Στη ντουλάπα κρέμονταν όλα τα ρούχα της. Φούστες, πουκάμισα, φορέματα, παντελόνια. Όλα τα έξοδά της, χρόνια τώρα εκεί πήγαιναν, στις κρεμάστρες και στα συρτάρια. Τα υπόλοιπα έξοδα είχε αναλάβει ο άντρας της. Αγόραζε ό,τι επιθυμούσε. Ό,τι της άρεσε και ό,τι της πήγαινε στο μάτι. Συνήθως δεν έπαιρνε δεύτερη γνώμη. Ούτε ήθελε να ψωνίζει με παρέα. Διάλεγε τα χρώματα ,τα υφάσματα, το στυλ του ραψίματος με μεγάλη φροντίδα.
Μεγάλωσε με τη μαμά της, που ήταν μοδίστρα. Της έμαθε να χαϊδεύει το ύφασμα, να το ακουμπάει στο μάγουλο για να νιώσει την υφή του. Άλλη για φόρεμα, άλλη για πουκάμισο, άλλη για φούστα. Η δεύτερη ματιά ήταν για τις ραφές ,τα κουμπιά και τα κοψίματα. Αγάπησε από νωρίς να φροντίζει την εμφάνισή της με ένα σπάνιο ρούχο. Με μια πολυτέλεια που θα περιέβαλλε το σώμα της .Της άρεσαν τα αέρινα. Ένιωθε σαν αερικό μέσα σε κλος φούστες και ριχτά μεταξωτά φορέματα. Ποτέ της δεν είχε επισκεφτεί μεγάλους οίκους μόδας. Δεν την ένοιαζε η γνώμη κανενός μόδιστρου. Εμπιστεύονταν τις δικές της αισθήσεις το προσωπικό της γούστο.
“Το ρούχο είναι για να το φοράς και όχι να σε φοράει”, της είχε πει η μαμά της..
~~{}~~
“Άντε, ακόμα να ετοιμαστείς;” ακούστηκε από το άλλο δωμάτιο να τη φωνάζουν.
“Σε πέντε λεπτά είμαι έτοιμη” ,απάντησε εκείνη.
Αναρωτήθηκε πώς γίνεται κάθε φορά που έχουν έξοδο να ετοιμάζεται τελευταία. Και αμέσως η μνήμη της την πήγε λίγες στιγμές νωρίτερα. Τότε που σιδέρωσε τα ρούχα όλης της οικογένειας, αφού προηγουμένως τα φρόντισε στο πλύσιμο. Δεν πλένονται όλα τα υφάσματα στο πλυντήριο. Ίσως το δικό της να μην είναι τόσο προηγμένης τεχνολογίας για να έχει και πρόγραμμα για ευαίσθητα μεταξωτά ή λινά. Είκοσι χρόνια το ίδιο πλυντήριο, τι να περιμένει; Μα και πάλι να έβαζε πλύση για δυο ευαίσθητα ρούχα;
Ήθελε να είναι φειδωλή στα έξοδα του σπιτιού. Νοιάζονταν για την εξοικονόμηση ενέργειας. Να κάνει οικονομία. Μόνιμος βραχνάς αυτή η οικονομία. Συχνά αναρωτιέται ποιο να είναι το όριο που χωρίζει την τσιγκουνιά από την οικονομία.
Ήταν άραγε τσιγκουνιά που ζούσε χωρίς ένα καλό πλυντήριο; Χωρίς μια γυναίκα, βρε αδερφέ, που να κάνει αυτές τις δουλειές. Γιατί, καλά να σιδερώσεις όλα τα ρούχα, αλλά και το υπόλοιπο σπίτι θέλει τη φροντίδα του, έχει ανάγκες το σπίτι. Τι το ήθελε τόσο μεγάλο σπίτι; Μπορούσε να ζήσει και σε μικρότερο. με τα βασικά τα αναγκαία και τα χρήσιμα. Έκανε χρόνια κάμπινγκ και ήταν ευχαριστημένη με ελάχιστα ,έγινε αυτάρκης με τα χρόνια .Έπαιρνε δυο μπλούζες κι ένα παντελόνι ,φτιαγμένα με ατσαλάκωτο ύφασμα και τέλος .Δεν είναι αυτό οικονομία ;
Αλλά, βλέπεις, μεγαλώνοντας τα παιδιά θέλανε μεγαλύτερο χώρο. Θέλανε ξεχωριστό δωμάτιο, διαφορετικές ντουλάπες. Ντουλάπες γεμάτες ρούχα, που έπρεπε να τα ξεχωρίσει, πριν τα πλύνει, σε χρωματιστά και λευκά. Στα τελευταία έβαζε και λευκαντικό, να γίνονται κάτασπρα. Η καθαριότητα βλέπεις είναι μισή αρχοντιά. Η άλλη μισή είναι στο βλέμμα, στο σιδέρωμα δηλαδή.
Οι ντουλάπες των παιδιών ήταν πάντοτε τακτοποιημένες. Οι μπλούζες σιδερωμένες, τακτοποιημένες κατά χρώμα ,σε άλλο ράφι τα παντελόνια, αλλού τα φορέματα, οι φούστες. Στα συρτάρια τα πουκάμισα ,οι πιζάμες τους ,τα εσωρουχάκια τους.Όλα πλυμένα καθαρά, μυρωδάτα, τακτικά.
Της άρεσε να βλέπει τα παιδιά ευχαριστημένα. Να έχουν επιλογές. Πώς να αντισταθεί στο βλέμμα των παιδιών όταν αντικρίζουν με αθωότητα, με απλότητα, με έκπληξη, την ελευθερία της επιλογής; Όταν τους δίνεται αυτή η ευκαιρία.
Ήθελε να δίνει την ομορφιά στα παιδιά της. Να κοιτάνε τον κόσμο από κείνη την μεριά, την όμορφη. Και από κει να διακρίνουν την χαρά, την ικανοποίηση, την ευχαρίστηση και την απόλαυση. Να αντικρίζουν στον καθρέφτη την απαλότητα στο βλέμμα ,το θαυμάσιο της ύπαρξης, τη μαγεία του σώματος ,την εσωτερική πληρότητα. Από κει μπορεί να δεις και την αγάπη και την ελευθερία, τους έλεγε.
“Θέλω ένα φόρεμα που να έχει τα χρώματα του ουράνιου τόξου” ,της είχε ζητήσει κάποτε η κόρη της. Πλέον η ντουλάπα της έχει τα χρώματα του σύμπαντος.
“Λοιπόν κατεβαίνουμε, πέρασε η ώρα! Μην αργείς!”
Όχι δεν θέλει να αργεί. Θέλει να είναι στην ώρα της. Αυτό προσπαθούσε τόσα χρόνια. Όχι βιασύνες, όχι προχειρότητες. Όμορφα πράγματα. Ντύθηκε στα γρήγορα με το απαλό βισκόζ φόρεμα. Κάλυψε με αυτό το σώμα της κι έμοιαζε να αφήνει πάνω της να κυλήσουν όλες οι σκέψεις που την απασχολούσαν. Αλλοτινές μνήμες έντυσαν την εικόνα της. Απαλή αίσθηση στο βλέμμα της. Κράτησε το κορμί της όρθιο και έκλεισε στην κοιλιά της όλα τα συναισθήματα που τη μεγάλωσαν. Δεν προλάβαινε να βαφτεί. Δεν είχε χρόνο για κείνη.
Ένας στενός κορσές η έννοια της για όλους. Σαν ένας φιλόστοργος κορσές, οι επιλογές της. Από σατέν μετάξι και γνήσιο βελούδο ύφασμα,που αγκαλιάζει τη ζωή της και την κάνει να μοιάζει με αερικό.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε: “Είμαι έτοιμη!”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Λένα Κούτσικα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής