“Δε μας λυπάσαι καθόλου πια; Τόσο αδιαφορείς για το σπίτι σου; Ο καημός σου θα μας φάει και μένα και τον πατέρα σου.”
“Μα μαμά…”
“Μαμάκια. Αυτό που σου λέω. Θα τον σκοτώσεις τον πατέρα σου. Λες και δεν ξέρεις το θέμα που έχει με την καρδιά του.”
“Τόσα χρόνια τα ίδια μου λες. Δεν μπορείς πάντα να με εκβιάζεις. Έχω μια ολόκληρη ζωή εδώ. Είμαι χαρούμενη. Επιτέλους τα κατάφερα. Κι εσύ απαιτείς να επιστρέψω στη δυστυχία και στη μιζέρια;”
“Λεμονιά, άκου να σου πω.”
“Μόνα με λένε. Χώνεψέ το επιτέλους.”
“Αυτά τα Μόνα, ξέχνα τα. Για όλους εδώ είσαι η Λεμονιά, που είπαμε να την στείλουμε στην Αθήνα να σπουδάσει και εκείνη δε μας καταδέχεται πια και μας θεωρεί βλάχους.”
“Δε σταμάτησα να σας αγαπάω αλλά είναι δικαίωμα μου να φτιάξω τη ζωή μου στα μέτρα μου. Ποιον ενοχλώ;”
“Όλους εμάς εδώ που μας δείχνουν με το δάχτυλο στο χωριό, που μας σχολιάζουν πίσω από την πλάτη μας. Και πρώτα απ’ όλα ενοχλείς εμένα γιατί δεν είσαι εδώ στη θέση που σου πρέπει, να με βοηθάς όπως κάθε σωστή κόρη θα έκανε.”
“Έχεις την αδερφή μου εκεί.”
“Χάθηκε να ‘σαι σαν κι αυτή. Πότε θ’ ανοίξεις σπίτι εσύ μου λες; Πότε θα κάνεις εσύ παιδιά; Γύρνα τώρα πίσω, μήπως και σου κάνει τη χάρη εκείνο το άγιο παιδί ο Πέτρος και σε παντρευτεί.”
“Ποιος Πέτρος; Αυτός ο απαίσιος, ο γιατρός του χωριού; Αυτόν τον βλέπω και αλλάζω πεζοδρόμιο, ούτε καλημέρα δε θέλω να του λέω.”
“Αυτός και πολύ σου πέφτει. Ξέρεις τι περιουσία έχει; Πόσο κύρος θα έχεις αν είσαι γυναίκα γιατρού; Θα ξεπλυθεί επιτέλους και η ντροπή μας. Μας φάγαν τόσα χρόνια όλοι, ότι είσαι στην Αθήνα και γυρνάς με τον έναν και τον άλλον.”
Όσο κι αν προσπαθούσε να ξεχάσει αυτούς τους επικούς τσακωμούς, συνέχιζαν κι ήταν κολλημένοι στο κεφάλι της. Έριξε άλλη μια ματιά στις ρυτίδες της, που δειλά δειλά ξεπρόβαλλαν στο πρόσωπό της και ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις της.
Όποτε της ερχόταν αυτή η περίοδος στο μυαλό, πάντα τον θυμόταν, όχι ότι τον ξέχασε και ποτέ. Εκείνο το τελευταίο τους φιλί, το αντίο, που συνέβαλε καθοριστικά στην απόφασή της να γυρίσει πίσω.
Όταν ο Αλέξανδρος έφυγε για τη Γερμανία, η Μόνα γκρεμίστηκε. Ούτε η Αθήνα τη χώραγε πια, δεν υπήρχε τόπος γι’ αυτήν. Έτσι γέμισε τις βαλίτσες, άφησε την γκαρσονιέρα της κι έκανε ό,τι ήθελαν οι άλλοι.
Γύρισε πάλι προς τον καθρέφτη, κοίταξε τα βουρκωμένα της μάτια κι αναρωτήθηκε ποιος ο λόγος να τα συλλογίζεται όλα αυτά είκοσι κάτι χρόνια μετά.
Πλέον έβλεπε τον εαυτό της και δεν της θύμιζε σε τίποτα εκείνη την ανέμελη, γεμάτη όρεξη και αισιοδοξία φοιτήτρια, που υπήρξε κάποτε. Νοσταλγούσε συχνά εκείνα τα χρόνια και τυραννιόταν με το τι θα είχε γίνει εάν…
~~
Επιστρέφοντας στην Στεμνίτσα, το προξενιό ήταν έτοιμο. Ο Πέτρος την είχε δεχτεί για γυναίκα του, οι οικογένειες με περίσσιο ενθουσιασμό είχαν δώσει τα χέρια και το μόνο που εκκρεμούσε ήταν να βρεθεί το σπίτι που θα ζούσαν. Ούτε χρόνο της έδωσαν, ούτε κουράγιο είχε ν’ αντισταθεί στη ζωή που της έφτιαξαν.
Τα χρόνια πέρασαν, μα δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχτεί ή έστω να συνηθίσει αυτό το γάμο. Χρόνο με το χρόνο, της φαινόταν όλο και πιο ανυπόφορο να ξυπνάει δίπλα σε κάποιον με τον οποίο δεν είχαν κανένα κοινό, καμία επικοινωνία και παρέμεναν συμβατικά σε μια σχέση.
Ήταν οι τέλειοι ξένοι. Αυτό το ήξερε και εκείνος αλλά δεν έδειχνε να τον νοιάζει. Δούλευε αρκετές ώρες άλλωστε, πολλές φορές έλειπε κι από το σπίτι προφασιζόμενος κάποιο συνέδριο σε άλλη πόλη. Του αρκούσε λοιπόν που δε χρειαζόταν να είναι αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκειά της.
Ο Πέτρος ήταν ένας άξεστος, απαίδευτος, βαθιά συντηρητικός άντρας, με πατριαρχικές απόψεις, και το μόνο που αποζητούσε από τη ζωή του ήταν η βολή.
Όμως, αυτά έρχονταν σε αντιδιαστολή με το ανήσυχο πνεύμα της Μόνας. Θες το ότι είχε σπουδάσει θέατρο; Θες το ότι ήταν μια εκ φύσεως ευγενική ψυχή που όλο τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιέρωνε στην τέχνη; Θες το ότι έζησε έστω και λίγο στην πόλη; Όλα αυτά τη διαφοροποιούσαν με όλους στο χωριό, μα πιο πολύ με εκείνον.
Ούτε σταθερές φιλίες είχε καταφέρει να χτίσει. Μόνο καμιά ανούσια κουβέντα μπορεί να αντάλλασσε αν πετύχαινε κάποια παλιά της συμμαθήτρια. Με τη μοναξιά της είχε συμβιβαστεί και δεν παραπονιόταν, αλλά μαζί του ειρήνη δεν μπορούσε να κάνει.
Το μόνο της απάγκιο ήταν τα δύο παιδιά της, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι κι ένα χαμογελαστό αγοράκι. Όλη της τη ζωή, την αφιέρωσε σε αυτές τις δυο ψυχούλες και ήταν το μόνο πράγμα που δε μετάνιωσε ποτέ. Είχε ορκιστεί να μην αναπαράγει όσα βίωσε από τους δικούς της γονείς πάνω τους κι όταν έρθει η ώρα να τα ενθαρρύνει να ανοίξουν για άλλους τόπους τα φτερά τους.
Ήταν μια μητέρα στοργική, με κατανόηση, που ξαγρυπνούσε στο προσκεφάλι τους και έτρεχε όλη μέρα για να τους φροντίζει, να τους διαβάζει, να τους μαγειρεύει. Προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά της συχνής απουσίας του πατέρα τους, ο οποίος δε διεκδικούσε τίποτα άλλο από τον τίτλο του πατέρα.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Μόνα βάρυνε ψυχολογικά, δεν μπορούσε να γελάσει, κρυφά έπαιρνε αντικαταθλιπτικά, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να της σβήσει την σκέψη της ζωής που δεν έζησε. Συχνά πυκνά επεξεργαζόταν την ιδέα ενός διαζυγίου αλλά περίμενε να μεγαλώσουν τα παιδιά και μέχρι τότε τα όνειρα έπαιρναν αναβολή.
Όταν ξεστόμισε τη λέξη χωρισμός στον Πέτρο, αυτός απάντησε: “Θες να μάθουν τα παιδιά ότι η μάνα τους είναι τρελή; Ή νομίζεις δεν έχω δει τα χάπια που κρύβεις στο συρτάρι του μπάνιου; Αλήθεια πιστεύεις ότι πρόκειται κανένα δικαστήριο να δώσει την επιμέλεια σε μια τόσο ψυχικά ασταθή μάνα; Δε θα σ’ αφήσω να με κάνεις ρεζίλι”.
Εκείνη είχε θάψει τα όνειρά της δίπλα σε κάποιον που ουδέποτε αγάπησε, μεγάλωνε μόνη της τα παιδιά και μετά την απειλούσε να της τα πάρει.
Αυτός ο καβγάς γινόταν μήνες, εκείνος την εκβίαζε με κάθε δυνατό τρόπο κι εκείνη έκλαιγε αθόρυβα για να μην την ακούσουν τα μικρά.
Μάταια έψαχνε για συμμάχους στην οικογένειά της αφού η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν :”Είσαι μπελάς , δε θ’αλλάξεις ποτέ έτσι; Ποια γυναίκα έχεις δει να διαλύει το σπίτι της;”
Το ποτήρι ξεχείλισε όταν βρήκε στο κινητό του μηνύματα με άλλες γυναίκες. Στιγμιαία θεώρησε ότι θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον του. Όταν όμως του το είπε, ο Πέτρος την έπιασε από το λαιμό, την κόλλησε στον τοίχο και της είπε: “Μάλλον δεν έχω γίνει αντιληπτός μέχρι τώρα. Εδώ θα γίνεται αυτό που λέω εγώ. Σταμάτα να με πρήζεις γιατί ούτε εσύ δε θα καταλάβεις για πότε βρέθηκες στο ψυχιατρείο χωρίς παιδιά και λεφτά”.
Παρόλο που έκλαιγε κι αισθανόταν εξαντλημένη, δίψαγε τόσο πολύ για εκδίκηση που κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Ήξερε τι ήθελε, τη ζωή της πίσω με όποιο τίμημα.
Ένα μεσημέρι άνοιξε η εξώπορτα, μπήκε ο Πέτρος και μέσα στα νεύρα τη ρώτεσε:
“Έχεις μαγειρέψει ή πάλι θα πρέπει να τρέχω στη μάνα μου να με ταΐσει;”
“Φυσικά,έφτιαξα το αγαπημένο σου. Γιουβαρλάκια”.
Στρώνει το τραπέζι, κάθονται οι δυο τους, ξεκινούν να τρώνε μέχρι που ο Πέτρος αισθάνεται δυσφορία, ζαλάδα κι έναν αφόρητο πόνο να του τρυπάει τα σωθικά.
Την ώρα που χύθηκε από την καρέκλα στο πάτωμα, το χαμόγελο βρήκε τη θέση του στο πρόσωπό της.
Πήγε από πάνω του, τον κοίταξε και του είπε: “Δε φτιάχνω καλύτερα γιουβαρλάκια από τη μαμά σου, αγάπη μου;”
Είχε ήδη φορτώσει τα πράγματα και των τριών στο αμάξι. Κατέβηκε στην πλατεία, αγκάλιασε τα μικρά της και τους ζήτησε να μπουν στο αυτοκίνητο και να φορέσουν ζώνη.
“Πού πάμε μαμά;”
“Έκπληξη!”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Τζωρτζίνα Μαργουλά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank