Οι εραστές τρελάθηκαν

0
617

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 666.jpg

Ήταν οι καλύτερες νύχτες, ήταν οι χειρότερες νύχτες.

Ήταν οι νύχτες που τρελάθηκαν κι έχασαν τα λογικά τους. Έχασαν τα λογικά τους κι έγιναν εραστές. Έγιναν εραστές κι έχασαν τον εαυτό τους.
Ήταν οι νύχτες που τρελάθηκαν κι έχασαν τα λογικά τους.

Ήταν οι νύχτες που τίποτα δεν είχε σημασία , ήταν οι νύχτες που όλα είχαν σημασία. Όλα είχαν σημασία και μεγάλωναν ασύγκριτα. Μεγάλωναν ασύγκριτα και έκαναν τα υπόλοιπα ασήμαντα.
Ήταν οι νύχτες που τίποτα δεν είχε σημασία, ήταν οι νύχτες που όλα είχαν σημασία.

—————————————-

Έρωτας και πραγματικότητα
-θα μ΄αγαπάς για πάντα;
-Το πάντα δεν υπάρχει. θα σ΄αγαπώ σε κάθε τώρα μου.

Έρωτας και χρόνος
-Πόσο κρατάει το τώρα σου;
– Ο χρόνος είναι άχρονος. Θα σ΄αγαπώ για πάντα.

Έρωτας και ουτοπία
-Από πάντα
-Για πάντα

Οι μεγάλες αγάπες δεν χωράνε στο χρόνο. Ο χρόνος, δεν χωράει στις μεγάλες αγάπες.

Πόσο κρατάει η ελάχιστη στιγμή που ένα μοναδικό βλέμμα χωράει όλες τις λέξεις του κόσμου;
Πόσο κρατάει η ελάχιστη στιγμή που συντελείται το πρώτο άγγιγμα, που για πρώτη φορά  ο καθένας δέχεται σ’ ένα μικροσκοπικό σημείο στο δέρμα του, ένα μικροσκοπικό σημείο από το δέρμα του άλλου και ηλεκτρίζεται και ερεθίζεται και εθίζεται και βυθίζεται;
Πόσο κρατάει η μία και μοναδική πρώτη στιγμή που χείλη, σώματα και καρδίες ενώνονται;
Πόσο κρατάει μια μεγάλη αγάπη;
Οι μεγάλες αγάπες είναι άχρονες.

Είναι κάτι αγάπες που πονάνε. Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε, εγώ το λέω πανικό, κακούργημα κανονικό κι ισόβια θα δικαστούμε.
Η αγάπη δεν πονάει.

Είναι κάτι αγάπες που γεμίζουν ερωτηματικά.
Απ’ της ψυχής μου το ιερό, ως της ζωής μου το μπουρδέλο, χτίσε μια γέφυρα να πάω και να ‘ρθω. Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ, ποτέ όταν σε θέλω; Η αγάπη δεν γεμίζει ερωτηματικά.

Είναι κάτι αγάπες που σε στραγγίζουν.
Οι νύχτες μου χαμογελούν, ποτίζουν με αίμα τον γλυκό μου πυρετό και οι μέρες όλες με καλούν μέσα απ’ το στόμα τους να πιω, τον μυρωμένο τους αφρό, κι όμως εγώ, διψάω σαν ψάρι στο βυθό κι ασφυκτιώ, κι ασφυκτιώ σαν συννεφάκι μέσα στον καθαρό ουρανό.
Η αγάπη δεν στραγγίζει.

————————————————

Να πιει κάνεις ή να μην πιει; Απ’ το δάκρυ που κυλάει στο πρόσωπό της, απ’ το αίμα που κυλά μες το λαιμό της, απ΄ τις σταγόνες που κυλάνε στο μηρό της.

Πού χρόνος για απορίες. Να πιει αυτός. Πώς να μην πιει;
Να πιει και αυτή. Πώς να μην πιει;

Από τα χείλη του άκρατη λατρεία, στο όνομά του νέκταρ ιερό, από το χέρι του απαγορευμένη ουσία, που οδηγεί σε μονοπάτι υγρό.

—————————————-

Και είναι φορές που αλλάζει ο καιρός, οι άνθρωποι,  ο κόσμος, αλλάζουμε διευθύνσεις, τηλέφωνα και ονόματα, αλλάζουν τα δεδομένα, και τα αυτονόητα γίνονται ανόητα. Γελάει μαζί μας μοιραία η μοίρα, κρίμα, έχασε ο εαυτός μας το παιχνίδι αυτό, στα αυτονόητα.

Είναι οι φορές, που κάτι χάνεται απ’ το χάρτινο χάρτη, δεν το πρόσεξες, το μπέρδεψες στα δεδομένα, χάνεται μια αγάπη, χάνεται ένα όνομα, χάνεται το παγωμένο χέρι ενός χειμώνα που έβγαζε πάντα σε μια άνοιξη. Κοίταζες το παγωμένο χέρι κι έχασες τη άνοιξη. Κι αρχίζεις να χάνεις τα βήματα, πας ένα βήμα μπρος και δυο πίσω. Αρχίζεις να χάνεις τα ρήματα, (δεν) σ΄ αγαπώ, (δεν) σε πιστεύω, (δεν) σε περιμένω. Αρχίζεις να χάνεις τα ποιήματα,. Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς;- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο 

——————————————–

Τριγύρω, τα νωπά σεντόνια μύριζαν την αλμύρα του βυθού, το πρώτο αίμα στο μαχαίρι, την γρουσουζιά της τεράστιας σκάλας που ανέβαζε στην πτώση. Τίποτα δεν μύριζαν.  Τα νωπά σεντόνια δεν υπήρχαν.

Ψηλά, η κίτρινη λάμπας φώτιζε, αρχέγονο δίχτυ, ψάρευε όνειρα, που έσφιγγε στο γυμνό καλώδιο. Τα ‘πνιγε και γίνονταν πεφταστέρι. Τίποτα δεν φώτιζε. Η κίτρινη λάμπα δεν υπήρχε.

Το άσπρο δωμάτιο, οι τοίχοι μαρτυρούσαν τους εραστές, τους αδιόρατους τους ήχους, τους στεντόρειους ήχους, την καθηλωτική τους παρουσία, την εκκωφαντική τους απουσία. Τίποτα δεν μαρτυρούσε. Το άσπρο δωμάτιο δεν υπήρχε.

Και οι εραστές δεν υπήρχαν. Μόνο η ηχώ τους υπήρχε.

Οι εραστές δεν υπήρχαν -οι εραστές δεν υπήρχαν – οι εραστές δεν υπήρχαν… δεν υπήρχαν -δεν υπήρχαν -δεν υπήρχαν…Υπήρχαν – Υπήρχαν -Υπήρχαν……

————————————————–

Μα ο έρωτας, λουλούδι που φυτρώνει πάνω στην πέτρα, πάνω στο βράχο, ο έρωτας χαμόγελο στο βουρκωμένο πρόσωπο παιδιού, στο βουρκωμένο πρόσωπο της παιδικής παντοδυναμίας, ο έρωτας, ψωμί ζυμωμένο από στάχυ και πυρ, από στάχτη και φλόγα, βρίσκει πάντα τον τρόπο.

Μα η αγάπη, ανασταίνεται στις ψυχές των ανθρώπων, αναγεννιέται ανυπέρβλητη, η αγάπη, χαρίζει ελπίδα και θάρρος, γεννάει γενναίους, αιώνιους, που ελπίζουν για μια νέα τελευταία φορά, η αγάπη, ποτέ δεν τελειώνει, βρίσκει πάντα τον τρόπο.

Μα οι καρδιές των ανθρώπων, παλεύουν να βρουν το άλλο τους μισό, οι καρδιές των ανθρώπων, ακουμπούν το γόνατο και τη γροθιά στο χώμα, στυλώνουν τα πόδια ορθώνονται, οι καρδιές των ανθρώπων γεννημένες στην γη της αθωότητας, βρίσκουν πάντα τον τρόπο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Άννα Ζιώγα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής