Τεχνική διαλογισμού

0
391

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2-1-1024x683.jpg

Ο Σάββας ήταν μετρημένος. Γεννήθηκε Σάββατο, την ημέρα εκείνη του χρόνου που η νύχτα ήταν ατελείωτη. Το τέλος της δημιουργίας, η απουσία φωτός, ήταν το ξεκίνημα της δικής του πορείας προς τη ζωή.

Όλα αυτά δεν τα ήξερε σαν παιδί. Αφού σπούδασε και διάβασε, έμαθε για τα σημάδια που φυσικά εξηγούσαν την οικειότητά του με τον θάνατο. Σαν ενήλικας, είχε δουλειά γραφείου. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε. Όλοι τον ήξεραν σαν τον ειδικό στις κηδείες. Δεν ήταν νεκροθάφτης αλλά όποτε πέθαινε κανείς, οι πενθούντες γύρευαν τον Σάββα τον οργανωτή. Ήξερε εκείνος τους νεκροθάφτες, τα φέρετρα, τους παπάδες, τα νεκροταφεία, όλα τα ταφικά έθιμα και συναφή χρηματικά κόστη. Όπως εξηγήθηκε νωρίτερα, όλη αυτή η γνώση κι ενασχόληση ήταν φυσική: δεν προσέφερε στον Σάββα κάποια ιδιαίτερη ικανοποίηση ή χαρά, ούτε λύπη κι ούτε λεφτά.

Ο μακαρίτης ο πατέρας του ήταν βαρελοποιός. Εκτός από το σπίτι και μερικά κακότεχνα βαρέλια με χαλασμένο κρασί, του είχε κληροδοτήσει την ανολοκλήρωτη τέχνη του μαραγκού. Ο Σάββας την χρησιμοποίησε μόνο σε ένα έργο. Είχε κατασκευάσει στο υπόγειο το φέρετρό του, φτιαγμένο από γερό ξύλο βελανιδιάς. Το περιποιόταν τακτικά με βερνίκι και το λευκό κρασί του πατέρα που είχε γίνει ξύδι. Το σκοτεινό υπόγειο λειτουργούσε σαν κρύπτη και ήταν αρκετές οι φορές που ο Σάββας ξάπλωνε στο φέρετρό του είτε για να διαλογισθεί είτε για να κοιμηθεί.

~~

Η καθημερινότητα και ο θάνατος εναλλάσσονταν με σταθερή περιοδικότητα μέχρι μερικές μέρες πριν από τον Κλήδονα. Μια όμορφη κι ανύπαντρη κόρη πέθανε, κόρη του πλούσιου πραματευτή. Έπρεπε ο Σάββας να βάλει τα δυνατά του για την ταφή της πριγκιπέσας του χωριού. Ο πατέρας μπόρεσε και έπεισε με δωρεά τον παπά να πάρει την καλύτερη θέση στο νεκροταφείο. Ήταν η θέση στην κορυφή της πλαγιάς με θέα που αγνάντευε τους άλλους νεκρούς και το δάσος δίπλα από το ποτάμι.

Ο πραματευτής πήγε στο σπίτι του Σάββα για την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων και τον βρήκε στο υπόγειο. Η μυρωδιά ώριμων σταφυλιών, το μοιρολόι που έπαιζε ο Σάββας με το βιολί και η παρουσία του φέρετρου στο μέσο του δωμάτιου υπό το μισόφως του υπογείου αναστάτωσε τον πραματευτή και του γέννησε την επιθυμία να αποκτήσει το συγκεκριμένο φέρετρο για την κόρη του. Ο Σάββας αρνήθηκε να το παραχωρήσει και δεν κατανοούσε πως το απλοϊκό και τραχύ φέρετρο θα άρμοζε σε μια νεαρή και νεκρή κοπέλα.

Θυμωμένος έφυγε ο πραματευτής και απόλυσε τον εθελοντή Σάββα από τα καθήκοντά του. Ήταν η πρώτη τοπική κηδεία που δεν θα ήταν παρών και σάστισε. Ήπιε λίγο από το σχετικά καλύτερο κόκκινο κρασί του πατέρα και βρήκε καταφύγιο στο δρύινο τάφο του.

~~

Ύπνος βαθύς κατέφθασε και όνειρο σχημάτισε ο νους του.

Η νεαρή κόρη ήταν ζωντανή με λευκό φόρεμα καθισμένη κάτω από ανθισμένη βελανιδιά. Ο Σάββας στέκονταν και την κοιτούσε από απόσταση. Δύο μαυροφορεμένες γυναίκες πλησίασαν την κόρη με προσφορές στα χέρια τους. Σηκώθηκε η κόρη αγνοώντας τες και κινήθηκε προς αυτόν. Του έκλεισε απαλά τα μάτια κι έστρεψε το σώμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ανάλαφρος άνεμος του δάσους αντικαταστάθηκε από δυνατό θαλασσινό αέρα και η μυρωδιά των ανθών από εκείνη μεταλλικού ξηρού αίματος κι αλμύρας.

Άνοιξε τα μάτια του στο όνειρο ο Σάββας κι είδε όρνια να τον περιτριγυρίζουν. Ήταν ξαπλωμένος, γυμνός, στο εσωτερικό των ριζών μιας νεκρής αναποδογυρισμένης βελανιδιάς που ήταν μπηγμένη στην αμμουδιά. Η κόρη, μαυροφορεμένη πια, τον χαιρέτησε από μακριά. Τα όρνια πλησίασαν και ξεκίνησαν το γεύμα τους από τους οφθαλμούς του.

Ξύπνησε από το όνειρο ο Σάββας και ήταν νύχτα. Η φιγούρα ενός ανθρώπινου χεριού έκλεισε το φέρετρο προτού προλάβει να αντιδράσει. Σκότος σκέπασε τα μάτια του Σάββα και το αίσθημα φόβου κατέκλυσε το νου του.

Μια σιγανή γυναικεία φωνή ακούστηκε, ή τουλάχιστον νόμιζε ότι την άκουγε:
“Αγκάλιασε το σκοτάδι. Το σκότος φέρνει σκοτάδι γύρω του, αλλά όχι στον εαυτό του.”

Το σώμα του είχε παραλύσει. Η όρασή του είχε εξαφανιστεί αλλά η ταχυκαρδία τον επέτρεπε να νιώθει κάθε σπιθαμή του σώματός του. Άρχισε να παίρνει βαριές ανάσες από το στομάχι του για να ηρεμήσει.

“Δέξου το κενό. Το μυαλό του ανθρώπου πρέπει να λειτουργεί σαν καθρέφτης. Να μπορεί να δει οτιδήποτε, να δέχεται τα πάντα αλλά να μην κρατάει τίποτα, ν’ αρνείται τα πάντα.”

Ήξερε ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Δεν έβλεπε αλλά ένιωθε το σώμα του, μύριζε το ξύλο και μπορούσε να γευτεί τα απομεινάρια το ξηρού κρασιού στο στόμα του.

“Λύσε τη σκέψη σου. Μη σκέφτεσαι σκέψεις. Ο νους νου δεν χρειάζεται.”

Ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Πολλά περνούσαν από το μυαλό του αλλά καμία ιδέα δεν φαινόταν ικανοποιητική και ρεαλιστική.

“Ξέχασε την ιδέα του εαυτού σου. Εγκατέλειψε κάθε θέληση. Δεν αποφασίζεις εσύ για τις αποφάσεις του.”

Συνειδητοποιούσε σιγά σιγά ότι κάθε δράση και κάθε σκέψη δράσης ήταν μάταιη. Δεν είχε άλλη επιλογή από να μην κάνει τίποτε.

“Η αδράνεια συμβάλει στο καλό. Χωρίς χρόνο δεν υπάρχει καλό ή κακό και η ανθρώπινη πράξη ρέπει προς το κακό.”

Ο χρόνος είχε σταματήσει όταν σταμάτησε και η σκέψη του. Μπόρεσε και καθάρισε τη σκέψη του κι ένιωσε για πρώτη φορά ένα με το σώμα του και το κενό. Γνώρισε την ηρεμία. Το σώμα του έγινε βαρύ και η βαρύτητα τον έλκυε κάτω από το φέρετρο και μες στη γη. Η ταχύτητα της έλξης αυξήθηκε και όταν ξαφνικά σταμάτησε, μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια του. Ήταν πάλι στο υπόγειο, μέσα στο φέρετρο, και είχε ξημερώσει. Το φως του ήλιου έφτανε μονάχα στο κεφάλι του από το μικρό παράθυρο και δεν είχε βιώσει παρόμοια ηλιαχτίδα.  Όλα φαίνονταν οικεία μα ήταν διαφορετικά.

Φόρτωσε το φέρετρο στην πλάτη του και το κουβάλησε στο σπίτι του πραματευτή, δίπλα από την πλατεία του χωριού. Το παρέδωσε στον πατέρα:

“Το φέρετρο είναι δικό της. Είχε φτιαχτεί γι’ αυτήν.”, είπε ο Σάββας.

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος τον είδε να αναμειγνύεται με τα ταφικά κι ούτε γύρεψε κανείς βοήθεια περί των ταφικών από αυτόν. Όποτε πέρναγε κανείς έξω από το σπίτι του, το μόνο που αντιλαμβάνονταν ήταν ένας ανεπαίσθητος σκοπός ξύλινου αυλού από το υπόγειο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Ζάττας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής