Ο Καμύ στην Ταϊλάνδη (Δύο ιστορίες της παλάμης)

0
340

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 51Jyh2gQ3JL._SY445_-copy.jpg

Easy going love

«Ar-u hundryy? Do u von some noodlesuup?»

Φοράει makeup, και τα μαλλιά του είναι σήμερα, μόνο για σήμερα, βαμμένα στο χρώμα της πλατίνας.

Στον αριστερό μηρό έχει χτυπημένο τατουάζ ένα φρικιαστικό πρόσωπο με το μέτωπο να ανοίγει και να μεταπλάσσεται στο μάτι του σύμπαντος και, όπως θα ανακαλύψω αργότερα, έναν περίτεχνο ασιατικό τίγρη χτυπημένο στη μέση. Επίσης, δύο μικρότερα tattoo που έμοιαζαν με ήλιους των Ίνκας, από έναν ψηλά σε κάθε ωμοπλάτη, και ένα τελευταίο tattoo στον αριστερό πήχη που λέει: «My story is not over yet;».

Με παραξενεύει το ελληνικό ερωτηματικό στο τέλος, και ρωτάω. Αν καταλαβαίνω καλά έχει ένα συμβολισμό για το λαό του, αλλά δεν πολυκαταφέρνει να το εξηγήσει στα αγγλικά. Εκτός και αν φταίω εγώ, που δεν μπορώ να συνηθίσω την παράξενη προφορά του.

Είμαστε πάνω στο σκούτερ του, οδηγεί στους δρόμους του Λαμάι με νεύρο και μαγκιά. Το λακαρισμένο χτένισμά του είναι εντυπωσιακό, και ο αέρας που βγαίνει ζεστός από το γιακά του πουκαμίσου του μυρίζει λοσιόν σώματος.

Είναι πολύ φινετσάτη φιγούρα, ενώ το πρόσωπό του, με τη βοήθεια του κατάλληλου διακριτικού μακιγιάζ, έχει την τελειότητα ήρωα yaoi. Ένα γιαπωνέζικο καρτούν εικοσιπέντε χρονών, με προσωπικότητα που προσομοιάζει πότε δεκατετράχρονη συλφίδα και πότε δεκαεφτάχρονο αλητόμαγκα.

Δεν έχω ιδέα πού κολλάνε όλα αυτά με τα μπλε σιδεράκια, πάντως τέτοια σιδεράκια φοράει.

«Αr -u hundryy? Do u von some noodlesuup?»

«I am not hungry», του λέω. «But if you want a noodle soup, we could go to some place. I won’t eat, but I can keep you company». Γυρίζει και με κοιτάζει με βλέμμα κουταβιού, ενισχυμένο από τους γκρι φακούς επαφής που διάλεξε για σήμερα.

Σταματάει λίγο παρακάτω, έξω από ένα 7-Eleven. Στην είσοδο του μαγαζιού δύο σκυλιά, το ένα αποστεωμένο. Και τα δύο σηκώνονται να μας προϋπαντήσουν, όμως το αποστεωμένο έρχεται κοντά μου όλο καλοσύνη.

Ενόσο εγώ το χαϊδεύω τρυφερά, ο Thanet με παρατηρεί από κάποια απόσταση. Μετά ανοίγει την πόρτα του 7-Eleven, μπαίνει κι εγώ τον ακολουθώ.

Χαζεύω τα άγνωστα για μένα προϊόντα στα ράφια, ενώ με τη γωνία του ματιού μου παρακολουθώ τις κινήσεις του. Έχει, στιγμές-στιγμές, μια αδιόρατη θηλυπρέπεια στο βάδισμά του, που δεν μου ταιριάζει με το γεγονός ότι είναι πολεμιστής ξιφομάχος Dha και ελεύθερος σκοπευτής του ταϊλανδικού στρατού.

Λίγο νωρίτερα, στο κυριακάτικο πανηγύρι στο Λαμάι, φοβήθηκα ότι με την ευστοχία του θα φαλίριζε  έναν τύπο που είχε ένα μαγαζάκι σκοποβολής που κέρδιζες δώρα: με 16 bat, σα να λέμε μισό δολάριο, πυροβόλησε εξήντα φορές με αεροβόλο όπλο και άνοιξε μόλις τρεις τρύπες στη φιγούρα που είχε για στόχο: μία μεγάλη στην καρδιά και δυο μικρότερες, στο κεφάλι και στην κοιλιά. Α, και από μία σφαίρα σε κάθε ώμο, έτσι για πλάκα.

Μου είπε ότι μπορώ να διαλέξω όποιο θέλω από τα δώρα που είχε κερδίσει. Διάλεξα μια ονειροπαγίδα. Τα υπόλοιπα τα άφησε πίσω στο μαγαζάτορα, που τον κοίταζε με μια ασιατική έκφραση στο πρόσωπο που μου ήταν αδύνατον να την ερμηνεύσω.

Ύστερα, καβαλήσαμε το σκούτερ του. Καθώς οδηγούσε και η μυρωδιά της λοσιόν σώματος μου πλημμύριζε τα ρουθούνια, με ρωτά: «Ar-u hundryy? Do u von noodlesuup?».

Τον παρακολουθώ με τη γωνία του ματιού μου, να βρίσκει στα ράφια του 7-Eleven πρώτα δύο πακέτα steam rice και μια κονσέρβα κρέας με σάλτσα, μετά κάτι πλαστικά μπολάκια και, τελευταίο, λες και κόντεψε να το ξεχάσει, αυτό που θα έτρωγε ο ίδιος: μία έτοιμη noodle soup σε πακέτο.

Πληρώνει και βγαίνει από το μαγαζί. Βάζει κάτω τα δύο πλαστικά μπολάκια, αδειάζει στο καθένα τους από ένα πακέτο steam rice, μοιράζει και την κονσέρβα. Χώνει μέσα τα χέρια του, από ένα σε κάθε μπολ, και ανακατεύει το κρέας με το ρύζι καλά-καλά, να σιγουρευτεί πως τα σκυλιά θα φάνε όλο το φαΐ τους. Σκέφτομαι πως θέλω να τον βοηθήσω και πετάγομαι πίσω στον ταμία του μαγαζιού, να μου δώσει λίγο χαρτί κουζίνας. Του το πάω σβέλτα, να σκουπίσει τα δάχτυλά του.

«Tenk youou», μου λέει, και αρχίζει να τρώει σιωπηλά τη σούπα του…

———

Η βραδιά είναι γλυκιά, και η νησιώτικη, τροπική αύρα χαϊδεύει τη γνωριμία μας. Είναι πλέον τρεις τη νύχτα, και επιστρέφουμε με το σκούτερ στο σπίτι του. Από το απόγευμα ακόμα, έχουμε συμφωνήσει ότι θα με φιλοξενήσει.

Είμαι ακόμα εντυπωσιασμένος από την προσφορά του προς τα δύο σκυλιά. Όχι από την ίδια τη χειρονομία, αλλά από την αμεσότητα, σαν να ήταν αυτονόητη.

«You are very nice», του λέω.

«Vaiiiii?»

«Why? Because you gave food to the poor dogs. I thought you didn’t even like them, you didn’t even touch…”
«The little one was very skinny» – με κόβει.

Οδηγούμε πάλι ανάποδα σε μονόδρομο, αλλά αυτή τη φορά είναι κάπως προσεκτικός γιατί τα αυτοκίνητα που έρχονται καταπάνω μας δεν είναι και λίγα.

«Are you all Thai people so nice or is it that today I met a nice Thai person?» τον ρωτάω.

«I aam not ooly naai. Some taaim I tink baad too».

Αρχίζω να επεξεργάζομαι τα λόγια του, αλλά αποφασίζει να με βοηθήσει: «Nοobody pearfeect».

Θα μου πάρει λίγο χρόνο ώσπου να επεξεργαστεί η δυτική λογική μου αυτό που είπε, όμως ήδη με πλημμυρίζει ένα συναίσθημα: μεταμέλεια. Από χθες που τον γνώρισα, συνειδητά ή όχι, τον είχα κρίνει υπερβολικά πολλές φορές, πάντα με την αλαζονεία του μεσήλικα ευρωπαίου που αρνείται την έκπληξη.

Όπως και στην υπόλοιπη Ταϊλάνδη, οι περισσότεροι κάτοικοι του Kho Samui είναι βουδιστές. Όμως όχι και ο Thanet. Αυτός, πέρα από τον χρυσό κρίκο στο αυτί, τα δύο χρωματιστά βραχιόλια και το piercing στη γλώσσα, έχει κι ένα χρυσό σταυρό περασμένο σε αλυσίδα στο λαιμό.

Ο Thanet ανήκει στο 0,47% των Ταϊλανδών που είναι καθολικοί. Κι εγώ, βιαστικός ακόμη και σε αυτό, είχα εκτιμήσει πως η φοίτηση σε καθολικό σχολείο (εξού και τα αξιοπρεπή, συγκριτικά, αγγλικά του) δεν θα είχε επιτρέψει στη βουδιστική νοοτροπία να εισχωρήσει αρκετά βαθιά στην ψυχή του.

«I ony haave oaane daabl be-ed», μου λέει. «Vi vil sleep togeaather».

Δεν το είχαμε συμφωνήσει αυτό. Αλλά είναι πολλά τα καινούρια, και η δύναμή τους με ξεπερνά. Δεν μπορώ να του πω όχι.

Εδώ, στου δρόμου τα μισά, καταλαβαίνω πως καλά θα έκανα να επαναπροσδιορίσω πολλά. Νιώθω να με κυριεύει μια ανάγκη να γνωρίσω από την αρχή τα πάντα, να αντικρίσω τον κόσμο ολόκληρο σαν παιδί.

Ποιος ξέρει, ίσως έτσι αντικρίσω ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Blue-ish

Χειμώνας, σούρουπο, η ώρα της ημέρας που γοητεύει τους περισσότερους ανθρώπους. Και εκείνος, φύσει μελαγχολικός τύπος, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Μάλιστα, πριν από πολλά πολλά χρόνια, σε μια περίοδο της ζωής του ανεξέλεγκτα καταθλιπτική, είχε ανακαλύψει πως ειδικά το χειμωνιάτικο σούρουπο του ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία. Συχνά, ο βορινός άνεμος δημιουργεί μια χρωματική παλέτα πολύ πιο εντυπωσιακή, ενώ η κρύα ατμόσφαιρα χαρίζει στην ομορφιά του τοπίου μια σκληρότητα που του είναι γνώριμη, σχεδόν οικεία.

Είχε μόλις βγει από το τακτικό ραντεβού του με την ψυχολόγο και, όπως συνήθως, η επαφή του με το περιβάλλον ήταν ακόμα κάπως χαλαρή. Λίγα όμως βήματα αργότερα, βλέποντας στα τριάντα μέτρα τρεις γεροδεμένους αστυνομικούς σε πηγαδάκι να γελάνε με κάτι που έλεγαν, ο φόβος του υπενθύμισε ότι, κι ας βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο, ήταν υποχρεωτικό να φορέσει τη μάσκα του. Την έβγαλε από την τσέπη του και, κοιτάζοντας ανήσυχα προς τους αστυνομικούς, την πέρασε γρήγορα-γρήγορα πίσω από τα αυτιά του. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε γλιτώσει το πρόστιμο, πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μάσκα ήρθε και κόλλησε στο ανοιχτό στόμα, όμως ο αέρας που πέρασε ήταν λειψός και η ανακούφιση καθυστέρησε κάπως.

Όπως κάθε εβδομάδα είχε μισή, το πολύ μια ώρα να σκοτώσει ώσπου να συναντηθεί με τη φίλη του για τον καθιερωμένο καφέ. Σε αυτό το νεκρό χρόνο, κάποιες φορές, αν ένιωθε την ανάγκη, πήγαινε έναν περίπατο και αναλογιζόταν όσα του είχαν αποκαλυφθεί στη συνεδρία. Άλλες φορές, πάλι, έκανε κάποια τηλεφωνήματα μέχρι να περάσει η ώρα. Σήμερα όμως, το είχε αποφασίσει από το πρωί: θα έμπαινε στο βιβλιοπωλείο και θα αγόραζε ένα βιβλίο. Είχε διαβάσει αρκετά στη ζωή του αλλά, για κάποιο άγνωστο λόγο, το συγκεκριμένο συγγραφέα δεν τον είχε αγγίξει ποτέ. Τις τελευταίες μέρες όμως, σαν από διαίσθηση, ένιωσε πως ήταν πλέον η κατάλληλη στιγμή.

Από την είσοδο ακόμα, είδε στο βάθος του μαγαζιού έναν πωλητή μπροστά από τα ράφια με την ξενόγλωσση λογοτεχνία. Φορούσε κι εκείνος μάσκα, όμως τα βλέμματά τους, ελεύθερα αυτά, συναντήθηκαν. Τον πλησίασε και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, του είπε με αυθορμητισμό:

«Καλησπέρα… θα ήθελα να πάρω έναν ξένο».

«Έναν ξένο;» ρώτησε ο πωλητής. Όμως είχε καταλάβει, ήταν φανερό, γιατί γύρισε προς τα ράφια και αναζήτησε πρώτα το Κ, μετά τα βιβλία του Καμύ, και στο τέλος τράβηξε ένα λεπτό βιβλιαράκι. «Ορίστε λοιπόν… ένας ξένος», του είπε.

Καθώς περνούσε το βιβλίο από τα χέρια του άλλου στα δικά του, είδε τις ρυτίδες που ήταν σχηματισμένες στα πλάγια των ματιών του πωλητή και κατάλαβε ότι, πίσω από τη μάσκα, εκείνος του χαμογελούσε συγκαταβατικά. Συνειδητοποιώντας ότι η προσέγγισή του ήταν εξαρχής κάπως αλλόκοτη, χαμογέλασε κι εκείνος, στην αρχή διστακτικά και, στη συνέχεια, μιας και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο από το πανί, χαμογέλασε πλατιά, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

«Ευχαριστώ πολύ…» του είπε, γύρισε, και κατευθύνθηκε προς το ταμείο. Ήταν μόλις τρίτος στη σειρά, δεν θα περίμενε πολύ. Στάθηκε με δύο μέτρα απόσταση από τον μπροστινό του, υπάκουα, πάνω στη βούλα στο δάπεδο που του αντιστοιχούσε, και περίμενε. Δύο λεπτά αργότερα, όταν ήρθε η σειρά του, συνειδητοποίησε πως ακόμα χαμογελούσε με τη μικρή του γκάφα. Καθώς πλησίασε και αντίκρισε την ταμία πίσω από το γκισέ, σκέφτηκε πως τώρα θα επικοινωνούσε με έναν άλλο άνθρωπο, και πως το χαμόγελο που κουβαλούσε από την προηγούμενη επαφή δεν είχε θέση πια. Μετά όμως συνειδητοποίησε πως, πίσω από τη μάσκα, μπορούσε να συνεχίσει να χαμογελάει όσο θέλει, και αυτή τη φορά καθόλου δεν κινδύνευε να φανεί αλλόκοτος. Ένιωσε πως μπορούσε να απολαύσει αυτή την ελευθερία για όσο ήθελε, οπότε ολοκλήρωσε τη συναλλαγή χαμογελώντας. Μάλιστα, όταν πια βρέθηκε στο κατώφλι της εξόδου και ο κρύος αέρας συνάντησε το πρόσωπό του, ο αρχικός αυτοσαρκασμός είχε μεταστραφεί πλέον σε μια διάθεση σάτιρας για την όλη σκηνή που είχε ζήσει.

Κουβαλώντας αυτή τη διάθεση, σχεδόν χαμογελώντας ακόμα, πέρασε απέναντι και στάθηκε όρθιος δίπλα σε ένα άδειο παγκάκι. Σκέφτηκε πως είχε μόλις αγοράσει ένα βιβλίο χωρίς να γνωρίζει απολύτως τίποτε, ούτε για το συγγραφέα, ούτε για την υπόθεση. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ αυτό. Ποιος να ήταν άραγε ο ξένος; Κάποιος μετανάστης σε ξένο τόπο; Ένας άγνωστος επισκέπτης; Με αυτές τις σκέψεις, έβγαλε τον καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο. Το κράτησε, όπως πάντα, στα δάχτυλα του αριστερού χεριού, και με το δεξί έκανε να βγάλει τον αναπτήρα από την τσέπη. Όμως με το δεξί κρατούσε και το βιβλίο, δυσκολεύτηκε, ίσως γι’ αυτό να άλλαξε και γνώμη. Έβαλε το τσιγάρο στο αυτί και, όρθιος ακόμα, άνοιξε και διάβασε την πρώτη φράση.

Δεν μπόρεσε να διαβάσει παρακάτω.

Κι ας ήταν μόνος, ένιωσε σαν κάποιος ξένος, που όμως του ήταν παράξενα οικείος, να τον είχε ακολουθήσει βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο και τώρα τον ωθούσε σιωπηλά, με το βλέμμα, να καθίσει στο παγκάκι, να μοιραστούν λίγες στιγμές, και δεν αντιστάθηκε. Πήρε το τσιγάρο από το αυτί, το έβαλε στο στόμα και το άναψε. Τράβηξε δυο ρουφηξιές και άφησε να περάσουν ένα-δυο λεπτά. Έπειτα, άνοιξε και πάλι το βιβλίο του και διάβασε ξανά, την πρώτη φράση μόνο:

«Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα διηγήματα έγραψε ο πρώην Συνεργός Γιάννης Ζέρβας