Το μπασκετάκι

1
944

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι istockphoto-959181428-612x612-1.jpg

Αργά το απόγευμα. Κάνω ποδήλατο στην παραλία Θεσσαλονίκης. Σταματάω και κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Απέναντι τα υπαίθρια γήπεδα μπάσκετ, γεμάτα κόσμο.

Εφτά άτομα οργανώνονται για να παίξουν ένα μπασκετάκι, αγώνα σε μια μπασκέτα με όριο πόντων.

Ο Πέτρος, που τον φωνάζουν Πητ, είναι ένα ντερέκι, εικοσάχρονος. Λέει στον Θανάση, που είναι ο μισός σε όγκο να διαλέξουν.

«Διαλέγω πρώτος», κάνει ο Πητ. «Τζέι, μπρο, έλα.»

Ο Τζέι είναι εξίσου γεροδεμένος.

Ο Θανάσης κοιτάζει τους άλλους. Ένας από αυτούς είναι χοντρούλης, ο Γιώργος.

«Θανάση, έλα, Θανάση, τι κοιτάς; Εμένα πάρε.»

Ο Θανάσης παίρνει το φίλο του. Ο Πητ παίρνει για τρίτο έναν στα μέτρα του.

Ο Θανάσης κοιτάζει αυτούς που έμειναν. Είναι η Νένα κι ένας «παππούς». Ο Παππούς είναι εξηνταπεντάρης, μεσαίου αναστήματος και τα ‘χει τα κιλάκια του. Φοράει ζακέτα, καπέλο και γυαλί ηλίου. Η Νένα είναι κοντή, αλλά γυμνασμένη και με πολύ νεύρο.

«Τι θα πάρω τώρα εγώ;» κάνει ο Θανάσης.
«Πάρε το γκομενάκι», λέει ο Πητ και γυρνάει στο αυτί του Τζέι, λέει κάτι σεξιστικό και γελάνε.
«Θα σας γαμήσει το γκομενάκι», του φωνάζει η Νένα.

Ο Πητ γελάει.
«Να σου πω κάτι, Θάνο; Πάρε και το γκομενάκι και τον παππού, ένα συν ένα δώρο.»

Χωρίζονται οι δυο ομάδες. Εκείνοι του Πητ βγάζουν τις μπλούζες. Είναι και οι τρεις φέτες, γεμάτοι τατουάζ. Στην άλλη μεριά, ο Θανάσης, ο χοντρούλης Γιώργος, η Νένα κι ο Παππούς.
Ντερέκια εναντίον λούζερς. Ρίχνουν νόμισμα, παίρνει μπάλα ο Πητ.

Πρώτη επίθεση, ο Πητ δίνει στον Τζέι που φεύγει στον αέρα και καρφώνει. Πανηγυρισμοί τεστοστερόνης. Δεύτερη επίθεση τα ίδια.

Σηκώνομαι απ’ το παγκάκι κι ετοιμάζομαι να φύγω, ίσως λιγάκι απογοητευμένος. Ρίχνω μια τελευταία ματιά.

Ο Πητ το παίζει άνετος, κρατάει την μπάλα μπρος στα μούτρα της Νένας. Εκείνη κάνει μια απίστευτα γρήγορη κίνηση και του την κλέβει. Πάει προς τη μπασκέτα, της κλείνουν το δρόμο τα ντερέκια. Κοιτάζει πού να πασάρει.
Ο Θανάσης της ζητάει την μπάλα. Ο Γιώργος κάνει ότι δεν βλέπει. Ο Παππούς είναι πιο έξω. Τη δίνει στον Παππού. Εκείνος κάνει δυο βήματα, πηδάει και ρίχνει. Φραπ, μέσα.

Οι λούζερς πανηγυρίζουν.

«Μπράβο, παππού, δε στο είχα», κάνει ο Πητ. «Δικιά σας η μπάλα.»

Ο Θανάσης έχει τη μπάλα. Την ξεφορτώνεται στη Νένα. Εκείνη τρέχει σαν το διάβολο στο γήπεδο, αλλά δεν την αφήνουν να πλησιάσει τη μπασκέτα. Πασάρει στον Παππού. Εκείνος πηδάει, σουτάρει και φραπ.

Παρακολουθώ τον υπόλοιπο αγώνα να πηγαίνει κάπως έτσι.

Η Νένα βάζει κι εκείνη καλάθια, αλλά ο Παππούς δεν αστοχεί. Τα ντερέκια έχουν εκνευριστεί. Κάνουν τσαμπουκάδες. Οι άλλοι παίζουν μπάλα. Ακόμα κι ο χοντρούλης ξεθαρρεύει και ρίχνει μερικές.

Φτάνουν τους πενήντα πόντους με τρίποντο του Παππού.

«Είσαι καλός», λέει ο Πητ και κάθεται λαχανιασμένος.
«Πάμε άλλους πενήντα;» λέει ο Παππούς. «Τι; Κουραστήκατε κιόλας;»

Ο Παππούς βγάζει τη ζακέτα. Φοράει φανέλα μπάσκετ της Εθνικής Ομάδας, με το 4. Στην πλάτη γράφει: Νίκος Γκάλης.

Παίρνει την μπάλα, πηδάει, και μένει στον αέρα λίγη παραπάνω ώρα απ’ όσο συνηθίζουν οι άνθρωποι.

Παίρνω το ποδήλατο και φεύγω. Ο Γκάλης είναι ακόμα στον αέρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό το κείμενο το σκέφτηκα καθώς έκανα ποδήλατο στην Παραλία. Θα ήταν ωραία μικρού μήκους, όπου η κάμερα θα έδειχνε πάντα πλάτη τον Γκάλη –αρκεί φυσικά να συμφωνούσε να παίξει ο Γκάλης.