14:34
Πηγαινόφερνε την οδοντογλυφίδα από το ένα χείλος στο άλλο σαν άλιωτη καραμέλα. Αυτός που περίμενε είχε καταφανώς αργήσει. Το ραντεβού, στην είσοδο μιας στοάς, σε ένα μαγαζί που ο κόσμος μπαινόβγαινε όπως στο γιαπωνέζικο μετρό. Δεν ήθελε να δίνει στόχο.
14:37
Εκνευριστικός ο χρόνος όταν τον κοιτάς άπραγος. Πόσο μάλλον όταν δεν τον έχεις. Ο έλικας του ανεμιστήρα στην οροφή γύριζε με ένα ενοχλητικό βόμβο. Η βάση του έτοιμη να ξεκολλήσει, η φυγόκεντρος αμφιταλαντευόταν αν θα χιμήξει στους θαμώνες.
“Ο Νίκος;”
Δεν απάντησε στο όνομα του. Κοίταξε τον όψιμο ανακριτή, ένα νεαρό στα όρια της ανορεξίας, με τριμμένο τζιν και σταράκια. Τα μάτια του καλουπωμένα στο πρόσωπο, λες και είχαν μπει με βουλοκέρι στις κόγχες. Ήταν όντως αυτός που είχε δει στη φωτογραφία, ούτε είκοσι χρονών. Του ένευσε να τον ακολουθήσει.
Ανέβηκαν αμίλητοι προς την Κλαυθμώνος. Το άγαλμα της εθνικής συμφιλίωσης, τρεις αγκαλιασμένες φιγούρες με τα χέρια τεντωμένα στον ουρανό. Κάθισαν στο παγκάκι. Ολόγυρα περιστέρια. Κοίταξε τον πιτσιρικά. Στα πόδια τους, μπροστά τους, τα πρωινά απομεινάρια από μια κάποια διαδήλωση. Φυλλάδια με κόκκινα κεφαλαία γράμματα, μισοσπασμένα πλακάτ, ξεραμένο αίμα. Εθνική συμφιλίωση σου λέει μετά.
«Ό,τι σου ‘πα ισχύει». Έβγαλε ένα μικρό φάκελο και του τον έδωσε. «Δέκα χιλιάρικα μετρημένα. Τα άλλα μισά αύριο, όπως είπαμε.»
Ο πιτσιρικάς έχωσε το φάκελο στο μπουφάν. Άναψε τσιγάρο.
«Κόφτο το κωλοτσίγαρο, δε σου κάνει καλό. Δεν αρρώστησες την τελευταία εβδομάδα έτσι;»
«Για δες τον που νοιάζεται κιόλας. Μην ανησυχείς κύριος, εδώ τα ‘χω όλα. Όπως είπαμε, αύριο στις εφτά». Σηκώθηκε απότομα και πέταξε με τη σειρά του ένα φάκελο Α4 στα γόνατα του Νίκου. Απομακρύνθηκε σφυρίζοντας. Τα περιστέρια πέταξαν μαζί του.
14:55
Ο Νίκος γύρισε στη δουλειά. Τα έκανε όλα μηχανικά. Έλεγξε εξονυχιστικά τα περιεχόμενα του φακέλου. Επιθεώρησε εργαλεία και εξοπλισμό, κοίταξε τις βάρδιες, πέρασε μια βόλτα απ’ τα δωμάτια. Ρώτησε, ξαναρώτησε, σιγουρεύτηκε.
21:12
Κίνησε για το σπίτι, η γυναίκα του θα τον περίμενε. Δεν ήθελε να την κρατά σε αγωνία. Με το που μπήκε, της ένευσε. Το πρόσωπο της ζάρωσε, έσφιξε τη γροθιά της. Της έβαλε ένα ποτό. Αυτή πήγε βουβή στο υπνοδωμάτιο. Η δική της ανακούφιση.
Αυτός πάλι ήξερε πως δε θα κοιμόταν. Ούτε να πιει όμως έπρεπε. Ίσως μόνο ένα. Πέταξε ένα χοντρό κομμάτι πάγο μέσα στο ποτήρι και κοντοστάθηκε μπροστά στο ράφι με τα μπουκάλια. Στην τηλεόραση ο Τραμπ μιλούσε για τη φούσκα της κλιματικής αλλαγής, μα το παγόβουνο στο ποτήρι του έχυνε ήδη το πρώτο υδάτινο δάκρυ. Γέλασε βροντερά και πήρε το ουίσκι. Ποιος χέστηκε τώρα για αυτά.
05:30
Δεν είχε κοιμηθεί λεπτό. Μα ένιωθε φρέσκος, σα ξαφνικά να φύτρωσε αδρεναλίνη μέσα του. Κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ταν έτοιμη και η γυναίκα του – πάντα ήταν στην ώρα της – αλλά στο δικό της ποτό είχε διαλύσει ένα υπνωτικό. Θα ξυπνούσε όταν όλα θα ‘χαν τελειώσει. Ο Νίκος έκλεισε την πόρτα όσο πιο απαλά μπορούσε.
06:20
Πρώτα να ελέγξει. Χτύπησε την πόρτα πριν μπει. Στο δωμάτιο, ένας κοιμισμένος νεαρός που κάποιος θα έλεγε ότι του έμοιαζε και μια νοσοκόμα με μάτι γαρίδα. Αλίμονο της αν την είχε πάρει ο ύπνος.
«Όλα εντάξει γιατρέ.»
Σχεδόν δεν την άκουσε, ποσώς τον ένοιαζε. Το αν πήγαιναν όλα καλά θα το αποφάσιζε αυτός. Πήρε το χαρτιά με τις εξετάσεις μαζί και αυτές που του είχε δώσει χτες ο πιτσιρικάς στο φάκελο. Τίποτα διαφορετικό. Λογικό. Μα ήθελε να τις ξανακοιτάξει.
07:01
Το κινητό του ιδρωμένο λες και ήταν αυτό που αγωνιούσε. Είχε ελέγξει ήδη δυο φορές ότι δεν ήταν στο αθόρυβο, είχε αποφασίσει πως σε δυο λεπτά θα καλούσε αυτός. Ξαφνικά η οθόνη του κινητού φωτίστηκε, ο ήχος ακολούθησε, μια ακόμα απόδειξη των συμπαντικών νόμων.
«Έφτασα. Περιμένω στην είσοδο.»
Σχεδόν δεν τον άφησε να τελειώσει. «Έρχομαι.» Κατέβηκε τη σκάλα τρέχοντας. Όταν τον αντίκρισε έσκασε ένα μισό, αναποφάσιστο χαμόγελο.
07:55
Στο χειρουργείο. Είχαν μόλις αρχίσει. «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» ρώτησε ο αναισθησιολόγος το λιπόσαρκο πιτσιρικά αυξάνοντας τη δόση. «Ό,τι ομάδα είστε και εσείς γιατρέ». Γέλια. Το τελευταίο χαρμόσυνο πριν βυθιστεί σε ένα νήδυμο ύπνο.
09:01
Τσιγάρο μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Τα χέρια του Νίκου έτρεμαν, λες και προσπαθούσε να φάει με κινέζικα ξυλάκια. Δε γινόταν να το κάνει αυτό, δε του ήταν μπορετό, όσο και αν είχε προετοιμαστεί, ό,τι και αν είχε αποφασίσει. Πρώτη φορά στη ζωή του διέκοπτε χειρουργείο. Το τηλέφωνο λυσσασμένο. Η γυναίκα του. Αυτό του έλειπε τώρα. Κανονικά δε θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει, φαίνεται πως το ηρεμιστικό δεν είχε πιάσει. Αστοχία υλικού το λέγαν στο στρατό. Όλα στραβά σήμερα.
«Γιατρέ! Γρήγορα!»
Μια νοσηλεύτρια έτρεχε σαν κυνηγημένη αντιλόπη προς το μέρος του. Την ήξερε, δεν ήταν φυσικό να πανικοβάλλεται.
«Στα επείγοντα γιατρέ. Πυροβολισμός.»
Δεν μπορούσε τώρα. Σε λίγο, αργότερα, αύριο αλλά όχι τώρα. Ένα προηγουμένως αόρατο χέρι, σωστή μέγγενη είχε αντίθετη γνώμη. Του άρπαξε τον αγκώνα. Ένιωσε τα κόκαλα του να πιέζονται, να κροταλίζουν με ένα απειλητικό τρίξιμο. Ήταν βέβαιος, δεν ήθελε για κανένα λόγο να αντικρίσει το πλάσμα που τον έσφιγγε έτσι. Και όμως σχεδόν ανθρώπινη ήταν η χοντρολάλητη φωνή που ταυτοποίησε το χέρι.
«Τώρα! Ακούς; Τώρα!»
Πήγε συρτός στα επείγοντα. Ένας πυροβολημένος μεσήλικας. Το στήθος του, σα γρίλιες από μισάνοιχτο ρολό που αντί για φως, άφηναν να περάσει κατακόκκινο αίμα. «Να κάνω τί;» αναρωτήθηκε σιωπηλά και αμέσως – λες και στραφτοκόπησε κάτι μέσα του – το μυαλό του προθυμοποιήθηκε να απαντήσει.
10:35
«Δυστυχώς. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά τα τραύματα ήταν πολλά και σοβαρά. Οι σφαίρες είχαν κατατρυπήσει τα πνευμόνια, η αιμορραγία ακατάσχετη.»
Το πλάσμα με την υπεράνθρωπη δύναμη τον κοίταξε με μάτια που ήταν έτοιμα να τον καταπιούν. Όμως δεν είπε τίποτα και ας ήταν αδερφός του νεκρού. Βλέπεις, κόβοντας με το ψαλίδι τα ρούχα του πυροβολημένου, ο Νίκος είχε βρει διάσπαρτα σακουλάκια με άσπρη σκόνη. Αρκούσε να τα δείξει στο πλάσμα για να σαλπίσει εκεχειρία. Έπειτα του ψιθύρισε δυο άγνωστα λόγια και τον έβαλε να υπογράψει κάτι χαρτιά. Μετά έτρεξε.
12:39
Αυτή τη φορά δεν έτρεμε. Το χέρι του ήταν σταθερό, δεν είχε πια λόγο να μην είναι. Το νεφρό του δότη απολύτως συμβατό. Ίδια ομάδα αίματος, ανοσολογικός έλεγχος επιτυχής, καλή ιστολογική αντιστοιχία.
Μια μικρή τομή στη δεξιά πλευρά της κοιλιακής χώρας. Χώρος για το μόσχευμα επαρκής. Σύνδεση της νεφρικής αρτηρίας με την κεντρική αρτηρία, σύνδεση του μοσχεύματος με την ουροδόχο κύστη. Έπειτα καθετήρας για να αποστραγγίζει τα ούρα και τοποθέτηση σωληναρίων για την αποστράγγιση των υγρών. Αυτό ήταν.
Για πρώτη φορά στη διάρκεια της μέρας ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση. Εκεί, στο πρώτο ξέφωτο της μέρας, ένα σύννεφο έψαχνε να μεγαλώσει. Μπορούσε άραγε να σώσει τον ναρκέμπορο; Πάσχισε να διώξει τη σκέψη, το σύννεφο έγινε σύντομη, φθινοπωρινή μπόρα.
Στο χειρουργικό κρεβάτι, το πρόσωπο του λήπτη ανήξερο και για αυτό απαθές. Ίσως και ευτυχώς. Ο Νίκος δε θα μπορούσε ποτέ να αντέξει πάνω του τα μάτια του γιου του, όσο διαρκούσε το χειρουργείο. Οκτώ χρόνια έψαχναν για μόσχευμα και ας ήταν γιατρός. Μα σήμερα το είχε βρει.
14:34
Ο πιτσιρικάς στο θάλαμο 414 είχε ανακτήσει για τα καλά τις αισθήσεις του. Ήταν λίγο ζαλισμένος και ένιωθε μια ελαφρά δυσφορία. Του είχαν γεμίσει την κοιλιά με αέρα για να διακρίνεται καλύτερα το δεξί νεφρό, χώρια την τελικά αχρείαστη τομή δεξιά της κοιλιάς του. Όμως σε λίγο θα έπαιρνε εξιτήριο. Δεν του είχαν αφαιρέσει το νεφρό, μα το καλύτερο ήταν πως πριν λίγο, ο Νίκος του είχε πει πως μπορούσε να κρατήσει τα λεφτά
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Βιτωράκης.
Μπορείτε να βρείτε κι άλλους φόνους εδώ Murder Ballads https://sanejoker.info/category/murder-ballads