Η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Μία από αυτές τις κρύες βροχές του Φλεβάρη, όταν ο χειμώνας χαροπαλεύει και συγκεντρώνει τις τελευταίες του δυνάμεις για να μας θυμίσει ότι υπάρχει, ρίχνοντας μια τουφεκιά για την τιμή των όπλων πριν από την ανοιξιάτικη παρέλαση.
Του άρεσε αυτός ο καιρός. Ειδικά τα πρωινά Σαββάτου. Καυτός, πικρός καφές, τσιγάρο και βινύλια στο πικάπ. Jazz, rock, post punk, πολλά τα ακούσματα. Ένα διάστημα είχε κολλήσει κι άκουγε ξανά και ξανά τον ίδιο δίσκο “The bones of a dying world”. Άνοιγε τα παράθυρα να μπει η μυρωδιά της βροχής και διάβαζε με τις ώρες. Ήταν η δική του μικρή ιεροτελεστία.
Τώρα όμως δεν ήταν Σάββατο, ούτε πρωί, αλλά ακόμα κι αν ήταν οι μέρες δεν ξεχώριζαν μεταξύ τους.
Κόντευε ένας χρόνος από τη διαταγή.
“Όλα τα άτομα άνω των 45 ετών βγαίνουν σε υποχρεωτική αναστολή ζωής.
Απαγορεύεται η κυκλοφορία μέχρι τη δύση του ηλίου.
Απαγορεύεται η χρήση των ΜΜΜ, τα οποία προορίζονται για τους εργαζόμενους.
Οι αναστελλόμενοι μπορούν να προμηθεύονται τρόφιμα, εφόσον έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες αυτών που δεν βρίσκονται σε αναστολή.
Τα υπόλοιπα εμπορικά καταστήματα βρίσκονται στη διάθεσή τους για διαδικτυακές αγορές όλη την διάρκεια του 24ωρου. Μάλιστα, διατίθεται κάρτα επιδότησης αγοράς προϊόντων. Όσοι περισσότεροι πόντοι, τόσο μεγαλύτερη προτεραιότητα στην αγορά τροφίμων σε σχέση με τους υπόλοιπους αναστελλόμενους.
Οι πόροι που θα εξοικονομούνται από το μέτρο θα διατίθενται στην Αποθήκη Πόρων, η οποία εξασφαλίζει την ύπαρξη εργασίας στις άλλες ηλικιακές ομάδες. Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο δεν είναι μόνιμο, αλλά λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης ισχύει επ’ αόριστω.”
Όλοι γνωρίζανε τι σημαίνει επ’ αόριστω.
~~{}~~
Πρώτα είχε βγει η διαταγή για τους συνταξιούχους. Μια μερίδα κόσμου ξεσηκώθηκε έντονα. Ξεσπάσανε απεργίες, διαδηλώσεις, πλήθος κόσμου γέμιζε κάθε μέρα το κέντρο της πόλης.
Ήταν σαν γιορτή τότε. Κόσμος κάθε ηλικίας, πηγαδάκια συζητήσεων, αυτοσχέδια γλέντια, μουσικές, γεμάτες πλατείες, ποτά στο χέρι, ζωντάνια.
Κάθε βράδυ στα κανάλια οι δημοσιογράφοι ενημερώνανε για την κρισιμότητα της κατάστασης:
“Αναγκαζόμαστε να προβούμε σε αναστολές ζωών, ώστε να προμηθευόμαστε τα απαραίτητα από την Αποθήκη Πόρων. Στην προσπάθειά μας αυτή, μια μερίδα ανεύθυνων ανθρώπων υπονομεύει την προσπάθεια, υποκινώντας αντιδράσεις. Αν δεν υπάρξει συμμόρφωση, θα αναγκαστούμε να προχωρήσουμε σε περαιτέρω αναστολή επόμενης ηλιακής ομάδας. Άλλη εναλλακτική δεν υπάρχει.”
Αρχικά, ο κόσμος λες κι είχε χωριστεί στα δύο. Υπήρχαν αυτοί που παρακολουθούσαν ανελλιπώς τις εκπομπές και θύμωναν με την ανεύθυνη μάζα, υπήρχε κι ο οργισμένος κόσμος στους δρόμους που υποστήριζε ότι το μέτρο είναι απάνθρωπο. Σιγά σιγά όμως αρχίσανε οι διαρροές.
“Τα πράγματα δεν γίνονται αλλιώς” λέγανε, “ίσως και να μην υπάρχει τελικά εναλλακτική. Άλλωστε για λίγο καιρό είναι.”
Σιγά σιγά το πλήθος άρχισε να φθίνει.
~~{}~~
Κάπου εκεί ήρθε και ο μεγάλος καυγάς με την Μυρτώ, σύντροφό του αρκετά χρόνια.
“Μα τι θες βρε Γιάννη, αφού βλέπεις δεν γίνεται τίποτα, άλλωστε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ζήσει πια την ζωή τους.”
Την κοίταζε και δεν το πίστευε στα αυτιά του. Πώς του είχε φανεί κάποτε ότι επικοινωνούσε μαζί της; Πώς είχε πιστέψει πως τόσο καιρό είχαν τις ίδιες ιδέες, τα ίδια θέλω.
Πάει και η Μυρτώ, πάνε και τα γέλια, πάνε κι εκείνα τα βράδια που απλά σεργιανίζανε στην πόλη και μιλάγανε με τις ώρες.
«Να εδώ, ήταν το πρώτο σπίτι που είχα νοικιάσει, το αγαπούσα πολύ κι ας ήταν παμπάλαιο».
«Κοίτα, τι ωραίο καφενεδάκι, να έρθουμε ένα πρωινό, διαβάζοντας τα βιβλία μας».
« – Αυτό το μπαρ, παίζει πάντα τις καλύτερες μουσικές.
-Πφφφφ, λες και ξέρεις εσύ από καλή μουσική».
~~{}~~
Ο Γιάννης συνέχιζε να πηγαίνει στις διαμαρτυρίες, με λιγότερο κέφι όμως. Άρχιζαν να αραιώνουν και οι γνωστοί σιγά σιγά. Στις παρέες άρχισαν οι τσακωμοί.
«Φταίνε οι ηλικιωμένοι» έλεγε ο ένας. «Μα δεν καταλαβαίνουν ότι μας παίρνουν στον λαιμό τους; Σε λίγο θα αναγκάσουν κι εμάς σε αναστολή».
«Μα τι είναι αυτά που λες; Θα μπορούσαν να είναι γονείς σου»!
«Τα λες αυτά εσύ, με την σιγουριά που έχεις γιατί έχεις κατηγοριοποιηθεί ως υγιής και κατάλληλος για εργασία».
Ο Γιάννης δεν πολυμίλαγε πια. Μονάχα αναρωτιόταν πώς φτάσανε στο σημείο να κουβεντιάζουνε στο ποιος πρέπει να μπει σε αναστολή ζωής. Σε λίγο σταμάτησε να βγαίνει. Μόνο με μερικούς καλούς φίλους κράτησε επαφή και τα λέγανε μία στο τόσο.
Κάπου τότε βγήκε η διαταγή για τους άνω των 60. Ο κόσμος που διαμαρτυρόταν ήταν ελάχιστος πλέον. Είχε προηγηθεί η διαταγή για αυτούς που εμφάνιζαν μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης νοσήματος στο μέλλον. Όταν ανακοινώθηκε για τους άνω των 50, δεν υπήρξε καν διαμαρτυρία. Έρχεται και η σειρά μας σκέφτηκε ο Γιάννης, αλλά ένιωθε ολοένα και μεγαλύτερη παραίτηση. Τώρα πια και με τους φίλους μόνο διαδικτυακά μιλάγανε. Δουλεύανε ολοένα και περισσότερο γιατί η κυβέρνηση έπρεπε να εξοικονομεί για την Αποθήκη Πόρων, η οποία τροφοδοτούσε τα σούπερ-μάρκετ, τα λιγοστά λεωφορεία, τα εμπορικά καταστήματα. Για βιβλιοπωλεία, μπαρ, σινεμά ούτε λόγος πια.
~~{}~~
Στο μεταξύ, τα κτίρια της Αποθήκης Πόρων όλο και πολλαπλασιάζονταν. Ήταν όλα πανομοιότυπα, γυάλινα, και πολυώροφα. Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν μέσα, η είσοδος φυλαγόταν νυχθημερόν. Το κεντρικό κτίριο παρέμενε βέβαια αυτό στη Μητροπόλεως.
Τον Γιάννη πάντα τον φόβιζε αυτό το κτίσμα και κάθε φορά που πέρναγε απέξω επιτάχυνε το βήμα. Άλλος κόσμος καθόταν και το χάζευε με τις ώρες, τους άρεσε να θαυμάζουν τους υπαλλήλους του, τα λιγοστά δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν από την έξοδό τους -φρουρούμενοι πάντα- μέχρι να εισέλθουν στα πολυτελή τους αυτοκίνητα.
«Αχ, τι υπέρκομψη που είναι, πώς θα ήθελα να της μοιάσω» άκουσε ένα πρωινό μια κοπέλα να αναφωνεί στην εμφάνιση μιας υπαλλήλου, που πρέπει να βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία γιατί η συνοδευτική φρουρά ήταν ιδιαίτερα αυξημένη.
~~{}~~
Εκείνο το πρωινό πρέπει να ήταν από τα τελευταία πριν την αναστολή γιατί μπορούσε ακόμη να κυκλοφορεί ελεύθερα. Τα πρώτα βράδια της αναστολής δεν ήθελε να βγαίνει καθόλου. Σταμάτησε να βάζει δίσκους στο πικάπ, σε λίγο σταμάτησε να ακούει γενικότερα μουσική. Κάτι μισοτελειωμένα βιβλία τον κοιτάγανε κάθε βράδυ με παράπονο από το κομοδίνο του. Παρέμεναν εκεί σκονισμένα σαν θλιβερή εκκρεμότητα.
Μετά από κάποιο διάστημα, άρχισε να περπατάει τα βράδια. Στην αρχή πιεστικά, πρέπει έλεγε, μετά τα πόδια του από μόνα τους τον οδηγούσανε σε παλιά λημέρια κι αγαπημένες διαδρομές.
Είμαστε αθέατοι, σκεφτόταν. Μας συντηρούν με το λίγο φαγητό που μένει ώστε να καταναλώνουμε προϊόντα κι έτσι να έχουν δουλειά αυτοί που δεν είναι σε αναστολή. Με την σειρά τους, αυτοί καταναλώνουν συνεχώς, μόνο που το κάνουν μέσα μέσα σε υπερμοντέρνα εμπορικά κέντρα και μοδάτα εστιατόρια και δεν πιστεύουν ότι θα βρεθούν στη θέση μας, όμως ο χρόνος είναι αμείλικτος και σύντομα άλλοι θα τους αντικαταστήσουν. Μέχρι τότε, μπορεί όλοι να θεωρούμε δεδομένη αυτήν την κατάσταση.
~~{}~~
Μέρα με τη μέρα περπάταγε όλο και περισσότερο. Σε αυτό μάλλον βοήθησε το ότι συχνά διασταυρωνόταν με μια κοπέλα που του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον. Ήταν αδύνατη, με μακριά μαλλιά πιασμένα πάντα σε κοτσίδα. Φαινόταν λίγο χλωμή αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει καλά στο φως της λάμπας. Δεν είχαν μιλήσει ποτέ αλλά ο Γιάννης είχε παρατηρήσει ότι κι αυτή τον κοίταζε κλεφτά. Ένα βράδυ μάλιστα του χαμογέλασε φευγαλέα. Φαινόταν μικρότερη από αυτόν, γιατί άραγε βγαίνει τα βράδια, στην ηλικία της δεν θα έπρεπε να είναι σε αναστολή. Μήπως έχει διαγνωσθεί με πρόβλεψη εμφάνισης νοσήματος; Πώς θα το μάθαινε; κάθε φορά που την έβλεπε δείλιαζε, είχε πολύ καιρό πια να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο από κοντά.
Αν την πετύχω σήμερα, θα της μιλήσω αποφάσισε. Θα βγει άραγε; Να της αρέσει κι αυτής το απόβροχο κι ο χειμώνας όπως εμένα; Τι ωραία που μυρίζει το κρύο. Όλοι γελάγανε όταν το έλεγε αυτό αλλά ο Γιάννης πίστευε ότι το κρύο έχει την δική του μυρωδιά.
Κατηφόρισε τον δρόμο, κόντευε στην αγαπημένη του πλατεία. Ξαφνικά, μια φιγούρα πετάχτηκε από το στενάκι. Στην αρχή τρόμαξε αλλά ήταν το άγνωστο κορίτσι. Ή τώρα ή ποτέ σκέφτηκε αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα γιατί το κορίτσι έτρεξε καταπάνω του και είπε γελώντας:
«Τα έμαθες; Κλέψανε την Αποθήκη Πόρων, την κεντρική, στη Μητροπόλεως!
«Μα πώς; Αφού την φυλάνε μέρα νύχτα».
«Κι όμως τα κατάφεραν! Μέρα μεσημέρι! Ήταν δύο άτομα, μπήκανε μέσα με γυαλιά και μάσκα κι αρπάξανε άγνωστο αριθμό πόρων. Δεν είναι φοβερό; Κάτω από την μύτη τους!»
Ο Γιάννης γέλασε. Ναι, ήταν πράγματι φοβερό. Ξαφνικά του ήρθε στο νου ένα από καιρό ξεχασμένο τραγούδι «Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα…»
Την έπιασε αυθόρμητα από το χέρι.
“Είμαι ο Γιάννης”, είπε. “Εδώ πιο κάτω είναι το σπίτι που νοίκιαζα παλιά κι αυτή η γειτονιά είναι η αγαπημένη μου. Πάμε να περπατήσουμε μαζί; Αν είμαστε τυχεροί, εκεί γύρω θα τριγυρνάνε κι άλλοι σαν εμάς.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αφροδίτη Αυγέρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής