Τζάκποτ. Άλλος ένας κωλόφαρδος στον κουλοχέρη. Ήθελα πολύ να του σπάσω τα χέρια εκείνη τη στιγμή. Είχε κερδίσει μεγάλο ποσό, όμως και τα όρνια που το καζίνο είχε στη διάθεσή του θα τον περιτριγύριζαν για ώρες. Θα του πρόσφεραν οτιδήποτε το πρωτόκολλο όριζε και όλα δωρεάν: μάρκες, φαγητά, ποτά, γυναίκες, σουίτα και τα λοιπά. Όσο το καζίνο ήταν προσκολλημένο επάνω του, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες να τζογάρει τα κέρδη του αυτός και να πάρει το καζίνο τα λεφτά του πίσω.
Πετυχημένη συνταγή. Κρατήθηκα λοιπόν, δεν έκανα τίποτα και ξεκίνησα για το διπλανό καζίνο.
Η διαδρομή στο διπλανό καζίνο ήταν τυπική. Μεθυσμένοι ή φτιαγμένοι τουρίστες που νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν εδώ. Τιποτένιοι που νομίζουν ότι γεύονται κάποια ελευθερία ή ότι ασκούν κάποιο δικαίωμα που αξιωματικά τους ανήκει.
Βρίσκονται στην Αμερική, χώρα της ελευθερίας, μα φέρονται σαν να βρίσκονται στην πόλη της ανομίας. Θρησκευόμενοι κατά συνήθεια, προσκυνητές στην πόλη της αμαρτίας. Στο δρόμο περπατούν λιώμα, χωρίς συνείδηση. Πώς γίνεται η ελευθερία να υπάρξει σε έναν τέτοιο δρόμο γεμάτο εξαρτήσεις με απούσα οποιαδήποτε υπευθυνότητας. Κατάντια το λέω εγώ και απουσία ελευθερίας στην καθημερινότητά τους.
Ήξερα όμως ότι δεν δικό μου το πρόβλημα αυτό. Γελούσα πλέον από μέσα μου με αυτούς, χάζεψα κάποιες γυναίκες και έφτασα στο επόμενο καζίνο.
~~
Μπήκα μέσα κι άναψα ένα τσιγάρο. Χαιρέτησα τον Τζορτζ, τον κρουπιέρη, που ετοιμαζόταν για τη βάρδια του. Δεν έπιασα κουβέντα μαζί του. Ήξερα πόσο αυστηρό είναι το καζίνο με τα ωράρια. Έκανα τη γύρα μου στο πάτωμα, τίποτα το αξιόλογο. Έκατσα στο μπαρ που είχε καλή ορατότητα και παρήγγειλα την φθηνότερη μπύρα. Την έπινα σιγά σιγά επειδή η νύχτα προβλεπόταν μακριά. Στο τέλος ζεστάθηκε και την άφησα.
Σηκώθηκα κι έκανα έναν δεύτερο γύρο. Αυτή τη φορά ήμουν πιο τυχερός. Εντόπισα έναν μεσήλικα, υπέρβαρο, με καουμπόικο καπέλο. Την έπεφτε στην κοπέλα που καθόταν δίπλα του στο τραπέζι του μπλακ τζακ. Ποιος ξέρει πόσο είχε πιει και τις έλεγε ότι είχε όσα μετρητά ήθελε εκείνη για τη συντροφιά της.
Κάθισα δίπλα στην κοπέλα. Της την έπεφτα κι εγώ για να σηκωθεί να φύγει. Πέτυχα το σκοπό μου και έκατσα στη θέση της. Έπαιξα μερικά χέρια κι έπεισα συζήτηση με τον μοναχικό καουμπόι ονόματι Μπιλ από την Οκλαχόμα. Μια χαρά περνούσε εκεί. Τι το ήθελε το Λας Βέγκας. Ήταν άξιος της μοίρας του ότι κι αν συνέβαινε.
Τον είπα ότι ξέρω κάτι γυναίκες που θα του άρεσαν, αλλά δεν ήταν φθηνές και βρίσκονταν στο σπίτι τους. Λιγουρεύτηκε, ήπιε μερικά ακόμα σφηνάκια και με ακολούθησε. Τα μετρητά τα είχε μαζί του, μου τα έδειξε, και πήγαμε στο αμάξι μου.
Είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου οπότε τον πήγα στο αγαπημένο μέρος της ερήμου, στα περίχωρα του Ινδιάνικου καταυλισμού. Ήταν τύφλα στο μεθύσι και δεν πήρε είδηση τι γινόταν. Φτάσαμε εκεί, βγήκαμε από το αυτοκίνητο, έβγαλα το φτυάρι από το πορτ μπαγκάζ και τον χτύπησα στο κεφάλι. Ένα χτύπημα ήταν αρκετό. Τον έσυρα στον λάκκο που είχα έτοιμο, πήρα τα λάφυρα, και τον κάλυψα με χώμα και χαλίκια.
Ήξερα ότι ήμουν εγκληματίας κατά τον νόμο. Όσους ανθρώπους στοχεύω και τελικά με ακολουθούν δεν είναι και τόσο αξιόλογοι. Προσωπικά έβλεπα το Λας Βέγκας σαν το καθαρτήριο και τον εαυτό μου ως εκτελεστή της τιμωρίας που οι ίδιοι οι αμαρτωλοί έφεραν επάνω τους. Δεν ήμουν ηθικολόγος, ούτε θρήσκος, το έκανα μόνο για τα λεφτά. Η ουσία είναι ότι δεν είχα τύψεις. Εξ άλλου, αργά ή γρήγορα, όλοι πεθαίνουμε. Αν με δίκαζαν ποτέ, θα υποστήριζα ότι είμαι τρελός και οπαδός του φιλοσόφου που λέει ότι η καλύτερη ζωή είναι εκείνη που τελειώνει πιο γρήγορα.
~~
Την επόμενη μέρα πήγα πάλι στην έρημο κι έσκαψα νέο λάκκο. Το έδαφος είναι πετρώδες κι απαιτεί πολύ δουλειά για να σκαφτεί. Μπορούσα ακόμα να δω τα προηγούμενα έργα μου. Αυτή ήταν τώρα η έβδομη επιχείρηση. Αν ήταν αρκετά κερδοφόρα, μπορεί να ήταν και η τελευταία μου. Είχα πλέον μαζέψει ικανοποιητικά λεφτά που θα με επέτρεπαν να επενδύσω σε νόμιμη δραστηριότητα.
Ο Ινδιάνος αστυνόμος κατέφθασε με το περιπολικό του. Ήξερε τι κάνω από τη πρώτη στιγμή. Είχε μεγαλώσει στη φύση από πατέρα ιχνηλάτη και δεν υπήρχε περίπτωση να μην με εντοπίσει. Τα σπαστά αγγλικά μου με βοηθούσαν για πρώτη και μοναδική φορά με αυτόν. Δεν ήταν καχύποπτος απέναντί μου και συζητούσαμε συχνά για τον “Δυτικό” πολιτισμό και την κατάντια του.
Του έδινα φυσικά κάποια λεφτά, όχι επειδή τα ζητούσε αλλά επειδή ένιωθα υποχρεωμένος. Στο κάτω κάτω χρησιμοποιούσα τη λιγοστή γη που είχε απομείνει στη φυλή του.
Με έδωσε ένα τσιγάρο, από εκείνα που πουλάνε μόνο στον καταυλισμό, και μου είπε ξανά τον μύθο με το κογιότ. Θεωρούσε ότι έπραττα σαν το κογιότ στον μύθο επειδή ήθελα οι άνθρωποι να πεθαίνουν. Έβρισκε διασκεδαστική την αντίδρασή μου στο επαναλαμβανόμενο άκουσμα του μύθου που προσποιούμουν λες κι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα. Τον άφηνα να χαρεί. Με συμπαθούσε κατά βάθος κι ήθελε να με προξενέψει με μια γυναίκα της φυλής του. Δεν ένιωθα άξιος τέτοιας συντροφιάς και είχα αρνηθεί.
~~
Αποχώρησα και ξεκίνησα το ταξίδι του γυρισμού στο Λας Βέγκας. Στη μέση της διαδρομής το κινητό μου με ειδοποίησε για τα τηλεφωνήματα και μηνύματα που έλαβα όσο βρισκόμουν εκτός δικτύου. Όλα ήταν από την Αναστασία εξ Ουκρανίας. Καλό, πανέμορφο κι έξυπνο κορίτσι, συναδέλφισσα, αλλά αυτή ήθελε πάντα κάτι παραπάνω από εμένα. Δεν άντεχα τον εαυτό μου όμως και δεν μπορούσα να συζήσω με κάποια σαν εμένα. Ήθελε επειγόντως να με δει. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τις παρακλήσεις της.
Πήγα στο σπίτι της. Δεν χτύπησα το κουδούνι και χρησιμοποίησα τα κλειδιά μου. Η Αναστασία καθόταν στο πάτωμα με ένα μπουκάλι βότκα κι έκλεγε. Δεν άντεχα να βλέπω γυναίκες που κλαίνε. Με εξήγησε ότι είχε μπλεξίματα με κάτι άνδρες που προσπάθησε αποτυχημένα να εξαπατήσει. Δεν υποπτεύτηκα τίποτα. Κατάφερα να την ηρεμήσω και ξεκινήσαμε για την διαλεύκανση της παρεξήγησης.
Συναντηθήκαμε στο πάρκινγκ μιας εγκαταλελειμμένης εμπορικής πλάζας. Είχε βραδιάσει κιόλας. Το σκηνικό μύριζε παγίδα αλλά δεν φοβόμουν. Μπροστά εγώ, πίσω μου η Αναστασία. Δύο άνδρες βγήκαν από το αυτοκίνητο, τίποτα που δεν μπορούσα να μην χειριστώ. Όχι όμως και το μπουκάλι που βρήκε το πίσω μέρος της κεφαλής μου.
~~{}~~
Το θύμα είμαι τώρα εγώ. Άτιμη η Αναστασία, αλλά πήγαινα γυρεύοντας. Συμβαίνουν αυτά, δεν κρατάω κακία.
Θα είναι μεσημέρι, βρίσκομαι ακόμα στο πορτ μπαγκάζ, ψήνομαι. Άλλαξαν αυτοκίνητα και με άφησαν στην έρημο. Η Αναστασία ήξερε για τα λεφτά που μάζευα και το νεκροταφείο που έφτιαχνα. Με κράτησαν ζωντανό σε περίπτωση που δεν βρουν τα λεφτά μου. Και δεν υπάρχει περίπτωση να τα βρουν. Αν είμαι στους λάκκους, ο Ινδιάνος θα με βρει, το ξέρω, αλλά πότε;
Λιποθύμησα.
~~
Δεν νομίζω να πέρασε πολύ ώρα μέχρι να με βρει. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ ο Ινδιάνος, παραβιάζοντας προφανώς την κλειδαριά. Με κοιτούσε χαμογελώντας. Κι αυτός περίμενε αυτή τη στιγμή:
“Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι πια”, είπε.
“Ήρθε η ώρα μου”, είπα.
“Όχι ακόμα, κογιότ. Εσύ θα πεθάνεις τελευταίος”, απάντησε.
Με έδωσε δίκαννο με κομμένη κάννη, ένα μπουκάλι νερό και με έκλεισε πάλι.
~~
Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα, γιατί αισθανόμουν τη διαρκή αύξηση της θερμοκρασίας. Θα είχε πλέον αρχίσει η δύση του ηλίου. Η ημέρα εκείνη θα ήταν η τελευταία για κάποιον.
Άκουσα ένα αυτοκίνητο να σέρνει τα χαλίκια. Όπλισα την καραμπίνα και περίμενα να ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Η παλιατζούρα που με έβαλαν θα απαιτούσε άνοιγμα με κλειδί.
Το άνοιξαν. Δύο απαλά αγγίγματα της σκανδάλης, δύο τα φυσίγγια, δύο και τα πτώματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε τρίτος κρότος, με ηχώ. Βγήκα έξω προσεκτικά, είδα τους δύο νεκρούς από κάτω και την Αναστασία ξάπλα παραδίπλα.
Μια ακτίνα φωτός με τύφλωσε. Κάποιος με έκανε σινιάλο με καθρέπτη από μακριά, στο βουνό. Ο συνήθης ύποπτος θα ήταν και πλησίαζε προς το μέρος μου, τρέχοντας αρχικά, περπατώντας στη συνέχεια.
Σήκωσα την μικρόσωμη Αναστασία και την τοποθέτησα στον έτοιμο λάκκο που δεν προοριζόταν για αυτήν. Δεν είχα άλλη δύναμη και κάθισα δίπλα της. Σε λίγο έφτασε ο Ινδιάνος. Ήταν χαρούμενος που είδε ότι ήμουν καλά, αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιασε όταν αντίκρισε τη ζημιά που προκάλεσε στο πρόσωπο της άλλοτε όμορφης κοπέλας.
“Μην ταράσσεσαι. Όμορφη ήταν, αλλά τώρα δεν υπάρχει πια. Το αληθινό της πρόσωπο φανερώθηκε. Το ξέρω αυτό. Είμαι όμοιός της.”
Αρχίσαμε να καπνίζουμε τα τσιγάρα του, καθισμένοι στο ίδιο μέρος, για μερική ώρα. Το φεγγάρι ξεπρόβαλε πάνω από το βουνό τρομάζοντας τον ήλιο που βιάστηκε να κρυφτεί. Τα κογιότ κόντευαν να τελειώσουν το δείπνο τους με τα άλλα πτώματα.
“Το είδος σου νοιάζεται για σένα κι εσύ παρέχεις σε αυτό. Είμαι όμοιός σου”, είπε ο Ινδιάνος και γέλασε.
Έβγαλε από το παλτό του αλκοόλ από αγκάβη κι αποξηραμένο κρέας. Τα μοιράστηκε μαζί μου και άρχισε να σιγοτραγουδάει περήφανο σκοπό που είχε όμως μια μελαγχολική στροφή. Το σκοτάδι είχε πια απλωθεί στην κοιλάδα προσφέροντας μια γνώριμη αγαλλίαση και στους δύο μας, για διαφορετικούς λόγους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Ζάττας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Ζάττα, από τη Νεβάδα, όπου ζει.
Παραπομπή: Ο μύθος του κογιότ και της προέλευσης του θανάτου
http://archeology.uark.edu/indiansofarkansas/index.html?pageName=Story%204:%20Coyote%20and%20the%20Origins%20of%20Death