Μόλις σουρουπώσει, τα δρομάκια πίσω από τη Βαρβάκειο αγορά ερημώνουν. Τα καταστήματα κατεβάζουν τα χοντρά ρολά τους και τα βασανισμένα πλάσματα της νύχτας αντικαθιστούν τους πελάτες που αναζητούν φρέσκα βότανα, μπαχαρικά και αλίπαστα. Η Ασπασία δεν αισθανόταν βασανισμένη· κάθε άλλο.
Στην πραγματικότητα δεν της άρεσε να πεινάει, να κρυώνει, να κοιμάται στον δρόμο. Πονούσε, αλλά δεν βασανιζόταν.
Δεν θεωρούσε ότι ήταν κάτι ηθικά σημαντικό. Αναίρεσε την αξία του σώματος και της ασφάλειας· υποτίμησε τα ένστικτα, κάνοντας την αδυναμία της αξία. Δεν ήταν απλώς ένα ψέμα· ήταν αυταπάτη, ως εάν η αδυναμία να ήτανε επιλογή.
Μονολογούσε: «Μένω στο δρόμο από επιλογή. Η φτώχεια, η πείνα, ακόμα και η αρρώστια και ο θάνατος δεν είναι κακά πράγματα. Την αγαθότητα την κερδίζεις μέσα από δυσκολίες. Είναι σαν μια πορεία, σαν μια σταδιακή ανέλιξη. Η φρόνηση, η δικαιοσύνη και η σοφία είναι το πραγματικό αγαθό.
Ο πλούτος, το χρήμα, η στέγη είναι κακό πράγμα. Εγώ δεν τα θέλω. Όποιος τα θέλει είναι κακός· εγώ που δεν τα θέλω είμαι καλή.
Κοίτα τους· τρέχουν σκυφτοί στους δρόμους να προλάβουν να εξασφαλίσουν μία καλύτερη τηλεόραση, ρούχα, αυτοκίνητο και άλλα υλικά αγαθά. Δεν έχουν σηκώσει καν το κεφάλι τους στον ουρανό να δουν ότι μας επισκέφτηκαν τα χελιδόνια.
Είναι όλοι τους ανικανοποίητοι· δεν τους αρκεί τίποτα από ότι έχουν, θέλουν περισσότερα. Για την ακρίβεια επιδιώκουν ό,τι έχουν οι άλλοι και δεν κατέχουν οι ίδιοι. Μονίμως συγκρίνονται με άλλους και είναι καταδικασμένοι στη δυστυχία. Δεν μπορούν να είναι οι πιο έξυπνοι, οι πιο όμορφοι, οι πιο καταξιωμένοι. Πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος από τους ίδιους. Βρίσκονται σε ένα διαρκή αγώνα να τους ξεπεράσουν και είναι καταδικασμένοι να μην τα καταφέρουν ποτέ.
Όχι, εγώ δεν την θέλω αυτή τη ζωή. Εκτιμώ αυτό που έχω. Για την ακρίβεια δεν έχω τίποτα στην κατοχή μου και είμαι αυτάρκης. Είμαι ελεύθερη. Δεν φοβάμαι. Δεν βασανίζομαι. Δεν κινδυνεύω, δεν έχω τίποτα να μου κλέψουν και ο αγαθός θεός δεν με εγκαταλείπει ποτέ. Ακόμα και όταν πεινάω πολύ φροντίζει στον κάδο να βρω το γεύμα μου».
~~{}~~
Ένας περαστικός κοντοστάθηκε και της μίλησε για τον Κοινωνικό Ξενώνα Αστέγων που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Επικούρου. Της είπε πως είναι καλοί άνθρωποι και θα την φροντίσουν. Θα έχει την ευκαιρία να μην μείνει άλλο στο δρόμο. Της είπε ότι υλοποιούν στοχευμένες υποστηρικτικές δράσεις για την κοινωνική ένταξη των αστέγων και θα μπορούσε να ξανακερδίσει τη ζωή της, να βρει ξανά δουλειά και στέγη.
Η Ασπασία απάντησε ότι έχει ζωή, έχει ακολουθήσει τον ενάρετο δρόμο.
Ήξερε ότι αν εξασφάλιζε στέγη για λίγες μέρες δεν θα άλλαζε η κατάσταση της. Είτε πνιγείς δύο μέτρα κάτω από το νερό είτε πνιγείς πέντε μέτρα κάτω από το νερό, πνιγμένος είσαι· δεν υπάρχει ολίγον πνιγμένος. Εξάλλου, έπρεπε να παραμείνει στο δρόμο να παλέψει για τα αληθινά αγαθά. Ήταν από επιλογή στο δρόμο. Το είχε πια πιστέψει και αρνήθηκε οποιαδήποτε προοπτική αλλαγής της τωρινής της κατάστασης.
Η ασκητική ζωή της ταίριαζε. Αν έστω και λίγο απολάμβανε τις ανέσεις που θα τις πρόσφεραν οι κοινωνικές υπηρεσίες θα ήταν σαν να πρόδιδε τον εαυτό της και τις αξίες της.
~~{}~~
Η Ασπασία πέθανε. Για την ακρίβεια δεν πέθανε, την σκότωσαν. Ο δολοφόνος βρέθηκε, ήταν ένας ψυχοπαθής. Έτσι είπαν, ψυχοπαθής. Μήπως είναι ένα συστατικό της ανθρώπινης συνθήκης και δεν είναι ένας τύπος ανθρώπου;
Ο ορισμός του κακού. Δεν είχε κανένα κίνητρο που να δικαιολογεί την πράξη του. Απλά ήθελε να σκοτώσει και το έκανε. Θα το επαναλάμβανε αν δεν τον σταματούσαν.
Η Ασπασία βρέθηκε στο δρόμο του και ήταν εύκολος στόχος. Εκτεθειμένη στο δρόμο. Κανείς και τίποτα δεν την προστάτευε. Στάθηκε μπροστά της και πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα.
Της είπε πρέπει να διαλέξεις, δεν μπορώ να πάρω αυτή την απόφαση για σένα. Στοιχημάτισες σε όλη σου τη ζωή για αυτό, απλά δεν το ήξερες.
Έκπληκτη ψέλλισε κορώνα. Η Ασπασία πέθανε.
Πήρε την απόφαση να μην μείνει κανένα βράδυ στον ξενώνα και η δυνατότητα της να παρέμβει στην εξέλιξη των πραγμάτων ήταν αδύνατη. Άπαξ και πήρε αυτή την απόφαση η εξέλιξη των πράξεων έγινε ερήμην της. Ο κατακλυσμιαίος τρόπος των συνεπειών της πράξης και όχι κάποια δαιμονική ή άλλη πρόθεση, κρύβεται στην ταυτότητα του δολοφόνου.
Δε ζει στη μνήμη κανενός. Η ίδια όμως είχε πεισθεί ότι δεν φοβόταν ούτε τον θάνατο σε όλες του τις μορφές.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Κ.Κ. στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η α΄ παράγραφος είναι από το μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» της Χίλντας Παπαδημητρίου.