Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Από το μοναδικό παράθυρο στη γωνία του δωματίου έμπαινε το φως. Ο εικοσιεξάχρονος Άλμπερτ παρατηρούσε τις νιφάδες σκόνης που κυμάτιζαν νωχελικά προς το πάτωμα. Ξαφνικά μια ιδέα του πέρασε από το μυαλό. Τίποτα δεν θα ήταν πλέον το ίδιο.
‘Ο θεός είναι νεκρός’, έγραψε ο Νίτσε το 1882. Κανείς δεν τον άκουσε.
Το 1905 ο Αϊνστάιν πήρε Νόμπελ.
~~{}~~
«Πώς γίνεται ό,τι επαληθεύεται με πράξεις που δεν κατανοούμε να το δεχόμαστε κι ό,τι η ανθρώπινη λογική καταδεικνύει, να το αρνούμαστε;» ρώτησε ο Άντριου.
Κανείς δεν απάντησε.
Ο Άντριου, ο τελευταίος καθηγητής της γενιάς της αλφαβήτα, δεν γινόταν ποτέ κατανοητός από τους μαθητές του. Ήταν νέοι, είχαν ένα τρόπο σκέψης που ούτε τον Αϊνστάιν, ούτε το Νίτσε, ούτε καν το μανάβη δεν καταλάβαιναν.
Αν όμως τους ζητούσες να σχεδιάσουν ένα διαστημόπλοιο όλοι μπορούσαν. Άνοιγαν το “κομπιουτεράκι” τους, όπως το έλεγε, έγραφαν κάτι ακαταλαβίστικα και το κομπιουτεράκι μπορούσε να σε φτάσει στον Άρη. Ποτέ βέβαια δεν θα δεχόντουσαν να γράψουν μια τέτοια εντολή και να στερηθούν την προέκταση του εαυτού τους, τη μηχανική φύση τους, όπως λεγότανε.
Χρόνος, άνθρωπος, θεός, μηχανή. Υπήρχαν όλα σαν έννοιες, δεν πίστευαν σε τίποτα κι όμως σπούδαζαν φιλοσοφία.
Κουρασμένος όπως κάθε φορά , δεν άντεξε. Έδωσε μία κλοτσιά στο πάτωμα και φώναξε: «Τι περιμένετε από τη φιλοσοφία επιτέλους;».
Δεν ήθελε να ακούσει την απάντηση, φοβόταν.
Η αίθουσα πλημμύρισε από μουρμουρητά. Είχαν ξυπνήσει όλοι τους.
«Δεν ξέρουμε τι είναι αλήθεια και τι τεχνητό πλέον, κύριε Άντριου», ακούστηκε στο τέλος μια απάντηση -που μάλλον ήταν ερώτηση.
Ο Άντριου σάστισε. Όσα χρόνια και να περνάνε, από τον Πλάτωνα ως την τεχνητή νοημοσύνη, πάντα παντού την αλήθεια αναζητεί ο άνθρωπος.
Μιας και ήταν η δική του ώρα, ήταν και η σειρά του να μιλήσει γι’αυτή την αιώνια σκευωρία.
«Δεν υπάρχει μία αλήθεια αλλά πολλές, και αν πρέπει να προσαρμοστώ στην εποχή, θα έλεγα ότι η αλήθεια είναι ότι ο αλγόριθμος που ο καθένας σας επιλέγει για να επιβιώσει».
Ένιωσε ξαφνικά σαν τον μικρό μαύρο που έπαιζε μουσική και συνέχεια γλιστρούσε από το κατάστρωμα του Μόμπι Ντικ. Κάποια στιγμή κουράστηκαν να τον σώζουν ασταμάτητα και τον άφησαν να παλεύει στο μαύρο ωκεανό. Όταν γύρισαν ήταν πλέον αργά. Ο μικρός είχε αντικρίσει την αληθινή ζωή. Χωρίς να ξέρει κολύμπι είχε επιβιώσει, είχε σταθεί στην επιφάνεια και είχε ήδη αποτρελαθεί.
Έτσι γίνεται αν βρεθείς απότομα μπροστά στην αλήθεια της ζωής.
Ήλπιζε οι μαθητές του μικροί, όταν διάβαζαν στα εικονικής πραγματικότητας βιβλία τους τον Μόμπι Ντικ, να είχανε δοκιμάσει να μπούνε και στο ρόλο του του μικρού μαύρου.
« Η ανθρώπινη μοίρα, προϋπάρχει της τεχνητής ψυχής σας κι αν δεν το γνωρίζετε από πριν να χτίσετε ασπίδες ομορφιάς, θα σας καταστρέψει», είπε καθώς τελείωνε η ώρα του και κοίταξε το βιβλίο μουσικής που είχε πάντα μαζί του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Στέλλα Ζερβάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής