Μια μικρή άσπρη γομολάστιχα

0
389

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1-1.jpg

Δεν έχει χωριό για τα καλοκαίρια.  Γεννήθηκε στην μεγάλη πόλη, στην πρωτεύουσα, σε μια απόμερη συνοικία της, μέσα σε κακομοιριές και δυστυχίες δύσκολων εποχών.  Εξ ου και αργότερα ψήφιζε χρόνια στην Β’ εκλογική περιφέρεια και ας μετακόμισε όταν μεγάλωσε και όριζε την ζωή μόνη της, σε πιο ψηλά στρώματα ή πατώματα.  Όπως και να ‘χει το ισοζύγιο βγαίνει τελικά το ίδιο.  Δεν έχει χωριό.

Δεν έχει ιδιαίτερες παιδικές μνήμες, πέρα από τα πρώτα χρόνια στο Δημοτικό κι αυτές απροσδιόριστες.  Μόνο μακρινές φωνές παιδιών, σιωπηλά καλοκαίρια, μοναχικά απογεύματα κάτω από τον στύλο της ΔΕΗ που δέσποζε στην γωνιά του χαμηλού σπιτιού.  Μια – μια να μετράει τις μέρες πότε θα γυρίσουν όλοι επί τέλους από τα χωριά τους.  Πότε θα γυρίσουν όλα αυτά τα παιδιά, που χώθηκαν σε κρυφές γωνιές του μυαλού της και χάθηκαν στην πορεία των χρόνων.

Δεν στάθηκε πολύ εκεί.  Την πήραν, την ξερίζωσαν και την μετέφεραν αλλού σε μια μικρότερη πόλη.  Άφησε πίσω τα μοναχικά καλοκαίρια της και πίστεψε ότι απέκτησε τόπο δικό της.

Όμως με μια παροδικότητα δύο χρόνων, θα γινόταν το ίδιο ανελλιπώς.

Μανιώδης συλλέκτης φωτογραφιών, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί ούτε ένα όνομα, ούτε έναν δρόμο, ένα πάρκο, μια περιπέτεια με άλλα παιδιά. Τίποτα.  Κενό.

Δεν έτρεξε σε κάμπους και παραλίες, δεν μάζεψε φρούτα, δεν έκοψε λουλούδια από κήπους.  Δεν κρύφτηκε πίσω από γέρικα θεόρατα πλατάνια, ούτε μπόρεσε ποτέ να περπατήσει κατά μήκος της παραλίας με μια παρέα κάποιο βράδυ.  Τα φανταζόταν όλα, πάντα μέσα από τις εικόνες των βιβλίων.  Χρειάζονται χρόνο αυτά για να γίνουν.  Χρόνο που ποτέ δεν ήταν αρκετός.

Τίποτα δικό της, κανένα δέσιμο, καμιά ιστορία.

Άρχισε να ονειρεύεται άλογα και σκύλους και γάτες για συντροφιά της. Αγάπησε τα βιβλία.  Και έναν μικρό παράξενο φίλο που κατοικούσε σε μια γωνιά στο ταβάνι του δωματίου της.  Τον έπαιρνε μαζί της όπου πήγαιναν. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ μέχρι που έγινε 15 χρονών και τον άφησε εκείνη να φύγει.

Οι αναμνήσεις της υπάρχουν μόνο μέσα από αναμνήσεις άλλων, δεμένες αχνά στην άκρη του μυαλού της.  Πότε έγινε, τι; Ποιος ήταν αυτός, πού; Πώς την λέγαν την τάδε δασκάλα;  Τίποτα δεν μπόρεσε να σταθεί στην μνήμη της.

Στο τέλος έπαψε να την ενοχλεί αυτό το πήγαινε – έλα.  Το συνήθισε, το μασούλαγε και τόφτυνε διαρκώς, σαν μια καραμέλα ανεξαρτησίας και αυτάρκειας, που όμως είχε μια πικρή γεύση.

Καμάρωνε για τα ελάχιστα θαμπά γεγονότα που υπήρχαν στο μυαλό της και δεν την κούραζαν με συναισθηματισμούς και λυπημένους αποχωρισμούς.  Που δεν την στοίχειωσαν ποτέ.  Χωρίς να μπορέσει να καταλάβει πως το στοίχειωμα της, ήταν αυτή ακριβώς η απουσία τους.

Απέκτησε μια δύναμη χωρίς ανάγκη στήριξης, χωρίς τα σκαλοπάτια που κτίζουν σιγά – σιγά μια ζωή. Χωρίς να χρειάζεται να αναρωτηθεί ποτέ πώς έφτασε σε εκείνο το σημείο ή στο άλλο.  Απλώς έφτανε.

Ικανή να πετάει από δώ και από κει, χωρίς να θέλει πλέον τίποτα να την δένει με τόπους και ανθρώπους, με σπίτια και κήπους.  Να κυριεύεται από τάσεις φυγής όταν τα πράγματα μένανε στατικά πάνω από δυο χρόνια.  Έτσι έμαθε, έτσι πορεύτηκε.

Η ζωή της έμοιαζε με ένα μικρό περιοδεύον φορτηγάκι κόκκινο, από κείνα που ακουλουθούν τα μεγάλα τσίρκα στις διάφορες διαδρομές τους.

Δεν αναλώθηκε ποτέ στην αγάπη της πόλης που γεννήθηκε.  Δεν μάζεψε ποτέ όμορφες εικόνες της.  Μόνο γκρίζα χρώματα και πολύβουοι δρόμοι.  Αυτά θυμόταν μόνο, όταν έλειπε στα ταξίδια της οικογένειάς της.

Και ένα άρωμα βανίλιας.  Το άρωμα μιας μικρής άσπρης διάφανης γομολάστιχας που είχε στην Τρίτη Δημοτικού. Που δεν την χρησιμοποίησε ποτέ.  Την έβγαζε από το μεταλλικό κουτί της Nivea, που είχε για κασετίνα και την ακουμπούσε προσεκτικά στο θρανίο της, αφού την μύριζε πρώτα.  Το ίδιο έκανε και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί. Την έβγαζε από το κουτί της Nivea, την μύριζε και την ξανάβαζε μέσα. Την κουβαλούσε μαζί της σε όλα της τα ταξίδια.  Την αγάπησε.

Ένα μοναδικό δέσιμο δημιουργήθηκε αργότερα με το λουλούδι και πιο μετά, μια μανία να σκορπίζει το άρωμά του παντού.  Σε μαλακτικά για τα ρούχα, σε σαπουνάκια χεριών στα μπάνια της, σε αφρόλουτρα και σαμπουάν.  Παντού η βανίλια να κυριαρχεί.

Αυτό ήταν – ίσως – ένα πολύ σημαντικό σκαλοπάτι στη σκάλα της μνήμης της.  Το άρωμα βανίλιας.

Κι ύστερα μια μέρα, αφού πια είχε ξαναγυρίσει στην μεγάλη πόλη για πάντα, άφησε πίσω της τα μεν και τα δε, τα δια τούτα και τα δια ταύτα.  Προσπέρασε μαγαζιά και δρόμους, γκρίζα χρώματα, σκοτεινά πρόσωπα, σειρήνες και φρεναρίσματα, κλέφτες κι αστυνόμους, πολυκατοικίες και πάρκινγκ, χρωματιστές πινακίδες σε πλατείες και φωτάκια να αναβοσβήνουν από το σταμάτα -ξεκίνα των αυτοκινήτων.

Πήγε μέχρι την άκρη της πόλης, έφτασε σε μια μικρή παραλία, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες της και πάτησε δυνατά τα πόδια της στην άμμο.

Άφησε τα σημάδια τους να τα πάρει το κύμα και μπήκε μέχρι την γάμπα της στη θάλασσα.  Περπάτησε κατά μήκος της ακτής και προσπάθησε να πάρει όλη τη ζωή της πίσω.  Χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει μνήμες, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί ονόματα και γεγονότα, γεφύρωσε με την γη κάτω από τα πόδια της που παλλόταν από το ελαφρύ τρεμούλιασμα του νερού.

Κι ένιωσε για πρώτη φορά πως τουλάχιστον είχε μια πατρίδα δική της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής