Σαν μια σερενάτα

0
388

 

Το σπίτι ήταν δίπατο. Μέναμε στον πάνω όροφο όπου έφτανες από μια μαρμάρινη στριφτή σκάλα στην αυλή. Στο κεφαλόσκαλο ήταν η τζαμωτή εξώπορτα. Έμπαινες σ’ ένα διάδρομο κι αν έστριβες αριστερά είχες την πόρτα της σάλας φάτσα μπροστά σου. Διπλή, ψηλή πόρτα, που άνοιγε ολόκληρη μόνο στις μεγάλες γιορτές για να ενώσει το σαλόνι με τον διάδρομο και την κουζίνα που ήταν στο άλλο τέρμα του. Σάλα το λέγαμε πάντα γιατί η γιαγιά ήταν απ’ την ιταλοκρατούμενη Σύρο. Γι’ αυτό έλεγε και κάμαρα και πολλές γαλλικές λέξεις μιας κι η μάνα της ήταν γαλλοθρεμένη.

Η σάλα ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο. Μπαίνοντας απέναντί σου ήταν οι δυο μπαλκονόπορτες,  με βαριές βυσσινί κουρτίνες και λεπτά βουάλ στόρια, μια στ’ αριστερά κι η άλλη δεξιά. Στον αριστερό τοίχο, στη σειρά τής πόρτας, άλλο ένα παράθυρο έβλεπε στη σκάλα. Τέλειο παράθυρο! Μπορούσες πάντα και ν’ ακούς και να βλέπεις ποιος ερχόταν και ποιος έφευγε.

Ο τοίχος δεξιά απ’ την είσοδο είχε μια τεράστια ψηλή τρίφυλλη πόρτα που ένωνε τη σάλα με το διπλανό δωμάτιο που κι αυτή άνοιγε στις μεγάλες γιορτές με τον πολύ τον κόσμο. Τις καθημερινές όμως ήταν το δωμάτιο που κοιμόμασταν οι δυο μικρές, η μαμά κι η αδερφή της.

Μπροστά απ’ τη δεξιά μπαλκονόπορτα ήταν η μεγάλη ατραξιόν της σάλας. Η σόμπα. Μαύρη και τεράστια στα παιδικά μου μάτια, θαρρώ όμως ότι όντως ήτανε μεγάλη. Η σόμπα έπαιρνε κοκ. Αυτό το μαύρο σαν κάρβουνο που το κρύβανε στην αποθήκη κάτω απ’ τη μαρμάρινη σκάλα. Ποτέ δεν κατάλαβα, ακόμα και τώρα, γιατί λέγεται κοκ και όχι κάρβουνο. Εγώ κοκ ήξερα πως ήταν αυτά τα υπέροχα κεκάκια, γεμιστά με κρέμα, απ’ τα χεράκια της γιαγιάς που τα στόλιζε με γλάσο σοκολάτας. Η αποθήκη του κοκ ήταν ένας τρομακτικός τόπος όταν άνοιγε. Το μαύρο δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο μου χρώμα. Όμως, όταν το κοκ έμπαινε μέσα στο τεράστιο στόμα τής σόμπας, αν ύστερα από λίγο κοιτούσες απ’ το πορτάκι, γινόταν κατακόκκινο κι ήταν χάρμα οφθαλμών. Σου ‘ρχόταν να το φας. Ευτυχώς σεβόμουνα τη φωτιά και δεν έκανα χαζά. Κι έκανε και μια ζέστη καλοκαιρινή, όταν άναβε. Ε, ναι, το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα.

Ανάμεσα στην είσοδο και το παράθυρο ήταν το ωραιότερο έπιπλο του σπιτιού. Ίσως και το ωραιότερο που έχω δει ποτέ μου. Ο μπουφές από ξύλο κερασιάς. Έχει ένα χρώμα κοκκινοκάστανο με λεπτά νερά. Σ’ αυτό το έπιπλο δεν υπήρχαν γωνίες σχεδόν ούτε ευθείες, μόνο οι κάθετες, ε, για να στέκεται. Όλες οι πλευρές του ήτανε στρογγυλεμένες. Κάτω ήταν δυο μεγάλα ντουλάπια, όπου φυλάγανε διάφορα, από γλυκά ως μεγάλες κανάτες. Στο κέντρο είχε τα λεπτοδουλεμένα σκαλιστά συρταράκια με χιλιάδες χρήσιμα και άχρηστα πράγματα, αυτά που όλοι ρίχνουν όταν βρουν συρτάρι. Και στο πάνω μέρος ήταν η υπερπαραγωγή. Στο κέντρο μια ροζ μαρμάρινη επιφάνεια με έναν οβάλ καθρέφτη από πάνω της και δεξιά κι αριστερά οι δυο βιτρίνες. Εκεί φύλαγαν τα καλά ποτήρια του κρασιού και του λικέρ και τα υπέροχα κόκκινα μπολ του παγωτού. Τι ομορφιά ήταν αυτή! Το κρύσταλλο της κάθε βιτρίνας γύριζε κι αγκάλιαζε το ξύλο στρογγυλά σε κάθε πλευρά κι όλα μαζί τα γυαλικά λαμποκοπούσαν όταν άναβε ο κεντρικός πολυέλαιος. Άλλος πάλι αυτός! Λες κι έκανε συνωμοσία με τα κρύσταλλα της βιτρίνας, είχε κάτι απλίκες κίτρινες με πορτοκαλί σχέδια, αρ-νουβώ όλο το στιλ, κι αντανακλούσε το φως του στον μπουφέ. Όνειρο!

Στον απέναντι τοίχο, ανάμεσα στις δυο μπαλκονόπορτες, κάτω απ’ το πορτραίτο τού προπάππου ήταν αυτό που το λέγαμε σερβάντα. Ένα έπιπλο κι αυτό από τριανταφυλλιά κι αυτό με καμπύλες με επιφάνεια από ροζ-μπεζ μάρμαρο κι έναν μεγάλο καθρέφτη σε όλο του το πλάτος. Πολλοί λίγοι θα θυμούνται ακόμα τη λέξη σερβάντα, ίσως και κανείς. Ήταν ο μπουφές που όμως δεν περιείχε τα γλυκά ή τα ποτά, αλλά τα σερβίτσια, εξ ου και το όνομα. Από εκεί έβγαζες τα καλά πιατάκια και τα κουταλάκια για τις πάστες και τις τούρτες, τα μαχαιράκια και πιρουνάκια για τα σιροπιαστά, τις πιατέλες τις καλές για κέικ, χαλβάδες, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, τσουρέκια και κουλουράκια κάθε είδους, τούρτες και όμορφα τακτοποιημένα σαραγλί, μπακλαβάδες και τουλούμπες.

Ναι, εντάξει ήταν το σπίτι των γλυκών. Σε κάθε γωνιά του σαλονιού μύριζε βανίλια. Είτε υπήρχαν αποθηκευμένα τα γλυκά της γιορτής είτε όχι. Γιατί και στον μπουφέ υπήρχανε γλυκά. Τα γλυκά του κουταλιού στο κάτω αριστερό ντουλάπι. Βύσσινο και κυδώνι με αρμπαρόριζα απαραιτήτως.  Νεράντζι και νεραντζάκι πράσινο, καμιά φορά φράπα, άμα βρισκότανε και φράουλα την άνοιξη που δεν κράταγε πολύ όμως, καταναλωνόταν πάραυτα!

Για όλα αυτά υπεύθυνη ήταν η γιαγιά σε κάθε γιορτή, που πολλές φορές και τις καθημερινές ακόμα έφτιαχνε κάτι τι, με άλλοθι τα παιδιά, Ένα κεκάκι για τα παιδιά! Με τη βοήθεια όλων των γυναικών φυσικά, μαμάς και θείας και της μεγάλης εγγονής. Αυτή η μικρή, εγώ, τρελαινότανε να βάζει τα χέρια της μέσα στα βούτυρα και να μπλαμπλοαίζει, δική της λέξη, σύνθετη μάλλον από το μπλαμπλά και το παίζω. Γιατί το μπλαμπλά  σ’ αυτές τις δραστηριότητες ήταν μόνιμο, ανυπέρβλητο και απαραίτητο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Στο κέντρο της σάλας το τραπέζι. Καρυδένιο, βαρύ ασήκωτο, τετράγωνο σκεπασμένο μ’ ένα επίσης βαρύ βελούδινο τραπεζομάντηλο με παραστάσεις σκυλιών που τρέχανε στο κυνήγι λαγού, άντρες ντυμένους παράξενα πάνω σε άλογα να κυνηγάνε τα σκυλιά ή τον λαγό; Όλα αυτά σε φόντο βυσσινί. Το τραπεζομάντηλο κάλυπτε σχεδόν το μισό ύψος του τραπεζιού από το πάτωμα. Κι εκεί ήταν η τέλεια κρυψώνα για μας. Χωνόμαστε ανάμεσα στις υπέροχες ψάθινες καρέκλες με τσαμπιά  σταφύλια σκαλισμένα στη ράχη και παίζαμε ώρες κάτω από τραπέζι, μάλλον όπως όλα τα παιδιά. Αλλά και με χιλιάδες σκανταλιές, όπως να διαβάζει εφημερίδα ο παππούς κι εμείς να του τραβάμε το τραπεζομάντηλο. Σε μια τέτοια σκανταλιά, ανεβασμένη εγώ πάνω στο τραπέζι, παρά τις παροτρύνσεις του παππού ότι θα πέσω, κρατώντας ένα σιδερένιο αυτοκινητάκι, γλίστρησα μαζί με το τραπεζομάντηλο και την εφημερίδα του παππού και τ’ αυτοκινητάκι μού ‘σκισε το πρόσωπο. Μια άλλη φορά όμως, όρθια πάνω στο τραπέζι, ανακάλυψα το φαινόμενο των πολλαπλών κατόπτρων. Όρθια ανάμεσα σε μπουφέ και σερβάντα, οι δυο καθρέφτες τους αντικριστά κι εγώ στη μέση σε αλλεπάλληλα είδωλα. Τι άλλο για να μαγευτώ;

Στο μεγάλο το τραπέζι γίνονταν τα τσιμπούσια στις γιορτές. Άνοιγε στη μέση, έπαιρνε μια τάβλα και μεγάλωνε σε όλο το πλάτος της σάλας. Φαγιά, ποτά γλυκά και απαραίτητα τραγούδι. Ένας ξάδερφος της γιαγιάς είχε δυο αγόρια στην ηλικία της μαμάς που παίζανε κιθάρες. Κι όλος ο κόσμος τραγουδούσε. Άλλοι σόλο, τ’ αγόρια κυρίως, άλλοι παρέα. Το κλου τής κάθε βραδιάς ήταν ο παππούς. Προς το τέλος του γλεντιού τραγουδούσε μόνος του μια γνωστή Σερενάτα του 1928 «Η Νύχτα Φεύγει Ολόχαρη». Ανεξίτηλη ανάμνηση!

Στον αριστερό τοίχο από την είσοδο είχε ένα μεγάλο ντιβάνι, που χρησίμευε και για καναπές, αλλά κι εναλλακτικό κρεβάτι. Μια εποχή, δε θυμάμαι γιατί,  δεν κοιμόμουνα στο κρεβάτι μου αλλά σ’ αυτό το ντιβάνι. Έτσι απομονωμένη, μόνη μέσα στη σάλα, έκανα την πρώτη σκανταλιά μου σε πρώιμη εφηβεία. Έντεκα χρονών έπαιρνα μέσα στο κρεβάτι κρυφά το τρανζιστοράκι, που ο ναυτικός ξάδερφος μου είχε φέρει, και έντεκα η ώρα το βράδυ, μέσα στο μισοσκόταδο άκουγα τη Μουσική Βιβλιοθήκη, εκπομπή του Β’ Προγράμματος, όπου σπουδαίοι ηθοποιοί διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία σε συνέχειες. Μισή ώρα κάθε βράδυ. Μεγάλη τύχη για την ηλικία μου, Τα Ψάθινα Καπέλα, της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, που διάβαζε η Αντιγόνη Βαλάκου. Αξέχαστα βράδια. Κι ύστερα, αν δεν είχα εξουθενωθεί από τη νύστα, ερχόταν το Μουσικό μου Λεύκωμα της  Τόνιας Καράλη, μια από τις ωραιότερες μουσικές εκπομπές που άκουσα ποτέ μου. Nat King Coal, Brothers Four, Dean Martin, Edith Piaf, Jacques Brel, George Brassens, The Platters, Paul Anka, Peggy Lee κι άλλοι κι άλλοι. Μ’ αυτούς αποκοιμιόμουνα.

Μα η πιο προσωπική ανάμνηση της σάλας στις μεγάλες γιορτές ήταν τα «νούμερά» μας, της αδερφής μου και δικά μου. Παρουσιάζονταν απαραίτητα σε φίλους και συγγενείς από πολύ μικρή ηλικία, 4-5 χρονών, μιας κι η γιαγιά είχε απωθημένο με το θέατρο. Η μάνα της δεν την άφησε να γίνει ηθοποιός και μας μάθαινε ποιήματα. Και τι ποιήματα! Κατάλαβα πολύ αργότερα τι θησαυρό κουβαλούσα, φιλοσοφικά δεκαπεντασύλλαβα! Και μετά ήρθε το μπαλέτο!!! Εδώ γελάμε, γιατί δεν πήγα ποτέ  μου να μάθω, είδα μόνο τη Λίμνη των Κύκνων στον κινηματογράφο, η γιαγιά πάλι με πήγε έξη χρονών. Και από τότε έκανα… τον κύκνο! Όλη μέρα. Κι όταν ερχόντουσαν οι καλεσμένοι έβαζα και το τουτού! Μεγαλώνοντας ήρθε κι η Βουγιουκλάκη! Και πλουτίσαμε το ρεπερτόριο, Νιάου βρε Γατούλα, Τράβα Μπρος, Θάλασσα Πλατιά κι ό,τι άλλο ξέρετε μέχρι το 1963.

Παράξενη χρονιά, γιατί φύγαμε από το παλιό το σπίτι να ζήσουμε οι τρεις μας με τη μαμά σε ένα διαμέρισμα στη διπλανή πολυκατοικία. Κι η ζωή άλλαξε και ήρθανε καινούργια ερεθίσματα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής