Ο τελευταίος ιερέας του ανείπωτου (ολόκληρο)

0
800

 

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Blue-1024x583.jpg

Αυτό το διήγημα γράφτηκε σε τέσσερις συνέχειες. Εδώ μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο, σε pdf που θα κατεβάσετε ή απευθείας μέσα στο μπλογκ.

Βασίζεται σε ιστορίες και παραμύθια που μου διηγήθηκε η γιαγιά μου, η Πηνελόπη, στη Θάλαττα. Κάποια είναι πραγματικά, κάποια φανταστικά, αλλά μετά από τόσα χρόνια είναι δύσκολο να ξέρεις τι έγινε στ’ αλήθεια. Και δεν έχει σημασία πλέον.

Δανείστηκα τα ονόματα δύο ηρώων απ’ το “Έπος της Γαιοθάλασσας”, της αγαπημένης Ούρσουλα Λεγκέν.

Η φωτογραφία είναι από τον Lee Jeffries, “Πορτραίτα άστεγων”

Το διήγημα εδώ σε PDF https://sanejoker.info/content/uploads/2021/07/Ο-τελευταίος-ιερέας-του-ανείπωτου-1.pdf

~~~~~~~{}~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο τελευταίος ιερέας του ανείπωτου

1) Κάθε ευχή είναι και κατάρα.

Ιστορίες πολλές έχω ακούσει στη ζωή μου. Και περισσότερες έχω διαβάσει. Κάποιες από αυτές έχουν ξεθωριάσει στη μνήμη μου. Έμεινε μόνο η αίσθηση που μου έκαναν, το συναίσθημα γενικά κι αόριστα, αλλά καμιά λεπτομέρεια.

Αυτές που θυμάμαι επακριβώς είναι εκείνες που άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα, απ’ τη στρογγυλοπρόσωπη γιαγιά, που πέταγε τις ψείρες στη φωτιά και σκότωνε τ’ αυγά τους με ξύδι.

Εκείνη μου είχε πει την ιστορία του μάγου, που αν υπήρξε στ’ αλήθεια είχε ζήσει πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν να πουλάνε ξύδι συσκευασμένο και ψωμί πολυτελείας στο χωριό.

Ήταν απ’ την εποχή που κάθε πράξη, κάθε λέξη, σκορπιζόταν προφορικά κι αποκτούσε διαστάσεις μύθου. Οι λύκοι γίνονταν λιοντάρια και τα φίδια δράκοι. Και κάθε άνθρωπο που φερόταν αλλόκοτα τον πίστευαν για μάγο ή για άγιο ή για δαίμονα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο μάγος ήταν κάποτε παιδί του χωριού. Μαγικά δεν ήξερε ακόμα, αλλά ήταν παράξενος. Δεν χωρούσε πουθενά και τίποτα χρήσιμο δεν κατάφερνε να κάνει. Απόμερα στεκόταν όταν τ’ άλλα παιδιά έπαιζαν. Στο χωράφι ξόδευε την ώρα του μιλώντας στα λιόδεντρα και στο σπίτι κοιτώντας τις φλόγες.

Το βράδυ μιλούσε στον ύπνο του, σηκωνόταν και περπατούσε, έκανε λάμψεις απ’ το τίποτα. Όταν έπαιζε, μόνος του, έκανε πολλές φωνές που καθόλου παιδικές δεν ακούγονταν. Και μιλούσε λέξεις που ούτε ελληνικές ούτε αρβανίτικες ήταν.

“Τι λες εκεί;” τον ρωτούσε ο πατέρας του.
“Κορακίστικα”, απαντούσε το παιδί.
“Ας το παιδί, παιδί είναι”, έλεγε η μάνα.
Κι ο πατέρας θύμωνε, με το παιδί και τη μάνα. Αλλά είχε κι άλλα παιδιά, καθώς και δυο κορίτσια.

Το παιδί το ‘χαν βαφτίσει Γιάννη, αλλά εκείνο άκουγε μόνο όταν το φωνάζαν Γκιέν.

“Γιατί έτσι με φωνάζουν τα πουλιά”, είπε στον πατέρα του όταν τον ρώτησε. “Άκου!”

Έστησε αυτί ο πατέρας κι άκουσε τους γκιόνηδες να λαλούν. Γκιόν… Γκιόν…
Θύμωσε και πήγε στο καφενείο για να πιεί.

Εκεί βρήκε τον παπά. Του είπε για το παιδί.
“Μήπως να του κάνουμε κάνα ευχέλαιο; Ή ξορκισμό; Δεν βάζει νου κι άρχισε να βγάζει τρίχες στ’ αρχίδια του”.
“Φερ’το να το διαβάσω”, είπε ο παπάς. “Αν αρχίσει να χτυπιέται και να μουγκρίζει, τότε θα το ξορκίσω.”

Τον πήγαν τον Γκιέν στην εκκλησία να τον διαβάσει. Αλλά ούτε χτυπιόταν ούτε μούγκριζε. Έψελνε κι εκείνο στα κορακίστικα.

“Καλά είναι το παιδί”, είπε ο παπάς στον πατέρα. “Μόνο χαζό είναι, τι πειράζει;”

Δεν πείραζε κι έτσι χαζό έμεινε μέχρι τα δεκάξι. Αλλά ούτε που κοιτούσε τα κορίτσια ούτε που τον ένοιαζε που φούσκωναν τα βυζιά τους.

Η μάνα πήγε στη γητεύτρα του χωριού και ρώτησε μήπως ήταν ο Γκιέν από εκείνους που τους αρέσουν οι άντρες.

“Φερ’ τον εδώ, να δούμε τι του αρέσει”.

Κι όταν πήγαν τον Γκιέν τον άφησαν μονάχο του με τη γητεύτρα. Χήρα ήταν εκείνη, όρκους δεν είχε να προδώσει.

Κι όταν βγήκε είπε στη μάνα: “Μια χαρά άντρας είναι. Μόνο λίγο χαζός, και τι πειράζει;”

~~

Έτσι έγινε κι άντρας, αλλά οι μέρες περνούσαν και συνέχιζε να μιλάει με τα πουλιά. Δουλειές δεν έκανε, τα γράμματα δεν τα ‘παιρνε και για να γίνει στρατιώτης ούτε λόγος.

“Στείλ’ τον στο μοναστήρι καλόγερο, εκεί κι οι άχρηστοι κάτι είναι”, είπε στον πατέρα ο κουρέας, μια μέρα που τον ξύριζε.

Το ‘παν στον Γκιέν, κι αντίρρηση δεν έφερε. Τ’ αδέλφια του το θέλανε να φύγει, τζάμπα τους έτρωγε το φαΐ. Τον πήγανε, έμεινε λίγα φεγγάρια δόκιμος μοναχός, και μετά τον έδιωξε ο ηγούμενος.

“Αυτός δεν είναι του θεού”, είπε στον πατέρα.
“Γιατί, εσύ είσαι;” απάντησε εκείνος.

Κι έτσι γύρισε ο Γκιέν στο χωριό και στο σπίτι.

“Να τον πάμε στον μάγο, να τον δει”, είπε η μάνα μια βραδιά που δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
“Δυο μέρες δρόμος είναι”, είπε ο πατέρας.
“Και τι έχεις να κάνεις; Για ελιές δεν είναι ακόμα. Φυτέματα δεν έχει. Ούτε κλάδεμα. Το φετινάρι θέλει κι άλλο βράσιμο. Τι έχεις να κάνεις; Να πίνεις με τον τραγόπαπα; Εδώ θα ‘ναι κι όταν γυρίσεις.”
“Καλά”, είπε ο πατέρας, “φτάνει, μου πήρες τον ύπνο. Θα τον πάω στον μάγο.”
“Να τον πας.”
“Θα τον πάω, στον διάολο να πάω. Κοιμήσου κι άσε με να κοιμηθώ.”

Κι έτσι φύγανε, ο Γκιέν κι ο πατέρας, Νοέμβρη μήνα, για να πάνε στον μάγο.

Εκείνος είχε μια καλύβα στη ρίζα των βουνών. Όλοι στην Ηλεία και την Αρκαδία τον ήξεραν. Δεν ήταν ντόπιος. Λέγανε ότι είχε έρθει απ’ τον βορρά. Δεν ήταν σαν τις γητεύτρες που ‘χε κάθε χωριό. Ο μάγος ήξερε ξόρκια που βαραίναν κι ήξερε τα ονόματα των αρχαίων. Ήταν πιο παλιός απ’ τους παλιούς και κάποιοι λέγαν ότι είχε ζήσει περισσότερο απ’ όσο αφήνει ο θεός τους ανθρώπους να ζήσουν.

Όποιος πήγαινε σ’ εκείνον ήξερε ότι θ’ αντάλλαζε πολλά για μια του λέξη. Ήξερε ότι ο μάγος δεν ήταν σαν τους παπάδες, που όλο λένε. Κι όποιος ζητούσε κάτι απ’ τον μάγο έδινε περισσότερα.

Ο πατέρας τα ήξερε αυτά, γι’ αυτό και δεν ήθελε να πάει. Τον φοβόταν, εκείνος που δεν φοβόταν τίποτα ιερό και τίποτα ανόσιο. Γιατί ο μάγος μιλούσε την αλήθεια, και κανείς δεν θέλει να την ξέρει.

~~

Σαν έφτασαν κοντά στη ρίζα του βουνού ο πατέρος είπε στον Γκιέν να συνεχίσει μόνος.

Εκείνος δεν σκιάχτηκε. Συνέχισε να περπατά και βρήκε τον μάγο ξαπλωμένο στο χώμα, έξω απ’ το καλύβι του.

“Τι ζητάς;” του ‘πε ο μάγος.
“Τίποτα. Ο πατέρας μου μ’ έφερε.”
“Ο πατέρας κι η μάνα και το χωριό”, είπε ο μάγος. “Εσύ τι ξέρεις;”
“Τίποτα”, είπε ο Γκιέν.

Ο μάγος σηκώθηκε να τον κοιτάξει.
“Όλοι ξέρουν κάτι”, είπε στον Γκιέν. “Δεν γίνεται αλλιώς.”
“Εσύ τι ξέρεις;”

Αυτό ρώτησε ο Γκιέν. Και δεν υπήρχε ειρωνεία στην ερώτηση, γιατί μιλούσε σαν παιδί.

“Το παν, τα πάντα, το όλον κι ό,τι λείπει απ’ αυτό, κι όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει, αλλά δεν έγιναν”, είπε ο μάγος. “Αυτά ξέρω κι άλλα τόσα. Ξέρω όλα τα ονόματα κι όλες τις πράξεις. Ξέρω πώς ξεκίνησε ο κόσμος και πώς θα τελειώσει. Ξέρω περισσότερα απ’ όσα μπορώ να σου πω.”

Κι όσο τα ‘λεγε αυτά έμοιαζε ν’ αλλάζει, να μεταμορφώνεται, να λάμπει.

“Και δεν κουράζεσαι μ’ όλα αυτά που ξέρεις;” είπε ο Γκιέν.

Ο μάγος σταμάτησε να λάμπει, κι έγινε σαν γέρος.

“Πολύ”, είπε στον Γκιέν. “Τράβα πες στον πατέρα σου ότι θα μείνεις μαζί μου.”
“Γιατί;”
“Γιατί είσαι γεννημένος για να γίνεις μάγος.”

 

2) Το φαγωμένο κορίτσι

Ο πατέρας γύρισε σπίτι χαρούμενος που είχε λύσει το πρόβλημα. Όμως η γυναίκα του είχε άλλη γνώμη.

“Άφησες το παιδί μου στον μάγο;”
“Εσύ μου ‘πες να το κάνω.”
“Σου ‘πα να πάτε να το δει. Όχι να το κρατήσει.”

Και ξεκίνησε να θρηνεί. Ήξερε πως δεν μπορούσε να πάει να το πάρει πίσω. Ό,τι δίνεται σε μάγο χάνεται για πάντα. Γι’ αυτό έκλαιγε το χαμένο της παιδί.

“Τι κλαις;” της είπε ο πατέρας. “Και να ‘μενε εδώ τι θα ‘κανε; Ντιπ χαζός ήταν, πιο χαζός κι απ’ αυτό.”
Και χτύπησε την άδεια κανάτα που ‘χαν πάνω στο τραπέζι.

“Αυτό γεμίζει”, είπε η μάνα, διακόπτοντας για λίγο τον θρήνο.

Χωρίς να το ξέρουν είχαν μαντέψει κι οι δυο σωστά. Έτσι πήρε την απόφαση ο μάγος να κρατήσει τον Γκιέν. Επειδή ήταν άδειος.

Οι χωριανοί έβλεπαν στον Γκιέν την κενότητα. Ο μάγος είδε τη δυνατότητα.

Οι άνθρωποι, απ’ τη στιγμή που γεννιούνται, αρχίζουν να γεμίζουν. Θρησκείες και δόξες, πατρίδες και εχθρούς, γνώσεις και βεβαιότητες, πόθους κι απαγορεύσεις.

Όταν φτάνουν σε ηλικία γάμου ξέρουν όλα όσα επιτρέπονται και τίποτα διαφορετικό δεν χωράει ο νους τους. Το δοχείο είναι γεμάτο. Κάθε σταγόνα για να χωρέσει πρέπει να χυθεί μια άλλη. Κι άμα το δοχείο είναι γεμάτο λάδι, πώς να βάλεις μέσα κρασί;

Ο Γκιέν ήταν άδειος, σαν να είχε μια τρύπα στο κεφάλι του. Όσα του είχαν πει είχαν αδειάσει ξανά. Κι αν δεν είχε πάει στον μάγο θα έμενε πάντα έτσι, κενός κι αθώος, πιο αθώος κι από δέντρο.

Όμως η κενότητα ήταν δυνατότητα. Γιατί οι μάγοι γνωρίζουν πολλά και παράξενα, που δεν μπορούν ν’ ανακατευτούν με τίποτα άλλο.

~~

Για να καταφέρει να τον διδάξει, για να του μείνουν στο κεφάλι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο μάγος ήταν ένα ξόρκι επιδιόρθωσης, έτσι ώστε να κλείσει η τρύπα.

Αλλά πριν τον διδάξει οτιδήποτε του έκανε μια τελευταία ερώτηση. Τον ρώτησε τι ήταν το πρώτο πράγμα που θυμόταν. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο μικρός δεν είχε αναμνήσεις από παλιότερες ζωές. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που τον τρόμαζε, γι’ αυτό ήθελε να ξέρει.

“Τι ‘ναι το πρώτο πράγμα πού θυμάσαι;” τον ρώτησε.
“Τη Μορμώ και το φίδι”, απάντησε ο Γκιέν.

Ο μάγος τραβήχτηκε πίσω.
“Η Μορμώ! Τ’ αρχαίο φάσμα;” Και ξεκίνησε να κάνει με τα δάκτυλα του την επίκληση της προστασίας.
“Η Μορμώ η κατσίκα”, είπε ο μικρός. “Και μια δεντρογαλιά.”

Του εξήγησε. Είχαν τρεις κατσίκες στο σπίτι. Τη Μορμώ, τη Μόρφω, και τη Μαρία. Eκείνος βύζαινε απ’ την Μορμώ, γιατί η μάνα του δεν είχε γάλα.

Μια μέρα οι μεγάλοι είχαν αφήσει το μωρό στ’ αμπέλι να βυζαίνει απ’ την κατσίκα. Όπως έπινε κατέβηκε και μια δεντρογαλιά και πιάστηκε στ’ άλλο μαστάρι. Τα φίδια βυζαίνουν γλυκά, χωρίς να ταράζουν τα ζώα. Έτσι σαν άνοιξε τα μάτια το μωρό, είδε δίπλα του να πίνει κι ένα πράσινο φίδι. Αλλά τότε δεν καταλάβαινε σε τι διαφέρουν τα φίδια απ’ τους ανθρώπους. Κι αντί να φοβηθεί συνέχισε να βυζαίνει.

Αυτό θυμόταν. Τη Μορμώ και το φίδι.

Μετά, έτσι του είχαν πει, τους είδε η μάνα κι όρμησε και σκότωσε το φίδι.

“Κι εσύ τι έκανες;” ρώτησε ο μάγος.
“Δεν θυμάμαι”, είπε ο Γκιέν. “Μπορεί να κοιμήθηκα. Μ’ αρέσει να κοιμάμαι και να βλέπω όνειρα.”

Ο μάγος ανακουφίστηκε. Δεν του το είπε εκείνη τη βραδιά, πέρασαν χρόνια πριν του διηγηθεί την ιστορία, αλλά την τελευταία φορά που είχε μαθητή, μαθήτρια συγκεκριμένα, όταν τη ρώτησε τι ‘ναι το πρώτο πράγμα που θυμόταν, εκείνη του ‘χε πει: “Τη φωτιά και τον τρόμο”.

Τότε δεν είχε καταλάβει ότι κάποια δοχεία είναι προτιμότερο να μένουν άδεια από μαγεία. Γιατί το ελάχιστο κατακάθι μπορεί να κάνει το φως σκοτάδι.

~~

Η ιστορία του φαγωμένου κοριτσιού, όπως ο Γκιέν την άκουσε χρόνια μετά, ειπώθηκε κάπως έτσι.

Ο μάγος, πριν γίνει μάγος, ήταν ομφαλόψυχος. Άνηκε σ’ ένα τάγμα ησυχαστών μονοφυσιτών μοναχών που ομφαλοσκοπούσαν για να φτάσουν στον θεό. Η πρακτική τους ήταν απλή.

Κάθονταν ώρες ατελείωτες και κοιτούσαν τον ομφαλό τους, επαναλαμβάνοντας: “Ένας είναι ο θεός και πρώτος προφήτης ο Χριστός”. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν καταφέρει να δουν το φως που περιέβαλλε τον Ιησού όταν αναλήφθηκε.

Ο μάγος, που τότε λεγόταν μοναχός Δαμιανός, είχε φτάσει ν’ ακολουθήσει το φως ως την Παράδεισο, αλλά γύρισε πίσω οικειοθελώς, για να δείξει και στους άλλους τον δρόμο.

Μα όταν γύρισε πίσω, όταν συνήλθε απ’ την έκσταση, δεν θυμόταν τίποτα απολύτως, ούτε καν το όνομα του. Είχε μείνει άδειος.

Ο ηγούμενος τον έδιωξε απ’ το μοναστήρι κι ο ανώνυμος έφτιαξε τη σκήτη του σε μια σπηλιά λίγο πιο βόρεια απ’ το Όρος, εκεί όπου τα ποτάμια κατέβαζαν χρυσάφι. Έμεινε μόνος χρόνια πολλά κι έγινε μάγος με την καθοδήγηση μιας γυναίκας θρακιώτισσας.

Έτσι τον έμαθαν οι άνθρωποι τριγύρω, έτσι και τον αποκαλούσαν. Χωρίς όνομα, μόνο “ο μάγος”.

~~

Κάποια εποχή είχαν φτάσει στην περιοχή τσιγγάνοι. Πουλούσαν μαντείες, έφτιαχναν τα σίδερα κι έπαιζαν μουσική στα πανηγύρια.

Οι ντόπιοι δεν τους συμπαθούσαν, γιατί ήταν ξένοι, ήταν παράξενοι.

Μια νύχτα κάποιοι πήγαν σε μία απ’ τις άμαξες κι άρπαξαν ένα κορίτσι που δεν ήταν καν πέντε χρονών. Το βίασαν, το μακέλεψαν κι ύστερα το ‘ριξαν στη φωτιά για να κάψουν τα ίχνη τους.

Το κορίτσι όμως δεν πέθανε. Το βρήκαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες μετά οι τσιγγάνοι. Ανέπνεε σαν τζιτζίκι. Είχε καεί το μισό της πρόσωπο ολοσχερώς και το ένα της χέρι είχε γίνει κούτσουρο. Αλλά ανέπνεε ακόμα, έστω και σαν τζιτζίκι.

Οι ντόπιοι είπαν ότι το είχαν κάνει τσιγγάνοι και ξεσηκώθηκαν να τους διώξουν. Οι τσιγγάνοι είπαν ότι το είχαν κάνει ντόπιοι. Και ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν.

Οι γονείς του πήγαν το μισοπεθαμένο κορίτσι στον μάγο, γιατί μόνο εκείνος είχε τη δύναμη να το σώσει. Δέχτηκε να βοηθήσει, αλλά τους ζήτησε μεγάλο αντάλλαγμα: Να του αφήσουν το παιδί και να φύγουν απ’ την περιοχή για πάντα.

Είτε πέθαινε είτε ζούσε, το κορίτσι θα ήταν δικό του.

Η μάνα δέχτηκε. Προτιμούσε να ζήσει το παιδί της, ακόμα κι αν δεν το ξανάβλεπε ποτέ. Κι είπε στον μάγο:
“Αν χαθεί να την κάψεις. Αν σωθεί να την αγαπήσεις. Και να την πεις Τιερού, αυτό θα είναι το όνομα της.”

Τιερού στη γλώσσα τους σήμαινε: “Η φαγωμένη”.

Ύστερα φύγανε, όλοι τους, αφού έριξαν κατάρα στους ντόπιους και στον χρυσό που έκρυβε η γη.

~~

Ο μάγος έβαλε όλες του τις δυνάμεις, μέχρι που κόντεψε να χαθεί κι αυτός -ξανά. Αλλά έσωσε το κορίτσι, την Τιερού. Και αποφάσισε να την κάνει μαθήτρια του στις μαγικές τέχνες. Πέρα από κόρη που θα την είχε.

Κι όταν τη ρώτησε τι πρωτοθυμάται, κι όταν άκουσε τι του είπε, καθόλου δεν πήγε ο νους του σ’ αυτό που θα συνέβαινε.

 

3)   Λύτρωση

Οι καββαλιστές έλεγαν: “Η γυναίκα είναι ΔΥΝΑΜΗ. Ο άντρας είναι ΕΙΡΗΝΗ.”

Από τόσο παλιά οι άντρες το είχαν καταλάβει.

“Γιατί μας έχετε κλειδωμένες; Τι φοβάστε;” ρώτησε μια γυναίκα τον προφήτη.
“Τη δύναμη σας”, απάντησε εκείνος. “Αν ήσασταν ελεύθερες τότε οι άντρες δεν θα ήμασταν τίποτα άλλο από γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά.”

Η ειρήνη των αντρών έρχεται με τη βία και τον φόβο, με τον πόλεμο.
Οι άντρες εξουσιάζουν.
Οι γυναίκες υποτάσσονται.

Γιατί αν σταματήσουν να φοβούνται, τότε ο κόσμος των αντρών θα σταματήσει να υπάρχει.

~~

Ο Γκιέν δεν το ήξερε αυτό. Είχε μεγαλώσει στον κόσμο των αντρών, όπου οι γυναίκες ήταν κλειδωμένες στο σπίτι. Και πίστευε ότι αυτή είναι η φυσική τάξη. Σύντομα θα ανακάλυπτε πως τίποτα δεν είναι πιο διαστρεβλωμένο απ’ τον άνθρωπο.

Μάθαινε γρήγορα, απ’ τη στιγμή που ο μάγος έκλεισε την τρύπα στο κεφάλι του. Σε τρία χρόνια είχε μάθει όλα τα ξόρκια κι όλα τα ονόματα. Απ’ τις εννιά μεγάλες επικλήσεις έκανε την όγδοη όταν έγινε δεκαεννιά χρονών.

Κάλεσε έναν νεκρό, μια σκιά. Κι ύστερα κατάφερε να τον στείλει πίσω.

Όλο χαρά πήγε στον μάγο.
“Δεν είμαι ο καλύτερος μαθητής σου;” τον ρώτησε.
“Μαθητής”, είπε εκείνος και σώπασε.

Είχε συνηθίσει τους γρίφους του μάγου και πλέον μπορούσε να καταλάβει τι κρυβόταν σ’ αυτά που δεν έλεγε.
“Είχες και μαθήτρια; Γυναίκα;”
“Κορίτσι.”
“Ποια είναι;”
“Ήταν. Η κόρη μου.”

Και του είπε όλη την ιστορία της Τιερού.

~~

Το κορίτσι άργησε να συνέλθει. Παρά τις αλοιφές, τα βότανα και τις γητειές το μισό της πρόσωπο και το μισό της σώμα έμεινε παραμορφωμένο.

Είχε ένα μάτι για να βλέπει κι ένα αυτί για να ακούει.

Όταν πήγαιναν στο χωριό περπατούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο και κανείς δεν ήθελε να την κοιτάζει. Τη φοβούνταν όσο τους φοβόταν κι εκείνη.

Ο μάγος ξεκίνησε να της μαθαίνει όσα ήξερε. Και σαν είδε πόσο εύκολα γέμιζε σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τη δύναμη του σ’ εκείνη.

Γιατί αυτό συμβαίνει στους μάγους. Όταν ένας μαθητής τα μάθει όλα, τότε ο δάσκαλος τα ξεχνάει όλα. Ξεφορτώνεται τη δύναμη και μπορεί πλέον να ζήσει ειρηνικά.

Η Τιερού γέμιζε και δεν χόρταινε. Ο μάγος είχε ξεχάσει την πρώτη της ανάμνηση [η φωτιά και ο τρόμος]. Αλλά το κορίτσι δεν ξεχνούσε. Ούτε κι εκείνοι που της είχαν κάνει το κακό.

Την έβλεπαν να πηγαίνει στο χωριό, την έβλεπαν να ζει, και ήξεραν ότι έπρεπε να ολοκληρώσουν το έργο τους. Οι δολοφόνοι πάντα επιστρέφουν.

Ένα απόγευμα ο μάγος άφησε την Τιερού μόνη στο καλύβι. Βγήκε για να περπατήσει στο δάσος, να μαζέψει τα φθινοπωρινά μανιτάρια που δίνουν παραισθήσεις.

Οι άντρες παραφυλούσαν και σαν τον είδαν ν’ απομακρύνεται πήγαν στην Τιερού.

“Κοίτα ‘την πώς μεγάλωσε”, είπε ο ένας άντρας. “Θα το γλεντήσουμε λιγάκι πριν.”

Ήταν τέσσερις. Και πλησίασαν το κορίτσι που στεκόταν κοιτώντας κάτω.
“Μας θυμάσαι, μικρούλα;” είπε ο άντρας και γέλασε.
“Ναι”, είπε η Τιερού.

Ο μάγος ήταν μακριά, αλλά κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί. Πέταξε τη σακούλα με τα μανιτάρια και γύρισε πίσω τρέχοντας. Βρήκε την Τιερού να φλέγεται, κατακόκκινη. Γύρω της υπήρχαν τέσσερις σωροί από στάχτη. Τίποτα άλλο. Ούτε αίμα ούτε ρούχα ούτε κόκκαλα, μόνο στάχτη.

“Ξανάρθαν”, είπε η Τιερού.
Και δεν υπήρχε φόβος στη φωνή της ούτε τύψεις. Μόνο δύναμη.

Την πήρε κι έφυγαν απ’ το καλύβι, έφυγαν απ’ την περιοχή. Οι άντρες ήταν εγκληματίες, αλλά ήταν γιοι κι αδέλφια και σύζυγοι και πατεράδες κάποιων. Κανείς δεν θα δίκαζε τη μάγισσα. Μόνο θα τη σκότωναν.

Έμειναν για λίγο καιρό στα βουνά, κοντά σ’ έναν άλλο ιερό τόπο, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Όμως κι εκεί η Τιερού έκαψε έναν άντρα.

Αυτός δεν είχε κάνει κάτι κακό. Μόνο που τους πλησίασε. Ο μάγος δεν πρόλαβε να παρέμβει, να κάνει κάποιο ξόρκι προστασίας. Το κορίτσι δεν πετούσε φωτιές ή κεραυνούς. Γύρισε και τον κοίταξε με το ένα της μάτι. Κι ο άντρας κάηκε από μέσα του, λες κι ήταν φτιαγμένος από άχυρα, μέχρι που έμειναν μόνο οι στάχτες του.

“Τους επιστρέφω τον τρόμο”, είπε η Τιερού βλέποντας τον μάγο να οδύρεται.
“Μα δεν έφταιξε σε κάτι”, είπε ο μάγος.
“Όλοι φταίνε. Τόσα χιλιάδες χρόνια τρόμου.”

Έφυγαν κι απ’ τον Αχέροντα. Πηγαίνοντας για τους Δελφούς ο μάγος απέφευγε τα μονοπάτια, τους δρόμους και τα χωριά. Και προσπαθούσε ν’ αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Αν έδινε όλη του τη δύναμη στην Τιερού, στην κόρη του, τίποτε δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει.

Και σίγουρα δεν μπορούσε να την επιδιορθώσει. Δεν ήταν άδειο αγγείο. Ο τρόμος που είχε μείνει μέσα της είχε αλλοιώσει τη φύση της. Είχε γίνει πιο άντρας απ’ τους άντρες. Τη δύναμη της θα τη χρησιμοποιούσε για να καταστρέφει. Κι ήταν πολύ μεγάλη η γυναικεία δύναμη, για να την έχει κάποια που σκεφτόταν σαν άντρας.

Το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν σε μια σπηλιά από κλαδιά. Ο μάγος δεν έκλεισε μάτι. Θυμήθηκε τα λόγια της τσιγγάνας μάνας: “Αν χαθεί να την κάψεις. Αν σωθεί να την αγαπήσεις.”

Αγαπούσε την Τιερού, αλλά ήξερε ότι είχε χαθεί. Κι έπρεπε να την κάψει. Όμως πώς μπορείς να σκοτώσεις το παιδί σου, όπως και να ‘ναι αυτό; Ό,τι κι αν έχει κάνει, ό,τι κι αν πρόκειται να κάνει;

Σηκώθηκε και πήγε να προσευχηθεί. Είχε να το κάνει  απ’ όταν ήταν μοναχός, σε μια άλλη ζωή.
“Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο”, είπε στην προσευχή του.
Δεν πήρε καμιά απάντηση κι ήξερε τι σήμαινε αυτό.
“Γεννηθήτω το θέλημα σου”, είπε ο μάγος.

Επέστρεψε στη σπηλιά όπου κοιμόταν το κορίτσι. Σαν το είδε λύγισε. Είχε πέσει στα δεξιά και δεν φαινόταν το καμένο πρόσωπο της. Ήταν σαν ένα απλό κορίτσι, όμορφο, με μαύρα ίσια μαλλιά. Ένα κορίτσι που θα μεγάλωνε όπως όλα τ’ άλλα, θα γινόταν γυναίκα και μάνα, θα μάθαινε να σωπαίνει όταν μιλάει ο άντρας της. Όμως η Τιερού δεν θα μάθαινε ποτέ να σωπαίνει.

Σαν να είχε δει σ’ όνειρο τις σκέψεις του το κορίτσι ξύπνησε, γύρισε και τον κοίταξε με το ένα της μάτι.
“Δεν έφταιγα εγώ γι’ αυτό που μου κάνανε”, του είπε.
“Το ξέρω, αγάπη μου, το ξέρω”, είπε ο μάγος.

Και τη σκότωσε.

~~

Έπειτα ο μάγος προσπάθησε ν’ αποφύγει τους ανθρώπους. Έμεινε λίγο στην Αργολίδα, κοντά στην Επίδαυρο, κι όταν μαθεύτηκε ότι ένας μάγος ζούσε εκεί, όταν ξεκίνησαν να τον ψάχνουν, έφυγε πάλι.

Πήγε στην Ολυμπία κι έστησε το καλύβι του απόμακρα. Τον βρήκαν πάλι, κατάλαβαν τι είναι, κι εκείνος ένιωθε ότι δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ την κατάρα, απ’ τη δύναμη της μαγείας.

Κυρίως δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ την Τιερού, απ’ τον πιο ανίερο φόνο που μπορεί άνθρωπος να κάνει. Γιατί πόσα ν’ αντέξεις, ποιος ο λόγος να ζεις, αν έχεις σκοτώσει το παιδί σου;

Σαν βρέθηκε ο Γκιέν στο δρόμο του χάρηκε. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να λυτρωθεί. Αν ξεφορτωνόταν τη μαγεία. Κάθε ευχή είναι και κατάρα, κάθε δύναμη σε υποδουλώνει.

~~

Αφού του είπε την ιστορία της Τιερού και τη δική του, αφού του έμαθε και την ένατη επίκληση, αυτή που δεν έχει όνομα, άδειασε.

“Τώρα πρέπει να με σκοτώσεις”, είπε στον μαθητή του.
“Χρειάζεται κι αυτό για να γίνω μάγος;”
“Μάγος ήσουν απ’ τη μέρα που γεννήθηκες. Γιατί γεννήθηκες άδειος κι είχες τρύπα στο κεφάλι σου. Εγώ άδειασα από ατύχημα. Πήγα είδα τον θεό και γύρισα πίσω. Η Τιερού άδειασε εξαιτίας του τρόμου. Εσύ ήσουν γεννημένος για να γίνεις μάγος.”

“Και γιατί πρέπει να σε σκοτώσω;”
“Δεν πρέπει. Έλεος σου ζητώ, λύτρωση. Δεν αντέχω άλλο να ζω μ’ αυτό που έκανα.”

Ο Γκιέν δεν απάντησε. Μάζεψε τα πράγματα του, πήρε το ραβδί από ξύλο βελανιδιάς, και πήγε στην πόρτα.

“Μακάρι, γέρο”, είπε σ’ εκείνον που κάποτε ήταν μάγος, “να ‘ταν η λύτρωση τόσο εύκολη.”

Κι έφυγε.

 

4)   Ο τελευταίος ιερέας του ανείπωτου

Τα πάντα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει ίδιο, είχε πει ο σκοτεινός σοφός.

Οι πολλοί νομίζουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος. Μα όποιος έχει δει το μεγάλο υφαντό γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι μεταρσίωση.

Χρειάζεται να αιωρηθείς για να μπορέσεις να καταλάβεις τα σχέδια του υφαντού. Τότε όλα εκείνα που σου φαίνονταν άσκοπα, παράλογα και χαοτικά αποκτούν νόημα.

Κάποιοι το καταφέρνουν ν’ αφυπνιστούν μόνο την τελευταία στιγμή. Λίγοι είναι αυτοί. Οι περισσότεροι πεθαίνουν έτσι όπως έζησαν, υπνοβατώντας.

~~

Ο Γκιέν έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε απ’ το καλύβι του γέρου και τράβηξε βόρεια. Ουδείς προφήτης στον τόπο του δεν γίνεται πιστευτός. Κι οι μάγοι οφείλουν να κάνουν το ίδιο.

Στάθηκε για λίγο στην Ελευσίνα, αλλά η αποφορά της προόδου επηρέαζε τη δύναμη του. Συνέχισε και βρήκε απάγκιο στα Μετέωρα. Εκεί ένιωθε αρκετά ισχυρός για να εξασκήσει την αρκανική τέχνη του.

Εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μητάτο και περίμενε τους ντόπιους να τον αναζητήσουν. Προμήθειες δεν είχε μαζί του. Οι μάγοι δεν χρειαζόταν να κοπιάζουν. Οι λαϊκοί τους τάιζαν, απ’ την αρχή του χρόνου.

Πέρασαν λίγες μέρες, πέρασαν και βδομάδες, όμως κανείς δεν τον γύρεψε. Ο Γκιέν το πήρε απόφαση να πάει ως το κοντινό χωριό, να μάθουν ότι υπήρχε μάγος τρανός στην περιοχή τους.

Στη μέση της διαδρομής συνάντησε έναν καλόγερο απ’ τα μοναστήρια των βράχων.

“Τι ‘σαι ‘συ;” τον ρώτησε ο καλόγερος, πριν καν τον χαιρετήσει.
“Κάποιος παλιότερος από σένα”, αποκρίθηκε ο Γκιέν.
“Παλιότερος απ’ τον θεό ποιος είναι;”
“Το ανείπωτο”, είπε ο Γκιέν.

Ο καλόγερος κατάλαβε. Προτού οι άνθρωποι λατρέψουν εκείνον που λεγόταν Ιησούς, προτού οι άνθρωποι πιστέψουν εκείνον που λεγόταν Γιαχβέ, προτού οι άνθρωποι προσκυνήσουν εκείνη που λεγόταν και Δοάμνα, προτού οι άνθρωποι φοβηθούν τον κεραυνό, προτού οι άνθρωποι δώσουν όνομα στο θεό, υπήρχαν ιερείς του ανείπωτου.

Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για εκείνο, που υπήρξε πριν να υπάρχουν τα ονόματα, ήταν η σιωπή.

Μόλις ακούστηκε για πρώτη φορά ένα όνομα γι’ αυτό, ξεκίνησαν οι άνθρωποι να χωρίζονται.

Το λέει κι ο μύθος για τον Πύργο της Βαβέλ. Οι άνθρωποι πλησίαζαν το ανείπωτο, τη θέωση, όλοι μαζί. Αλλά ξεκίνησαν να το ονομάζουν, κι είχαν πολλά ονόματα να πουν, ο καθένας στη γλώσσα του. Τότε έχασαν την ευκαιρία, τότε αρχίσανε να σφάζονται εις το όνομα του θεού τους.

Γιατί τα ονόματα περιορίζουν, παγιώνουν, αποκλείουν όλες τις άλλες δυνατότητες. Το ανείπωτο δεν μπορεί να ειπωθεί γιατί δεν υπάρχει ως είναι, αλλά μόνο ως γίγνεσθαι.

~~

“Είσαι μάγος”, είπε ο καλόγερος.
Δεν υπήρχε φόβος ή περιφρόνηση στα λόγια του. Μόνο απορία.
“Ένα όνομα είναι κι αυτό”, είπε ο Γκιέν.

Περπάτησαν λίγο ακόμα, χωρίς να μιλήσουν. Μετά ο καλόγερος είπε:
“Και τι γυρεύεις;”
“Να με γυρέψουν.”

Ο καλόγερος γέλασε.
“Κακόμοιρε”, είπε. “Κακόμοιρε παλιέ. Κανείς δε μας γυρεύει πια. Ούτε εμάς καν. Δεν το ξέρεις; Υπάρχουν νέοι θεοί, με όνομα κι επίθετο. Τον Κάρολο τον Μαρξ τον έχεις ακουστά; Σαν τον Χριστό, αλλά χωρίς πατέρα κι άγιο πνεύμα. Κι οι πιστοί του πεθαίνουν γι’ αυτόν.”
“Γιατί;”
“Γιατί υπόσχεται τον παράδεισο στη γη. Τι ψέμα! Αλλά κι εσύ είσαι άχρηστος, γιατί δεν υπόσχεσαι τίποτα.”

Ο Γκιέν δεν τον πίστεψε. Ονόματα πολλά είχαν δοθεί στο ανείπωτο. Οι θεοί και οι θνητοί έρχονταν και φεύγαν. Το ανείπωτο συνέχιζε να υπάρχει.

Πριν χωρίσουν ο καλόγερος του φώναξε:
“Καλή τύχη, μάγε”.
“Δεν υπάρχει τύχη”, απάντησε ο Γκιέν.
“Χαχα, δεν υπάρχει τύχη, δεν πιστεύεις στο θεό, καλά να πάθεις τότε.”

~~

Στο χωριό κατάλαβε τι του έλεγε ο καλόγερος. Κανείς δεν του έδωσε σημασία, πέρα απ’ τα σκυλιά που τον γαβγίζανε και τα παιδιά. Εκείνα τον ακολούθησαν φοβισμένα στην αρχή και μετά τον πήρανε στις πέτρες. Ο Γκιέν έκανε μια αστραπιαία μεταμόρφωση και τα ‘διωξε.

Στήθηκε στην αγορά για να τον δουν. Απέναντι στεκόταν πάνω σ’ ένα καφάσι ένας νέος ρήτορας.
“Αγρότη, αδελφέ μου, σύντροφε”, έλεγε ο νέος και πολλοί είχαν μαζευτεί να τον ακούσουν. “Πόσο καιρό θα δέχεσαι να σου κλέβουν τον ιδρώτα του προσώπου σου; Πόσο καιρό θα δέχεσαι να είσαι δουλοπάροικος; Πόσο καιρό θα δέχεσαι να δουλεύεις για να πλουτίζουν οι τσιφλικάδες; Τι έχεις να χάσεις πέρα απ’ τις αλυσίδες σου;”

Και κάπως έτσι συνέχιζε, ο κόσμος χειροκροτούσε, μέχρι που φάνηκαν οι χωροφύλακες με τους παλικαράδες κι όρμηξαν στο πλήθος. Έγινε συμπλοκή, έπεσαν ντουφεκιές, οι γυναίκες σκλήριζαν, τα παιδιά έκλαιγαν, τα σκυλιά φώναζαν τη φωνή τους.

Μετά από λίγο δεν είχε μείνει κανείς στην αγορά. Μόνο δυο νεκροί αγρότες κι ο μάγος. Κι εκείνος, αφού στάθηκε για λίγο ακόμα μόνος, ανήμπορος, αχρείαστος, πήρε δρόμο.

Όπου κι αν πήγε, όπου κι αν βρέθηκε το ίδιο συνέβαινε. Κανείς δεν του ‘δινε σημασία, κανείς δεν του φιλούσε το χέρι, κανείς δεν του ζητούσε ένα ξόρκι, κανείς δεν τον φίλευε. Ώσπου πείνασε, πείνασε πιο πολύ απ’ όσο είχε πεινάσει, κι αναγκάστηκε ν’ απλώσει το χέρι του. Όχι για να μαγέψει, αλλά για να ζητιανέψει.

~~

Στην πόλη τον είδε να επαιτεί ένας που δούλευε σε τσίρκο.
“Ξέρεις να κάνεις κόλπα;” τον ρώτησε.
“Όχι, κόλπα δεν ξέρω.”
“Τι ξέρεις τότε; Γιατί είσαι έτσι ντυμένος;”
“Ξέρω το παν, τα πάντα, το όλον κι ό,τι λείπει απ’ αυτό, κι όλα όσα θα μπορούσαν να”, ξεκίνησε να λέει ο Γκιέν.
“Καλά, καλά”, τον έκοψε ο τσιρκολάνος. “Αν θυμηθείς κάνα κόλπο έλα στο μαχαλά, γιατί τ’ αφεντικό ψάχνει για ταχυδακτυλουργό”.

Ο Γκιέν θύμωσε, σκέφτηκε να του ρίξει κατάρα. Αλλά σαν πείνασε ξανά πήγε στο μαχαλά.

~~

Εμφανιζόταν πριν τον Καραγκιόζη και μετά την αρκούδα που χόρευε. Τα παιδιά γελούσαν μαζί του και θαμπώνονταν όταν έβγαζε φωτιές απ’ τα χέρια του. Εκείνος ένιωθε για λίγο ότι έχει δύναμη, μέχρι που ακουγόταν το χασαποσέρβικο, έβγαινε ο Καραγκιόζης με τα Κολλητήρια στο πανί να χορέψουν, κι ο Γκιέν έφευγε γρήγορα απ’ τη μέση.

Έτσι γυρίσανε όλη την επαρχία, μέχρι που φτάσανε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, μια μέρα που ο Γκιέν τα ‘πινε στην τέντα, τον πλησίασε ένα παιδί.

“Είσαι στ’ αλήθεια μάγος;” τον ρώτησε.
“Είμαι”, είπε ο Γκιέν.
“Και γιατί είσαι φτωχός;”
Ο Γκιέν φορούσε τρύπια παπούτσια και το ξυπόλητο πιτσιρίκι τα ‘χε δει.
“Έτσι είναι οι μάγοι”, είπε ο Γκιέν.
“Τότε καλύτερα να μην ήσουν”, του είπε το παιδί.

Άδικα τον περίμεναν εκείνη τη μέρα να βγει, μετά την αρκούδα που χόρευε.

~~

Ο Γκιέν γύρισε πίσω, στο χωριό του. Αλλά πριν πάει στο πατρικό πέρασε απ’ το καλύβι του γέρου που κάποτε ήταν μάγος.

Τον βρήκε στο κρεβάτι, ετοιμοθάνατο. Ήταν άδειος σαν σκέλεθρο, σχεδόν επίπεδος. Κι η σκιά του κρεμόταν απ’ το ταβάνι.

“Γιατί μου το ‘δωσες αυτό;” είπε στον γέρο.
“Για να το ξεφορτωθώ”, ψιθύρισε εκείνος τόσο απαλά που δεν τον άκουσε κανείς.
“Μου είπες ότι είμαι γεννημένος για να γίνω μάγος.”

Ο γέρος τον κοίταξε καλά.
“Είσαι”, του είπε. “Δεν είσαι;”
“Τι κι αν είμαι; Κανείς δεν μ’ έχει ανάγκη πια. Κανείς δε με γυρεύει. Μόνο τα παιδιά.”
“Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολλά”, είπε ο γέρος.

Ο Γκιέν αγανάκτησε και σήκωσε το ραβδί του.
“Λύτρωση δεν ζητούσες, γέρο; Θα στη δώσω εγώ.”
“Τώρα δεν τη χρειάζομαι”, είπε ο γέρος. “Είναι εδώ, ήρθε να με πάρει.”

Μόνο τότε ο Γκιέν κατάλαβε ότι η σκιά στο ταβάνι δεν ήταν του μάγου, αλλά ενός κοριτσιού. Ήταν η σκιά της Τιερού που ‘χε έρθει να συνοδέψει τον πατέρα της στο ανείπωτο.

Ο Γκιέν πέταξε το ραβδί του και γύρισε προς την πόρτα.
“Δε θα σε λυτρώσει αυτό”, του είπε ο γέρος. “Με ραβδί και χωρίς ραβδί ίδιος μένεις. Μόνο να την ξεφορτωθείς μπορείς, να ξεφορτωθείς την κατάρα σε κάποιον άλλον.”

~~

Γύρισε στο σπίτι του. Η μάνα του, γριά πλέον, τον καλοδέχτηκε. Ο πρωτότοκος αδελφός, που ‘χε πάρει το σπίτι και τη γριά μετά τον θάνατο του πατέρα τους καθόλου δεν χάρηκε. Αλλά αναγκάστηκε, αφού έτσι έλεγαν οι παραδόσεις κι η μάνα, να του παραχωρήσει την μονοσάνιδη παράγκα που ‘χαν δίπλα στο πετρόχτιστο, εκείνη που χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη κι ως χοιροστάσιο.

Εκεί τον συνάντησε η γιαγιά του γράφοντος, όταν ήταν ακόμα παιδούλα. Όλοι τον ήξεραν ως τον τρελό του χωριού, τον μάγο -που δεν μπορούσε να κάνει μαγικά. Ήταν το φόβητρο των παιδιών, το μορμολύκειο. Λέγαν ιστορίες γι’ αυτόν τα βράδια. Τα πιο θαρραλέα πήγαιναν να πετάξουν πέτρες στην παράγκα του, για να τον κάνουν να βγει έξω και να τρέξουν μακριά ουρλιάζοντας και γελώντας: “Ο μάγος, ο μάγος”.

Κι ο Γκιέν, στο κατώφλι της παράγκας, εκλιπαρούσε για τη λύτρωση.

~~

Όταν πέθανε κι η μάνα, ο αδελφός πείστηκε με τα λόγια της γυναίκας του, κι έφερε νοσοκόμους για να τον κλείσουν στο σανατόριο της Τρίπολης, που λειτουργούσε σαν άσυλο φυματικών κι ανίατων τρελών.

Ο Γκιέν, που κάποτε ήξερε μέχρι και την ένατη μαγική επίκληση, εκείνη που δεν έχει όνομα, άδειασε ξανά.

Κυκλοφορούσε στην αυλή μ’ ένα σκουπόξυλο κι οι άλλοι τρελοί τον αποκαλούσαν μάγο. Εκείνος τους ευλογούσε με τη δύναμη της σκούπας.

Το τελευταίο που ειπώθηκε από τον Γκιέν, έτσι όπως το έγραψε στην αναφορά του η νοσοκόμα υπηρεσίας, ήταν μια φωνή: “Πάρε με στο Περού!”

Ο ασθενής είχε ξεγυμνώσει ένα καλώδιο, κι αφού φώναξε για το Περού, το δάγκωσε και κάηκε απ’ το ηλεκτρικό ρεύμα.

Τον έθαψαν έξω απ’ το χριστιανικό νεκροταφείο του χωριού, γιατί ήταν αυτόχειρας.

~~~~~{}~~~~

Έτσι τέλειωνε τη διήγηση η γιαγιά μου. Τόσο μακάβρια και τετελεσμένα. Μα εγώ, μικρό παιδί τότε, ήθελα να μάθω περισσότερα.

“Κι η Τιερού; Ο μάγος; Ο Γκιέν; Τι έγιναν μετά;”
“Τίποτα δεν έγιναν. Τι να γίνουν; Πέθαναν. Τι γίνονται οι νεκροί;”
“Μα μιλάμε γι’ αυτούς ακόμα. Κάτι άλλο πρέπει να γίναν.”
“Έγιναν παραμύθια”, έλεγε η γιαγιά και πετούσε μια ψείρα στη φωτιά. “Τράβα τώρα. Πήγαινε να δεις τηλεόραση.”

Έφευγα ανικανοποίητος. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλα τελειώνουν με τον θάνατο. Ίσως γιατί ήμουν μικρός, ίσως γιατί είχα κι εγώ την κατάρα -αλλά αυτό το κατάλαβα αρκετά χρόνια μετά.

~~

Ήταν μια αιφνίδια φώτιση, τη μέρα που θάβαμε τον παππού μου.

Στο νεκροταφείο, πριν ακόμα τελειώσει η τελετή, είχαν πιάσει την κουβέντα για τις σοδειές και τον καιρό. Ο παππούς είχε τρελαθεί πολλά χρόνια πριν, έτσι κανείς απ’ τους χωριανούς δεν έδωσε σημασία, σαν να μην ήταν άνθρωπος αυτός που ‘χε πεθάνει.

Ούτε ο παπάς το ‘χε πάρει στα σοβαρά. Μουρμούριζε τα λόγια για το χώμα και τη στάχτη, ενώ κοιτούσε τον ουρανό για σύννεφα βροχής.

“Καλύτερα που πέθανε”, έλεγε ο πατέρας μου στον κουνιάδο του, γιο του εκλιπόντα. “Τζάμπα βασανιζόταν, τζάμπα σας βασάνιζε κι εσάς.”
“Ναι, αλλά χάσαμε τη σύνταξη.”
“Τη μισή. Την άλλη μισή θα”
“Γιατί λίγα είναι κι αυτά;”

Μίλησαν λίγο για την ανομβρία και τις ελιές που ‘χαν κοκκινίσει πριν γεμίσουν.

“Είδες, σαν τον θείο του κατάντησε κι αυτός”, άκουσα έναν γέρο να λέει από δίπλα. “Το ‘χουν στο αίμα τους”.
“Ποιον θείο;” ρώτησε η γυναίκα τον γέρο.
“Τον μάγο”, είπε εκείνος κι έδειξε με το κεφάλι έξω απ’ το νεκροταφείο.

Τότε σταμάτησα ν’ ακούω και ν’ ανασαίνω και να σκέφτομαι. Μόνο περίμενα. Περίμενα να θάψουν τον παππού και να φύγουν όλοι. Είπα ότι ήθελα να μείνω λίγο μόνος. Και περίμενα.

Σαν χάθηκαν στη στροφή βγήκα απ’ το νεκροταφείο κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα στ’ αγριόχορτα. Κάποια στιγμή σκόνταψα. Ξερίζωσα τις τσουκνίδες και φανερώθηκε μια πλάκα. Δεν υπήρχε σταυρός. Στην πλάκα έγραφε: Γιάννης Δόγκας. Το επίθετο της μητέρας μου και το όνομα του μάγου.

Στ’ αυτιά μου βούισαν τα λόγια του γέρου: “Το ‘χουν στο αίμα τους”.

Το παραμύθι που μου διηγιόταν η γιαγιά ήταν η ιστορία της οικογένειας μου.

Τι γίνονται οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, γιαγιά; Γίνονται παραμύθια, γίνονται ιστορίες, και μένουν στο αίμα μας.

Και τότε ξεκίνησε να βρέχει.

 

ΤΕΛΟΣ