Ένας άντρας, κοντά στα πενήντα, περπατά στο πεζοδρόμιο. Συχνά-πυκνά, γυρνά και κοιτάει πίσω του τον πιτσιρικά που τον ακολουθεί, κρατώντας μερικά μέτρα απόσταση. Ο μικρός, που είναι γύρω στα 16, σταματάει σ’ ένα περίπτερο κι αγοράζει ένα πακέτο τσιγάρα. Ο άντρας σταματάει και τον περιμένει, αλλά ο μικρός του κάνει νόημα να συνεχίσει. Ο μεγάλος τον μουτζώνει και συνεχίζει. Με το που του γυρίζει την πλάτη, ο μικρός του κάνει κωλοδάχτυλο. Συνεχίζουν να περπατάνε χωριστά, ώσπου φτάνουν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Πούτσου.
Η μέρα είναι ηλιόλουστη. Ο κόσμος που είναι μαζεμένος στον χώρο είναι ντυμένος με ελαφρά ρούχα και κρατάει μικρά μπουκέτα λουλούδια. Η ουρά ξεκινά από τη μέση του προαύλιου, διασχίζει όλο τον ναό και φτάνει μέχρι το ιερό. Εκεί, η εικόνα το αγίου με το μακρόστενο πρόσωπο, τα πεταχτά αφτιά και τη μυτερή κόμη περιμένει τις εκδηλώσεις σεβασμού.
Ο άντρας στέκεται και περιμένει τον μικρό στην είσοδο του ναού, μα αυτός έχει ήδη καθίσει σ’ ένα σπασμένο τοιχίο στην αυλή και καπνίζει. Τον κοιτάει στα μάτια και φυσάει τον καπνό προς το μέρος του. Τα βλέφαρά του παραμένουν ορθάνοιχτα, δεν τρεμοπαίζουν ούτε μια φορά. Ο άντρας κουνάει το κεφάλι δυσαρεστημένος και μπαίνει μέσα.
Οι μικροπωλητές έχουν γεμίσει τα πλαϊνά της αυλής με πάγκους. Μαλλί της γριάς, φουρφούρια, μακρόστενα μπαλόνια, γλειφιτζούρια, χάρτινα καπελάκια σε σχήμα φαλλού. Όλοι τους έχουν κρεμάσει λούτρινα μπαλάκια στις ζώνες τους και κρατάνε γκλίτσες τυλιγμένες με πολύχρωμες κορδέλες. Στο κεφάλι, φοράνε στέκες με μικροσκοπικά κερατάκια.
Με το χτύπημα της καμπάνας, το εκκλησίασμα μαζεύεται έξω από τον ναό και παίρνει θέση μπροστά από τους πάγκους των μικροπωλητών. Μικροί και μεγάλοι βγάζουν ντομάτες από τις τσάντες τους και τις συγκρίνουν μ’ αυτές των διπλανών τους. Τις πετάνε στον αέρα και τις ξαναπιάνουν, ζυγίζοντας το βάρος τους.
Οι ιερείς βγαίνουν από τον ναό. Θυμιατίζουν και ψέλνουν μες απ’ τα δόντια τους. Ακολουθούν νεαροί πρόσκοποι που τραβάνε ένα βάθρο πάνω σε ροδάκια. Στο βάθρο υπάρχει στερεωμένος ένας στύλος. Στον στύλο είναι δεμένη μια γυναίκα.
Η γυναίκα είναι γυμνή, με ξυρισμένο κεφάλι. Είναι ξυρισμένη ολόκληρη. Φρύδια, βλεφαρίδες, εφηβαίο. Δεν μπορεί να κουνηθεί. Έχει κατεβασμένο το κεφάλι και κλαίει με κλειστά τα μάτια. Είναι μεσόκοπη. Το μικρό της στήθος έχει κρεμάσει κι ακουμπάει στην παχουλή, γεμάτη ραγάδες κοιλιά της. Η φαρδιά περιφέρειά της λεπταίνει όλο και περισσότερο καταλήγοντας σε δυο μικροσκοπικές πατούσες που είναι δεμένες με τάιράπ, η μια δίπλα στην άλλη.
Πίσω της, ένα μεγάλο διαφανές πλεξιγκλάς τη χωρίζει από την εικόνα του αγίου που την κοιτά με τα νεκρά του μάτια.
Ο αρχιερέας προσεύχεται στο μικρόφωνο της αυλής. Ζητά αγάπη, ειρήνη, ευημερία και μακροημέρευση. Με το τέλος της προσευχής, παίρνει φόρα και πετάει με δύναμη την πρώτη ντομάτα πάνω στη γυναίκα. Το κάνει λες και τη μισεί με όλη του την ψυχή. Το μούσι και τα ράσα του κουνιούνται με τρόπο περίεργο. Ο ρόλος και τα κιλά του δεν σε προδιαθέτουν για ένα τέτοιο θέαμα. Μερικοί χαμογελάνε.
Το πλήθος ακολουθεί. Φωνές. Παιδικές τσιρίδες. Γέλια. Βουητό.
Οι ντομάτες πέφτουν πάνω της με δύναμη. Σχίζουν τη φλούδα τους, χύνουν τον χυμό τους, χύνουν τους σπόρους τους. Μερικές που έχουν και κοτσάνι τη ματώνουν, μα κανείς από κάτω δεν καταλαβαίνει τη διαφορά. Η γυναίκα είναι κατακόκκινη.
Ο άντρας πετάει τη δική του ντομάτα κι αυτή περνάει ξυστά από τη αριστερή της ρώγα.
Η γυναίκα, ακίνητη, εγκλωβισμένη, με το κεφάλι κάτω, κλαίει δίχως σταματημό. Σε μια στιγμή, το κλάμα της γίνεται κραυγή, όμως οι καχεκτικές ανάσες της την πνίγουν.
Μετά το τέλος της τελετής, οι πρόσκοποι λύνουν τη γυναίκα. Τη σκεπάζουν με μια κουβέρτα και τη συνοδεύουν στον ναό.
Ο άντρας πλησιάζει τον μικρό. «Τι θα γίνει μ’ αυτή τη μαλακία; Πότε θα το κόψεις;»
Ο μικρός κοιτάει δεξιά κι αριστερά. Δεν λέει κουβέντα.
«Σταμάτα το, βρε αγόρι μου. Μια ανοησία είναι».
Καμία απάντηση.
Οι πρόσκοποι συνοδεύουν τη γυναίκα που βγαίνει από τον ναό ντυμένη. Φοράει παλτό, σκουφί και μαύρα γυαλιά ηλίου. Το κεφάλι της εξακολουθεί να είναι σκυμμένο. Ο άντρας την αγκαλιάζει και οι πρόσκοποι επιστρέφουν στην εκκλησία.
Ο μικρός ανάβει κι άλλο τσιγάρο. Δεν έχει κουνηθεί από το τοιχάκι. «Ήσουν υπέροχη, μαμά», της λέει. «Τελείωσε. Αυτό ήταν».
Αυτή πετάει ένα λυγμό. Τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στο κεφάλι. Ο άντρας την πιάνει αγκαζέ. Ξεκινάνε. Ο πιτσιρικάς τους ακολουθεί, κρατώντας και πάλι λίγη απόσταση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Ράπτης, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Φωτογραφία Sleepy princess: a young girl yawns during the annual Fiesta de las Cruces (Festival of the Crosses) in Aberán, captured by Cristina Garcia Rodero, Spain, 1993. Photograph: Cristina Garcia Rodero/Magnum Photos