Στάχτες στη θάλασσα

0
779

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι For-The-Sake-of-Calmness8-scaled-1280x959-1-1024x767.jpgΈνα διήγημα της Νικολέτας Κριαράς Λάμπρου, που γράφτηκε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Μυθοπλασίας.

Μπορείτε να τη διαβάσετε ή να την κατεβάσετε σε PDF εδώ

 

 

Αυτό είναι το μπλογκ της Νικολέτας https://www.mindslab.gr/

Η φωτογραφία είναι της Newsha Tavakolian

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στάχτες στη θάλασσα

1

Έχεις σκεφτεί ποτέ να περάσεις εκείνη τη γραμμή που ορίζει την κανονικότητα σου; Εγώ την πέρασα. Όχι μια, αλλά αρκετές φορές. Αν αυτό με κάνει τρελή; Φαντάζομαι όσο και εσένα λογικό το ότι δεν την έχεις περάσει. Προσπάθησα αρκετές φορές να διατηρήσω το μυαλό μου στα φυσιολογικά σου επίπεδα κρατώντας μια ρουτίνα που φαινομενικά θα με βοηθήσει να μην ξεφύγω. Τις περισσότερες φορές αυτή η ρουτίνα γίνεται με τέτοιο ψυχαναγκασμό που τελικά αρχίζω να πιστεύω πως όντως τρελάθηκα.

Όσοι δεν με ξέρουν με θεωρούν περίεργη. Συνήθως κυκλοφορώ ατημέλητη, τα μάτια μου είναι μονίμως υγρά έτοιμα να ξεσπάσουν και η καρδιά μου χτυπάει σε ρυθμούς που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να πιάσουν. Τις περισσότερες φορές καταφέρνω να τους αγνοώ όμως εκείνοι συνεχίζουν και με παρακολουθούν.

Μονάχα η θάλασσα με κλείνει μέσα της και καταλαβαίνει. Φτάνω στην ακροθαλασσιά και εκεί που οι άλλοι βρέχουν τα πόδια τους εγώ ξαπλώνω αντίθετα από ότι συνηθίζουν, μέχρι το κεφάλι μου να νιώσει το χάδι της. Τα λόγια της φτάνουν στα αυτιά μου ψιθυρίζοντας πνιγμένα ευχαριστώ που επιτέλους βρέθηκε άνθρωπος που αντί να την πατάει αποφάσισε να την ακούσει. Άλλες φορές τυλίγει τα μαλλιά μου και γίνονται φύκια που προσπαθούν να εγκλωβίσουν τα βότσαλα και άλλες τα απλώνει αφήνοντας μια μαύρη κηλίδα στον χάρτη της.

Στην αρχή συναντούσα κόσμο γύρω που κοιτούσε την περίεργη μα με τον καιρό οι περίεργοι χάθηκαν. Το νερό είναι πάντα ζεστό και το κύμα ανεπαίσθητο, φαντάζομαι πως για τους φυσιολογικούς και αυτό θα αποτελεί πρόβλημα καθώς δεν έχουν με κάτι να παλέψουν και τους δέχεται όπως ακριβώς είναι. Έτσι έμεινα εγώ κι αυτή. Ίσως κι εκείνο το αρμυρίκι που περιμένει καρτερικά στη μέση του πουθενά να ρίξει τον ψεύτικο ίσκιο του σε κάποιον πέρα απ΄το ποδήλατο μου.

Ο ήλιος μου καίει το πρόσωπο και του αφήνει ένα κοκκινωπό αποτύπωμα ως αντάλλαγμα της υπομονής του. Τα μάτια προσπαθούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι και σε κάθε ανοιγόκλεισμα βυθίζονται όλο και περισσότερο σε αυτό μετατρέποντας τα πράσινα λιβάδια σε καμμένη γη. Τα δάχτυλα βουλιάζουν και από ευέλικτες μηχανές μετατρέπονται σε άκαμπτες πέτρες που θέλουν να καταλήξουν στη θάλασσα.

Μονάχα πριν ο ήλιος κλείσει τα μάτια του σηκώνομαι και κρύβομαι μες στη αγκαλιά της. Ύστερα παίρνω το δρόμο του γυρισμού αφήνοντας τρεις χιλιάδες μέτρα να προσποιηθούν πως με φροντίζουν στεγνώνοντας όσα προλάβουν. Συνήθως δεν τα καταφέρνουν και στο πέρασμα μου απ΄την πλατεία του χωριού συγκεντρώνονται και τα υπόλοιπα ζευγάρια μάτια που δεν είχαν προλάβει να με δουν στην κατηφόρα. Οι περίεργοι κοιτάνε την περίεργη και ύστερα όλοι μαζί ψάχνουν να καταλήξουν ποιος έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα.

 

Όταν φτάνω σπίτι προσπερνώ τις φωνές και ξαπλώνω στο πάτωμα μέχρι το αλάτι να κάψει τις πληγές μου. Μόνο τότε σηκώνομαι και όλα καταλήγουν εκεί που προήλθαν ή έτσι μου αρέσει να πιστεύω.

Αν ήμουν πάντα τρελή; Το ελπίζω. Σε έναν πιο ελεύθερο κόσμο η τρέλα μου ίσως να σε λύτρωνε κι εσένα που φέρνεις κύκλους και στριμώχνεις χέρια πόδια και όνειρα μέσα στο άβολο κουτάκι σου. Αν δεν το είχες σφραγίσει τόσο καλά ίσως καταλάβαινες, όμως πως θα το κάνεις έχοντας κλείσει και τις χαραμάδες; Φτάνει το οξυγόνο ή έχεις ήδη πεθάνει;

~~

“Πως αισθάνεσαι σήμερα;” ρώτησε και κατέβασε τα γυαλιά της προσεκτικά στο γραφείο κοιτάζοντας τη στα μάτια.

“Αν εννοείς αν πήρα τα χάπια μου, δεν θυμάμαι.” απάντησε κοφτά. Συνέχιζε να την κοιτάει χωρίς να μιλάει. “Εντάξει, τα πήρα, τώρα μπορείς να βάλεις ξανά τα γυαλιά σου εκτός αν θέλεις να τα φορέσω εγώ και να περάσουμε σε εσένα” συνέχισε.

“Εδώ έχουμε έρθει για εσένα, προτιμώ να μείνει ως έχει. Έμαθα πως δεν εργάζεσαι πια, θέλεις να μου μιλήσεις γι΄αυτό;” είπε ψύχραιμα.

“Έμαθες ή σου το σφύριξε η μάνα μου, ας μιλάμε ελεύθερα τουλάχιστον. Δεν εργάζομαι ναι, αλλά καλύτερα. Εκεί μέσα ήταν πιο τρελοί από μένα, τουλάχιστον εγώ έχω τη βούλα βλέπεις, κανένας δεν μπορεί να μου πάει κόντρα.”

“Σκέφτεσαι κάτι γι΄αυτό;”

“Δεν σκέφτομαι τίποτα.”

“Δεν θεωρείς πως μια ρουτίνα θα σε βοηθήσει;”

“Δεν θεωρώ τίποτα και αν δεν έβαζες εσύ τέτοιες περίεργες ιδέες στο μυαλό μου δεν θα προσπαθούσα για τίποτα. Η ζωή είναι να τη ζεις όχι να τη κυνηγάς.”

Σηκώθηκε απότομα και άρχισε να παίρνει στα χέρια της σχεδόν ότι βρισκόταν μπροστά της. Δεν τα κοίταζε τόσο όσο απλά τους άλλαζε τη θέση.

“Έχω να σου προτείνω κάτι” της είπε περιμένοντας να δει την αντίδραση της.

Εκείνη γύρισε απότομα το κεφάλι στο μέρος της, έσμιξε λίγο τα μάτια και άρχισε να την παρακολουθεί.

“Θα ήθελα να καταγράψεις τις σκέψεις σου, όταν το αισθάνεσαι, με όποιον τρόπο εσύ το θες και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό”

“Δεν νομίζεις πως είναι λίγο αργά για ημερολόγιο;” απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

“Ιόλη αν θες να σε βοηθήσω θα πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο που σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα να επικοινωνήσεις και να ξεκλειδώσεις εκείνο που θέλει να ακουστεί” της απάντησε με ήρεμη φωνή.

 

Εκείνη έβγαλε ένα πενηντάρικο και το ακούμπησε στο γραφείο χωρίς να απαντήσει, ύστερα πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε αργά. Από πίσω της ακούστηκε η γιατρός που την χαιρετούσε. Μόλις έκλεισε την πόρτα στάθηκε πίσω της. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Προχώρησε στον διάδρομο ενώ δίπλα της κάποιος δυσανασχετούσε στη θέα του καπνού. Χωρίς να δώσει σημασία κατευθύνθηκε στην έξοδο.

~~~

Ημερολόγιο απόγνωσης

Κάθομαι και κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, αναρωτιέμαι γιατί δεν μου μιλάει. Βαρέθηκα τις ηλίθιες θεραπείες.

Έκλεισε το τετράδιο και άνοιξε ένα που βρισκόταν ακριβώς από κάτω.

 

א

 

Αναρωτιέμαι αν για όλους υπάρχει κάποιος που θα του πει τον τρόπο να είναι ευτυχισμένος και πως όλη αυτή η διαδικασία οδηγεί αυτόν τον κάποιο σε οποιαδήποτε ψευδαίσθηση απόλαυσης. Σημασία σε αυτόν τον κόσμο δεν έχει τι είσαι αλλά τι γράφει η ταμπέλα που φοράς. Το δικό της βάρος κουβαλάς, με το δικό της αποτύπωμα υπάρχεις, στον δικό της ήχο υπακούς. Κάθε που πας να ανασάνεις το σκοινί που την κρατάει σφίγγει όλο και περισσότερο στο λαιμό. Κάθε φορά και από λίγο μέχρι να σε πνίξει.

Τώρα είμαι η περίεργη μα κάποτε κουβαλούσα τη ταμπέλα της υποσχόμενης. Καλή μαθήτρια, σπουδαία κόρη, επιμελής φοιτήτρια, ευσυνείδητος πολίτης, ωραία γκόμενα, με προοπτικές ανέλιξης εργαζόμενη. Κάθε που ο λαιμός μάκραινε να δει τον ορίζοντα ζητώντας περισσότερα η θηλιά έσφιγγε πάνω του. Η ταμπέλα αντί να με βαραίνει άρχισε να τρώγεται στις γωνίες. Πριν το καταλάβω με είχε πνίξει. Τότε συνέβη το αναπάντεχο, αντί να πεθάνω κάποιος μου είχε φυσήξει ζωή.

Η ταμπέλα σκόρπισε. Το σκοινί έσφιγγε το λαιμό μου με τρόπο ηδονικό. Το μυαλό μου άρχισε να πιέζει για οξυγόνο. Αντί να το χάσει, έμαθε να λειτουργεί σε στροφές που το όνειρο έγινε πραγματικότητα.

Έκλεισε και το δεύτερο τετράδιο και τώρα χαμογελούσε.

~~~~

Οι καμινάδες πάντα μου θύμιζαν χέρια σε προσευχή. Κάθε καμινάδα και μια ψυχή. Κάθε ψυχή  και μια παράκληση. Κάθε καπνός και ένας μικρός θάνατος για όσους θυσιάστηκαν στο Θεό της σιωπής. Το λίγο γίνεται πολύ, το πολύ γίνεται αφόρητο, το βλέμμα αναζητάει τη δύση να ξεκουραστεί. Ένα ατελείωτο παιχνίδι, θύτης και θύμα, καλό και κακό. Μέχρι να νικήσει ο ένας, πάντα εσύ.

Έτσι νιώθω κάθε φορά που καταπίνω το χάπι. Εδώ και κάποιο καιρό ο οργανισμός μου έπαψε να τα δέχεται. Πίσω απ’ το τρίτο βιβλίο σε ένα βαζάκι ένα βουνό σχηματίζει τις δικές του κορυφές.

Σε έναν κόσμο που μπορείς να γίνεις ότι θες εγώ θέλω να γίνω ο εαυτός μου.

Πάνε τρία χρόνια από την πρώτη φορά. Στην αρχή ήταν διάφορες εμμονές, να επαναλαμβάνω τις ίδιες κινήσεις, να τσεκάρω δεκάδες φορές το ίδιο πράγμα, να ακούω κάθε τραγούδι σε επανάληψη. Μια απόλαυση γρατζουνούσε δειλά το κουτάκι που μου είχα φορέσει.

Μόλις σχηματίστηκε η πρώτη ρωγμή και το φως μπήκε από τη χαραμάδα, άρχισα να τις ακούω. Τρυπούσαν το κεφάλι θέλοντας να βγουν. Σαν κύστες έτοιμες να σκάσουν, άλλη με χαμόγελο, άλλη με κραυγή, άλλη με απαίτηση, άλλη με πόνο. Κάθε μια διαφορετική και όλες μαζί δικές μου. Όσο και αν τρόμαξα η λύτρωση της έκφρασης καθήλωσε κάθε πόρο του κορμιού μου και η δική μου άρχισε να ξερνάει όλο το πύον απ’ τα χρόνια.

Μόλις κατάλαβα πως στη σχολή εκείνοι που με παρακολουθούσαν προσπαθούν να τις ελέγξουν, αντί να αντισταθώ, ο τρόμος πλημμύρισε την ύπαρξη μου. Κάπου εκεί ήταν η πρώτη φορά που οι γύρω προσπάθησαν να σπάσουν κάθε απόστημα λες και ήταν όλες δικές τους.

Λες και το να νοιάζεσαι κάποιον σου δίνει την αποκλειστικότητα που για χρόνια προσδοκάς τυλιγμένη σε μια αποστροφή που πάντα κουβαλάς. Ο τρόμος για το διαφορετικό σε έναν κόσμο ίδιο και απαλλαγμένο από κάθε ομοιομορφία. Μια ειρωνεία μεθυστική.

~~~~~

Το δικό μου κουτί δεν σφράγισε ποτέ ξανά. Κάθε που έκλεινε το δάχτυλο κρατούσε το καπάκι μισάνοιχτο. Όταν το βράδυ πλησίαζε ο λαιμός μάκραινε και ο ορίζοντας ήταν ακόμα εκεί, μπροστά. Ο έλεγχος έχει χαθεί, το πουλί θα πετάξει ξανά.

Απ’ την ταράτσα του σπιτιού μπορώ να βλέπω τη θάλασσα. Φυσάει περίεργα απόψε, τα κύματα της σφυροκοπούν το σώμα μου. Όλοι έχουν δικαίωμα στην τρέλα και να τα κάνουν όλα πουτάνα για μια φορά, ακόμα κι αυτή. Ίσως κάπου στον ορίζοντα ρουφάει το κορμί κάποιου που προσπαθεί να σωθεί και το να παλέψει είναι μονόδρομος.

Οι φωνές της φτάνουν στα αυτιά μου με ταχύτητα που με καθηλώνει. Το τραγούδι της με καλεί στο σκοπό και η αγκαλιά της παρακαλάει να νιώσει τη ζεστασιά που τόσο έχει προσφέρει.

 

Ξεκίνησε να μαζεύει όσα μπορούσε να βρει, τα τοποθέτησε όλα στο κέντρο της ταράτσας.

 

Κάποτε είχα διαβάσει πως η τρέλα έχει μάτια και βλέπει. Ποιος άραγε θέλει να ζήσει στο σκοτάδι. Τα αστέρια δεν υπάρχουν, μπορεί κάποτε να υπήρξαν κι εμείς να βλέπουμε ένα παράθυρο στον κόσμο τους όμως τώρα δεν υπάρχουν και αφού δεν υπάρχουν, δεν ανάβουν κάθε βράδυ και σίγουρα δεν πέφτουν. Πόσες ευχές έκαψες κρυμμένες σε ένα σκουπίδι που κάηκε στην ατμόσφαιρα έχεις αναρωτηθεί;

Αναλωνόμαστε σε ευχές, σκέψεις, στοιβάζουμε ανούσια πράγματα και όλα καίγονται μαζί με το αστέρι που χάθηκε και τώρα δεν υπάρχει.

Η μάνα μου πόσα αστέρια να έχασε άραγε; Γέμισε ο κόσμος μοναξιά, μια απολιθωμένη εικόνα όπως αυτή των αστεριών. Μια μικρή αποθήκη σε μια μικρή ταράτσα. Το ποδήλατο μου, μια κούτα που ποιος ξέρει ποιανού παρελθόν κουβαλάει, χαλασμένες καρέκλες, τσακισμένες ζωές. Όλα εδώ και όλα δανεικά από μια άλλη ζωή. Όχι εκείνη που θέλει να ζει αλλά εκείνη που βυθίστηκε.

Αν κοιτάξεις προσεκτικά τον ορίζοντα η θάλασσα ενώνει με τα αστέρια, δεν ξεχωρίζει το μάτι που τελειώνει το ένα και που αρχίζει το άλλο. Λες και το ένα προσπαθεί να ρουφήξει το άλλο μέσα του και αληθινά να γίνουν ένα.

Η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη σήμερα.

 

Πήρε στα χέρια της το μπιτόνι και περιέλουσε τα πράγματα στο κέντρο της ταράτσας με βενζίνη. Ύστερα άναψε ένα τσιγάρο. 

Οι πρώτες ρουφηξιές είναι πάντα οι καλύτερες και συνήθως οι πιο γεμάτες. Γεμίζουν τα πνευμόνια σου καπνό και σαν χαθεί φεύγει για τον ουρανό πλημμυρίζοντας τα σύννεφα. 

Πέταξε το τσιγάρο στη σορό. Λίγες στιγμές μετά η φωτιά είχε φανεί. 

Το μόνο που έχεις να κάνεις για να φροντίσεις κάποιον που αγαπάς είναι να τον ακούσεις. Κρυώνει απόψε, κρυώνω κι εγώ.

Τα μάτια της βούρκωσαν. 

Οι φωνές. Κάποιος πνίγεται, κάποιος λέει ευχαριστώ. Πόσες φωνές βγαίνουν απ΄ την κοιλιά της.

Ένα χέρι την τράβηξε με δύναμη κοντά του. Το μυαλό της βυθίστηκε δίπλα της.

Τι συμβαίνει; Τι γίνεται; Αφήστε με. Με χρειάζεται. Κάποιος με χρειάζεται. Αφήστε με. Τι συμβαίνει;

Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις φωνές. Κάποιος επιχειρούσε να σβήσει τη φωτιά μπροστά της, κάποιος άλλος φώναζε, ένας την τραβούσε ακόμα. Η κραυγή που βγήκε απ’ τα στήθη της έκανε τους πάντες να σωπάσουν. Μόλις η φουρτούνα πέρασε βρισκόταν κλειδωμένη σε τέσσερις τοίχους. Τα μάτια της ξεσπούσαν από πόνο και θυμό. 

Ένα τετράγωνο δωμάτιο, σε ένα τετράγωνο σπίτι σε μια τετράγωνη ζωή σφηνωμένοι σε ένα τετράγωνο κουτί. Αυτό είμαστε. Τα όρια καθορισμένα και προκαθορισμένα από καιρό. Αν τα πατήσεις απλώς το κουτί μικραίνει.

Βαρέθηκα, κουράστηκα, πως το λένε;

“Ιόλη δεν θα οδηγήσεις”, “Ιόλη μη πιεις”, “Ιόλη μην ενοχλείς τον κόσμο”, “Ιόλη ηρέμησε”, “Ιόλη είσαι καλά;”, “Ιόλη χρειάζεσαι βοήθεια”, “Ιόλη η περίεργη”. Η γαμημένη η λογική σας. Τετράγωνη και αυτή.

Τουλάχιστον ηρέμησε, το κύμα είναι παρελθόν. Όπως εκείνος που πνιγόταν, όπως τα αστέρια, όπως και εγώ.

2

“Έχεις σκεφτεί τι έκανες; Είσαι σοβαρή; Καταλαβαίνεις πως δεν είναι φυσιολογικό;” άρχισε να φωνάζει χωρίς σταματημό.

“Το φυσιολογικό, μόνο αυτό σε ενδιαφέρει.” απάντησε με απάθεια.

“Αυτό είναι το θέμα μας; Δεν πρόκειται να βγεις από εδώ μέσα παρά μόνο για τις συνεδρίες σου. Πάει και τελείωσε.”

“Δεν είμαι κτήμα σου, κάθεσαι ακούς την κάθε μαλακισμένη που σου φουσκώνει τα μυαλά. Τι έκανα λοιπόν; Δική μου η ταράτσα δική μου και η απόφαση. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα.” τα λόγια της Ιόλης έβγαιναν σε μορφή ουρλιαχτού από το στόμα της.

“Καταλαβαίνεις παιδί μου πως δεν είναι σωστό; Πως μπορούσε να έχει συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο; Τι θα γινόταν τότε;” της είπε κατεβάζοντας τους τόνους.

“Τι θα γινότανε ρε; Πάτε καλά κι εσύ και όλοι οι φυσιολογικοί που κρεμόντουσαν στα μπαλκόνια λες και τι έγινε. Τι φοβήθηκες μη σου κάψω το τσιμέντο; Τι ακριβώς; Εγώ έχω το πρόβλημα ή όλοι εσείς που δεν κοιτάτε τη δουλειά σας;” απάντησε σπρώχνοντας τη μάνα της έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη μπροστά στο πρόσωπο της.

~~

Ημερολόγιο απόγνωσης

Περνούν οι μέρες και καταλαβαίνω πως το θέμα όλων δεν είναι το αν θα είμαι καλά αλλά αν θα είμαι συμβατή με όλους τους άλλους. Ανεξάρτητα αν ότι συμβαίνει είναι κακό, αν δεν είναι φυσιολογικά επιτρεπτό καταλήγει στα σκουπίδια. Απορώ πόσοι από εσάς που τηρείται κατά γράμμα αυτή τη σύμβαση θα θέλατε κάποια στιγμή να κλείσετε τους διακόπτες και να είστε απλά ο εαυτός σας ανεξάρτητα του ποιος τελικά είναι αυτός.

Αν θέλεις να μάθεις τι σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι. Αν δεν σου αρκεί, μπορείς κι εσύ να με απορρίψεις.

Έκλεισε το τετράδιο και άνοιξε ξανά εκείνο που βρισκόταν ακριβώς από κάτω.

 ~

 

Εκείνα τα λίγα λεπτά ακόμα και αν δεν ήμουν δίπλα σου αισθάνθηκα τη θέρμη σου. Κανείς δεν μπόρεσε να το καταλάβει παρά μονάχα εσύ. Άραγε έχει αισθανθεί κανείς αυτό το είδος ευτυχίας; Κάθε φορά που σε κοιτώ εγώ τη νιώθω. Αν κάτι αγαπώ είναι που ακόμα και αν μοιάζω διαφορετική στα μάτια των περαστικών, δεν κατάφερα ποτέ να τη συνηθίσω.

Τι είναι ευτυχία; Είναι συναίσθημα ή βίωμα; Είναι στιγμές ή διάθεση; Είναι ο στόχος, ο δρόμος ή μια ουτοπία του μυαλού; Εξαντλείται; Πόσο κρατάει; Τι είναι εκείνο που θα καθορίσει την ευτυχία ή την έλλειψη της; Πως τη συναντάμε; Έχει κανένας αναρωτηθεί ή απλά συνήθισε; Και αν συνήθισε τον κάνει πιο φυσιολογικό από μένα;

Θα ΄θελα να ‘μαι κύμα επάνω της. Ίσως πουλί που την κοιτά. Μια πέτρα στην καρδιά της. Αγέρας που την αγκαλιάζει και ηλιαχτίδα που την ξυπνά. Θα ΄θελα να ‘μαι κάτι δικό της. Είμαι δικής της. Είμαι εκείνη και δεν είμαι τίποτα.

~~~

“Οι ανακρίσεις σου” είπε και πέταξε το τετράδιο στο μέρος της γιατρού.

Εκείνη το πήρε στο χέρι της και έμεινε σιωπηλή. Ήξερε πως ότι και να πει θα ενέτεινε την κατάσταση της. Το γραφείο ήταν ένα μικρό δωμάτιο, μόλις έμπαινες απέναντι έβρισκες το γραφείο και μπροστά από αυτό ένα μικρό σαλονάκι με αναπαυτικές πολυθρόνες σε εκρού χρώμα. Όση ώρα διάβαζε η Ιόλη σηκώθηκε και πλησίασε την πόρτα που βρισκόταν πίσω από τη μια πολυθρόνα. Πίσω από την πόρτα βρισκόταν ένα στενό μπαλκόνι που έβλεπε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Άνοιξε και πήρε από την τσέπη της τα τσιγάρα. Άναψε ένα και κρέμασε το κορμί της στα κάγκελα τόσο ώστε τα χέρια της να ακουμπάνε σε αυτά. Όταν γύρισε το κεφάλι της είδε τη γιατρό που είχε κλείσει το τετράδιο και την κοιτούσε. Συνέχισε το τσιγάρο της και όταν τελείωσε μπήκε ξανά μέσα.

“Η ετυμηγορία;” ρώτησε ενώ έκλεινε την πόρτα.

“Πίστευα πως θα σε βοηθούσε να γράψεις όμως πια δεν είμαι αρκετά σίγουρη. Θα ήθελα να μάθω πως το ένιωσες εσύ.”

“Όπως κάθε συνάντηση μαζί σου. Περιττό” είπε κοφτά και συμπλήρωσε “δεν θα με ρωτήσεις τίποτα για τη φωτιά;”

Η γιατρός σηκώθηκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε στην πολυθρόνα κάνοντας νόημα στην Ιόλη να κάνει και εκείνη το ίδιο, “θέλω αν το θες εσύ να μου μιλήσεις γι’ αυτό, καταλαβαίνεις ωστόσο πως είναι κάτι που έχει προβληματίσει τους γύρω σου από όσο διακρίνω.”

“Το λόγο δεν καταλαβαίνω παρ’ όλα αυτά. Είμαστε σε έναν ελεύθερο κόσμο με ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί κάποιος που ανάβει φωτιά στη θάλασσα να είναι πιο φυσιολογικός από εμένα που άναψα μια φωτιά στην ταράτσα του δικού μου σπιτιού.” είπε εκείνη ενώ συνέχιζε να τη κοιτάει από την καρέκλα που καθόταν αρχικά.

“Αν όλοι λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο φαντάζομαι πως τίποτα δεν θα λειτουργούσε σε αυτό τον ελεύθερο κόσμο που περιγράφεις.”

“Οπότε αυτό με κάνει περίεργη;”

“Σε κάνει αυτό που είσαι, δεν έχει σημασία αν αυτό είναι διαφορετικό, το διαφορετικό πολλές φορές είναι ξεχωριστό. Εμείς είμαστε εδώ ώστε να βρούμε έναν τρόπο ο άνθρωπος αυτός να χωρέσει σε έναν κόσμο και να μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά με τους υπόλοιπους.” απάντησε η γιατρός κοιτώντας τη στα μάτια.

“Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα είμαι εγώ. Εγώ όμως νιώθω ευτυχισμένη, εσύ πότε αισθάνθηκες για τελευταία φορά; Είσαι σε θέση να μου το απαντήσεις;” ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Σηκώθηκε και βγήκε απ’ το δωμάτιο, “τα λέμε την επόμενη” πρόσθεσε και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

~~~~

Πριν γυρίσει σπίτι πήγε πρώτα στη θάλασσα. Δυο ζευγάρια μάτια στέκονταν μακριά και την κοιτούσε. Είχε βάλει τα πόδια της στο νερό και προχωρούσε. Σε κάθε της βήμα αφαιρούσε και από ένα ρούχο μέχρι που έμεινε γυμνή. Μόλις τα πόδια της έχασαν τη γη από κάτω βούτηξε το κεφάλι της στο νερό.

Το τραγούδι σου με μεθάει. Πόσοι έγραψαν για εσένα και πόσοι αλήθεια σε άκουσαν. Είσαι παντού και αντί να έχουν βρει έναν τρόπο να ζούμε μέσα σου στεκόμαστε απέναντι. Στριμωχνόμαστε σε γωνιές του χάρτη που δεν είσαι παρόν. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Ασφυκτικά κοντά, τόσο που μερικές φορές χάνεις την ανάσα σου. Λες και ζούμε σε κονσέρβα, σαν σαρδέλες. Όλες ίδιες και κάθε μια δίπλα στην άλλη. Κάθε διαφορετική στα σκουπίδια. Ύστερα σου τραβάνε τον αέρα και όλοι μαζί πεθαίνουμε χαρούμενοι.

Με την άκρη του ματιού της είδε τις σειρήνες που αναβόσβηναν. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιος την καλούσε να βγει απ’ το νερό. Τα ρούχα της είχαν χαθεί. Τη σκέπασαν με ότι βρήκαν στο αυτοκίνητο και ύστερα την έβαλαν σε αυτό. Ο αστυφύλακας ήταν φίλος του πατέρα της και έτσι αντί να κατευθυνθεί στο τμήμα κατευθύνθηκε στο σπίτι. Οι γονείς της με σκυμμένο το κεφάλι ευχαρίστησαν και έκλεισαν ερμητικά την πόρτα πίσω τους. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. 

~~~~~

 

Λίγες μέρες μετά ένα περιπολικό σταμάτησε έξω από την πόρτα, μόλις την πέρασαν, δυο αστυνόμοι της έβαλαν χειροπέδες. Κανένας δεν μιλούσε. Μόνο εκείνη φώναζε προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Οι διαδικασίες για την ακούσια νοσηλεία της μόλις είχαν ξεκινήσει. 

Ένας κοινός εγκληματίας. Αυτό αισθάνομαι πως είμαι και ας μην έχω κλέψει ποτέ τίποτα, ας μην έχω σκοτώσει ποτέ κανέναν. Φιμωμένη, γιατί κανείς δεν μιλάει στην τρελή, ζωσμένη με χειροπέδες και ύστερα παρατημένη σε ένα κελί να εκτίσω το υπόλοιπο της ποινής που μου φορτώσανε. Άραγε το σκέφτηκαν αυτό όταν αποφάσισαν τη καταδίκη μου; Ποιος νοιάζεται για την τρελή, ή μάλλον πόσο νοιάζονται για εκείνη.

Πέρασε ένα βασανιστικό βράδυ μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους χωρίς κανένας να μου εξηγεί, χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Μόλις ο τροχός γυρίσει, ξεκινάει το μαρτύριο.

Μια κλινική της κακιάς ώρας με άτομα της κακιάς στιγμής. Δέσιμο στο κρεβάτι και ένεση για βραδινό. Μια καινούρια μέρα για έναν άνθρωπο που φαίνεται να χρειάζεται βοήθεια. Χέρια και πόδια σφιχτά για το κοινό καλό. Πόσο καλό μπορεί ένας άνθρωπος να δει σε αυτή τη στάση;

Το κορμί μου πονάει, τα μάτια μου βαραίνουν όμως κανείς ακόμα δεν μου δίνει σημασία. Εδώ ζεις, εδώ πεθαίνεις. Πόση ώρα θα είσαι ακόμα ζωντανός;

Το φως βγαίνει κι εγώ είμαι ακόμα εκεί. Κανένας ήλιος, καμία θάλασσα δε φτάνει στο κορμί μου. Καλύτερα να είχα πεθάνει. Τότε ίσως κάποιος να νοιαζόταν αληθινά.

Ένας κύκλος που δεν κλείνει ποτέ. Αν μιλήσεις, θα σε δέσουν. Αν κουνηθείς, θα σε δέσουν. Αν απαιτήσεις, θα σε δέσουν. Αν κοιτάξεις στραβά, θα σε δέσουν. Αν είσαι εδώ, θα σε δέσουν. Και ο κύκλος συνεχίζεται με εσένα να ανακατεύεσαι και να ανακατεύεις τη ζωή σου.

Αν το είχαν σκεφτεί θα με έκλειναν μέσα από το πρώτο λεπτό. Όχι από έγνοια αλλά επειδή τους ρεζιλεύω και ξεβολεύονται στα κουτάκια τους. Όσες φορές και να ήρθαν δεν βρήκα λέξη να τους πω παρά μονάχα ευχαριστώ. Όχι που τελικά το έκαναν, αλλά επειδή άργησαν τόσο. Αυτό όμως, το κρατάω για ‘μένα.

Το ένα χάπι έγινε ένα βουνό από χάπια που με ευλάβεια περιμένουν να καταπιείς. Ίσως αυτές να είναι και οι μόνες στιγμές που κάποιος νοιάζεται πραγματικά και σε κοιτάει στα μάτια. Τα μάτια μου είναι θολά ή θολά όλα πια τα βλέπω. Μια λευκή ακαθόριστη γραμμή που πάνω της με κόπο ισορροπώ. Αν καταλάθος πέσω αντί κάποιος να με σηκώσει, με δένει γιατί ποιος ξέρει τι θα κάνει η τρελή; 

Εγκατάλειψη. Γύρω και μέσα μου. Αυτό είναι που αισθάνομαι. Αυτός να είναι ο σκοπός; Τα φάρμακα μοιάζει να μην κάνουν τη δουλειά τους μα κάθε που παίρνω κάποιος με επαινεί λες και είμαι ένα βήμα πιο κοντά στο στόχο. Αν φέρω αντίρρηση, με δένουν ξανά.

Μια ζωή, σε ένα κρεβάτι. Εκεί χέζεις, εκεί κατουράς, εκεί κλαις, εκεί υπάρχεις, εκεί χάνεσαι. Συνεχίζεις να παίρνεις τα χάπια, βουλιάζεις περισσότερο. Τα σάλια σου τρέχουν, περπατάς περίεργα, με δυσκολία κάθεσαι, δε σταματάς να ζητάς. Τουλάχιστον παύεις να αναζητάς. Αν κάτι καταφέρνουν τα χάπια μοιάζει να ναι μονάχα αυτό. Μια συνεχής εγκατάλειψη του εαυτού μέχρι να τον χάσεις εντελώς.

Μοιάζει να μην υπάρχω πια. Αφήνομαι και πάω. Γίνομαι σκουπίδι και καταλήγω σε χωματερή στοιβαγμένη με σορό από σκουπίδια σαν εμένα. Αυτό είμαι, για ‘μένα, για όσους με φροντίζουν, για τους δικούς μου, ακόμα και για τους περαστικούς. Έχασα την ομοιομορφία και το σύστημα της φυσιολογικότητας με απέβαλλε. Με έφτυσε και τώρα απλά κατρακυλάω σε ένα βουνό από σκουπίδια.

Όταν μπαίνει η βούλα ότι και να κάνεις η ιστορία σου δεν αλλάζει. Από τη στιγμή που κάποιος άλλος αποφασίζει για τη ζωή σου γίνεσαι έρμαιο στις ορέξεις όσων θέλουν να σε κατασπαράξουν. Προσπαθούν για μια σωτηρία όπου οι ίδιοι δεν θα επιτρέψουν ποτέ να συμβεί. Ακόμα και αν βγω απ’ τον κύκλο ξέρω καλά πως η ετυμηγορία θα έχει παρθεί για εμένα χωρίς εμένα. Δεν θα ταιριάξω ποτέ.

 

3

 

Τι και αν επέστρεψα απ’ την κόλαση, μια άλλη χειρότερη με περίμενε. Από εκείνες που σε ρουφάνε με μανία και το κορμί σου χτυπιέται σε κάθε γωνία σπάζοντας σου όχι μόνο τα κόκαλα μα και την ψυχή. Στην κομματιάζουν τόσο καρφώνοντας τα κομμάτια της σε κάθε σημείο του κορμιού σου.

Βγήκα, μπήκα ξανά, ύστερα ξανά και πάλι έξω. Κάθε που τόλμαγα να μιλήσω και μια νέα εισαγγελική εντολή βρισκόταν στο κατώφλι της πόρτα μου. Ως ανίκανη να διαχειριστώ τον εαυτό μου οι άλλοι συνέχιζαν να αποφασίζουν γι’ αυτόν. Ακόμα και όταν οι γιατροί αποφάσιζαν πως είμαι ικανή να ζήσω έξω απ’ το τρελάδικο, εκείνοι ήταν εκεί να αποφασίσουν πως κάνουν λάθος λες και τους κόλλησα τη τρέλα που μου φόρτωσαν και έγινε δικιά τους.

Ακόμα και όταν κάποιος που φαινομενικά σε νοιάζεται παλεύει να σε σώσει, μοιάζει στο τέλος να τον παρασέρνει ο κύκλος. Αν μιλήσουμε με αριθμούς πόσοι τρελοί με χαρτί γιατρού κάνουν κακό σε κάποιον τρίτο; Τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή να αποφασίσει κανείς σε ποια μεριά θέλει να ζήσει. Βέβαια, εγώ έχω το ακαταλόγιστο, έτσι μου είπαν και την τρελή ποιος την ακούει;

Ίσως θα ήταν καλύτερα κάποιος να με κρατήσει μέσα. Ποιο το νόημα να βγεις όταν κανείς πια δεν σε προσέχει; Έχασα μια ζωή δική μου, δεν μπόρεσα να ζήσω μια ζωή δική τους. Δεν έχω δουλειά, δεν έχω φίλους, δεν έχω σύντροφο. Το μόνο που έχω είναι δυο κατατονικούς γονείς που στην επόμενη ανάσα θα με χώσουν ξανά μέσα. Αφού τα κατάφεραν με τη δική τους ζωή ήρθε η ώρα να τα καταφέρουν και με τη δική μου. Η ειρωνεία της στιγμής, μου ανακατεύει τα σωθικά.

~~

Ζω μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Και όσο και αν μοιάζει η φθορά να συμβαίνει όταν είμαι έξω, κόβοντας την αγωγή και επιτρέποντας στον εαυτό μου να ανασάνει, συμβαίνει το αντίθετο. Αισθάνομαι πως βρίσκω ένα λόγο να ζω. Έναν τρόπο να αναπνέω. Μια δύναμη να αντέξω. Για την επόμενη και κάθε επόμενη φορά.

Εκεί που οι άλλοι περπατάνε σκυφτοί εγώ υψώνω το κεφάλι και χτυπάω τον κόσμο με το κύμα μου. Γίνομαι θύελλα έτοιμη να σηκώσει κόσμους  που μέσα τους θα ξαναγεννηθώ.

Αγαπάω αυτό το μέρος, αγαπάω αυτό το κόσμο, αγαπάω αυτή τη ζωή ακόμα και αν αυτή δε με αγάπησε ποτέ. Σε αυτά τα σκαλιά έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Κάτω απ’ το σπίτι μα σε απόσταση κοντινή σε όσους καταλήγουν στο κέντρο του χωριού. Τόση ώστε να τους παρατηρώ. Μερικές φορές χαμογελάνε μα συνήθως είναι σκυφτοί. Περπατάνε σαν στρατιωτάκια, χωρίς ανάσα και σχεδόν χωρίς ζωή. Βλέμμα άψυχο, βήμα μηχανικό, ψυχή απούσα. Κάθε φορά που βλέπω κάποιον σκυφτό του πετάω από μια πέτρα. Γελάω με τη ψυχή μου όταν λίγη ζωή φυσήξει μέσα του και τιναχτεί σαν από όνειρο σε μια πραγματικότητα που ξέχασε πως έχει. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ότι και αν πει δεν με ενδιαφέρει. Φτάνει που ξύπνησε για λίγο.

~~~

 

Άνοιξε το τετράδιο και ξεκίνησε να γράφει. Το δεύτερο γιατί το πρώτο το είχε από καιρό σε ένα γραφείο στο κέντρο της διπλανής πόλης. 

Αισθάνομαι κουρασμένη. Τα πάντα δεν έχουν την ίδια γεύση. Το μάτια μου έχουν στεγνώσει. Το κορμί μου είναι κουρασμένο. Τα χέρια μου αδύναμα. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε. Αισθάνομαι άδεια. Νιώθω ένα κενό.

Πως γίνεται να νιώθω το κενό αφού δεν υπάρχει; Πως μπορείς να περιγράψεις κάτι που δεν υπάρχει; Είναι δυνατόν κάποιος να σκέφτηκε μια λέξη για να περιγράψει την απουσία όλων στον κόσμο; Και αν δεν υπάρχει, γιατί την ίδια στιγμή αισθάνομαι να με κατασπαράζει; Πονάει το κενό; Γιατί το δικό μου πονάει τόσο;

Έπαψα να νιώθω ευτυχισμένη. Ίσως σταμάτησα να τρελαίνομαι. Όμως πρώτη φορά νιώθω να τρελαίνομαι πραγματικά. Αισθάνομαι τρόμο να μιλήσω. Ότι και αν πω δεν θα καταλάβουν. Αν μιλήσω θα με κλείσουν ξανά μέσα. Το κενό μου μεγαλώνει κι εγώ μικραίνω. Έγκλειστη εντός και εκτός. Φυλακισμένη σε τέσσερις τοίχους. Στην αρχή από αγάπη και ύστερα από συνήθεια. Μια γαμημένη συνήθεια που έκαψε το σωθικά μου. Λες και εκείνη η φωτιά άναψε πρώτα μέσα και μετά γύρω μου.

Δεν θέλω να πάω ξανά εκεί. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ. Δεν θέλω να θέλω, δεν αντέχω άλλο. Το σκοτάδι με πνίγει. Μεγαλώνει. Οι τοίχοι μικραίνουν. Με πλησιάζουν. Ο ουρανός μου έχει πνιγεί. Όσο πυκνώνει το σκοτάδι μόνο τα αστέρια συνεχίζουν να φαίνονται. Πως όμως να στηριχτώ σε κάτι που δεν υπάρχει; Στο σκοτάδι λένε δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε αλλά αυτό που νιώθουμε, σαν το σκοτάδι να έχει το δικό του φως. Φοβάμαι να κοιτάξω.

~~~~

Οι γονείς της έλειπαν. Βγήκε απ’ το παράθυρο και πήρε το ποδήλατο που βρισκόταν κάτω από τη σκάλα στην αυλή του σπιτιού. Φόρεσε μια τσάντα στους ώμους και κατηφόρισε για την παραλία. Δεν βιαζόταν, το σούρουπο είχε πέσει και ο δροσερός αέρας έκανε το κορμί της να ανατριχιάζει σε κάθε γύρισμα του τροχού. Στον δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Τα φώτα είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ανάβουν στο πέρασμα της. Λίγο πριν φτάσει στο λιμάνι, αποφάσισε να σταματήσει. Εκεί, υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι που μαρτυρούσε τον πόνο και τα δάκρυα κάθε ανθρώπου που στάθηκε στο πέρασμα του. Στα χέρια της κρατούσε ένα τσιγάρο το οποία πίεζε απαλά στα δυο της δάχτυλα.

Υπάρχει ένα σημείο που συνειδητοποιείς πως στη ζωή είναι μερικές φορές καλύτερο το να σβήνεις απ’ το να ξεθωριάζεις. Μια πράξη απελπισίας ή θάρρους; Ότι και αν πιστεύει κανείς είναι μια πράξη καθαρά προσωπική, ιδιωτική και βαθιάς συνειδητοποίησης. Καμία ζωή και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε αγγίξει μέσα σε τούτη τη βαθιά σιωπή.

Το τσιγάρο είχε μουσκέψει από τα χέρια και την υγρασία. Έβαλε στα χείλη της το τσαλακωμένο πλέον τσιγάρο και το κράτησε.

Η θάλασσα μοιάζει να προετοιμάζεται για τούτη τη στιγμή.

Άναψε το τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια. Ο καπνός τη ζάλισε για μερικά δευτερόλεπτα και τα μάτια της άνοιξαν με βία. 

Στις πνοές τους ανέμου ταξιδεύουν οι ζωές μας. Άλλοτε σκορπίζουν και άλλοτε χάνονται. Με βία καταλήγουν να βρεθούν και να αντέξουν. Όσες δεν άντεξαν, τις καταπίνει η θάλασσα.

Δεν θυμάμαι πότε την είδα για πρώτη φορά. Αν τη βρήκα ή αν τελικά αυτή με βρήκε. Μια γαλήνη που μέσα της καραδοκούν αθέατα βράχια, μαγικά, ρουφήχτρες και ερείπια, έτοιμη να παραδοθεί και να δικάσει. Μια θάλασσα μέσα μου ανοιχτή και μεγάλη.

Στηρίχτηκε στο εκκλησάκι και έβγαλε τη ταινία, έδεσε τα πόδια της επάνω στο ποδήλατο. Μετά και το χέρι της. Με το άλλο έβαλε το τσιγάρο ξανά στο στόμα. Τράβηξε μια γερή τζούρα και το πέταξε δίπλα της. Χαιρέτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού τον Άγιο που φύλαγε το εκκλησάκι και ξεκίνησε το πετάλι.

Κάπου είχα διαβάσει πως οι άνθρωποι είναι σαν τις πέτρες. Όσο οι μέρες περνούσαν όλο και περισσότερο αισθάνομαι το βάρος του κορμιού μου να συνθλίβει κάθε αντοχή της ύπαρξης μου. Μια ύπαρξη που πια δεν είναι ο πόνος που την καθορίζει.

Ανάσα. Αυτό που χρειάζομαι μόνο, είναι ανάσα. Τόσο βαθιά που θα πνιγώ. Από ‘σένα. Σε ‘μένα. Και ας είναι αυτή η τελευταία που θα βρω.

Όσο πλησίαζε στο μόλο του λιμανιού ανάγκαζε τα πόδια της να επιταχύνουν. Λίγο πριν φτάσει στην άκρη, αντί να κλείσει τα μάτια τα κράτησε ανοιχτά. Πλέον βρισκόταν κάτω απ’ το νερό. 

Κάποιος να με βγάλει φοβάμαι Χριστέ μου φοβάμαι σε χρειάζομαι γιατί ανάσα μια ανάσα θέλω να ζήσω φοβάμαι πεθαίνω κάποιος να φανεί σε παρακαλώ κανείς κράτησε με σε ικετεύω ακόμα πονάω κρύψε με γιατί..

Το σώμα της βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο νερό. Κάθε προσπάθεια της να βγει στην επιφάνεια δεν βρήκε ανταπόκριση. Τα δεσμά της στο ποδήλατο την τραβούσαν στον πάτο. Σε λίγα λεπτά η επιφάνεια βρήκε ξανά την ηρεμία της.

 

4

 

Τελευταία πράξη

Η γιορτή τελείωσε. Τα φώτα έσβησαν. Όλα έφυγαν, μαζί και εγώ.

Κανείς δεν φταίει και κανείς δεν είναι αθώος.

Όχι άλλη αγάπη, όχι άλλο κολύμπι. Το παιχνίδι έφτασε στο τέλος.

Φυσάμε ξεφυσάμε
Δε βγαίνει ο βράχος από μέσα μας

Οι τρελοί
γεννιούνται
από τις πέτρες
που πετάχτηκαν ένα απόγευμα αφηρημένα
από μια παρέα παιδιών
καθώς αυτά συζήταγαν με πάθος
να φτιάξουνε μια συμμορία
κι έτσι δεν κατάφεραν
να κάνουν γκελ στη θάλασσα
δε γκελάρουν όλοι οι άνθρωποι
να προσέχετε τις πέτρες που πετάτε

 

Η πέτρα έπεσε στο νερό.
Λυπάμαι, και ευχαριστώ, για όσο με αφήσατε να ζήσω.
Να προσέχετε.

*

Έκλεισε το τετράδιο και το ακούμπησε στο γραφείο. Αφού το άνοιξε, βγήκε απ’ το παράθυρο και πήρε το ποδήλατο που βρισκόταν κάτω από τη σκάλα στην αυλή του σπιτιού. Φόρεσε μια τσάντα στους ώμους και κατηφόρισε για την παραλία.

ΤΕΛΟΣ

 

 

*Το ποίημα είναι ΡΑΚΑΣ ΣΑΜΣΩΝ.