Η Μαρία ήταν δασκάλα αγαπητή στα παιδιά, λιγότερο στους δασκάλους και τους γονείς -και πολύ λιγότερο στον ίδιο της τον εαυτό. Στη δουλειά της δυναμική και πάντα με το θάρρος της γνώμης της. Στο σπίτι της πολλές οι δυσκολίες. Από τον πρώτο της γάμο δεν κράτησε τις πίκρες -χαλάλι του σκέφτεται κάθε φορά που χαζεύει τα παιδιά της. Κι ας έχει τύψεις που δεν ήταν κοντά τους όσο ήθελε όταν ήταν μικρά. Δύο δουλειές και χωρίς διατροφή, που χρόνος για παιχνίδια τότε.
Γνώρισε τον Μιχάλη όταν τα παιδιά της ήταν στο Γυμνάσιο. Είχε κι αυτός παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Βρέθηκαν, αγαπήθηκαν μείνανε μαζί. Οι μεικτές οικογένειες δύσκολες. Τα παιδιά του Μιχάλη ήταν μεγάλα, μα πολύ μικρά στη σχέση τους με τον μπαμπά. Διεκδικήσεις, ανταγωνισμοί και συχνοί τσακωμοί δεν έλειπαν από το σπίτι.
Μα κι αυτά που κουβαλούσαν κι οι δύο τους, δεν ήταν λίγα. Η μάνα, ο πατέρας τους, τα αδέλφια, τα παιδιά, οι πρώην, οι σχέσεις με τους γύρω, το στρες στη δουλειά. Όλα ένα κουβάρι, συγκρούσεις, αγάπη, τσακωμοί, κυλούσαν οι μέρες της ζωής τους. Προστέθηκε και μια ασθένεια τα τελευταία χρόνια που τους ένωσε και τους διέλυσε ταυτόχρονα.
Η Μαρία πάλευε καθημερινά στο σπίτι, στο σχολείο στις σχέσεις της. Κυρία η Μαρία. Κύριος κι ο Μιχάλης. Πολύς κόσμος τους θαύμαζε, τους σεβόταν.
Μεταξύ τους όμως οι τσακωμοί συχνοί. Ο Μιχάλης τρελαινόταν με κάθε αλλαγή χρήσης που ήθελε η Μαρία στο σπίτι. Εκείνη δεν άντεχε τα άπειρα πράγματα στο σπίτι που μάζευε εκείνος, μέχρι και βίδες από το δρόμο. Με τα πολλά πράγματα ένιωθε ασφάλεια. Ήταν συλλέκτης και των πραγμάτων των παιδιών του. Για κάθε πραγματάκι θυμόταν χίλιες ιστορίες.
Η Μαρία από την άλλη πνιγόταν με όλα αυτά τα πράγματα, ένιωθε ότι δεν χωράει πουθενά. Κι ακόμη πιο πολύ την έπνιγαν οι διεκδικήσεις των παιδιών του. Κάθε φορά που έρχονταν μόνοι ή με τις οικογένειές τους, αγκαλιές φιλιά που εξελίσσονταν σε μαχαιριές στη Μαρία. Δεν την δέχονταν με τίποτα. Ο Μιχάλης παρά το βάρος της ασθένειας δεν δεχόταν την συμπεριφορά τους, τους το χε δώσει να το καταλάβουν καλά, μα αυτά δεν σταματούσαν.
Μαρία και Μιχάλης πάλευαν μαζί με τους δαίμονες που κουβαλούσαν και αυτούς που τους φυλούσε η ζωή να ζήσουν. Με προβληματική ερωτική ζωή κι ανύπαρκτη πλέον μετά ασθένεια, κρατιόταν η σχέση τους από ένα νήμα κλωστής.
~~
Η Μαρία τον τελευταίο καιρό είχε να αντιμετωπίσει κι ένα περίεργο επισκέπτη μέσα της. Αυτό το συναίσθημα που έβγαινε μια σα πνίξιμο, μια σα θυμός κι άλλοτε σαν κραυγή απόγνωσης. ΑΥΤΟ. Αυτό της έβγαινε όλο και πιο συχνά.
Στο τέλος του καλοκαιριού, όταν τους επισκέφτηκε η μεγάλη κόρη του Μιχάλη με την οικογένειά της, Αυτό πρώτη φορά της φώναξε: «Τι ανάγκη έχεις να σαι κάπου που δεν σε αποδέχονται;»
Ξαναεμφανίστηκε όταν έγινε άλλος ένας από τους γνωστούς τσακωμούς με τον Μιχάλη για ένα παλιό κουτί ντενεκεδένιο από μπισκότα που η Μαρία πέταξε. Αυτό της φώναξε πάλι : «Τι ανάγκη έχεις να σαι κάπου που δεν σε αποδέχονται;»
Δύο μέρες αργότερα, πάλι διαφώνησαν άσχημα για το πώς να φτιάξουν το δωμάτιο. Ο Μιχάλης την κοίταξε με απόγνωση λέγοντάς της ότι έχει κάνει τόσα πολλά παρά την ασθένειά του μέσα στο σπίτι κι εκείνη δεν αναγνωρίζει τίποτα. Πιο σιγά και πνιγμένο το Αυτό βρήκε τρόπο και της ψιθύρισε πάλι : «Τι ανάγκη έχεις να σαι κάπου που δεν σε αποδέχονται;»
Την επόμενη μέρα η Μαρία ξύπνησε από τα αξημέρωτα, έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι όπως κι όλες τις μέρες που ακολούθησαν. Πήγαινε στο σχολείο, ξεχνιόταν με τα παιδιά, βουτούσε στο κόσμο τους και χαμογελούσε. Γύριζε, έπαιρνε τον Μιχάλη αγκαλιά, ξεχνιόντουσαν κι οι δύο έθαβε βαθιά το Αυτό.
Δεν κρατούσε πολύ. Πάλι κάποια διαφωνία για τα πράγματα, για το σπίτι για τον κήπο έξω. Ξανά το Αυτό της φώναζε την ίδια φράση : «Τι ανάγκη έχεις να σαι κάπου που δεν σε αποδέχονται;»
~~
Ένα απόγευμα, η Μαρία ξεθεωμένη από την κούραση ανέφερε στον Μιχάλη πως θα ψάξει να βρει μια γυναίκα, ένα βοηθό για το σπίτι.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν προλάβαινε, είχε πολλά στο κεφάλι της και λόγω της ασθένειας του Μιχάλη έχει επωμιστεί ακόμη περισσότερα. Δεν την πείραζε, αλλά ήθελε και λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Είχε να ανοίξει χρόνια το πιάνο και τις μπογιές της, άλλοτε καθημερινή της ασχολία.
Ο Μιχάλης αντέδρασε πολύ άσχημα, δεν το δεχόταν. Κάπου ένιωθε πως ο ερχομός ενός βοηθού, θα σηματοδοτούσε την πλήρη παραίτησή του. Έφερε ένα σωρό δικαιολογίες για να το αποτρέψει, οικονομικούς λόγους, κοινωνικούς, πρακτικούς και προχώρησε και πιο πέρα. Δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει το θυμό του. Την είπε φαντασμένη μικροαστή κι άλλα και στο τέλος έβαλε κι όριο , ας έρθει αν θες μια φορά τον μήνα.
Η Μαρία άρχισε να πνίγεται, το Αυτό ξεχείλισε μέσα της, άρχισε να της ουρλιάζει : «Τι ανάγκη έχεις να σαι κάπου που δεν σε αποδέχονται;» και «Τι ανάγκη έχεις να παρακαλάς;».
Οι μέρες που ακολούθησαν έβρισκαν τη Μαρία δακρυσμένη μόνιμα να μην μπορεί πλέον να διαχειριστεί το Αυτό. Ένιωθε πως αγαπούσε τον Μιχάλη. Ένιωθε πόνο για την αρρώστια του. Ένιωθε εγκλωβισμένη. Ένιωθε πως δεν έκανε τη ζωή που ήθελε. Ένιωθε ότι δεν της άξιζαν οι συμπεριφορές που ανεχόταν. Ένιωθε θυμό. Ένιωθε έντονο μίσος για το Αυτό. Ένιωσε λύτρωση με το Αυτό.
Το Αυτό είχε αρχίσει να κερδίζει το παιχνίδι, έγινε ψηλό και δεν χωρούσε εύκολα μέσα της. Ήταν δύσκολο πλέον να το σκεπάζει. Έβγαινε από τα μάτια της, από τα αυτιά της. Είχε μετατραπεί σε Λερναία Ύδρα που όσο έκοβε τα κεφάλια της η Μαρία με τις τύψεις και την αγάπη της, τόσο αυτά αυξανόντουσαν. Το Αυτό ήταν παντοδύναμο. Την είχε στριμώξει και δεν την λυπόταν καθόλου. Της φώναζε καθημερινά, κάθε ώρα και στιγμή. Η Μαρία αδύναμη να του απαντήσει και να πάρει μια απόφαση βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ στα δάκρυά της.
Πλέον όλα ήταν διαφορετικά γύρω της. Εικόνες, καταστάσεις, γεγονότα είχαν αλλάξει χρώμα. Έβλεπε τις επιλογές της μια ζωή, για ποιο λόγο και πως εξελίσσονταν. Έβλεπε όσα κουβαλούσε, έβλεπε τον εαυτό της σαν παιδί μπροστά της. Μικρό, μόνο, δακρυσμένο και φοβισμένο. Το έπαιρνε αγκαλιά. Δεν μπορούσε πια να τσακωθεί με τον Μιχάλη. Δεν της έβγαινε.
Το Αυτό την ακολουθούσε σε κάθε βήμα της και κάθε κίνησή της. Δεν τσακωνόταν μαζί του, ήξερε ότι ήταν νικητής. Ήξερε ότι την περίμενε. Δεν της χαριζόταν.
Μια μέρα από τις τελευταίες σε μια απογευματινή βόλτα, η Μαρία και το Αυτό χάζευαν τον ορίζοντα στη θάλασσα. Η θάλασσα ταραγμένη κι απέραντη. Εκεί μέσα χωράνε τα πάντα. Το Αυτό παντοδύναμο κι η Μαρία υποταγμένη του. Η θάλασσα ψιθύρισε: «Τι ανάγκη έχουμε στη ζωή μας ο καθένας ένα Αυτό;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής