Θεόσταλτος σκαντζόχοιρος
Είχα ξυπνήσει, αλλά δεν κουνήθηκα. Το σώμα μου άκαμπτο, μολύβι, ζαρωμένο επί ώρες στην ίδια γωνιά του κρεβατιού. Άκουσα το Μιχάλη που σηκώθηκε, ετοιμάστηκε κι έφυγε. Ανάσανα.
Πίπη, κοιμάσαι;
Ανάβοντας το φως του μπάνιου τον είδα ακίνητο πάνω στην πράσινη πετσέτα στην μπανιέρα. Ψευδαίσθηση γκαζόν στο ακρυλικό. Γονάτισα δίπλα του κι είδα τ’ αγκάθια στο κορμάκι του να σαλεύουν ανεπαίσθητα. Σαν τη θαλάσσια ανεμώνη που μ’ εντυπωσίαζε μικρή στα ντοκιμαντέρ για τον κόσμο του βυθού. Το κεφάλι του στράφηκε προς το μέρος μου. Έπιασα τις άκρες της πετσέτας και τον μετέφερα προσεκτικά στο κρεβάτι. Συρρικνώθηκε σ’ επιφυλακή, δεν έγινε όμως μπάλα αυτή τη φορά. Ξάπλωσα απαλά κι εγώ στο πλευρό μου και περίμενα. Σιγά σιγά ξεθάρρεψε, επέτρεψε στο σώμα του ν’ απλωθεί. Άρχισα να παίζω, αγγίζοντας τ’ αγκάθια του. Δεν είναι τελικά και τόσο απειλητικά. Τρισδιάστατες απολήξεις σε γκρι φόντο. Κατάφερε και στύλωσε το βλέμμα του πάνω μου: σ’ ακούω.
Πίπη, συγγνώμη. Δεν το ΄θελα.
Προχθές μου ανέφερε ο Μιχάλης πρώτη φορά την κιρσοκήλη του. Δέκα μήνες ήδη προσπαθούμε για παιδί, την τελευταία φορά δυο βδομάδες πριν: είσαι σίγουρη πως το θέλεις; Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Δυο χρόνια μαζί και ποτέ δε μου ‘χε πει κάτι γι’ αυτό. Δε μου λέει τίποτα στο βάθος κι αυτό είναι το πρόβλημα. Τελευταία, όποτε τον ρωτάω, θυμώνει, μου φωνάζει. Ύστερα απομονώνεται. Τότε φοβάμαι, θυμώνω κι εγώ. Κι έπειτα; Δες τώρα, το θέμα τελικά δεν είναι αν θέλω ή δε θέλω, αλλά το αν αυτός μπορεί. Κι αυτός πήγε κι έφερε στο σπίτι έναν σκαντζόχοιρο.
Πίπη, γιατί είσαι εδώ; Από πότε το σκεφτόταν άραγε πριν μου μιλήσει;
Τον χάζεψα λίγο στην αρχή, έπειτα δεν πολυασχολήθηκα. Ο Μιχάλης απ’ την άλλη, λατρεία. Γυρνούσε απ’ τη δουλειά, κατευθείαν στο πλάσμα. Ναι, ζήλεψα. Κάπως επικοινωνούσαν. Μου τον έφερε ένα βράδυ στο κρεβάτι. Μου κάνεις πλάκα, του είπα, τελικά όμως έμεινε. Να θες ν’ απλωθείς, να φοβάσαι μην τρυπηθείς. Πάγωσα, μα δεν είπα τίποτα περισσότερο όταν μου το ‘πε, τι να πω. Θα το δούμε μαζί, θα το αντιμετωπίσουμε. Κι όντως, το έψαξα. Εγχειρίζεται βέβαια, μα με αμφίβολα αποτελέσματα. Ίσως δεν είναι γραφτό για ‘μας τους δυο, ποιος ξέρει.
Χθες το πρωί ο Πίπης βρέθηκε μπροστά μου στην κουζίνα. Τον είδα να παλεύει να μετακινηθεί στο δάπεδο, μικρά μικρά βηματάκια. Πού νομίζεις πως θα φτάσεις; Δεν το σκέφτηκα καν, τον πήρα στα χέρια μου και τον πέταξα με δύναμη στο νεροχύτη. Εκείνη τη στιγμή νόμισα πως τον ξέκανα, κι όμως. Είχε γίνει μια γκριζωπή, αγκαθωτή μπάλα κι αυτό τον έσωσε. Τα χέρια μου τρυπήθηκαν κι έτρεμαν. Βούτηξα απ’ το μπάνιο τραυμαπλάστ και κοιτάχτηκα φευγαλέα στον καθρέπτη. Το πρόσωπό μου έμοιαζε σκληρό κι αλλοιωμένο. Ύστερα έφυγα απ’ το σπίτι, πήγα στο Φλοίσβο κι όλη μέρα περπατούσα πέρα δώθε μπροστά απ’ τη θάλασσα, σαν την τρελή. Δεν απάντησα σε κανένα τηλέφωνο κι επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι. Ο Μιχάλης με τον Πίπη δίπλα του στο χαλί του σαλονιού, σα μαλωμένα παιδιά. Πώς μπορώ να του υποσχεθώ το οτιδήποτε; Ούτε να κλάψω καλά καλά δεν μπορώ. Πήγα κοντά του μετανιωμένη. Ο Πίπης με το που μ΄ ένιωσε, σφίχτηκε πάλι σε μπάλα. Σφίχτηκα αντίστοιχα κι εγώ. Ο Μιχάλης απέφευγε να με κοιτάξει, θα τον βάλω στο μπάνιο, μου είπε κι έπειτα πήγε και ξάπλωσε.
Πίπη –
Δεν ήξερα τι άλλο να του πω. Σηκώθηκα και του ‘φερα απ’ το ψυγείο ένα μανιτάρι να μασουλήσει. Το πλησίασα στη μουσούδα του και τον χάζευα να το μυρίζει πριν το εξαφανίσει με μικρές, κοφτές δαγκωματιές. Το χέρι μου παρέμεινε εκεί. Έλα, δάγκωσέ με, τι περιμένεις. Έτσι θα πατσίσουμε. Εκείνος ρουθούνισε κι έπειτα πήγε κι έβγαλε μια γλωσσίτσα τόση δα κι έγλειψε τo τραυμαπλάστ στο χέρι μου. Βούρκωσα. Έσπρωξα διστακτικά την παλάμη μου προς στην κοιλιά του – μέρος χωρίς αγκάθια εκεί, απαλό, ζεστό και χνουδωτό. Με ξύπνησε ο Μιχάλης το μεσημέρι. Μικρή, είσαι καλά; Θες ν’ αφήσω το απόγευμα τον Πίπη στο ρέμα; O Πίπης δεν έχει να πάει πουθενά, είπα και χασμουρήθηκα. Με κοίταξε ξαφνιασμένος, πρώτη φορά εδώ και μέρες δυο σταγόνες ήλιου στα μάτια του. Στραφήκαμε συγχρόνως προς την κενή, τσαλακωμένη πετσέτα δίπλα μου. Πίπη; O Μιχάλης έτρεξε στο σαλόνι και ‘γω γονάτισα και κοίταξα κάτω απ’ το κρεβάτι. Άκουσα έπιπλα να σύρονται. Ώστε εδώ είσαι μπαγασάκο. Έσπευσα ξυπόλητη να τους βρω ελπίζοντας να μη μαδάνε τ’ αγκάθια του σαν τις τρίχες μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πλουμιστός σκαντζόχοιρος
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός χωραφιού στη Χιλή ήταν ένας σκαντζόχοιρος. Ζούσε στο λαγούμι με την οικογένειά του. Όλη μέρα έπαιζε, έσκαβε, έψαχνε για τροφή και κουλουριαζόταν παιχνιδιάρικα κάτω από το πλατάνι ώστε να τσιμπήσει στην πλάτη του κανένα μεγάλο φύλλο και να σκεπαστεί με αυτό για να κρυφτεί. Τα αδέρφια του τον αγαπούσαν πολύ, τους διασκέδαζε και τους προστάτευε κιόλας, μιας και ήταν ο μεγαλύτερος αλλά και ο πιο τρελιάρης της οικογένειας. Αποτελούσαν όλοι μαζί με τους γονείς τους μια δεμένη οικογένεια, ο ένας χρειαζόταν τον άλλο για να επιβιώσει. Πολλές φορές κατάφεραν να αποφύγουν εχθρούς, αγρότες που έρχονταν να οργώσουν το χωράφι και θα τους έλιωναν αν δεν ήταν η μαμά σκαντζοχοιρίνα να αντιληφθεί εγκαίρως τον κίνδυνο και να κρυφτούν στο πιο βαθύ λαγούμι που είχαν σκάψει όλοι μαζί.
Ο καιρός κυλούσε ευχάριστα και ανέμελα και όταν ο σκαντζόχοιρος ενηλικιώθηκε πήρε μια απόφαση, την οποία σκεφτόταν από καιρό. Αποφάσισε να βγει στον έξω κόσμο και να βρει τον έρωτα. Το είχε πολύ ανάγκη και αναλογιζόταν με ποιον τρόπο θα τα καταφέρει αφού δεν είχε βγει ποτέ εκεί έξω και δε γνώριζε τι θα συναντήσει. Η λαχτάρα του όμως ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι, αφού έσβησε τα κεράκια και κεράστηκαν όλοι από την τούρτα με διαλεχτά έντομα, έβαλε κάποια λίγα πράγματα σε ένα μικροσκοπικό σακίδιο, φίλησε ένα ένα τα αδέρφια του και τους γονείς του και έφυγε. Η μητέρα του του έδωσε ένα κουβαράκι τυλιγμένο με μία λεπτή κόκκινη κλωστή, ώστε αν βρεθεί σε κίνδυνο να την ξετύλιγε ώστε να τον βρουν ή να τον αναγνωρίσουν αν κάπου τον έβλεπαν.
Πολύ αισιόδοξα ξεκίνησε ο σκαντζόχοιρος το δρόμο του, σφυρίζοντας και τραγουδώντας εκείνον τον σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι, με το σακίδιο στην πλάτη και όνειρα γεμάτος. Δεν ήξερε ακριβώς που πήγαινε, θα ακολουθούσε όμως τα πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ήδη είχε διανύσει έναν αρκετά μεγάλο παράκτιο δρόμο. Στη διαδρομή η θέα του έκοβε την ανάσα, δεν είχε δει θάλασσα ποτέ, ούτε είχε ακούσει τον ήχο του κύματος. Πανέμορφη του φάνηκε η πλάση και πολύ ευωδιαστά μύριζαν τα λουλούδια, όπως και η γεύση των διαφόρων ειδών μούρων ήταν θεϊκή. Για το λόγο αυτό έκανε αυτό που του άρεσε πολύ να κάνει, κουλουριαζόταν και κάρφωνε στα αγκάθια του ό,τι του άρεσε. Είχε μέχρι στιγμής ένα κίτρινο, ένα λευκό κι ένα μωβ άνθος και δύο ολοστρόγγυλα κατακόκκινα μούρα. Τα μάζευε για τα αδέρφια του, πολύ θα ήθελε να τους δείξει τις λιχουδιές που υπάρχουν εδώ έξω. Συνέχισε την εξερεύνησή του πηγαίνοντας στο άγνωστο και ξεχνώντας για λίγο το σκοπό για τον οποίο άφησε το σπίτι του, αφού για την ώρα του είχε πάρει το μυαλό η φύση. Θα έβρισκε άραγε τη σκαντζοχοιρίνα των ονείρων του; Θα ήθελε ιδανικά να μοιάζει στη μαμά του και να φτιάχνει και τούρτες εντόμων με την ίδια μαεστρία.
Ξύπνησε φρέσκος από τον ύπνο του – ξεκουράστηκε για πολλές ώρες της ημέρας σε ένα λαγούμι – και κάθισε στο χωμάτινο σκαμπό δίπλα του προσπαθώντας να κρατήσει την αίσθηση που είχε από το περίεργο όνειρο που είδε και τον αναστάτωσε. Κι αν δεν ήταν όνειρο; Ίσως να κινδύνευε. Ήταν πολύ ζωντανή η αίσθηση, είδε μία κοπέλα με πολύ μακριά μαύρα μαλλιά ντυμένη στα λευκά, που κινούνταν αέρινα και ανήσυχα μέσα σε ένα δάσος, σαν να είχε χαθεί και δεν ήξερε που βρισκόταν. Ψέλλιζε περίεργα λόγια ακατανόητα, κι όταν βρήκε το μισογκρεμισμένο σπίτι που φαινόταν να γνώριζε, έκανε την πιο παράξενη κίνηση. Φίλησε ένα ένα όλα τα ντουβάρια του σπιτιού, τόσο ευλαβικά που έδειχνε πως με λύπη θα τα αφήσει. Όταν έφυγε, αυτό που έμεινε πίσω ήταν ένας νέος, ένας τρομοκρατημένος νέος σωριασμένος στο πάτωμα. Κρατούσε στο χέρι του ένα τσαλακωμένο χαρτί και κάτι προσπαθούσε να γράψει. Μια αλεπού μπήκε μέσα τον μύρισε και έφυγε τρέχοντας. Ο σκαντζόχοιρος δεν πρόλαβε να πάει να βοηθήσει, ήταν πολύ αργός. Όταν έφτασε, βρήκε μόνο το χαρτί και τίποτα άλλο. ¨Αν διαβάζεις αυτές τις λέξεις, σημαίνει πως δεν τις κατέστρεψα, άρα είμαι νεκρός. Και κάποιος ή κάτι, για λόγους που δεν θα μάθω ποτέ, φρόντισε να φτάσουν σε σένα¨. ¨Σε μένα¨; αναρωτήθηκε ο σκαντζόχοιρος. Τώρα είναι που φοβήθηκε στ’ αλήθεια. Είναι ένα μήνυμα από κάπου; Για εκείνον; Ήταν λάθος που έφυγε από το σπίτι; Αυτό σήμαινε να φιλάς τους τοίχους του σπιτιού, να το αγαπάς και να μην το αφήνεις; Κακώς αναχώρησε για περιπέτειες, μήπως κυνηγάει φαντάσματα; Του τριβέλιζαν το μυαλό όλες αυτές οι σκέψεις και αναρωτιόταν φοβισμένος αν θα πρέπει να επιστρέψει στο οικογενειακό λαγούμι και τι να απέγινε η κοπέλα στο μισογκρεμισμένο σπίτι.
Μα τώρα όμως, που είχε αρχίσει να το απολαμβάνει; Τώρα που απέκτησε και χρώμα στα αγκάθια του; Τα έβαλε κάτω, η επιθυμία του για μια νέα ζωή ήταν έντονα μεγαλύτερη από οποιοδήποτε φόβο συνειδητό ή ασυνείδητο. Έβγαλε τη μουσούδα του στον καθαρό αέρα, έλεγξε αν τα μούρα και τα άνθη βρίσκονται στη θέση τους και πήρε το δρόμο που μύριζε υπόσχεση.
Είναι βράδυ, το καλύτερό του, είναι ξεκούραστος και περίεργος. Έμελλε να συναντήσει πολλά θαυμαστά στο δρόμο του. Σαλιγκάρια, ποντίκια, αρουραίους, βατράχους και σκουλήκια. Αδυναμία έχει στα φίδια και ακόμη και με δύο τσακάλια έγινε φίλος. Σχημάτισαν μια αγαπημένη παρέα και πορεύονταν μαζί. Ο σκαντζόχοιρος τους κέρδισε με το στόχο της ζωής του και δεν άργησε να γίνει στόχος κοινός. Όλοι για έναν. Ως πιο έμπειροι μοιράζονταν τις δικές τους ερωτικές ιστορίες και έδιναν συμβουλές στον νέο και άπειρο σκαντζόχοιρο. Έκαναν πολλά πάρτι στην πορεία τους, τη μια σε λαγούμι, στο βουνό, την άλλη σε λίμνη ή και σε ποτάμια. Ήταν η κύρια μέθοδος κοινωνικοποίησης αυτή για να πετύχει το εγχείρημα, καθώς καλούσαν και όλους όσους συναντούσαν στο δρόμο για να περάσουν τα βράδια τους όλοι μαζί.
Τον μέλλοντα γαμπρό τον είχαν στα ώπα ώπα. Του έκαναν δώρα, τον έντυναν, του γυάλιζαν τα αγκάθια τα οποία στη συνέχεια στόλιζαν με πολύχρωμα κομμάτια φρούτων, με περισσότερα άνθη, με φύκια και μεταξωτές κορδέλες. Αν δεν ήταν και τόσο ζωηρός που από τον πολύ χορό και τα κόλπα του δεν έριχνε κάθε φορά όλα τα περίτεχνα στολίδια του, θα τους γλίτωνε από πολύ κόπο. Ήταν όμως τόσο χαρούμενος που ακτινιβολούσε και όλοι χαίρονταν με τη χαρά του. Ξέχασε μέχρι και το ανησυχητικό όνειρο που είδε και λίγο έλειψε να του κοστίσει όλη αυτή την απόλαυση, αν είχε παρασυρθεί και είχε πάρει άλλη απόφαση τελικά.
Οι κραιπάλες έφταναν σιγά σιγά στο τέλος τους και τίποτα δεν γινόταν. Καμία σκαντζοχοιρίνα δεν ανταποκρινόταν στο ερωτικό κάλεσμα του νέου και η απόλαυση άρχισε να δίνει τη θέση της στην απογοήτευση. ¨Μα τι πάει στραβά, τι κάνω λάθος; Δεν είμαι αρκετά όμορφος, δεν είμαι αρκετά τσαχπίνης; Τόσα στολίδια έχω πάνω μου, είμαι πολύ ξεχωριστός, δεν καταλαβαίνω. Ας πέσω για ύπνο και θα το συζητήσω αύριο με το τσακάλι¨.
Μα δεν πρόλαβε. Δεν ξαναείδε κανέναν από τους φίλους του. Είχε μεταφερθεί αλλού. Είχε πετάξει τυλιγμένος πάνω σε ένα αέρινο νυφικό που φορούσε μία κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά. Βρισκόταν στο κατεστραμμένο σπίτι μαζί της. Τον πήρε από τον ύπνο του και τον άφησε εκεί, σε μία κάμαρα δίπλα σε έναν άλλο σκαντζόχοιρο. Ήταν και αυτός πλουμιστός και όμορφος, φορούσε κομμάτια από το λευκό νυφικό της κοπέλας. Ήταν θηλυκός. Αλήθεια τώρα;
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Δέσποινα Σεραφείμ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής