Μακρόνησος. Θεατράκι 2ου Τάγματος. Μια ανάσα από τη θάλασσα. Είναι καλοκαίρι, δειλινό και φυσά ένα απαλό αεράκι. Όλα είναι ασπρόμαυρα.
Μια μεγάλη οθόνη βρίσκεται στη σκηνή και απέναντί της στο πρώτο πεζούλι ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Θανάσης Βέγγος. Έχει σκόνη, χώματα παντού και ο Θανάσης Βέγγος ξεσκονίζει με μια αυτοσχέδια σκούπα από χαρτί που βρήκε πεταμένο.
Τ.Τ. : Όλα είναι ασπρόμαυρα! Πού είμαστε;
Θ.Β. : Όπως στις ταινίες μας. Σε έναν κόσμο ασπρόμαυρο μάθαμε τη ζωή… (συνεχίζει να καθαρίζει ενοχλημένος από τη σκόνη)
Τ.Τ. : Δεν είναι το χρώμα. Και χωρίς λόγια. Μέσα από τη σιωπή γεννάται το πιο δυνατό συναίσθημα. Ο θεατής πρέπει να σκύψει κοντά μου. Να δει τον πόνο στα μάτια μου, τις άχαρες κινήσεις μου, να του τα πω όλα με το σώμα και την ψυχή μου. Πες μου. Πού είμαστε;
Θ.Β. : Είμαστε στην Ελλάδα. Τη χώρα μου. Αλλά σε έναν τόπο που νόμιζα ότι δε θα ξαναντικρίσω. Βρισκόμαστε σε ένα κολαστήριο που βασάνιζε σώματα και ψυχές. Κι αυτή η σκόνη… με κυνηγάει! (Σηκώνεται όρθιος. Τινάζει τη σκόνη από πάνω του.)
Τ.Τ. : Ξέρεις… αν ήμουν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή ίσως συναντιόμασταν εδώ. Κι εμένα με εξόρισαν.(Βήχει. Σηκώνεται κι αυτός. Πάει κοντά του) Αυτό όμως είναι ένα θέατρο.
Θ.Β. : (Γυρίζει και το κοιτάει απ’ άκρη σ’ άκρη με μελαγχολία) Ήταν η διαφυγή μας. Ήταν το μέρος που απάλυνε τον πόνο. Εδώ γνώρισα τον άνθρωπο που πίστεψε σε μένα. Που μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω για την Ελλάδα ότι ήσουν εσύ για τον κόσμο όλο.
Τ.Τ. : Αν ήμουν κι εγώ εδώ τότε, θα μπορούσαμε να παίξουμε μαζί σε αυτό εδώ το θεατράκι. Το φαντάζεσαι;
Θ. Β. : (Γυρίζει προς το μέρος του και τον κοιτάει με μάτια να λάμπουν) Αυτό θα ήταν υπέροχο! Θα έβαζες το στενό σακάκι, το φαρδύ παντελόνι, το μουστάκι σου -ακόμα και τώρα που σε κοιτάζω φαντάζομαι να το φοράς- το μικρό καπέλο, αυτό το βάδισμα του πιγκουίνου, τα τρύπια παπούτσια, το μπαστούνι
Τ.Τ. : Κι εσύ θα έτρεχες πάνω κάτω ασταμάτητα! Ευτυχώς που εδώ δεν έχετε τίποτα τζαμαρίες να περάσεις από μέσα!
(γέλια)
Θ.Β. : Αλήθεια… πώς έγινες ο Σαρλό; Έτσι σε λέγαμε στην Ελλάδα. Ήσουν ο Σαρλό μας ό,τι κι αν έκανες.
Τ.Τ. : Πριν από μια παράσταση, πηγαίνοντας στην γκαρνταρόμπα του θεάτρου να ντυθώ σκέφτηκα πως ήθελα να είναι όλα εντελώς αντίθετα μεταξύ τους. Το παντελόνι φαρδύ, το φράκο στενό, το καπέλο μικρό, και τα παπούτσια πελώρια. Και έβαλα κι ένα μικρό μουστάκι, θα μου πρόσθετε χρόνια χωρίς να κρύβει την έκφραση μου. Όσο τον γνώριζα τόσο πλάθονταν τα στοιχεία του… (Αρχίζει και περπατάει με τον χαρακτηριστικό τρόπο και του βγάζει το υποτιθέμενο καπέλο του χαιρετώντας τον.) Κι εσύ ήσουν ο Θανάσης τους! Πες μου γι’ αυτόν!
Θ.Β. : Το ψωμί μου έβγαζα. Έβλεπα πως έκανα τον κόσμο να γελάει με τις μιμήσεις, τις κινήσεις, το γέλιο μου. Το ασταμάτητο τρέξιμο.
Τ.Τ. : Τις γκάφες!
Θ.Β. : Τις γκάφες, ναι! (Σκύβει το κεφάλι. Χαμογελάει) Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήμουν δουλευταράς. Ήθελα να δουλεύω με μεγάλες ταχύτητες. Αυτό ήξερα να κάνω. Ένστικτο είχα, όχι ταλέντο. Έπεφτα στη θάλασσα, ανέβαινα στους στύλους, κρεμιόμουν απ’ τα κεραμίδια. Και στη φάτσα αυτή έβαζα όλη τη μιζέρια, τη δυστυχία, τον πόνο του Έλληνα. Τη μηχανή στο χέρι και δρόμο!
Ξαφνικά στην οθόνη παίζει απόσπασμα από την ταινία «Μοντέρνοι Καιροί». Ο Τσάρλι Τσάπλιν μπλεγμένος στα γρανάζια της μηχανής του εργοστασίου… Κάθονται πάλι. Παρακολουθούν.
Τ.Τ. :Αυτή ήταν η τελευταία βουβή ταινία που έκανα. Ύστερα ο κινηματογράφος άλλαξε. Όλα άλλαξαν.
Θ.Β. : Μου άρεσε η ταινία σου αυτή. Τρέχεις ασταμάτητα όπως τρέχω κι εγώ. Για να επιβιώσεις, για να προλάβεις… Εργάτες μιας μεγάλης μηχανής είμαστε όλοι.
Τ.Τ. : Άνθρωποι μηχανές, βουβοί. Άνθρωποι που πονάνε, που χάνουν τον εαυτό τους.
Η οθόνη τώρα δείχνει τον Τσαρλατάνο, ταινία του Θανάση Βέγγου. Κουρασμένος από τη δουλειά, εξαντλημένος από τις στερήσεις. Στη Γερμανία, μακριά από τον τόπο του.
Θ.Β. : Καλέ μου άνθρωπε. Ο Τσαρλατάνος! Κοίτα! Γκαστερμπάιτερ. Μέρα νύχτα στις μηχανές. Όπως τόσοι Έλληνες το ’60. Βουβοί εργάτες κι αυτοί για ένα μεροκάματο.
Τ.Τ. : Ένας αγώνας είναι η ζωή. Κι εγώ μεγάλωσα δύσκολα. Τον πατέρα μου τον είδα πρώτη φορά κάπου στα 9 μου. Μακάρι να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τον θυμάμαι να πίνει και να εξαφανίζεται. Κάναμε μέρες να μάθουμε νέα του και ξαφνικά τον βρίσκαμε στη γωνία της γειτονιάς βρόμικο, αναίσθητο, μισοπεθαμένο. Ώσπου πέθανε πραγματικά. Όταν ήμουν μόλις 13. Και η μάνα μου… αλκοολική κι αυτή, μπαινόβγαινε σε άσυλα. Ήταν δύσκολες οι εποχές τότε στο Λονδίνο. Έμεινα μόνος μου με τον ετεροθαλή αδερφό μου. Έπρεπε να επιβιώσουμε, έπρεπε να τα καταφέρουμε.
Θ.Β. : Η ζωή θέλει θράσος. Αν δεν παλέψεις, αν δε διεκδικήσεις, τίποτα δε σου χαρίζεται. Από παιδί κι εγώ πάλεψα. Με την πείνα, με τη φτώχεια. Παγοπώλης, γαλατάς, έφτιαχνα τσάντες, πορτοφόλια, για ένα κομμάτι ψωμί.
Τ.Τ. : Για ένα κομμάτι ψωμί… Να παλεύουμε από μικρά παιδιά… Σε ιδρύματα, στα υγρά σοκάκια του Λονδίνου, χωρίς βοήθεια, χωρίς κανέναν. Ξέρω πώς είναι.
(Τα μάτια τους σκοτείνιασαν)
Θ.Β. : Άκου να γελάσεις! Μια φορά φτιάχναμε αλευρόκολλα για τα σκηνικά με έναν φίλο. Πεινούσαμε. Πολύ. Ζήτησα από μια γειτόνισσα λίγη ζάχαρη, την έβαλα μέσα και λίγο λίγο, οι δυο μας κατεβάσαμε έναν γκαζοντενεκέ αλευρόκολλα…
(γέλια)
Τ.Τ. : Σε ακούω, Αλητάκο! Γιατί αυτό είσαι κι εσύ, όπως οι ταινίες μου. Η ζωή είναι ένας αγώνας και μεις μικροί αλήτες που προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Ένα Σάββατο, που λες, μετά το σχολείο, έφτασα σπίτι αλλά δε βρήκα κανέναν εκεί. Το δωμάτιο άδειο, τρομακτικό. Άρχιζα κιόλας να πεινάω. Βγήκα έξω και πέρασα το απόγευμα τριγυρνώντας στα παζάρια. Χάζευα πεινασμένος τα φαγητά στα μαγειρεία μα ύστερα μου τράβηξαν την προσοχή οι ψευτογιατροί, οι γυρολόγοι. Αυτό με ησύχασε, ξέχασα λίγο τα χάλια και την πείνα μου. Έτσι βγήκε και ο Αλητάκος. Αυτός ήταν. Εγώ.
Θ.Β. : (Τον ακουμπάει στον ώμο και τον κοιτάζει στα μάτια) Έτσι ξεχνιέται κι ο κόσμος!
Τ.Τ. : Και μια ζωή μπαινοβγαίναμε στις σκηνές με τον αδερφό μου. Και οι δύο οι γονείς μας καλλιτέχνες του μιούζικ χολ. Στα πέντε μου πήρα το πρώτο μου χειροκρότημα. Με μάγεψε η σκηνή, ο κόσμος από μικρό παιδί και μου έδινε ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν η μοναδική μου διαφυγή. Κλακέτες, παντομίμα, βαριετέ… Ήμουν ο μεθύστακας, ο άνεργος, ο απατεώνας. Έτσι προκαλούσα το γέλιο. Την είχα ζήσει τη φτώχια από μικρός, δεν ήταν δύσκολο να μπω στο πετσί του ρόλου.
Θ.Β. : Ένα χαμίνι…
Τ.Τ. : Ύστερα άνοιξε ο δρόμος για την Αμερική. Υπήρχε μια ευκαιρία. Υπέγραψα συμβόλαιο, τα λεφτά καλυτέρευαν.
Θ.Β. : Το να είσαι ηθοποιός όμως δεν είναι απλά ένα νούμερο. Είναι πυγμαχικός αγώνας δεκατριών γύρων. Έπαιζα και στα διαλείμματα σφουγγάριζα. Μου έδιναν τα χρήματα για το λεωφορείο και εγώ τα κρατούσα, να προσθέσω στο ψωμί μου. Πίστεψαν άνθρωποι σε μένα. Δοκίμασα, προσπάθησα. Η τέχνη μου ήταν σημαντική. Ήθελα το τέλειο. Έκανα μια σκηνή πάλι και πάλι. Χωρίς κασκαντέρ, χωρίς βοηθήματα, χυμούσα σε όλα με θράσος. Χωρίς φόβο. Με μια τρέλα. Κι έναν ενθουσιασμό. Πάλι και πάλι μέχρι ο θεατής να δει αυτό που θέλουμε πραγματικά να πούμε…
Τ.Τ. : Έχεις μετανιώσει για τότε; Τότε που τα έχασες όλα;
Θ.Β. : (Σηκώνεται πάλι. Κατευθύνεται προς τον γκρεμό. Κοιτάζει τη θάλασσα) Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους. Αλλά πνιγόμουν εκεί μέσα. Ήθελα κάτι δικό μου. Ήθελα να γίνουν τα πράγματα όπως τα έχω εγώ στο μυαλό μου. Γι’ αυτό έφτιαξα τη δική μου εταιρία παραγωγής. (Γυρίζει, τον κοιτάζει) Δε μετανιώνω! Μπορεί να έκανα δέκα χρόνια να ξεχρεώσω, μπορεί οι κλητήρες να μου είχαν γίνει βραχνάς… αλλά ακολούθησα το όνειρό μου. Αρκεί να προσπαθείς. Να μην τα παρατάς. Να κοιτάς τη ζωή ίσια στα μάτια και ό,τι γίνει!
Τ.Τ. : Άλλωστε τίποτα δεν είναι μόνιμο σ’ αυτόν τον διεστραμμένο κόσμο, ούτε καν τα βάσανά μας. Σωστά; Πέρασαν κι αυτά. Οι άνθρωποι μας θυμούνται και θα μας θυμούνται στα βάθη του χρόνου.
(Χαμογελάνε)
Τ.Τ. : Να σου αποκαλύψω κάτι; Στην πραγματικότητα αγαπάω την τραγωδία, όχι την κωμωδία. Αλλά μέσα από την κωμωδία που τόσο έχουν ανάγκη οι άνθρωποι καταφέρνω να τους μιλήσω για τις τραγωδίες της ζωής μας.
Θ.Β. : Άλλωστε ο κόσμος ξέρει. Γελάει μα μέσα του κλαίει. Δε θέλει να δει βασιλιάδες και λόρδους. Ο κόσμος πονάει, παλεύει κάθε μέρα. Μάχεται. Γελάει με τις γκάφες, τα αστεία και διακρίνει μέσα από αυτά την απελπισία του, τις αδυναμίες του.
Τ.Τ. : Έχουν ανάγκη να κλάψουν και να γελάσουν μαζί. Αυτή η χαρμολύπη είναι η ουσία. Η ζωή μας όλη!
Θ.Β. : Και καμιά φορά αυτοί που έχουν μέσα τους τον μεγαλύτερο πόνο θέλουν να κάνουν τους άλλους να γελάσουν. (Κουνάει το κεφάλι, χαμηλώνει το βλέμμα. Ύστερα τον κοιτάζει)
Τότε η οθόνη ανάβει πάλι. Τώρα παίζει τον Μεγάλο Δικτάτορα: «Η δημοκρατία είναι ασυδοσία. Η ελευθερία είναι επαχθής. Η ελευθερία του λόγου αμφισβητείται. Η Τομενία έχει τον καλύτερο στρατό του κόσμου. Το καλύτερο ναυτικό. Για να παραμείνουμε οι καλύτεροι πρέπει να κάνουμε θυσίες…»
Τ.Τ. : Ένας δικτάτορος που προστάζει το θάνατο. Ένας στρατός που ακολουθεί…
(Το βλέμμα τους γεμίζει οργή. Σφίγγουν τις γροθιές τους)
Τώρα παίζει το απόσπασμα με τον λόγο που εκφωνεί ο Εβραίος κουρέας: «Η απληστία έχει δηλητηριάσει τις ψυχές των ανθρώπων, έχει γεμίσει τον κόσμο με μίσος…»
Αλλάζει αστραπιαία η εικόνα. Είναι η ταινία Ψυχή Βαθιά. Ακούγεται το απόσπασμα: «Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε, κύριε Ταξίαρχε. Ντροπή είναι. Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες;»
Θ.Β. : Το μίσος. Το μίσος στην καρδιά των ανθρώπων φταίει. Να στρέφουμε τα τουφέκια μας ο ένας πάνω στον άλλο.
Ακούγεται πάλι ο λόγος του κουρέα στον Μεγάλο Δικτάτορα: «Η γη είναι πλούσια και μπορεί να θρέψει όλο τον κόσμο. Η ζωή μπορεί να είναι ελεύθερη και ωραία αλλά χάσαμε το δρόμο… Και η δύναμη που αφαίρεσαν από το λαό θα επιστρέψει σε αυτόν ξανά… Εσείς έχετε τη δύναμη να εμπνεύσετε μια όμορφη κι ελεύθερη ζωή, ώστε να είναι μια υπέροχη περιπέτεια…»
Θ.Β. : Αυτά τα τελευταία πέντε λεπτά της ταινίας… Τι υπέροχος λόγος ήταν αυτός… συγκινητικός. Αληθινός. Όταν τον άκουσα πρώτη φορά, δάκρυσα. Μίλησε στην καρδιά μου. Όλα τόσο απλά είναι. Γιατί δεν το βλέπουμε;
Τ.Τ. : Ναι… στον κόσμο αυτό υπάρχει χώρος για όλους. Η ψυχή του ανθρώπου έχει φτερά. Πρέπει να ανυψωθεί, να πετάξει μακριά.
Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει. Βρισκόμαστε στη Γενεύη. Είναι Χριστούγεννα. Χιονίζει.
Θ. Β. : Πού είμαστε;
Τ.Τ. : …Είμαστε στην Ελβετία! Μια μέρα σαν κι αυτή έφυγα από τον κόσμο. Ήρεμα, ενώ κοιμόμουν.
Θ.Β. : Πλούσια η ζωή σου όμως. Την έζησες. Πήρες το μεγαλύτερο χειροκρότημα.
Τ.Τ. : Έχω κάνει λάθη…
Στην οθόνη η ταινία το Βλέμμα του Οδυσσέα. Ο ταξιτζής Θανάσης Βέγγος ακούγεται να λέει: «Θέλω να γίνουμε φίλοι. Στο χωριό μου, για να γίνουμε φίλοι πρέπει να πιούμε από το ίδιο ποτήρι και ν’ ακούσουμε το ίδιο τραγούδι».
Θ.Β. : Έλα φίλε μου. Ησύχασε. Θα μου τα πεις όλα. Στο χωριό μου για να γίνουμε φίλοι πρέπει να πιούμε από το ίδιο ποτήρι και να ακούσουμε το ίδιο τραγούδι. (Βρίσκει πιο κει κρασί και δυο ποτήρια. Βάζει στο ένα και το φέρνει κοντά) Με φίλους κυλάει καλύτερα η αιωνιότητα. (Χαμογελάει)
Τ.Τ. : Βάλε μου λοιπόν! Αλλά μουσική θα διαλέξω εγώ!
(Μοιράζονται το κρασί. Ακούγεται μια σύνθεση του Βάγκνερ και σαν σε σκηνή πέφτει η αυλαία)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ντουέτο έγραψε η Χαρά Κουλοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής