Το κλειδί της την ίδια ώρα κάθε μέρα, άνοιγε την αυλαία. Το ηλεκτρικό φως ξεχυνόταν στο σκηνικό λυσσαλέο και εκτυφλωτικό. Το δερμάτινο μπουφάν ήταν πάνω στην κρεμάστρα. Το ρολόι χτυπούσε οκτώ. Στο σαλόνι ακουγόταν μουσική. Η γάτα τριβόταν στα πόδια της. Ακουμπούσε τα κλειδιά στο τραπεζάκι, κρέμαγε την τσάντα και το σακάκι της δίπλα στο μπουφάν και ακολουθούσε την γάτα που την οδηγούσε στις όμορφες μυρωδιές της κουζίνας.
Αρκετοί άνθρωποι είναι συνεχώς κοντά μου και για λίγη ώρα κάθε τόσο μπορώ να είμαι μόνος. Θέλω την συντροφιά τους, αλλά αποζητώ και την μοναξιά μου. Είμαι εκεί, μαζί τους, αλλά ξέρω ότι σε λίγο δεν θα είναι εδώ. Είναι μέρα; Είναι νύχτα; Aν δεν μπορούσα να το καταλάβω, αν ήμουν τυφλός φερειπείν, θα συντονιζόμουν στην συχνότητα των πηγαινέλα. Ευκολάκι. Τυφλός μπορεί να μην είμαι, αλλά κάποιες φορές, νομίζω ότι περιτριγυρίζομαι από οπτασίες. Ζωντανές, με σάρκα και οστά. Έρχονται, άλλοτε σαν αερικά να κάνουν αυτό που τους προστάζει η φύση τους και άλλοτε σαν σίφουνες που στο πέρασμα τους γράφονται τραγωδίες.
Το κλειδί της την ίδια ώρα κάθε μέρα, άνοιγε την αυλαία. Το ηλεκτρικό φως ξεχυνόταν στο σκηνικό λυσσαλέο και εκτυφλωτικό. Το δερμάτινο μπουφάν ήταν πάνω στην κρεμάστρα. Το ρολόι χτυπούσε οκτώ. Η γάτα τριβόταν στα πόδια της. Ακουμπούσε τα κλειδιά στο τραπεζάκι, κρέμαγε την τσάντα και το σακάκι της δίπλα στο μπουφάν και ακολουθούσε την γάτα που την οδηγούσε στην κουζίνα.
Βρίσκομαι πολύ καιρό ανάμεσα σε αυτό το πλήθος, κι η ενέργειά του με επηρεάζει. Καταβάλλω προσπάθεια να έχω έναν καλό λόγο για τον καθένα τους, δεν θέλω να κακοκαρδίσω κανέναν. Όλοι κουβαλάμε τον δικό μας σταυρό, μικρό ή μεγάλο, τι σημασία έχει για αυτόν που τον κουβαλάει; Δύο αδύνατοι ώμοι, δυσκολεύονται να σηκώσουν και τον πιο μικρό σταυρό. Εγώ όμως είμαι δυνατός, αντέχω ακόμα.
Οι μέρες ήταν ίδιες και απαράλλαχτες. Πάντα περνούν και ποτέ δεν θα σταματήσουν. Κι όμως, η ζωή μου σιγά – σιγά άλλαζε και μια ρωγμή του χρόνου γκρέμιζε την όχι και τόσο στέρεη πραγματικότητά μου. Πραγματικότητες υπάρχουν πολλές, οι οποίες ισούνται με τις οπτικές που μπορείς να αντιληφθείς μια κατάσταση. Κι αν η κατάσταση μεταβάλλεται, υψώστε την σε νιοστή δύναμη. Αλλιώς αντιλαμβανόμουν την ζωή πριν μπλεχτώ με αυτό το πλήθος, ορίζοντες ορθάνοιχτοι ήταν χυμένοι μπροστά μου. Η πολυκοσμία όμως ενίοτε σε εγκλωβίζει και έτσι η προοπτική μου κατάντησε μονοδιάστατη. Τι φταίνε όμως κι αυτοί; Η συναναστροφή μας παρόλο που ήταν αναγκαία, με ορισμένους, ομολογώ, την απολάμβανα κιόλας. Φίλους δεν μπορώ να τους πω, αλλά με κάποιους τα λέγαμε καλά.
Το κλειδί της την ίδια ώρα κάθε μέρα, άνοιγε την αυλαία. Το ηλεκτρικό φως ξεχυνόταν στο σκηνικό λυσσαλέο και εκτυφλωτικό. Το δερμάτινο μπουφάν ήταν πάνω στην κρεμάστρα. Το ρολόι χτυπούσε οκτώ. Ακουμπούσε τα κλειδιά στο τραπεζάκι, κρέμαγε την τσάντα και το σακάκι της στην κρεμάστρα και πήγαινε στην κουζίνα.
Ήταν ένας που τον τελευταίο καιρό με συντρόφευε όλο και πιο συχνά. Δεν ήξερα ακόμα το όνομά του και συνήθιζε να κάθεται στην σκιά. Δεν έκανε αισθητή την παρουσία του, ήταν διακριτικός, αν και άφηνε στο πέρασμά του μια εμβληματική αίσθηση. Η θεωρία του χάους ήταν καταλυτική για την γνωριμία μας. Οι συζητήσεις μας υπήρξαν δαιδαλώδης, σε αντίθεση με την μονότονη εναλλαγή διαλόγων με διάφορους του πλήθους. Μου εξίταρε το μυαλό, καταφέρνοντας να κάνει υποφερτή την καθημερινότητά μου. Έρχονταν όταν οι άλλοι δεν ήταν εδώ και τρύπωνε σε μυστικές γωνιές όταν πλησίαζε μια ξένη παρουσία. Ήταν το μυστικό μου. Δεν ήθελα να έχω μυστικά, πάντοτε υπήρξα ένας αληθινός άνθρωπος και δεν περιαυτολογώ. Μου φαίνονταν περίεργη η συμπεριφορά του και την απόδωσα στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Τότε ξεκίνησα να τον αντιμετωπίζω με σκωπτική διάθεση, μήπως τον κάνω να λυθεί, αλλά δεν κατάφερα και πολλά.
Το κλειδί της την ίδια ώρα κάθε μέρα, άνοιγε την αυλαία. Το ηλεκτρικό φως ξεχυνόταν στο σκηνικό λυσσαλέο και εκτυφλωτικό. Το ρολόι χτυπούσε οκτώ. Ακουμπούσε τα κλειδιά, την τσάντα και το σακάκι της στο τραπεζάκι και πήγαινε στην κουζίνα.
Άρχισα τότε να καταλαβαίνω ότι είχε έρθει με κάποιο σκοπό. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Καρέ το καρέ, έφτασε σχεδόν στο τέλος η ταινία και το καλό το παλικάρι που ήμουν εγώ, όδευα με την καθοδήγησή του σ΄ ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. Δεν είχα περιθώρια διαφυγής, στένευαν, και την διάθεσή μου να αντιδράσω σίγουρα κάπου την έχασα στην πορεία. Ήταν δελεαστικός ο αιθέριος κόσμος που με έμπαζε, σαν το ναρκωτικό που κυλάει στο αίμα σου. Δεν ήθελα να αφήσω αυτά που ήδη ήξερα. Τα χιλιοειπωμένα κουβαλάνε μυριάδες αναμνήσεις, που ισούνται με τα στόματα που έχουν ειπωθεί. Αυτός όμως με έστελνε στην λήθη. Δεν ήθελα, αλλά πώς να αντισταθώ; Είπαμε, σαν ναρκωτικό στο αίμα σου. Σαν ναρκωτικό.. Κι αυτή την ώρα διάλεξε να βγάλει στο φως τα σχέδια που είχε κάνει για μένα: είχε ζωγραφίσει μια πνοή ανέμου να δραπετεύει απ΄ τα χείλη μου, καθώς σφράγιζα τα μάτια.
Το κλειδί της την ίδια ώρα κάθε μέρα, άνοιγε την αυλαία. Το ηλεκτρικό φως ξεχυνόταν στο σκηνικό λυσσαλέο και εκτυφλωτικό, αλλά δεν φώτιζε τίποτα πια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η MaripoSar, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η φωτογραφία είναι του Josef Koudelka