Με το βλέμμα στο επέκεινα

0
451

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 195462537_10218194136475763_4479662752488105922_n.jpg

Φαινόταν γιος της ερημιάς. Ίσως να ήταν από το πανωφόρι του το σκούρο, ίσως από το βλέμμα το απλανές που κοίταζε πίσω από το τζάμι, πέρα στο δρόμο, στου ομιχλώδους τοπίου το επέκεινα.

Το πλοίο μόλις είχε δέσει στο λιμάνι του Πειραιά. Μήνες ταξίδευε, το βλέμμα του είχε γεμίσει από το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας.

~~

Ήταν δώδεκα χρονών όταν έφυγε από το χωριό του για να βρει μια καλύτερη ζωή στη μακρινή Αμερική. Η μάνα του δεν ήταν εκεί για να τη χαιρετίσει. Δεν θα άντεχε να τη δει δακρυσμένη. Δεν ήθελε κι εκείνη να τον δει να φεύγει, τον βενιαμίν της. Ανέβηκε στο λεωφορείο που θα τον πήγαινε στην Αθήνα -κι από κει με τρένο στο μεγάλο λιμάνι της χώρας. Δεν είχε ξαναδεί θάλασσα, στο χωριό του επικρατούσε το γκρίζο χρώμα της πέτρας.

Για τρεις μήνες, όσο διαρκούσε το ταξίδι προς τη Νέα Γη, ζούσε με την αγωνία γι’ αυτό που θα έβρισκε. Τον περίμενε ο συγχωριανός και γείτονας του, ο Αντρέας. Είχε φτάσει στην Αμερική πριν δέκα χρόνια κι είχε ανοίξει μια μικρή βιοτεχνία επεξεργασίας της γούνας. Πήγαινε πολύ καλά. Έστελνε τα κομμάτια πίσω στην πατρίδα για να φτιαχτούν παλτά από ρενάρ και βιζόν. Εκεί θα έπιανε δουλειά κι αυτός.

Δεν ήταν εύκολη η ζωή στα ξένα. Στο μυαλό του είχε να βγάλει λεφτά, να βοηθήσει τις αδελφές του και τη μάνα του κι όταν θα μάζευε αρκετά, να γυρίσει πίσω στα γνώριμα, στα δικά του, στο χωριό του. Έμεινε σε ένα δωματιάκι μέσα στη βιοτεχνία του Αντρέα. Ένα ντιβάνι και μια καρέκλα ήταν τα μόνα έπιπλα. Ούτε παράθυρο για να βλέπει τον κόσμο έξω από τις μηχανές. Στ’ αυτιά του για χρόνια δεν έφτανε άλλος ήχος εκτός από το βουητό της βιοτεχνίας. Τα χέρια του αγγίζανε το απαλό της γούνας και θυμόταν το χάδι της μάνας του. Ένα πιάτο φαΐ καθημερινά από το γειτονικό εστιατόριο. Ύπνος, δουλειά, φαΐ, η ζωή του όλη.

Εργατικό παιδί ο Θεοδόσης. Όλοι είχανε να λένε για την καλοσύνη του, τους τρόπους και την ευγένειά του. Με τα λίγα γράμματα που ήξερε, έγραφε τα νέα του, τα ίδια πάντα: «Είμαι καλά, ευχαριστημένος πολύ. Το ίδιο επιθυμώ και για σας. Περιμένω νέα σας. Σας φιλώ και θα γυρίσω σύντομα»

Πόσο άραγε διαρκεί αυτό το σύντομα στα ξένα; Άραγε όλες οι πατρίδες μετρούν το ίδιο τα λεπτά, τις στιγμές; Και πώς γίνεται να ζει οχτώ ώρες πριν από τους δικούς του; Η ανατολή του ήλιου δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ίδια. Έμαθε να μη μετράει τις μέρες, ξέχασε τα χρόνια, απομακρύνθηκε από τις στιγμές. Μόνο δούλευε κι επιθυμούσε να γυρίσει σύντομα πίσω.

~~

Όταν έγινε εικοσιπέντε χρόνων, άρχισε να λαχταρά η καρδιά του ζευγάρωμα. Μα δεν το χώραγε ο νους του να παντρευτεί Αμερικάνα. Ήθελε να γυρίσει στο χωριό του. Να πάρει κορίτσι γνώριμο. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο. Είχε πια μαζέψει αρκετά χρήματα, μπόρεσε ν’ ανοίξει δικιά του δουλειά στην Αμερική. Ήθελε να κάνει οικογένεια και να της προσφέρει όλα τα καλά του κόσμου του. Αυτού του κόσμου που έφτιαξε στα ξένα.

Έφτασε στο χωριό του νέος και με καλές προοπτικές. Έστειλε προξενιά για την Αγνή, τη μορφονιά του χωριού. Δέχτηκε να τον παντρευτεί εκείνη, αλλά όχι και να τον ακολουθήσει στην Αμερική. Μεγαλωμένη στα βουνά και στα άγονα εκείνα μέρη, η Αγνή ήταν τσαούσα. Αυτό της έδινε δύναμη ν’ αντέχει τις δυσκολίες. Η αγάπη για τον τόπο της της έδινε ρίζες για να κρατηθεί ζωντανή και αγέρωχη. Σαν τα λιγοστά κυπαρίσσια του χωριού τους.

«Εγώ στο χωριό γεννήθηκα, εδώ και θα πεθάνω», του είπε το πρώτο βράδυ του γάμου.

Την αγάπησε ο Θεοδόσης, προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Κάνανε τον πρώτο τους γιο. Το μέλλον περίμενε. Δεν άλλαξε γνώμη εκείνη κι έτσι γύρισε στην Αμερική μόνος του, στον κόσμο του. Τα περισσότερα χρήματα τα ‘στελνε στην οικογένειά του. Έφτιαξε σπίτι η Αγνή με γυαλικά και πορσελάνες, με χρυσά μαχαιροπίρουνα και με βελούδινες κουρτίνες.

~~

Αν και οι μετακινήσεις δεν ήταν εύκολες τον καιρό εκείνο, ο Θεοδόσης λαχταρούσε να επιστρέφει στο χωριό του. Έκανε τέσσερα χρόνια να δει το γιο του. Περίμενε πως οι δυσκολίες θα έκαναν την Αγνή να θέλει να τον ακολουθήσει. Γύρισε με μια αγκαλιά γεμάτη λαχτάρα και τρυφερότητα. Κάνανε και δεύτερο γιο, μα η Αγνή ανένδοτη.

«Η δουλειά σου στην Αμερική, η οικογένειά σου στην Ελλάδα», του έλεγε.

Ξανάφυγε ο Θεοδόσης. Έζησε περιμένοντας το μέλλον, δούλευε για την οικογένεια που τον περίμενε. Κάθε τέσσερα χρόνια επέστρεφε για να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν. Τέσσερα παιδιά κάνανε με την Αγνή. Είκοσι χρόνια παντρεμένοι.

Σε κάθε γυρισμό του, πληρωμένο ταξί έφερνε την Αγνή στην Αθήνα και πηγαίνανε σε κινηματογράφο που τον έκλεινε πριβέ για τους δυο τους. Σε θέατρα, για να γελάσει το χειλάκι της, για να δει τις αρτίστες της εποχής. Βόλτες στα μεγάλα εμπορικά, αρώματα και ό,τι άλλο ήθελε. Μα η Αγνή βράχος. Ο νους της ήταν στο χωριό. Τον υποδέχονταν με λαχτάρα και ανυπομονούσε να φύγει από τη φασαρία της πόλης. Τρεις φορές έκανε αυτό το ταξίδι της υποδοχής.

~~

Και μετά ο πόλεμος έκοψε κάθε μετακίνηση, κάθε επικοινωνία. Η Αγνή μόνη με τέσσερα παιδιά, σε ένα σπίτι γεμάτο πλούτη. Κάθε βράδυ αντάρτες μπαίνανε και παίρνανε με το έτσι θέλω ό,τι ‘θέλαν. Πώς να αντισταθεί η Αγνή; Αφέθηκε, έβλεπε να γυμνώνεται το σπιτικό της και σκλήρυνε η καρδιά της, πάγωσε το αίμα της. Αναθεμάτισε το Θεοδόση, που την άφησε μόνη, μα ούτε μια φορά δεν μετάνιωσε που έμεινε πίσω. Μπερμπάντη τον ανέβαζε, μπερμπάντη τον κατέβαζε, πείστηκε πως σοβαρός άντρας δεν αφήνει τη γυναίκα του μόνη στον πόλεμο. Σιγουρεύτηκε πως εκεί στα ξένα, άλλη οικογένεια είχε ο Θεοδόσης. Και η αλληλογραφία κομμένη. Εκείνο το «Θα γυρίσω σύντομα» έπαψε να το περιμένει.

Στο τέλος, αφού δεν έμεινε τίποτα στο σπίτι, ούτε χρυσά μαχαιροπίρουνα, ούτε βελούδινες κουρτίνες, ούτε μεταξωτά φορέματα, άδειασε και η καρδιά της. Δεν άντεχε η Αγνή να τη λένε φτωχιά και καημένη. Κλείδωσε το άδειο σπίτι, πήρε τα τέσσερα παιδιά της, δυο κουβέρτες, κι έφυγε για την κοντινή πόλη. Είκοσι χιλιόμετρα μέσα στο χειμώνα, με τα πόδια και με τα παιδιά της στην αγκαλιά. Την περίμενε το μέλλον!

~~

Και ήρθε, με το τέλος του πολέμου, ένα τηλεγράφημα από την Αμερική: «Τέλειωσαν τα βάσανα. Έρχομαι σε δυο μήνες. Μην ανησυχείς για τίποτα, φέρνω πλούτη και για τα δισέγγονα μας.»

60 χρονών πια η Αγνή, κουρασμένη από τις κακουχίες δεν άντεχε το ταξίδι της υποδοχής για τέταρτη φορά. Έστειλε τον πρωτότοκο να υποδεχτεί τον άσωτο πατέρα.

Το πλοίο μόλις είχε δέσει στο λιμάνι του Πειραιά. Περίμενε ο γιος να δει τον πατέρα που θυμόταν, μα δεν ήταν ο ίδιος. Εκείνο το βλέμμα το απλανές, η αδυναμία του να στηριχτεί στα πόδια. Ο γιατρός του καραβιού τον ενημέρωσε πως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο μίστερ Θεοδόσης έπαθε εγκεφαλικό. Είχε πάνω του το διαβατήριο και το εισιτήριό του, χωρίς επιστροφή, που παρέδωσε στον γιο.

«Άλλα πράματα δεν είχε;» ζήτησε να μάθει ο γιος.

«Ένα μπαούλο μόνο.»

«Πορτοφόλι, βιβλιάριο, λεφτά;»

«Λυπούμαστε, δεν είχε τίποτα άλλο.»

Κοίταξε ο γιος τον ανήμπορο πατέρα. Στα μάτια του ήρθε η ηλικιωμένη μάνα του, θλίψη, απογοήτευση κι ένα μέλλον που κατέρρεε, πλημμύρισε δάκρυα ο νους του.

Φαινόταν γιος της ερημιάς. Ίσως να ήταν από το πανωφόρι του το σκούρο, ίσως από το βλέμμα το απλανές που κοίταζε πίσω από το τζάμι, πέρα στο δρόμο, στου ομιχλώδους τοπίου το επέκεινα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Λένα Κούτσικα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η πρώτη και η τελευταία παράγραφος είναι από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού :Στη σκιά της πεταλούδας