Η ηρωίδα που κάποτε είχε υπάρξει

0
450

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι bucher.jpg

Ο καθένας ξέρει πως σε μια σειρά συνηθισμένων, κανονικών ετών μερικές φορές ο χρόνος που έχει αποσπαστεί γεννάει μέσα από τον κόρφο του άλλα έτη, έτη ιδιαίτερα, έτη εκτρώματα που αναπτύσσουν -σαν εκείνο το έκτο, μικρό δαχτυλάκι στο χέρι- έναν δέκατο τρίτο, ψεύτικο μήνα.

Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μνήμες, που θέριεψαν κι άτακτα εξαπλώθηκαν μέχρι που χάθηκε η μορφή τους. Χάθηκε μαζί τους και το φως, και το σκοτάδι τότε έδωσε μια ψευδαίσθηση λύτρωσης. Στην άγρια τούτη φύση βρήκε καταφύγιο η ευτυχία και ο πόνος της πρόσφερε μαξιλάρι για να παραδοθεί στην αγκαλιά του χρόνου.  

 Τα μικρομάγαζα την έλκυαν κάθε φορά που γυρόφερνε στα γύρω στενά. Ένιωθε οικείο το αραχνοΰφαντο πέπλο της σκόνης που κάλυπτε τα κιτρινισμένα ονόματα των τηλεφωνικών καταλόγων, τα σκισμένα εξώφυλλα των βίπερ, τους σωρούς από ορφανά κόμικς, τις κασέτες και τους δίσκους με τις βουβές τους μουσικές, με την προσμονή να παραμένει αναλλοίωτη, καθώς κοιτούσαν στωικά για τα χέρια που θα τα εναπόθεταν στο φως και στην ελπίδα μιας ακόμα ευκαιρίας.

Δεν θυμόταν πια αίσθηση κινητοποίησε πρώτα το ξάφνιασμά της, όταν το βλέμμα και τα δάχτυλά της έτειναν να αγγίξουν εκείνο το αγαπημένο βιβλίο. Το ξεφύλλισε στην τύχη, γνώριζε την ιστορία του όπως ενός φίλου που είχε πολλά χρόνια να δει. Αν και το τέλος της ήταν γνωστό, την συντάραξε όταν το έπιασε στα χέρια της ξανά μετά από τόσο καιρό, ίσως γιατί αυτό στάθηκε η αφορμή να γνωρίσει τον ήρωα με το μικρό έκτο δαχτυλάκι στο χέρι, που αν και δεν ξεπήδησε από τις σελίδες του βιβλίου, χρειάστηκε να φτάσει μέχρι το τέλος της ιστορίας για να μάθει να ξεχωρίζει τους χάρτινους ήρωες από τους πραγματικούς.

Είχε ζέστη πολύ όταν επέστρεφε εκείνη και δεν είχε προβλέψει ότι θα είχε μια ακόμα ευκαιρία μαζί της, μιας και τα όνειρα καιρό τώρα είχαν ξεθωριάσει από τον ήλιο και οι λέξεις από τα δάκρυα. Τα θολωμένα μάτια μεταμόρφωναν τις αντανακλάσεις από τις ακτίνες του ήλιου σε μια παράσταση χρωμάτων σε ντελίριο κι όταν την είδε ξαφνικά μπροστά του, άργησε να συνειδητοποιήσει αν η οπτασία που αντίκριζε ήταν πραγματική ή δημιούργημα της δικιάς του επιθυμίας.

Θυμόταν ότι έβρεχε πολύ την ημέρα που χώρισαν. Η υγρή και μουντή ατμόσφαιρα είχε εισχωρήσει στους πόρους του δέρματός του και στις χαραγματιές των τοίχων, ενώ μια νέα γεωγραφία είχε δημιουργηθεί στους γύρω δρόμους με ποτάμια ορμητικά να παρασέρνουν την ζωή όπως την ήξερε ως τότε και ο βασανιστικά αργός ρυθμός των σταγόνων της βροχής, είχε συντονιστεί με την μοναξιά του που τον βούλιαζε ύπουλα στο βυθό της ανυπαρξίας της.

~~

 Ήταν απόγευμα, μόλις είχε πέσει ο ήλιος.

«Πες μου την πρώτη λέξη που θα σκεφτείς», ήταν το πρώτο που της είπε όταν της μίλησε κοντά σε έναν πάγκο ξέχειλο από βιβλία.

«Αγαπημένο», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη στον άγνωστο δίπλα της και συνέχισε να κοιτάει τους τίτλους τους.

«Δικό μου αγαπημένο είναι αυτό εδώ και θα ήθελα να το διαβάσεις».

Της έδωσε να κρατήσει το Ρέκβιεμ του Ταμπούκι και συνέχισε: «Το βιβλίο μιλά για μια ακαθόριστη συνάντηση του πρωταγωνιστή κι εγώ, όπως κι εκείνος, δεν ξέρω αν είναι η ψυχή ή το ασυνείδητο που με οδήγησαν εδώ τώρα να μιλάω μαζί σου».

Όλες τις εποχές του χρόνου πρόλαβαν και χώρεσαν στις διαθέσεις τους˙ τις σελίδες που έγραψαν μαζί, τα καλλιγραφικά γράμματα που αντάλλασσαν γεμάτα με κοσμητικά επίθετα, τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, αλλά και τις προθέσεις τους. Σε κάθε ιστορία έβρισκαν ένα δικό τους κομμάτι κι έτσι κι η δική τους ιστορία έγινε μέρος όλων.

Η πραγματικότητα του νιώθω απόκτησε τη δική της ανεξάρτητη ζωή, η ροή του χρόνου την δική της εύπλαστη πορεία και οι στιγμές τους αποκολλήθηκαν και άρχισαν να αιωρούνται σε μια διάσταση ονειρική. Όταν έφτασαν ψηλά, η ατμοσφαιρική πίεση πυροδότησε μια αλληλουχία εκλάμψεων που φώτισε την αλήθεια που ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη από τα αραχνοΰφαντα πέπλα του χρόνου που είχαν αποσπάσει ως τα τώρα.

Η σύσταση του στιγμών τους παραμορφώθηκε και από τα λόγια της ιστορίας τους άλλαξε το νόημα των λέξεων. Η ατελής πορεία τους έδωσε τέλος στην ιστορία σαν να ξυπνάς από ένα όνειρο, όπως όλα όσα ζουν οι ήρωες των βιβλίων ανήκουν στην σφαίρα της ονειροφαντασίας, γιατί η ύπαρξή τους βρίσκεται μέσα στο όνειρο, για να ζουν το όνειρο.  

 ~~

Δεν ήθελε να πάρει τίποτα που να τον θυμίζει και δεν άφησε κάτι δικό της πίσω. Έκοψε τις γέφυρες,  έκαψε τις προσδοκίες κι έβαλε όσα πράγματα απομείναν μέσα σε μια μικρή βαλίτσα. Τις αναμνήσεις δεν μπόρεσε να αποκολλήσει από μέσα της, ακούμπησε μόνο το βιβλίο πάνω στο κομοδίνο και άφησε την χάρτινη ηρωίδα να τρυπώσει μέσα του, να συνεχίσει εκείνη να ζει την ονειρική πραγματικότητά του.

Από τότε δεν το είχε ξαναδεί έως τώρα που έφερε το βιβλίο κοντά στο πρόσωπό της και ανάσανε με λαχτάρα μέσα του, δεν ήταν το ίδιο αντίτυπο, αλλά την μοναδική εκείνη στιγμή ήθελε να νιώσει ξανά την ηρωίδα που κάποτε είχε υπάρξει. Η στιγμή πέρασε, έκλεισε απαλά το βιβλίο και το ακούμπησε στο σημείο που ήταν αφημένο, για να συνεχίσει η ροή του χρόνου στην επόμενή του ευκαιρία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η MaripoSar, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η πρώτη παράγραφος είναι από το διήγημα «Η νύχτα της μεγάλης σεζόν» του Μπρούνο Σουλτς.