Γράμματα στη φωτιά

0
460

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι q-1024x576.jpg

Εκείνο το απόγευμα ήταν πολύ γλυκό, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμασταν ήδη στα μέσα του Γενάρη. Είναι ιδιαίτεροι οι άνθρωποι που έχουν γενέθλια αυτόν τον μήνα. Κάποιοι από αυτούς, αναρωτιούνται μήπως ο κρύος άνεμος που προκαλεί δάκρυα στα μάτια και ενοχλητικά ρίγη στο σώμα, καταφέρνει και τρυπώνει μέσα στην ψυχή τους, αφήνοντάς τους ασυγκίνητους μπροστά σε μια αυθόρμητη ερωτική εξομολόγηση, σε μια βαθιά και ακλόνητη πίστη, σε έναν θρασύ και σίγουρο πυροβολισμό.

Άλλοι πάλι αναθεματίζουν την τύχη τους που γεννήθηκαν σε μια εποχή που παραδοσιακά απομακρύνεσαι από την θάλασσα, αν και η χειμερινή κολύμβηση είναι εξαιρετικό σπορ.

Ο Στέλιος τα είχε ξεπεράσει όλα αυτά από πολύ μικρός, από την ενηλικίωση του. Όμως στα γενέθλιά του χρόνια τώρα δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Όχι γιατί μισούσε τους ανθρώπους ή γιατί στην ηλικία που ήταν οι περισσότεροι κοντινοί του άνθρωποι είχαν φύγει-αν ήθελε έβρισκε παρέα.

Θα μπορούσε να καλέσει ας πούμε εκείνον τον αργόσχολο τριαντάρη από το καφενείο, που τρελαινόταν να του κάνει αφελείς ερωτήσεις για την εποχή που ήταν διοικητής στην Σχολή, ερωτήσεις που εκείνη την μέρα, την μέρα των γενεθλίων του, φάνταζαν ενοχλητικά κουνούπια στα αυτιά του. Δεν έψαχνε όμως για ακροατήριο, δεν ήθελε να αφηγηθεί μια καλοδουλεμένη πειθαρχία που του στέρησε μια πάσα-ναι καλά ακούσατε, μια πάσα ακριβείας σαν αρχιτεκτονική γραμμή δημόσιου κτηρίου. Ήθελε μόνο να καθίσει μπροστά στο τζάκι, με το κρασί του.

Δεν είχε κρατήσει ποτέ ημερολόγιο. Η ζωή του όλα αυτά τα χρόνια ήταν μετρημένη με ακρίβεια χρονογράφου-η ώρα που ξυπνούσε, τα λόγια που ξεστόμιζε, οι δραστηριότητες που εκπονούσε. Δεν είχε ανάγκη να εξομολογηθεί τίποτα σε ένα υποθετικό ακροατήριο. Απλώς, σκεφτόταν, τι θα μπορούσε να κάνει σήμερα, από το σαλόνι του σπιτιού του, που θα εκτόνωνε την επαναστατική διάθεση τις καρδιάς του.

Το βλέμμα του καρφώθηκε στο τζάκι, σε κάτι φλόγες που δεν είχαν αρχή μέση και τέλος, ενιαίες και υπομονετικές.

Αγαπημένη μου φωτιά,

Γιατί να μην είμαι πραγματικά τρελός; Να έβλεπα να ξεπηδά από μέσα σου ένα πρόσωπο, τόσο ουδέτερο, που ένας μπαρόκ καλλιτέχνης θα απορούσε και θα τρόμαζε με την έλλειψη συναισθημάτων κάτι τόσο φλογερού. Και να έκανα διάλογο μαζί του. Να μπορούσε να μου εξηγήσει. Έχω πολλά να το ρωτήσω, ξέρεις.

Δεν έχεις λόγο ύπαρξης. Δεν θέλω να με ζεσταίνεις. Δεν θέλω να σε ακούω να φουντώνεις. Ούτε παρέα να μου κρατάς. Τα ξύλα σου που καίγονται είναι κάτι άνθρωποι που στέκονταν προσοχή σε κάτι άμυαλες φωτογραφίες που δεν θέλω τις βλέπω. Μην μου δίνεις ελπίδες.

Δεν με νοιάζουν τα όνειρα που χάθηκαν.

Θα μπορούσα να παίζω μπάλα, παλαίμαχος παίκτης της πιο άσημης ομάδας, και καλύτερα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μείνω πάντα με τις απορίες των εφηβικών μου χρόνων. Θεωρούσα πως κάποια στιγμή θα βρω απαντήσεις. Όχι για τον δρόμο που διάλεξα.

Έκανα αυτό που ήθελε ο πατέρας μου και μπράβο του. Δικό μου λάθος που δεν πρόλαβα να λιποτακτήσω, που δεν βρήκα το θάρρος. Έγινε αυτό που φοβόμουν.

Η κακή πλευρά των φίλων μου νίκησε, και τους έχασα όλους. Δεν πρόλαβα να τους αντιμετωπίσω. Να φωνάξω, να διαπληκτιστώ μαζί τους και μετά να τα βρούμε, να τους δω να παντρεύονται, να βάζουν την οικογένειά τους πάνω από όλα και να γελάω με την κατάντια τους.

Απλά δούλεψα, απλά επιβίωσα, και να τα αποτελέσματα. Καις ακόμα σχεδόν με μανία.

Τι να το κάνω που υπάρχεις. Δεν με νοιάζει που νιώθω ακόμη ζωντανός, οι άλλοι γύρω μου είναι πεθαμένοι. Δεν βλέπω το φλεγόμενο πρόσωπο για να του πω αυτά που θέλω. Μα ποτέ να μην μπορούσε να συγχρονιστεί το μυαλό με την γλώσσα! Ποτέ! Αφού όλα ήταν εκεί. Πάντα. Και τώρα τι; Ποιο το νόημα; Σε αντάλλαζα εύκολα με την ηρεμία μου! Πολύ εύκολα.

Ναι, και τι δεν θα ‘δινα να μην υπήρχες, και στην θέση σου να επικρατούσε η ηρεμία του χιονιού! Ένα χιονισμένο τζάκι που δεν βγάζει μιλιά! Ακούς ποτέ ο χιόνι να κολλάει στα μαλλιά σου; Ακούς ποτέ το χιόνι να λιώνει στην παλάμη σου; Εσύ γιατί είσαι έτσι; Ούτε καν πρόσωπο δεν έχεις, να του μιλήσω, να μου εξηγήσει! Νομίζω σε μισώ.

 

Δεν είχε τελειώσει το γράψιμο, όταν χτύπησα το κουδούνι για να του δώσω τα κοινόχρηστα. Άνοιξε σχετικά γρήγορα:

“Καλησπέρα σας, ήρθα για τα κοινόχρηστα”.
“Ναι παιδί μου, πέρασε. Μισό λεπτό μόνο δώσε μου, επιστρέφω” ,είπε και αποσύρθηκε για λίγο στην κρεβατοκάμαρα του σαν να ‘θελε κάτι να σκεφτεί.

Στον λίγο χρόνο που μου έδωσε, διάβασα το γράμμα του, ενώ κάτι απερίγραπτο με κύκλωσε. Επέστρεψε, με  ηρεμία πέταξε το γράμμα στην φωτιά και με συνόδευσε μέχρι την πόρτα.

Σκεφτόμουν αυτά που είχε γράψει όλο το βράδυ. Ενώ τον ήξερα χρόνια, μάλλον ποτέ δεν είχα μπει στον κόπο να τον καταλάβω, συμπέρανα. Δεν ήθελα να τον ρωτήσω τίποτα. Απλώς, όταν έτυχε να περάσω μπροστά από το στρατόπεδο που είχε διατελέσει διοικητής σκέφτηκα πόσο κενό ήταν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Morgan Ite, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.