηξα τα κλάματα. Έκλαιγα γοερά, φασαριόζικα, χτυπούσα τα χέρια μου στο πάτωμα και έβγαζα κάτι φωνές, που ούτε κι εγώ η ίδια δεν είχα ξανακούσει να βγαίνουν απ’ το στόμα μου. Κάποια στιγμή κουράστηκα, έμεινα ξαπλωμένη στο πάτωμα αρκετή ώρα, και τότε μόνο άκουσα τους γονείς μου, που με παρακαλούσαν να ανοίξω. Σκούπισα τις μύξες μου στα μανίκια και ξεκλείδωσα. Απέφυγα το βλέμμα τους και τις ερωτήσεις τους, προσπέρασα και τράβηξα κατευθείαν στο μπάνιο.
~~
Δεν με πείραζε τόσο ότι εξ αιτίας μας θα έχανε όλο το σχολείο την εκδρομή, όσο η αδικία. Είχαμε προσπαθήσει τόσο πολύ γι’ αυτή την παράσταση. Ήμασταν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού, και για πρώτη φορά είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε κάτι τόσο ωραίο.
Είχαμε περάσει τέλεια στις πρόβες -εγώ είχα έναν λόγο παραπάνω, αφού μπορούσα να βλέπω το αγόρι που μου άρεσε και που το είχα χάσει, όταν αναγκαστικά την προηγούμενη χρονιά είχαμε αλλάξει κάποιοι σχολείο, και είχαμε πάει «στο καινούργιο».
Ο κόσμος που είχε δει την παράσταση ήταν ενθουσιασμένος, γελούσε, μας χειροκροτούσε, είχαμε γίνει σταρ για κείνη τη μέρα! Περίμενα πώς και πώς το «μπράβο» του δασκάλου μας την επομένη, στο σχολείο – θα ολοκλήρωνε αυτή τη θριαμβευτική πορεία.
Ενώ ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, συνήθως πήγαινα στο σχολείο πολύ ανόρεχτα. Εκείνη τη μέρα όμως δεν έβλεπα την ώρα να πάω και να μπει ο δάσκαλος, να μας συγχαρεί. Δεν ξέρω γιατί μου ήταν τόσο σημαντικό. Μάλλον επειδή ήθελα να τα κάνω όλα τέλεια, προσπαθούσα πολύ γι’ αυτό και πάντα λαχταρούσα την αναγνώριση.
Δεν τον συμπαθούσα καθόλου, ήταν ένας ηλικιωμένος, ψηλός κύριος, με ελάχιστες τρίχες στο κεφάλι, κάτι γυαλιά με χοντρό μαύρο σκελετό, κι όλη την ώρα συνοφρυωμένος. Πρέπει να φοβόταν πολύ μη χάσει τον περίφημο έλεγχο της τάξης, για να μη γελούσε ποτέ.
Αυτή όμως είναι μια ενήλικη σκέψη. Τότε όχι μόνο δεν τον συμπαθούσα καθόλου, αλλά τον φοβόμουν κιόλας. Ίσως μάλιστα να λαχταρούσα τόσο πολύ να τον εντυπωσιάσω και να ακούσω το μπράβο του, ακριβώς επειδή ήταν συνεχώς σοβαρός και κακοδιάθετος.
Το μπράβο το περίμεναν και οι άλλοι δύο «ηθοποιοί» από την τάξη. Ο ένας ήταν ο φίλος μου ο Δ., ένα ξερακιανό αγόρι από φτωχή, οικογένεια, αριστερή, που μας άρεσε να συζητάμε μαζί για πολιτική – ναι, ήταν η δεκαετία του ‘80 και συνέβαιναν αυτά. Μιλούσαμε για το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, που ήταν «σχεδόν το ίδιο», οπότε κι εμείς νιώθαμε πώς μας ένωνε κάτι παραπάνω. Η άλλη ήταν η Κ, ένα κορίτσι που δεν πολυσυμπαθούσα, αδύνατη, με κόκκινα μαλλιά, φακίδες και στραβά δόντια, που όλο καμωνόταν πως ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Παλιά κάναμε παρέα, στην πρώτη, δευτέρα δημοτικού, αλλά μετά είχαμε ξεκόψει.
~~
Όταν μπήκε στην τάξη ο δάσκαλος, προσπαθούσα να το παίξω αδιάφορη και κρατιόμουν, για να χαμογελάσω μετά τα συγχαρητήρια. Έφτασε στην έδρα, σταμάτησε και μας κοίταξε όλους καλά καλά.
-Τέτοια ντροπή δεν έχω ξανανιώσει τόσα χρόνια που είμαι δάσκαλος. Να έρχονται όλοι να με συγχαρούν κι εγώ να μην ξέρω πού να κρυφτώ. Μπράβο μου έλεγαν, συγχαρητήρια για το σχολείο σας! Κι εγώ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΕΑ! Μα πώς σας ήρθε; Πήγατε και παίξατε στην παράσταση του 1ου σχολείου, ενώ ανήκετε στο 3ο; Και δεν είπατε και τίποτα; Δεν ξέρετε ότι έχετε αλλάξει σχολείο, από πέρσι;
-Μα… η παλιά μας κυρία μας κάλεσε… και το χαρτί το έγραφε, παιδιά του 1ου και του 3ου Δημοτικού σχολείου, ψέλλισα με το κεφάλι κάτω.
– Μην αντιμιλάς! Κι επειδή το έγραφε; Εγώ, ο Διευθυντής, δεν είχα ιδέα. Να δέχομαι τα συγχαρητήρια και τις ερωτήσεις τους και να μην ξέρω τι να πω! Τέτοια ντροπή δεν έχω ξανανιώσει, τόσα χρόνια δάσκαλος και Διευθυντής. Και για να μάθετε πώς οι πράξεις μας έχουν και συνέπειες, η εκδρομή που θα πηγαίναμε αυτή τη βδομάδα, ακυρώνεται. Εξαιτίας σας, δεν θα πάει κανείς εκδρομή.
Γύρισαν όλοι και μας κοίταξαν με μίσος. Κάποιοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, αλλά τους το’ κοψε αμέσως. Στο διάλειμμα μαζευτήκαμε οι τρεις σε μια γωνιά, μουδιασμένοι και σιωπηλοί, κι αντί για μπράβο δεχόμασταν φωνές, βρισιές και απειλές.
-Είναι άδικο. Πρέπει κάτι να κάνουμε, είπε ο Δ.
– Ναι, αλλά τι; ρώτησα.
Η Κ. δεν μιλούσε. Το ξέραμε όλοι ότι ήταν πολύ φοβητσιάρα.
-Δεν ξέρω, είπε ο Δ. Να σκεφτούμε και να τα πούμε αύριο.
Σκορπιστήκαμε και συνεχίσαμε να υπάρχουμε στο σχολείο ανόρεχτα.
~~
Όταν βρέθηκα στο μπάνιο, βάλθηκα να σκέφτομαι τι μπορούσαμε να κάνουμε. Ο δάσκαλος μας είχε δώσει άπειρες αφορμές για να θέλουμε να τον εκδικηθούμε. Για παράδειγμα, στην τάξη απαξιούσε ακόμα και να πει τα ονόματά μας, κι έτσι όταν κάναμε ανάγνωση, η εναλλαγή γινόταν με ένα χτύπημα του μολυβιού στην έδρα.
Επιπλέον, μας απειλούσε ότι αν τύχαινε να μας δει έξω το απόγευμα, αυτομάτως αυτό σήμαινε ότι δεν διαβάζαμε – άρα θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Το αποτέλεσμα ήταν να βλέπουμε άσπρο αυτοκίνητο και να τρέχουμε να κρυφτούμε.
Ακόμη, συνήθιζε να μας γράφει τους βαθμούς του γιου του, που πήγαινε στο Λύκειο, στον πίνακα για παραδειγματισμό. Αυτό το παιδί το είχαμε μισήσει, χωρίς να το έχουμε δει ποτέ. Εννοείται δε ότι οι ειρωνείες και η απαξίωση ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμα.
Ναι, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Κάτι έπρεπε να κάνουμε. Αν όμως είχαμε τα αντίθετα αποτελέσματα; Αν νευρίαζε και γινόταν ακόμα πιο κακός; Εγώ ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, δεν ήθελα με τίποτα να χάσω την τιμή να σηκώσω τη σημαία στην παρέλαση.
Τον Δ. τον είχε ήδη στη μπούκα, γιατί ο πατέρας του ήταν γνωστός κομμουνιστής στο χωριό και ο δάσκαλος είχε άλλες πολιτικές απόψεις. Η δε Κ. ήταν τόσο άχρωμη, άοσμη και δειλή, που όχι μόνο δεν περίμενα να βοηθήσει, αλλά φοβόμουν μη μας προδώσει κιόλας.
Την άλλη μέρα, στην πρωινή προσευχή, το σχολείο ήταν ανάστατο, γιατί είχαν πλέον πληροφορηθεί όλοι την ακύρωση της εκδρομής, κι έτσι απ’ τη μια μας κοιτούσαν με μισό μάτι, κι απ’ την άλλη φώναζαν εν χορώ «εεεκδρομή, εεεκδρομή», μπας και κάτι αλλάξει. Τίποτα δεν άλλαξε. Ο Διευθυντής ήταν σαν να μην άκουγε. Είπε μόνο: «έληξε αυτό το θέμα, περάστε στις τάξεις σας».
Αυτό μας βολεύει, είπα στους άλλους όταν βρεθήκαμε στο διάλειμμα. Όλο το σχολείο έχει νεύρα μαζί του, δεν θα ξέρει ποιον να πρωτοκατηγορήσει. Ας το κάνουμε. Δώσαμε τα χέρια και ο Δ. έριξε την ιδέα του.
Αργά το απόγευμα, συναντηθήκαμε στη γωνία κοντά στο σπίτι του δάσκαλου. Ήταν εύκολο να ξεφύγουμε από τα σπίτια μας. Εμένα οι δικοί μου δούλευαν. Οι άλλοι είχαν αγγλικά, και να αργούσαν λίγο κανείς δεν θα έδινε σημασία. Ήταν και Φλεβάρης, βράδιαζε νωρίς, κανένα πρόβλημα.
«Εσύ Κ., θα κρατάς τσίλιες. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά», είπε με περισσή σοβαρότητα ο Δ.
Είχε αναλάβει χρέη αρχηγού, κι εγώ διασκέδαζα που τον έβλεπα να το έχει πάρει τόσο ζεστά. Διάβαζε Μπλεκ και Αγόρι. Εγώ διάβαζα Μανίνα και Βαβούρα. Με έτρωγε σε εμπειρία.
Αφήσαμε την Κ. να τρέμει και τρέξαμε. Πήραμε τον κάδο με τα σκουπίδια και τον κουβαλήσαμε γρήγορα μέχρι την αυλή του δάσκαλου, δώσαμε μια και τον αναποδογυρίσαμε. Τα σκουπίδια χύθηκαν στον πετρόστρωτο διάδρομο κι εμείς αυτομάτως το βάλαμε στα πόδια. Όταν είχαμε απομακρυνθεί κάπως, ξεσπάσαμε σε βροντερά, απελευθερωτικά γέλια.
Την άλλη μέρα μου φάνηκε ότι ο Διευθυντής μας κοιτούσε καχύποπτα, αλλά δεν είπε τίποτα. Μπορεί να ήταν η ιδέα μου. Δεν είπε όμως τίποτα ούτε για την εκδρομή.
Έπρεπε να εντείνουμε τις προσπάθειές μας. Να περάσουμε στο επόμενο βήμα. Το μοίρασμα θα παρέμενε το ίδιο, η Κ. τσίλιες, ο Δ. κι εγώ τη δουλειά. Κι αυτή η ιδέα ήταν δική του. Μου είχε εξηγήσει τι ακριβώς έπρεπε να κάνω, ήξερε από κάτι τέτοια, «μηχανικά». Η Κ., τρέμοντας και πάλι, στήθηκε δίπλα στην εξώπορτα. Κι εγώ όμως ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο -αυτό ήταν πιο επικίνδυνο, θα έπαιρνε περισσότερη ώρα. Τα λίγα λεπτά μου φάνηκαν ατελείωτα αλλά ναι, τα είχαμε καταφέρει, το άσπρο αυτοκίνητο είχε τώρα τέσσερις ρόδες κλαταρισμένες!
Την άλλη μέρα ο Διευθυντής δεν ήρθε στο σχολείο. Τη μεθεπόμενη που εμφανίστηκε φαινόταν ακόμα πιο σκυθρωπός κι αγέλαστος από ό,τι συνήθως. Στη γραμμή, το πρωί, μετά την προσευχή, ανακοίνωσε στο απορημένο πλήθος πως θα έβρισκε τον ένοχο, να μην είχαμε αμφιβολία, και να περάσουμε αμέσως στις τάξεις μας. Ο γυμναστής, που τον ρώτησαν κάποιοι μετά, εξήγησε τι είχε γίνει και πως ο Διευθυντής ήταν αποφασισμένος να φτάσει ως το τέρμα, να το λέγαμε αυτό σε όλους.
Όμως κι εμείς είχαμε εθιστεί πια στην αδρεναλίνη. Είχαμε γλιτώσει δυο φορές, γιατί να μας πιάσει τώρα; Άλλωστε ο στόχος δεν είχε επιτευχθεί. Έπρεπε να μηχανευτούμε κάτι άλλο. Κάτι ακόμα πιο απειλητικό, ακόμα πιο αποτελεσματικό.
~~
Το είχε δει ο Δ. σε μια ταινία. Ήταν λίγο ακραίο, αλλά μήπως κάτι τέτοιο χρειαζόταν; Τα υλικά ήταν απλά. Μια πέτρα κι ένα χαρτί, τυλιγμένο και δεμένο γύρω της. Και το κατάλληλο μήνυμα, γραμμένο με το αριστερό, για να μη φαίνεται ποιος το είχε γράψει: ΚΑΡΑΦΛΑ, ΠΡΟΣΕΧΕ! ΘΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ.
Φτάσαμε. Κοιτάξαμε τριγύρω. Ψυχή. Και τώρα; Ποιος θα πλησίαζε το σπίτι, για να ρίξει την πέτρα; Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Αυτό δεν το είχαμε σκεφτεί. Όλες οι λύσεις είναι φίνες και ωραίες, τότε και μόνο όταν είναι εφικτές -το λέει και το τραγούδι.
«Εγώ δεν μπορώ», είπα, «δεν τρέχω πολύ γρήγορα». Δεν μου άρεσε που το παραδεχόμουν, αλλά ήταν αλήθεια.
«Εγώ έβαλα την ιδέα. Και τις προηγούμενες. Όλα εγώ θα τα κάνω;» διαμαρτυρήθηκε ο Δ.
«Ωραίος αρχηγός», σκέφτηκα, αλλά κρατήθηκα και δεν το’ πα.
«Εντάξει, θα το κάνω εγώ» ψιθύρισε η Κ, που την είχαμε σχεδόν ξεχάσει. «Είμαι η πιο γρήγορη άλλωστε».
Μείναμε να την κοιτάμε, καθώς έπαιρνε την πέτρα, πλησίαζε το σπίτι κι έμπαινε νυχοπατώντας στην αυλή. Έριξε την πέτρα με όση δύναμη είχε κι αυτή έσπασε με θόρυβο το παράθυρο και προσγειώθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Αρχίσαμε να τρέχουμε μανιασμένα και σε λίγο βρισκόμασταν στο πάρκο του χωριού. Κρυφτήκαμε μέσα στους θάμνους και σταματήσαμε για να ξαναβρούμε την αναπνοή μας. Ύστερα αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί και ξεσπάσαμε σε κάτι ανάμεσα σε γέλια και κλάματα. Μείναμε κάποια ώρα μέχρι να ηρεμήσουμε, γιατί αν γυρνούσαμε έτσι σπίτι, σίγουρα θα μας παίρναν χαμπάρι.
~~
Την άλλη μέρα περιμέναμε με αγωνία να δούμε την αντίδραση του Διευθυντή. Μαζευτήκαμε στη γραμμή, και μετά την καθιερωμένη προσευχή, μας κοίταξε, ξεροκατάπιε και μας ανακοίνωσε ανέκφραστα: «Θα πάμε εκδρομή».
Όλο το σχολείο ξέσπασε σε ζητωκραυγές, λες και θα πηγαίναμε στη Ντίσνεϋλαντ και όχι στο γήπεδο του χωριού. Εμείς κάναμε πως χαιρόμασταν για να μην καρφωθούμε, αλλά είχαμε παγώσει. Δεν το πιστεύαμε ότι είχαμε στ’ αλήθεια κερδίσει.
Στην εκδρομή ούτε που πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο. Κοιταζόμασταν πού και πού από μακριά, με ένα χαμόγελο στο βλέμμα. Ήταν η πιο παράξενη εκδρομή που πήγα ποτέ. Ένιωθα μια μεγάλη ικανοποίηση, αλλά κι ένα τεράστιο κενό.
Τώρα μου έλειπαν δύο συγχαρητήρια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ξένια Παπαμιχαήλ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής