Βγαίνοντας απ’ το Κλουβί

0
994

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Cage-Buildout.jpg

“I didn’t go to the moon, I went much further—for time is the longest distance between two places”
Tennessee Williams, The Glass Menagerie

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αγαπητέ μεγάλε Νικόλα,
σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί είδα στον ύπνο μου έναν εφιάλτη. Είδα ότι μεγάλωσα και είχα γένια και ήμουν μέσα σ’ ένα τεράστιο κλουβί. Τα κενά ανάμεσα στα κάγκελα ήταν τόσο μεγάλα που χωρούσα να βγω. Αλλά δεν ξέρω γιατί δεν έβγαινα. Έκλαιγα και έλεγα «γράψε μου ένα γράμμα». Πολύ περίεργο. Το είπα στη μαμά το πρωί, γιατί ξέρει από όνειρα, αλλά χαμογέλασε και μου είπε να μην ανησυχώ.

Τέλος πάντων, εγώ αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα, γιατί νομίζω ότι τα όνειρα κάτι σημαίνουν.

Κάθε απόγευμα, αφού τελειώσω τα μαθήματά μου, φτιάχνω την τσάντα μου για το σχολείο. Την ελέγχω πολλές φορές να μην ξεχάσω κανένα τετράδιο και βιβλίο. Καμιά φορά όταν ξαπλώνω, σηκώνομαι να την ελέγξω για τελευταία φορά. Και ξανά. Γιατί την τελευταία φορά που ξέχασα το βιβλίο της Γεωγραφίας, η δασκάλα με σήκωσε εμένα και άλλα πέντε παιδιά και μας έβαλε μπροστά στον πίνακα και φώναζε και μας έδειχνε. Ήθελα να γυρίσω αμέσως σπίτι. Στο λέω να προσέχεις και να μην ξεχνάς τίποτα.

Κάτι άλλο που σκεφτόμουν. Ελπίζω να το θυμάσαι ακόμη κι όταν θα γίνεις σαν τον παππού που ξεχνάει. Θα σου γράψω τα ονόματα για να μην τα ξεχάσεις. Ο Ανδρέας ο Γιαννόπουλος κι ο Χάρης ο Βασιλείου, οι πιο ψηλοί του Ε1. Σε όλα τα κορίτσια, ακόμη κι απ’ το δικό μας τμήμα, μόνο αυτοί αρέσουν. Χθες πάλι πειράζαν τον Σπύρο. Τον Σπύρο το Θεολάμπη.

Ο Σπύρος είναι ο κοντός ο γυαλάκιας με το άσπρο δέρμα που δε βγαίνει έξω ούτε στα διαλείμματα. Ο Ανδρέας κι ο Χάρης μπήκαν στην τάξη. Τους είχα ξαναδεί να το κάνουν. Γύριζα να πάρω ένα χαρτομάντηλο και τους είδα να του αδειάζουν τη σάκα και να του πειράζουν τα γυαλιά. Αυτό που με πείραξε ήταν ότι ο Σπύρος ήταν ένας, κοντός και με γυαλιά κι αυτοί ήταν δύο, ψηλοί και τάχα μου ωραίοι.

Κι εγώ κοντός ήμουν αλλά δεν το σκέφτηκα τότε. Πήρα δυο σάκες για βάρος, πήρα φόρα, πήδηξα κι έπεσα πάνω τους και αυτοί γκρεμοτσακίστηκαν. Του Χάρη μάτωσε κι η μύτη! Μετά ήρθε η δασκάλα και μας πήγε στο γραφείο. Ήταν μια πολύ ωραία μέρα γιατί βοήθησα τον Σπυράκο, κι ας κάλεσαν μετά τη μαμά και τον μπαμπά. Αυτό ήθελα να σου πω. Να βοηθάς αυτούς που δεν μπορούν να νικήσουν μόνοι τους.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σε βοηθήσω. Αν κάνεις αυτά τα δύο που σου είπα, μπορεί να βγεις από το κλουβί που είδα στον ύπνο μου, μεγάλε Νικόλα. Μπορεί να είναι το ίδιο, όπως όταν παίζουμε Αλαντίν με τον μπαμπά στο κομπιούτερ και πρέπει να κάνεις κάποια πράγματα για να ανοίξει η επόμενη πίστα.

Αυτά. Πάω να παίξω στο κομπιούτερ τώρα.

Γεια σου,
Νικόλας.

~~{}~~

Αγαπητέ μικρέ Νικόλα,

Εκτός από τη ΔΕΗ και το νερό, καλό είναι πού και πού να έρχεται και κανένα γράμμα σαν το δικό σου. Στην αρχή σκέφτηκα να σου γράψω κάτι γρήγορο για να σε ξεφορτωθώ, αλλά η αλήθεια είναι ότι σε κουβαλάω πάντα μέσα μου και -κάποιες φορές για καλό μου, κάποιες για κακό μου- δεν μπορώ να σου ξεφύγω.

Για καλό μου γιατί μου θυμίζεις τις ρίζες μου, από που ξεκίνησα και πού πηγαίνω. Για κακό μου γιατί ξέρω ότι θα αντάλλαζα δέκα χρόνια από το μέλλον μου, θα τα πέταγα χωρίς δεύτερη σκέψη -αλήθεια σου λέω- για να ζήσω ξανά τα δέκα χρόνια που συμπλήρωνες τη στιγμή που μου έγραφες αυτό το γράμμα.

Να κατέβω τα σκαλιά με τις πιτζάμες, να μου φτιάξει η μαμά γάλα με μέλι, να παίξουμε στο κομπιούτερ με τον μπαμπά, να μην είναι τα μαλλιά του γκρίζα, να πειράξω την αδερφή μου εκεί που παίζει κούκλες, να φιλήσω τη γιαγιά για καληνύχτα και να κοιμηθώ ακούγοντας τον Ρομπέν των Δασών στο κασετόφωνο.

Το ξέρω ότι βγήκα εκτός θέματος. Το δικό σου γράμμα ήταν όλο ουσία. Ένα, δύο, τρία, άιντε γεια πάω να παίξω.

Όμως, όταν μεγαλώνεις είναι κουραστικό να μένεις για πολλή ώρα προσηλωμένος στην ουσία. Η ουσία είναι πολύ τρομακτική, γεμάτη φαρμακερή αλήθεια και αποστειρωμένη λογική. Με τον καιρό, λοιπόν, συνειδητοποιείς ότι η μόνη δι-έξοδος που σου έχει απομείνει είναι αυτή του να βγεις εκτός θέματος.  Γι’ αυτό είπα να μη σου γράψω κάτι γρήγορο για να σε ξεφορτωθώ -αφού αυτό δε γίνεται.

Πήρα άδεια από τη δουλειά. Καθάρισα το σπίτι, έπλυνα τα πάντα, πλύθηκα κι εγώ, φόρεσα τις πιτζάμες και μόλις νύχτωσε κάθισα με μπισκότα και γάλα στο λάπτοπ (τα μοντέρνα κομπιούτερ) για να σου γράψω. Η γαλήνη κρατάει ακόμη κι αυτή τη στιγμή και δε χρειάζομαι το ουίσκι (αλκοόλ). Ξεκινάμε, λοιπόν.

Αυτό το κουσούρι να ελέγχω την τσάντα δέκα φορές πριν κοιμηθώ δεν το έχω πια. Γιατί έχω τελειώσει το σχολείο. Η συνήθεια αυτή λέγεται «άγχος», μια λέξη που εσύ δεν ξέρεις ακόμη.

Μ’ έχει κρατήσει άυπνο -ούτε κι αυτή τη λέξη θα ξέρεις- πολλές φορές, ιδιαίτερα όταν έδινα πανελλήνιες, όταν έδινα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, όταν ήμουν στο στρατό, όταν έψαχνα για δουλειά, όποτε πίστεψα ότι δεν ήμουν αρκετά ικανός, ωραίος, διαβαστερός, τίμιος, όποτε είχα να ξυπνήσω μες στο μαύρο σκοτάδι, ασχέτως αν ήταν για εκδρομή ή για αγγαρεία και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Λόγοι, δηλαδή, που δε θα έπρεπε να είναι ικανοί να μου στερούν τον ύπνο και τα όνειρα που έρχονται -με ή χωρίς αυτόν. Θέλω να σου πω, λοιπόν, να ελέγχεις την τσάντα μία φορά και να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου.

Κι αν τύχει και ξεχάσεις και κανένα τετράδιο, δε χάλασε ο κόσμος. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις πόσο ανούσιο είναι και πόσο πρέπει να ντρέπεται η δασκάλα που σας έστησε και σας έδειχνε μπροστά στον πίνακα και όχι εσύ που το ξέχασες.

Το καλύτερο στο φυλάω για τα δεκαπέντε σου. Θα βρεις κάτι φίλους που θα σε συνοδεύσουν για πολλά χρόνια μετά -ίσως και για πάντα, αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω- θα ακονίσετε τα μυαλά σας παρέα και θα έρθει μια αδικία ουρανοκατέβατη που θα σας ταρακουνήσει τόσο που δε θα μπορέσετε να σιωπήσετε. Και θα νικήσετε.

Σκέφτομαι τώρα αυτό που έλεγες για το κλουβί. Λες ότι καταλαβαίνεις τι σημαίνει, αλλά είσαι σίγουρος; Άκου εδώ.

Τον θυμάμαι το Σπύρο. Δε μετάνιωσα. Συνάντησα πολλούς σαν τον Ανδρέα και το Χάρη και νομίζω ότι μένει να συναντήσω κι άλλους πολλούς. Κάποιες φορές δεν είχαν τη μορφή ανθρώπου, ήταν θεσμοί.

Να, ήμουν πριν δυο χρόνια στο στρατό, την πρώτη μέρα που παρουσιάστηκα στο Κέντρο στη Θήβα. Νόμιζα ότι θα ήμουν ο πιο παράταιρος γιατί τον σιχαινόμουν το στρατό και τις ιδέες του, όσο τίποτε άλλο.

Μπήκα σαν το ψάρι, είχα τα μάτια και τ’ αυτιά ανοιχτά να προσέχω τι γίνεται. Στο θάλαμό μου γνώρισα ένα παιδί, τον Στάθη. Ο Στάθης ήταν κοντός κι εύσωμος, είχε βγει ελεύθερος αρβυλών και φορούσε αθλητικά. Ανταλλάξαμε δυο κουβέντες, κατάλαβε γρήγορα πώς σκέφτομαι και είδα ότι κουμπώναμε.

Πρέπει να ένιωσε άνετα γιατί μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν αισθανόταν καλά εκεί μέσα. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά, ίδρωνε και μούδιαζε ολόκληρος. Μου είπε ότι ήθελε να πάει σπίτι του. Κάπως έτσι άρχισε να βράζει το αίμα μου που πριν λίγο έμοιαζε παγωμένο, ταμπούρλα βαρούσαν στο κεφάλι και κατάλαβα ότι πια η νοσταλγία για το δικό μου σπίτι, το Βόλο, είχε κοπάσει.

Είχα βρει πια το σκοπό μου• θα βοηθούσα το Στάθη. Μίλησα με τον διοικητή ξεχνώντας να παρουσιαστώ στρατιωτικά, ξενύχτησα ένα βράδυ στο ιατρείο του στρατοπέδου, την άλλη μέρα πήγα μαζί του στο 401, το νοσοκομείο που πάνε οι στρατιωτικοί.

Βγήκε από ένα δωμάτιο με ισχυρά στρατιωτάκια γεμάτος χαμόγελα. Αυτοί αποφασίζουν αν θα πας σπίτι ή όχι.

Μου είπε «Γυρίζω σπίτι Νίκο». Του είπα «Ό,τι νομίζεις ρε Στάθη. Εγώ θα κάτσω. Μια ψυχή που ναι να βγει ας βγει». Με ευχαρίστησε.

Απόρησα γιατί. Μετά κατάλαβα. Κάποιοι τσοπαναραίοι κορόιδευαν: «Ο γιωτάς! Τι να την κάνει την αναβολή; Κάποτε θα τον ξανακαλέσουν».

Γιωτάς πάει να πει ανίκανος για στρατό. Μπορείς, όμως, να παραμένεις ικανός για άλλα. Ο Στάθης έφυγε για Αμερική και έγινε αστέρι στους υπολογιστές που ήταν το κομμάτι του. Τους τάπωσε αυτούς που κορόιδευαν με το φραπόγαλο στο χέρι. Ή όπως θα έλεγε ο Τένεσι στο Γυάλινο Κόσμο, “He didn’t go to the moon. He went much further”.*

Εγώ παρέμεινα εδώ. Να σώσω όποιον μπορώ από κάθε Χάρη κι Ανδρέα που είναι έτοιμοι να ορμήσουν επάνω στον αδύναμο και να τον κατασπαράξουν. Με τα αγύμναστα χέρια μου, λυγίζω τα κάγκελα και τους βοηθώ να δραπετεύσουν. Ύστερα ο Χάρης κι ο Ανδρέας τρέχουν να τους πιάσουν, μα οι δραπέτες έχουν φτερά και φεύγουν μακριά, ενώ οι άλλοι δυο είναι κότες, κι έτσι δε θα μπορέσουν ποτέ τους να πετάξουν.

Θα φύγω κι εγώ κάποτε όταν έρθει ο καιρός. Μα ακόμη δεν είμαι έτοιμος να βγω από το κλουβί. Έμαθα ότι σώζοντας τους άλλους μπορώ να σώσω τον εαυτό μου. Αυτό κάνω τώρα.

*Διάβασες για τα Αγγλικά της κυρίας Μαρίτας;

Υ.Γ. Παίξε λίγο παραπάνω Αλαντίν και για μένα. Δώσε στη μαμά ένα φιλί και πες της να σ’ αφήσει. Ξέρεις εσύ πώς. Είσαι καλός μαλαγάνας.

Με αποθυμιά,
Νίκος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Νίκος Μωραΐτης, στο πλασίο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής