– Πότε φεύγεις;
– Σε μια βδομάδα
( Σιωπή )
Το πρώτο μας βράδυ είχε κάτι από σινεμά. Περπατήσαμε τόσο πολύ εκείνη την νύχτα και μιλήσαμε τόσο λίγο για εμάς, σαν να μας απαγόρεψε κάποια ανώτερη δύναμη να πούμε τι ακριβώς νιώθει ο ένας για τον άλλον. Το βλέμμα σου πάντα καρφωμένο στον ουρανό ή στα χείλη μου και το δικό μου στα πόδια σου και στα μισόκλειστα μάτια σου, γι’ αυτό φαίνεται έχω ξεχάσει το βλέμμα σου γιατί σπάνια διασταυρώνονταν με το δικό μου.
Περπατάγαμε λες και είχαμε σκοπό να χαθούμε, σαν τα αδέσποτα σκυλιά που ενώ δεν έχουν προορισμό μοιάζουν χαρούμενα -κι όπου βρουν γωνία την κατουράνε για να την κάνουν δικιά τους. Ενώ εμείς όπου βρίσκαμε γωνία ανταλλάσσαμε φιλιά κι έτσι κάναμε δικό μας τον δρόμο -τουλάχιστον στα δικά μας κεφάλια. Για να είμαι ειλικρινής κατουρήσαμε κι εμείς πολλές γωνιές, βλέπεις αγαπάς τις μπύρες και μαζί σου τις αγάπησα κι εγώ λίγο παραπάνω.
Ήμασταν τόσο ερωτευμένοι, ίσως και μεθυσμένοι που οποία λάμπα της ΔΕΗ συναντούσαμε τη βαφτίζαμε φεγγάρι και κάπως έτσι νιώθαμε ότι μόνιμα περπατάγαμε υπό το φως του σεληνόφωτος.
Η βδομάδα κύλαγε κι εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε χωρίς προορισμό, να φιλιόμαστε σε ξεχασμένους δρόμους, να χαζεύουμε πανσελήνους σε κολώνες της ΔΕΗ και να κοιμόμαστε ελάχιστα σε μια κοινή μας προσπάθεια να κερδίσουμε έτσι τον χρόνο. Μάταια.
Ο αποχαιρετισμός μας δεν θύμισε σε τίποτα σινεμά, ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με βροχή . Η τελευταία σου κουβέντα ήταν ότι χάρηκες που με γνώρισες , μου φάνηκε αστείο καθώς το ίδιο μου είχες πει και πριν 8 μήνες, όταν με είδες για πρώτη φορά.
“Τελικά πότε γνωρίζεις έναν άνθρωπο;” διερωτήθηκα καθώς έβλεπα την πλάτη σου να χάνεται κάπου στην Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ο Λειβαδίτης έλεγε ότι ο πιο δύσκολος δρόμος για να γνωρίσεις κάποιον είναι όταν τον ερωτεύεσαι, μα κανείς μεγάλος ποιητής δεν μίλησε γι’ αυτούς που ερωτεύονται καθώς γνωρίζουν τους άλλους .
Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κεραυνοβόλος έρωτας, μα πώς θα μπορούσε να είναι κεραυνοβόλος μ’ ένα κορίτσι που οι πρώτες της πράξεις ήταν να παραγγείλει το φαγητό με το περισσότερο σκόρδο, όσο παράλληλα άνοιγε τις μπύρες του τραπεζιού με τα δόντια. Πόσο λάθος φυσιογνωμιστής ήμουνα ανέκαθεν με τα κορίτσια και τι ηλίθια στερεότυπα έχουν ριζώσει στα κεφαλιά μας;
Τελικά αυτά τα κορίτσια θα έπρεπε να ερωτευόμαστε κεραυνοβόλα. Αυτά που δεν φιλτράρουν τίποτα και μυρίζουν αντικουνουπικό. Αυτά τα κορίτσια που περισσότερο σε χτυπάνε και λιγότερο σε χαϊδεύουν. Αυτά τα κορίτσια που γελάνε όλη μέρα, μα πριν και μετά τα φιλιά έχουν όλη την σοβαρότητα του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπο τους. Αυτά τα κορίτσια που χάνονται κάθε χρόνο σε διαφορετικές χώρες μέχρι να βρουν αυτό που ψάχνουν. Αυτό το κορίτσι που όσο και να προσπαθείς να το ξεχάσεις, κάτι θα υπάρχει εκεί έξω που θα σου θυμίζει την ύπαρξη της.
Πλέον μόνο εγώ έχω την δυνατότητα να περπατήσω σε αυτούς τους δρόμους και η αλήθεια είναι πως τους αποφεύγω καθώς τα αδέσποτα με κοιτάνε με ένα βλέμμα αγριεμένο, σαν να ηττήθηκαν εκείνα τα βράδια. Τα ρολόγια μας πλέον δείχνουν διαφορετικές ώρες και εγώ χαζεύω αλλά πόδια ενώ εσύ αλλά χείλη.
Παρόλα αυτά τις τελευταίες μέρες μετράω το διάστημα που έχουμε να μιλήσουμε και νιώθω ξανά αυτή την εφηβική καψούρα που σπανίζει όσο μεγαλώνεις. Έπειτα σκέφτομαι ότι αν ζούσαμε σε κάποια άλλη εποχή οι είκοσι μέρες που έχουμε να μιλήσουμε θα ήταν λίγες. Ίσως τώρα έφτανε το γράμμα μου στα χέρια σου κι εγώ απλά θα ονειρευόμουνα τις χώρες που ταξιδεύει για σένα, άσε που άμα δεν μου απάνταγες ποτέ θα έριχνα τις ευθύνες στον εκάστοτε ταχυδρόμο. Λιγότερο επώδυνες εποχές για τους ρομαντικούς.
Αλλά ζούμε στον 21ο αιώνα και τα μηνύματα στέλνονται ακουμπώντας απλά την οθόνη του κινητού μας. Κι έτσι αυτά θα συνεχίσουν να μην στέλνονται, τα σκυλιά θα συνεχίσουν να βολτάρουν άσκοπα και να κατακτούν γωνίες, εσύ θα συνεχίσεις να αλλάζεις χώρες όπως τα φλοράλ σου φορέματα και εγώ θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι πόσες λέξεις μπορούν να γραφτούν για ένα δισύλλαβο όνομα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Γιώργος Μπένος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής