Αμέρικα
Το πρώτο φως εμφανίστηκε στους τελευταίους ορόφους. Οι δρόμοι ήταν υγροί και βρώμικοι και οι κάδοι των σκουπιδιών ξέχειλοι από οικολογικές συσκευασίες μίας χρήσης. Οι φωτεινές επιγραφές ήταν όλες τους σβηστές. Εκτός από μία.
Προχώρησε μέχρι το κέντρο της πλατείας και κάθισε σε ένα παγκάκι χωρίς πλάτη. Κοιτούσε απέναντι την επιγραφή από νέον που πάσχιζε να φωτίσει την ονομασία του μπαρ «Αμέρικα». Μέχρι που έσβησε εντελώς. Μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του μαγαζιού υπήρχε ένας κόκκινος κουβάς και μέσα του μία σφουγγαρίστρα.
Ήπιε μία γουλιά από τον καφέ της και έσβησε το τσιγάρο της. Σηκώθηκε από το παγκάκι και περπάτησε αργά μέχρι το μαγαζί. Ο άντρας πίσω από το μπαρ καθάριζε και τακτοποιούσε όπως έκανε για πολλά χρόνια. Της έγνεψε και συνέχισε να καθαρίζει με ένα υγρό κίτρινο βετέξ. Πάνω στο μπαρ υπήρχαν άδεια μπουκάλια και γεμάτα τασάκια.
Από την τουαλέτα στο βάθος βγήκε ένας άντρας παραπατώντας. Κοίταξε την κοπέλα στην είσοδο και κατέβασε τα μάτια του. Ακούμπησε πάνω στο μπαρ για να στηριχτεί, ενώ ο ιδιοκτήτης συνέχιζε να τρίβει μηχανικά τα ποτήρια. Ο άντρας έγειρε τελικά το κεφάλι του πάνω στο υγρό ακόμα από το καθάρισμα ξύλο και έκλεισε τα μάτια του.
Η κοπέλα πλησίασε και έκατσε στο διπλανό σκαμπό. Ο ιδιοκτήτης σταμάτησε να καθαρίζει και της πρόσφερε τσιγάρο. Το δέχτηκε σιωπηλή. Στα ηχεία του μαγαζιού έπαιζαν τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν σε πολύ χαμηλή ένταση. Μετά από λίγο έβαλε τα κλάματα.
«Βαρέθηκα» είπε χωρίς να φωνάξει. Ο ιδιοκτήτης στάθηκε απέναντι της με τα χέρια του σταυρωμένα. «Καταλαβαίνω κορίτσι μου…»
Φύσηξε τον καπνό ψηλά και συνέχισε «Από τότε που πέθανε η μητέρα, βυθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά ξέρεις κάτι θείε μου; Βυθίζει και μένα μαζί του»
Δεν έκλαιγε πια. Κοίταξε τον πατέρα της που παραμιλούσε μισολιπόθυμος πάνω στο μπαρ. Βρωμούσε ουίσκι και εμετό. Έβγαλε από την τσέπη του παλτού της ένα εισιτήριο και το έδειξε στο θείο της. Ήταν για την Νέα Υόρκη, οικονομική θέση, δύο ενδιάμεσοι σταθμοί, χωρίς επιστροφή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Παντελής Κελεσίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Μπομπ Ντύλαν (ναι, του γνωστού Μπομπ Ντύλαν).
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η μέρα με τη νύχτα
Η Χάριετ την κοίταξε λάγνα με τα μάγουλά της ξαναμμένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχε καταλάβει εδώ και καιρό ότι την έλκυαν άτομα του δικού της φύλου. Και αυτή, κόρη του αφέντη των φυτειών Αυγουστίνου Κλερ, ήξερε ότι όλος ο κόσμος μπορούσε, όχι έπρεπε να πέσει στα πόδια της.
Την τελευταία φορά την είχε κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια με μια δόση προσμονής να ανεβαίνει στα χείλια της. Έξω. Σε μια απόμερη μεριά του νοτιοδυτικού άκρου της Βιρτζίνια, όλο κτήμα του αιμοδιψή πατέρα της. Τις προηγούμενες μέσα στη μεγάλη κουζίνα όταν η Τόπσυ, η νέγρα δούλα της οικογένειας Κλερ, ετοίμαζε το δείπνο δίνοντας οδηγίες στις μικρότερες υπηρέτριες.
Και τώρα την είχε καταφέρει. Την έφερε στο δωμάτιό της. Είχε βάλει την έμπιστή της γκουβερνάντα να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Και κείνη της εξομολογήθηκε ότι και η Τόπσυ αγαπούσε τα κορίτσια. Ή έτσι της είχαν πει.
Ήταν εκεί λοιπόν, γυμνή μπροστά της, έτοιμη να την κάνει δική της. Μα η νέγρα έβγαλε ένα τσιγάρο από καπνά που οι δικοί της είχαν καλλιεργήσει. Το άναψε βασανιστικά αργά, σχεδόν ηδονιστικά, πήρε μερικές βαθιές ρουφηξιές και φυσώντας τον καπνό προς το μέρος της είπε:
«Αγάπη μου σε ευχαριστώ. Δεν είχα καθίσει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου».
~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Τσιάγκας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Ο πίνακας είναι του Félix Vallotton “La Blanche et la Noire” (1913).
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εδώ κι ένα χρόνο
Εδώ και έναν χρόνο περίπου, τηρούσε ευλαβικά την τελετουργία που είχαν φτιάξει μεταξύ τους. Δεν την είχαν προετοιμάσει, ούτε την είχαν σκεφτεί από πριν, μια μέρα απλά τους βγήκε αβίαστα, όπως αβίαστα κυλούσε και η κοινή ζωή τους.
Γνωρίστηκαν πριν περίπου πέντε χρόνια, ένα χιονισμένο πρωινό που είχε κατέβει στο κέντρο με τους φίλους της και έπαιζαν χιονοπόλεμο. Ξαφνικά, αντί να πετύχει την κολλητή της, εκείνη έσκυψε και η χιονόμπαλα χτύπησε έναν περαστικό. Αυτό ήταν, έτσι τους χτύπησε και ο έρωτας! Από τότε, ήταν αχώριστοι και όλοι έλεγαν πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Είχαν μόλις τελειώσει και οι δύο με τις σπουδές τους και είχαν μόλις ξεκινήσει να εργάζονται ο καθένας στον τομέα του.
Από την ημέρα της χιονόμπαλας (έτσι την είχαν ονομάσει μεταξύ τους και έτσι την ήξεραν και οι φίλοι τους), ξεκίνησαν να πίνουν τον απογευματινό καφέ τους στη μικρή καφετέρια που βρισκόταν στην απέναντι γωνία από το σημείο που αντίκρυσε για πρώτη φορά ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, γρήγορα αποφάσισαν να μείνουν και μαζί. Όντας και οι δύο από επαρχία, δεν ήταν μόνο η πιο βολική λύση, αλλά και αυτό που τους έλεγε και η καρδιά και το ένστικτό τους.
Και όλα κυλούσαν όμορφα για το ερωτευμένο ζευγάρι και κάθε μέρα που περνούσε τους έφερνε όλο και πιο κοντά. Φυσικά, όσο αγαπημένοι και να ήταν, υπήρχαν κάποιοι καβγάδες και μικρές προστριβές, αλλά έκαναν και οι δύο αμοιβαίες παραχωρήσεις, όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί έτσι αισθάνονταν. Και πολύ συχνά έδειχνε ο ένας στον άλλον την αγάπη του, όχι μόνο με λέξεις, αλλά και με μικρές πράξεις που αναζωογονούσαν τα αισθήματα αγάπης και σεβασμού που έτρεφαν.
Εδώ και ένα χρόνο περίπου όμως, κάθε απόγευμα στις 18:00, πήγαινε πλέον μόνη της για τον καθιερωμένο τους καφέ. Το προσωπικό, ακόμα και ο ιδιοκτήτης, τους ήξεραν καλά και τους δύο και κάθε απόγευμα τους περίμεναν. Ακόμα και τώρα, που έρχεται πλέον μόνη της, την περιμένουν και τη χαιρετάνε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Εκείνη, τους χαιρετούσε όταν έμπαινε, αλλά όταν καθόταν στο τραπέζι τους και έπινε τον καφέ της, δε μιλούσε. Απλά σκεφτόταν, έπινε τον καφέ της και σκεφτόταν. Σκεφτόταν την πρώτη φορά που τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, τον πρώτο καφέ που ήπιαν σε αυτό εδώ το τραπέζι, τα πρωινά που της έφερνε στο κρεβάτι τις Κυριακές, τα ταξίδια που είχαν πάει και τα ταξίδια που δεν πρόλαβαν να πάνε. Είχαν κανονίσει το προηγούμενο καλοκαίρι να πάνε ένα ταξίδι στην Ευρώπη με τρένο, γιατί της αρέσουν τα τρένα…
Και τι δε θα έδινε για να μπορέσει να τον αντικρύσει για μία μόνο φορά, για να τον φιλήσει μία τελευταία φορά… Ξαφνικά, μία γυναικεία φωνή την ξύπνησε από τις σκέψεις της:
“Ηλέκτρα μου, τι κάνεις; Πόσο καιρό έχω να σε δω; Πρέπει να είναι κανένας χρόνος… Τι κάνεις; Είσαι καλά;”
Και πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει ποια γυναίκα είχε απέναντί της και να προλάβει να της ψελλίσει δύο λέξεις, η γυναίκα αυτή συνέχισε τις ερωτήσεις:
“Ο Άλκης τι κάνει; Δεν είναι μαζί σου;”
Και τότε η Ηλέκτρα άρχισε να κλαίει, γιατί δεν πρόκειται να δει τον Άλκη ποτέ ξανά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Βατόπουλος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Ο πίνακας είναι του Ε. Hopper