Ραχήλ (2. Το τέλος)

0
406

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι rachel-2.jpg

Το πρώτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2021/05/rachel.html

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Περπατούσα χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, χωρίς προσανατολισμό. Η ταραχή μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν καταλάβαινα αν ήταν μέρα ή νύχτα.

Τα σκοτεινά σημεία του δάσους εναλλάσσονταν με τα φωτεινά και τα διαστήματα μεταξύ τους δεν είχαν χρόνο. Ίσως βάδιζα μέρες, ίσως βάδιζα ώρες, το μυαλό μου είχε φυλακιστεί μέσα στις στιγμές που αφορούσαν την Ραχήλ.

Μπροστά μου δεν έβλεπα μονοπάτι, αλλά μια νοητή ευθεία που με οδηγούσε στην άκρη του μυαλού μου.

Κάποια στιγμή συνάντησα ένα χωματόδρομο και η σκέψη μου άρχισε να επανέρχεται. Η ανάγκη μου ήταν να φύγω από κει και να γυρίσω στο χωριό ή στο φυλάκιο. Το φως λιγόστευε και η νύχτα ερχόταν να καταπιεί και την τελευταία ακτίνα φωτός.

Στάθηκα στο χωματόδρομο και είδα φώτα στο βάθος, κάποιο αμάξι ερχόταν στη μεριά μου. Σήκωσα τα χέρια μου και τα κούνησα. Το αμάξι σταμάτησε κοντά μου κι εγώ πλησίασα στο παράθυρο:
«Έχω χαθεί και θέλω να πάω στο χωριό», φώναξα.

Οδηγός ήταν μια κοπέλα γύρω στα 30, γοητευτική με κάτασπρο δέρμα ντυμένη μοντέρνα με έντονο κόκκινο φόρεμα. Η παρουσία της στο χωροχρόνο μου φάνηκε τουλάχιστον παράδοξη.

«Πέρασε μέσα. Πηγαίνω στο χωριό»

Κάθισα στη θέση του συνοδηγού και το αμάξι ξεκίνησε. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και για να σπάσει την αμηχανία μου συστήθηκε:

«Είμαι η Μάρω» μου είπε.
«Εγώ είμαι ο Βασίλης,  είμαι σε παράξενη κατάσταση, έχει μπλοκάρει το μυαλό μου, μου συμβαίνουν παράδοξα» της απάντησα.
«Τι σου συμβαίνει Βασίλη;»

Άρχισα  να της μιλάω για το γλέντι στο Λυκόστομο και για την κοπέλα που γνώρισα, τη Ραχήλ. Αυτή με άκουγε και το χρώμα των  ματιών  της από καστανά σκούρα γίνονταν πρασινωπά. Γύρισε να με κοιτάξει και στο βλέμμα της είδα να με κοιτάζει η Ραχήλ.

Ναι! Η Ραχήλ!

Το μυαλό μου κάνει παιχνίδια, σκέφτηκα. Συνέχισα να της μιλάω για το περιστατικό με τη χλαίνη που της έδωσα και ότι γύρισα να τη βρω στο χωριό μα μου είπαν ότι είναι νεκρή από χρόνια.

Η Μάρω με άκουσε και ο τρόπος που με κοίταξε ήταν σα να κοιτάει έναν τρελό. Χαμογέλασε και είπε:

“Δεν πιστεύω σε φαντάσματα, μάλλον η ζωή στο φυλάκιο σε έχει αγχώσει.»

Και πώς ξέρει ότι είμαι φαντάρος; Βέβαια σ’ αυτά τα μέρη ξεχωρίζουμε από την ηλικία και το κούρεμα, σκέφτηκα.

Δεν μπορούσα να μιλήσω, στο λαιμό μου είχα κόμπο, άνοιξα το παράθυρο να πάρω αέρα  και κοίταξα έξω. Μετά γύρισα και κοίταζα το λευκό αψεγάδιαστο δέρμα της, τόσο καθαρό και φωτεινό.

«Μάρω, από πού έρχεσαι;»

«Από τις Καστανιές και πάω στο Λυκόστομο να δω την αδερφή μου. Τυχερός είσαι που με βρήκες τέτοια ώρα στο δάσος».

Η φωνή της ακουγόταν στ’ αφτιά μου σαν να μιλάνε δύο ταυτόχρονα. Η δική της και της Ραχήλ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, έβγαλα τα τσιγάρα μου να καπνίσω.

«Θες τσιγάρο;» τη ρώτησα

«Ευχαριστώ, δεν καπνίζω» απάντησε.

Έψαχνα τον αναπτήρα μου, αλλά πουθενά.

«Έχεις φωτιά;»

«Δεν έχω εγώ, αλλά ίσως έχει κάπου στο αμάξι. Είναι της αδερφής και αν ψάξεις μπορεί να βρεις.»

Ψάχνω στο πλάι της πόρτας, κάτω απ το ντουλαπάκι, τίποτα. Ανοίγω να δω στο ντουλαπάκι ψάχνοντας άτσαλα έπιανα αντικείμενα όπως στυλό, cd, φωτογραφίες και στο τέλος αναπτήρα.

Άναψα το τσιγάρο και αφήνοντας τον αναπτήρα τράβηξα με τρόπο από κει μέσα τρεις φωτογραφίες. Τις κοίταξα: Αντίκρισα τον εαυτό μου στο παράθυρο ενός αυτοκινήτου. Στην επόμενη πάλι εγώ στο ίδιο παράθυρο με τσιγάρο στο στόμα.

Τις πέταξα στο ντουλαπάκι και το έκλεισα με δύναμη.
“Τώρα θα πρέπει να ‘χω γίνει πιο άσπρος απ’ αυτή”, σκέφτηκα.

Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, ένιωσα ματαίωση και παραίτηση και το αίσθημα του άδειου. Είμαι έρμαιο, αφήνομαι στα χέρια τους, ας γίνει ό,τι γίνει. Σα να με πάνε για σφαγή, σα να με πάνε να με κατασπαράξουν.

Όχι, όχι, όχι, έκανα λάθος. Δεν ήμουν εγώ στις φωτογραφίες, δεν μπορεί να ήμουν εγώ.

«Θες να πιεις λίγο κονιάκ;» με ρώτησε.

«Τι κονιάκ;»

«Κόκκινο», απάντησε χαμογελώντας.

«Σαν τα χείλη σου;» τη ρώτησα και την κοίταξα κι εγώ με χαμόγελο.

Μα μπροστά μου, στη θέση του οδηγού, ήταν η Ραχήλ. Άρχισα να φωνάζω και να χτυπάω το ντουλαπάκι. Το αμάξι σταμάτησε και είδα τη Μάρω να με κοιτάζει με γλυκό ύφος.

«Εδώ πρέπει να στρίψω, το χωριό είναι δέκα λεπτά αν πας ευθεία» είπε σα να μη συνέβει τίποτα.

«Ευχαριστώ» απάντησα κι αυτή άρχισε να γελάει αδικαιολόγητα δυνατά κι ενώ το αμάξι χανόταν στο σκοτάδι τα γέλια ηχούσαν με την ίδια ένταση στ’ αφτιά μου.

Προχώρησα στην ευθεία και έβλεπα τα φώτα του χωριού να τρεμοπαίζουν. Περπατούσα με γουρλωμένα μάτια προσπαθώντας να κρατήσω το μυαλό μου σε σύνδεση με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν είναι σαφής και με εκθέτει.

Καθώς έμπαινα στο χωριό με κατέκλυσε μια μυρωδιά από θειάφι και τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν. Κράτησα την αναπνοή μου όσο μπορούσα και περπατούσα προς τα φώτα του χωριού.

Μπήκα στο χωριό και η μυρωδιά είχε αδυνατίσει, στα πόδια μου ένιωθα τρεμούλα και είχα ανάγκη να γυρίσω στο φυλάκιο. Πόσο χρόνο λείπω;

Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα προς την πλατεία. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος έξω από τη εκκλησία και πλησίασα να μιλήσω και να ζητήσω βοήθεια.

«Συγγνώμη, είμαι φαντάρος και υπηρετώ στο φυλάκιο. Χρειάζομαι να με πάει κάποιος εκεί.»

Όσοι ήταν γύρω μου ήταν σα να μη με ακούνε.

«Εεε σας μιλάω, μπορείτε να με βοηθήσετε;» φώναξα.

Πάλι τίποτα, στεκόμουν μπροστά σε γυναίκες, παιδιά, γερόντους και ένιωθα σα να είμαι αόρατος. Τα μάτια τους με διαπερνούσαν, σα να έβλεπαν μέσα από το κουφάρι μου, σα να μην είχα ύλη. Προσπάθησα να τους αγγίξω, αλλά η αίσθηση ήταν όπως όταν βουτάω τα χέρια μου σε νερό.

Έτρεχα τρομαγμένος ανάμεσα στον κόσμο, η καμπάνα χτυπούσε, αλλά ο κόσμος παρέμενε σιωπηλός. Ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας ανάμεσα από τους ανθρώπους για να μπω στο εσωτερικό της. Όσο προχωρούσα τόσο πύκνωνε ο κόσμος.

Άρχισα να χοροπηδάω και να ουρλιάζω, ένιωθα τόση μοναξιά και τα δάκρυα που έχυνα παγωμένα. Είναι εφιάλτης, είναι εφιάλτης, είναι εφιάλτης.

Πήδηξα από τα σκαλιά χωρίς να ξέρω γιατί, σωριάστηκα κάτω, μια ασώματη φωνή μου είπε:

«Θες να πιεις κονιάκ; Κόκκινο απ’ τα χείλη μου.»

Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τη Μάρω να γελάει δυνατά. Άρχισα να τρέχω να τρέχω να τρέχω μέσα στο χωριό να ξεφύγω. Έφτασα στο νεκροταφείο και έψαχνα στους τάφους να βρω το μνήμα της Ραχήλ. Από δω ξεκίνησαν όλα, εδώ θα τελειώσουν.

Βρήκα τον μεγάλο οικογενειακό τάφου του Καράγιωργια που δίπλα ήταν της Ραχήλ. Το μνήμα δεν έγραφε Ραχήλ Στάμου, το μνήμα έγραφε:

Έχεις δυο μέτρα γη για να θαφτείς
καλύτερα για σένα να συμβιβαστείς

Αμέσως  έμπηξα  τα χέρια μου στο χώμα του τάφου και άρχισα να σκάβω με μανία. Με μανία σα να θέλω να ξεριζώσω την καρδιά του κτήνους έσκαβα. Είχα γίνει ένα με το χώμα και έσκαβα πιο βαθιά και ακόμα πιο πολύ ώσπου να φτάσω ανοίξω το φέρετρό της.

Είχα φτάσει πολύ κοντά το ένιωθα και συνέχιζα με μια δύναμη που αντλούσα από κάτι το υπερφυσικό. Τα γέλια δύο κοριτσιών με έκοψαν, ήταν δαιμόνια γέλια και μέχρι να καταλάβω τι συμβαίνει μια βαριά χλαίνη με σκέπασε και απο πάνω μου έπεφτε χώμα, χώμα, πολύ χώμα.

Τι συμβαίνει; Ποιος είναι;
Η χλαίνη βαραίνει, το χώμα με θάβει…είναι υγρό συμπαγές χώμα, μου κλείνει κάθε δίοδο.

Δεν – μπορώ – να – αναπνεύσω.
Με πονάς.
Ραχήλ! Αγκάλιασέ με, σφίγγω το χώμα με τα δάχτυλά μου όπως θέλω να σφίξω το κορμί σου. Φίλα με, δώσε μου την ανάσα σου γιατί χάνομαι, αγκάλιασέ με.

Μυρίζω αίμα, κόκκινο κονιάκ.
Απ τα χείλη σου.
Ραχήλ πονάω…
Ραχήλ, Ραχήλ!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Κωνσταντίνος Σβόλης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής